Η έννοια του cancel culture εμφανίστηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του 2010 και οι ρίζες του βρίσκονται στο cancel (την πράξη ακύρωσης κάποιου) που ξεκίνησε ως slang στην αφροαμερικανική κουλτούρα και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Στην αρχή είχε χιουμοριστική χρήση. Στην πορεία εξελίχθηκε σε δημόσια αποδοκιμασία ή «ακύρωση» προσώπων λόγω συμπεριφοράς, απόψεων ή πράξεων και έχει πάρει διαστάσεις τα τελευταία χρόνια, κυρίως μέσα από τα social media και την τηλεοπτική επικαιρότητα.

 

Στην Ελλάδα μπορούμε να το εντοπίσουμε ως τάση και όχι οργανωμένο κίνημα περίπου το 2020-2021, όταν τα κοινωνικά δίκτυα άρχισαν να παράγουν θέματα που το χρησιμοποιούσαν ως μέσο αντίδρασης και κριτικής προσώπων.


Η εμφάνιση του ελληνικού #MeToo το 2021 (με την καταγγελία της Σοφίας Μπεκατώρου και τις αποκαλύψεις στον χώρο του θεάτρου και της τηλεόρασης) αποτελεί ορόσημο: για πρώτη φορά, καλλιτέχνες και δημόσια πρόσωπα «ακυρώθηκαν» από κοινό και φορείς.

 

Στην συνέχεια πήρε διαστάσεις ανεξέλεγκτες και άκριτες, και συχνά προκαλεί την κοινωνική απομόνωση του «θύματος» με βαρείς χαρακτηρισμούς ακόμα και προτού υπάρξει δικαστική κρίση. Εμφανίζεται με την μορφή έντονου διχασμού ανάμεσα σε όσους το θεωρούν «δικαιοσύνη από τον λαό» και όσους το βλέπουν ως «ψηφιακό λιντσάρισμα». Οι «ακυρωμένοι» μπορεί να επανέλθουν μετά από καιρό, αν αλλάξει η κοινή γνώμη ή απλώς ξεχαστεί το θέμα.

 

Στα ελληνικά σόσιαλ μίντια και στην τηλεόραση εμφανίστηκε κυρίως στον καλλιτεχνικό χώρο σε υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης ή βίας που οδήγησαν σε κοινωνικό αποκλεισμό (π.χ. Λιγνάδης, Φιλιππίδης). Το κοινό, τα ΜΜΕ, τα θέατρα και οι τηλεοπτικοί σταθμοί αντέδρασαν άμεσα, προτού καν κινηθεί κάποια δικαστική διαδικασία. Επίσης, το συναντάμε σε ΜΜΕ και influencers που κατηγορήθηκαν για ρατσιστικές, σεξιστικές ή ομοφοβικές δηλώσεις και προκάλεσαν μέχρι και μποϊκοτάζ (π.χ. τηλεοπτικών παρουσιαστών, YouTubers κ.ά.). Συχνά η «ακύρωση» φέρνει πλήθος αρνητικών σχολίων, ακύρωση συνεργασιών ή αποχώρηση χορηγών.

 

Σε κάποιον βαθμό το φαινόμενο άγγιξε και την πολιτική σκηνή. Υπήρξαν περιπτώσεις που μια δήλωση θεωρήθηκε προσβλητική και προκάλεσε δημόσια αντίδραση. Κάποιες φορές ο χαμός που έγινε οδήγησε σε «συγγνώμη» ή και απομάκρυνση του προσώπου από θεσμική θέση.

 

Βέβαια, γεγονός είναι ότι στην Ελλάδα η «ακύρωση» συνήθως δεν διαρκεί για πάντα: αρκετά πρόσωπα επανέρχονται μετά από καιρό ή με τη στήριξη μερίδας του κοινού. Ούτε υπάρχει οργανωμένο «κίνημα ακύρωσης» όπως στις ΗΠΑ· πρόκειται περισσότερο για γραπτές εκρήξεις οργής στα social media, έχει έντονη πολιτική και τηλεοπτική διάσταση και συχνά μετατρέπεται σε τηλεθέαμα ή κομματική αντιπαράθεση. Η δημόσια «ακύρωση» έχει υπάρξει και λόγος επιρροής στη δικαστική ή θεσμική διαδικασία, λειτουργώντας διχαστικά μεταξύ όσων τη θεωρούν «λαϊκή δικαιοσύνη» και όσων τη βλέπουν ως «δικαστήριο του όχλου».

 

Οι υποστηρικτές ισχυρίζονται ότι δίνει φωνή σε όλους, κυρίως σε όσους δεν έχουν πρόσβαση στα ΜΜΕ, ενισχύει τη λογοδοσία δημόσιων προσώπων και αποκαλύπτει σοβαρά θέματα όπως κακοποιητικές συμπεριφορές, σεξισμό, εξαπάτηση.

 

Αλλά υπάρχουν και οι επικριτές που αντιτείνουν ότι βασίζεται κυρίως σε φαινομενικά, ελλιπή ή μη αποδεδειγμένα στοιχεία, μπορεί να οδηγήσει σε κοινωνική εξόντωση ή συκοφαντία αθώων και ενισχύει την πολιτική πόλωση και τη λογοκρισία. Επίσης θεωρούν ότι συχνά είναι απλώς «κυνήγι μαγισσών».

 

Η σημερινή σκληρή αλήθεια παρουσιάζει συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως αυτές του Δημήτρη Λιγνάδη, του Πέτρου Φιλιππίδη, του Γιώργου Κιμούλη, του Νότη Σφακιανάκη, της Τατιάνας Στεφανίδου, του Πάρι Ρούπου, της Ιωάννας Τούνη, του Αλέξανδρου Κοψιάλη και άλλων. Και εξετάζει εάν τώρα πια το φαινόμενο έχει καταλαγιάσει μεν αλλά παραμένει ενεργό, αν ο δημόσιος λόγος έχει γίνει πιο προσεκτικός, αν τα ΜΜΕ λειτουργούν με τον φόβο κατακραυγής ενώ ταυτόχρονα υπάρχει και ο αντίλογος κατά του «υπερβολικού πολιτικώς ορθού». Ασχολείται επίσης με τα θετικά και τα αρνητικά του κινήματος. Για παράδειγμα, δημιουργείται μια ισορροπία μεταξύ της ελευθερίας έκφρασης και της λογοδοσίας; Ή επικρατεί μια ιδιότυπη λογοκρισία και μια αλά καρτ ευαισθησία;

 

 

Συνεργάτις περιεχομένου: Ελένη Καλέση

**Μουσική επένδυση: Nalyssa Green / Pan Pan / New*Deal / Teo x3 / Petros Satrazanis/ Epidemic Sound/ Βασίλης Κωστάκης

***Τα αποσπάσματα απ’ την ΕΡΤ προέρχονται απ’ το Αρχείο της ΕΡΤ, το οποίο ευχαριστούμε θερμά για την άδεια χρήσης