Ο Ντέιβ Μπολ, ο οποίος ως μέλος των Soft Cell έφερε τη σκοτεινή, πρωτοποριακή synth-pop (σ.σ. είδος δημοφιλούς μουσικής που εμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και κορυφώθηκε στη δεκαετία του 1980, χρησιμοποιώντας κυρίως synthesizer) έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 66 ετών.
Εκπρόσωποι του Ντέιβ Μπολ δήλωσαν σχετικά με τον θάνατό του ότι «έφυγε από τη ζωή ειρηνικά στον ύπνο του στο σπίτι του στο Λονδίνο την Τετάρτη», με τα αίτια να παραμένουν ασαφή.
Ο συνεργάτης του στους Soft Cell, Μαρκ Άλμοντ, απέτισε φόρο τιμής, γράφοντας: «Ήταν μια υπέροχα λαμπρή μουσική ιδιοφυΐα... Σε ευχαριστώ Ντέιβ που ήσουν ένα τεράστιο κομμάτι της ζωής μου και για τη μουσική που μου έδωσες. Δεν θα ήμουν εκεί που είμαι χωρίς εσένα».
Ποιος ήταν ο Ντέιβ Μπολ των Soft Cell
Γεννημένος στο Τσέστερ το 1959, ονομάστηκε αρχικά Πολ, υιοθετήθηκε και του έδωσαν στη συνέχεια το όνομα, με το οποίο αναδείχθηκε στην ηλεκτρονική μουσική: Ντέιβιντ Μπολ.
Μεγάλωσε στο Μπλάκπουλ μαζί την αδερφή του, επίσης υιοθετημένη, τη Σούζαν. Η πόλη επηρέασε τον Μπολ, ο οποίος κατά τη διάρκεια της μουσικής του πορείας στάθηκε τη «σόουμπιζ» πλευρά της, «τα λούνα παρκ και την τρέλα» της. Το εργασιακό υπόβαθρο του πατέρα του, τον έκανε να ενδιαφερθεί για τα ηλεκτρονικά, ενώ το μουσικό του άκουσμα, το Autobahn των Kraftwerk το 1975 υπήρξε «σημείο καμπής» στη ζωή του.
Αφού πέθανε ο πατέρας του από καρκίνο, άφησε στον Μπολ κάποια χρήματα, τα οποία ξόδεψε σε μια κιθάρα, που σύντομα αντάλλαξε με ένα synthesizer. Μετακόμισε για να σπουδάσει τέχνη στο Πολυτεχνείο του Λιντς: «Ήθελα απεγνωσμένα να ξεφύγω και να ξεκινήσω τη δική μου ζωή» είχε πει, όπου το πρώτο άτομο που γνώρισε ήταν ο Άλμοντ.
«Υπήρχε ένας τύπος που περιφερόταν με μια μπλούζα από λεοπάρ δέρμα, ξανθά μαλλιά και παντελόνι από σπάντεξ, και σκέφτηκα, πρέπει να είναι στο τμήμα τέχνης, δεν είναι λογιστής, οπότε τον ρώτησα, ξέρεις πού γράφομαι;», θυμήθηκε αργότερα ο Μπολ, στην πρώτη του συνάντηση με τον Άλμοντ.
Soft Cell: Πώς τους έφτιαξε και ο Ντέιβ Μπολ
Σχημάτισαν το ντουέτο Soft Cell το 1979. Ο φανταχτερός frontman Άλμοντ ασχολούνταν με την ποπ-σόουλ και τις μπαλάντες της δεκαετίας του '60, ενώ ο πιο συγκρατημένος Μπολ ενδιαφερόταν για τα συνθεσάιζερ και τη «μηχανική μουσική», όπως την αποκαλούσε. «Ήμασταν ένα περίεργο ζευγάρι: ο Μαρκ, αυτός ο γκέι τύπος με μακιγιάζ και εγώ, ένας μεγαλόσωμος τύπος που έμοιαζε με σχολιαστή» είχε πει στον Guardian το 2017.
Ο Μπολ έδωσε ένα αντίγραφο του πρώτου τους EP στον DJ του BBC Radio 1, Τζον Πιλ, ο οποίος το έπαιξε στην εκπομπή του, και το ντουέτο υπέγραψε με την δισκογραφική εταιρεία Some Bizzare. Τα πρώτα τους singles, A Man Could Get Lost και Memorabilia, απέτυχαν, αλλά το επόμενο ήταν μια αίσθηση.
Το Tainted Love ήταν μια διασκευή ενός τραγουδιού της Αμερικανίδας τραγουδίστριας της σόουλ Gloria Jones, το οποίο δεν είχε ποτέ επιτυχία στα charts, αλλά είχε γίνει πολύ αγαπητό στη βόρεια σκηνή της σόουλ στη βόρεια Αγγλία. Ο Άλμοντ έχει πει ότι επηρεάστηκε από μια άλλη εκδοχή, της Αγγλίδας τραγουδίστριας Ruth Swann.
Η διασκευή των Soft Cell από το 1981 έφτασε στο Νο. 1 στο Ηνωμένο Βασίλειο και έγινε η δεύτερη σε πωλήσεις εκείνη τη χρονιά μετά το Don’t You Want Me των Human League. Έφτασε επίσης στο Νο. 1 σε 16 άλλες χώρες και ήταν μια επιτυχία στο Top 10 των ΗΠΑ. Η επιτυχία εξέπληξε τους Soft Cell: «Μέναμε σε ένα ύποπτο μικρό διαμέρισμα ενός συνεταιρισμού κατοικιών στο Λιντς και μας μετέφεραν με το Concorde» είχε πει ο Μπολ.
Με πληροφορίες από Guardian