Μετά την αιματηρή επίθεση σε καθολική εκκλησία της Μινεάπολης, στελέχη του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης εξετάζουν το ενδεχόμενο να περιοριστεί το δικαίωμα των τρανς ατόμων να κατέχουν όπλα, σύμφωνα με το CNN, που επικαλείται δύο αξιωματούχους που γνωρίζουν τις εσωτερικές συζητήσεις
Οι συνομιλίες βρίσκονται ακόμη σε προκαταρκτικό στάδιο, ωστόσο η ιδέα έχει αποκτήσει απήχηση σε συντηρητικά μέσα ενημέρωσης μετά το περιστατικό, κατά το οποίο μια 23χρονη τρανς γυναίκα άνοιξε πυρ μέσα στον ναό του Ευαγγελισμού, σκοτώνοντας δύο παιδιά και τραυματίζοντας άλλα 21, στην πλειονότητά τους επίσης παιδιά.
Εάν προχωρήσει, θα πρόκειται για μια δραματική κλιμάκωση της επιθετικής πολιτικής του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ απέναντι στα δικαιώματα των τρανς Αμερικανών. Ο Τραμπ έχει ήδη εκδώσει σειρά εκτελεστικών διαταγμάτων: ένα που απαγορεύει στα τρανς άτομα να υπηρετούν στις ένοπλες δυνάμεις και ένα άλλο που επιβάλλει τη μεταφορά τρανς κρατουμένων σε φυλακές που αντιστοιχούν στο φύλο που τους αποδόθηκε κατά τη γέννηση.
Περιορισμοί στην Οπλοκατοχή: Η ιστορική «κόκκινη γραμμή» των Ρεπουμπλικανων
Η ιδέα περιορισμού της οπλοκατοχής θεωρείται ιστορικά «κόκκινη γραμμή» για τους Ρεπουμπλικανούς, καθώς πολλά στελέχη και οργανώσεις υπέρ της οπλοκατοχής αντιτίθενται ακόμη και σε «red flag laws», δηλαδή νόμους που αφαιρούν τα όπλα από άτομα με σοβαρά ψυχιατρικά προβλήματα.
Παρ’ όλα αυτά, η ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης εξετάζει εάν μπορεί να χρησιμοποιήσει την εξουσία της για να θεσπίσει κανονισμούς που θα ορίζουν ότι τα τρανς άτομα πάσχουν από ψυχική ασθένεια και συνεπώς μπορεί να χάσουν το συνταγματικό τους δικαίωμα στην οπλοκατοχή, σύμφωνα με έναν αξιωματούχο.
Άλλος υψηλόβαθμος αξιωματούχος προειδοποίησε ότι οποιαδήποτε τέτοια πρόταση, ακόμη κι αν προχωρήσει, θα συναντήσει σημαντικά νομικά εμπόδια. Υπενθύμισε ότι εκατομμύρια Αμερικανοί αντιμετωπίζουν ψυχικά προβλήματα και λαμβάνουν φαρμακευτική αγωγή, χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι αποτελούν απειλή για την κοινωνία. Η ομοσπονδιακή νομοθεσία προβλέπει ότι μόνο εάν δικαστής κρίνει κάποιον «ψυχικά ανίκανο» μπορεί να του αφαιρεθεί το δικαίωμα να κατέχει όπλα.
Σύμμαχοι του Τραμπ ισχυρίζονται λανθασμένα ότι η «ασυμφωνία φύλου» συνιστά ψυχική ασθένεια
Συντηρητικοί σύμμαχοι του Τραμπ έσπευσαν μετά την επίθεση να ισχυριστούν ότι η δυσφορία φύλου συνιστά ψυχική ασθένεια και επομένως πρέπει να αποκλείει κάποιον από την αγορά όπλων. Οι ψυχίατροι ωστόσο διευκρινίζουν ότι η «ασυμφωνία φύλου» από μόνη της δεν θεωρείται διαταραχή. Ο όρος «δυσφορία φύλου» χρησιμοποιείται μόνο όταν το άτομο βιώνει έντονη ψυχική δυσφορία που επηρεάζει τη ζωή του, και αυτή είναι η διάγνωση που περιλαμβάνεται στο διαγνωστικό εγχειρίδιο DSM της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας.
Ο στόχος ενός πιθανού περιορισμού, σύμφωνα με αξιωματούχο του υπουργείου, είναι «να διασφαλιστεί ότι τα άτομα με δυσφορία φύλου, όσο βρίσκονται σε ασταθή κατάσταση, δεν θα μπορούν να αποκτήσουν όπλα».

ΗΠΑ: Οργανωμένη εκστρατεία κατά της ιατρικής φροντίδας που επιβεβαιώνει το φύλο
Η συζήτηση λαμβάνει χώρα ενώ το υπουργείο Δικαιοσύνης υπό την Παμ Μπόντι έχει ξεκινήσει εκστρατεία κατά της ιατρικής φροντίδας που επιβεβαιώνει το φύλο. Το καλοκαίρι εστάλησαν περισσότερες από 20 κλήσεις σε γιατρούς και κλινικές που παρείχαν σχετικές θεραπείες σε ανηλίκους. Σε μία περίπτωση, που αποκαλύφθηκε μέσω δικαστικών εγγράφων, ζητήθηκε από το Παιδιατρικό Νοσοκομείο της Φιλαδέλφειας να παραδώσει ευαίσθητα δεδομένα ασθενών, όπως ημερομηνίες γέννησης, αριθμούς κοινωνικής ασφάλισης και διευθύνσεις.
Η Μπόντι έχει στο παρελθόν υποστηρίξει ορισμένους περιορισμούς στην οπλοκατοχή. Ως γενική εισαγγελέας της Φλόριντα, υπερασπίστηκε τον νόμο που αύξησε το όριο ηλικίας για την αγορά όπλων μετά τη σφαγή στο λύκειο του Πάρκλαντ το 2018. Συνεργάστηκε επίσης στη διαμόρφωση της πολιτικής που απαγόρευσε τα bump stocks, μηχανισμούς που μετατρέπουν ημιαυτόματα όπλα ώστε να πυροβολούν εκατοντάδες σφαίρες το λεπτό. Η απαγόρευση ακυρώθηκε αργότερα από το Ανώτατο Δικαστήριο, ενώ οι Ρεπουμπλικανοί στη Φλόριντα πιέζουν σήμερα για να μειωθεί ξανά το ηλικιακό όριο στις αγορές όπλων.
Με πληροφορίες από CNN