Τα τρόφιμα αποτελούν μία από τις μεγαλύτερες δαπάνες των νοικοκυριών στην Ευρώπη, αντιπροσωπεύοντας κατά μέσο όρο περίπου το 11,9 % των δαπανών σε ολόκληρη την ΕΕ και φτάνοντας έως και το 20 % σε χώρες όπως η Ρουμανία.
Οι τιμές των τροφίμων διαφέρουν σημαντικά από χώρα σε χώρα. Ο δείκτης επιπέδου τιμών τροφίμων της Eurostat προσφέρει μια χρήσιμη βάση σύγκρισης. Αν θεωρήσουμε ότι το μέσο «καλάθι» τροφίμων στην ΕΕ κοστίζει 100 ευρώ, ο δείκτης δείχνει πόσο θα κόστιζε το ίδιο καλάθι σε κάθε χώρα.
Επίπεδο τιμών πάνω από το 100 σημαίνει ότι μια χώρα είναι ακριβότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ τιμή κάτω από το 100 ότι είναι φθηνότερη.
Σύμφωνα με τη Eurostat, το 2024 η Βόρεια Μακεδονία ήταν η φθηνότερη χώρα για τρόφιμα ανάμεσα σε 36 ευρωπαϊκές χώρες. Εκεί, το τυπικό καλάθι τροφίμων κόστιζε 73 ευρώ, δηλαδή 27% λιγότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Η Ελβετία είναι η ακριβότερη χώρα, με τιμές τροφίμων κατά 61,1% υψηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ. Το ίδιο καλάθι κοστίζει 161,1 ευρώ. Η Βόρεια Μακεδονία είναι υποψήφια προς ένταξη στην ΕΕ, χωρίς να είναι ακόμη μέλος, αλλά με ενεργές εμπορικές συμφωνίες με την Ένωση. Η Ελβετία δεν ανήκει στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο και βασίζεται σε ένα δίκτυο διμερών συμφωνιών με την ΕΕ.
Εντός της ΕΕ, η Ρουμανία (74,6 ευρώ) έχει το χαμηλότερο επίπεδο τιμών τροφίμων, ενώ το Λουξεμβούργο (125,7 ευρώ) το υψηλότερο. Τα τρόφιμα είναι κατά 25,4% φθηνότερα στη Ρουμανία και κατά 25,7% ακριβότερα στο Λουξεμβούργο σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ.
Μετά την Ελβετία, δύο ακόμη χώρες της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (EFTA) συμπληρώνουν την πρώτη τριάδα: η Ισλανδία (146,3 ευρώ) και η Νορβηγία (130,6 ευρώ).
Οι χώρες της EFTA δεν είναι μέλη της ΕΕ, αλλά συνεργάζονται στενά με αυτήν κυρίως σε θέματα εμπορίου και πρόσβασης στην ενιαία αγορά, διατηρώντας μεγαλύτερο εθνικό έλεγχο σε νόμους, σύνορα και πολιτικές.
Οι τιμές των τροφίμων είναι επίσης τουλάχιστον 10% υψηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ στη Δανία (119,3 ευρώ), την Ιρλανδία (111,9), τη Γαλλία (111,5), την Αυστρία (110,9) και τη Μάλτα (110,9).
Στην 14 θέση συναντάμε την Ελλάδα (105,1 ευρώ), αρκετά πιο πάνω από το μέσο όρο.
Η Νοτιοανατολική Ευρώπη και τα Δυτικά Βαλκάνια εμφανίζουν συνολικά τις χαμηλότερες τιμές τροφίμων.
Εκτός από τη Βόρεια Μακεδονία και τη Ρουμανία, η Τουρκία (75,7 ευρώ), η Βοσνία-Ερζεγοβίνη (82,5), το Μαυροβούνιο (82,6) και η Βουλγαρία (87,1) βρίσκονται σημαντικά κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Η Σερβία (95,7) και η Αλβανία (98,7) είναι επίσης φθηνότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Ανάμεσα στις τέσσερις μεγαλύτερες οικονομίες της ΕΕ, οι τιμές τροφίμων είναι υψηλότερες από τον μέσο όρο στην Ιταλία (104) και τη Γερμανία (102,9). Η Ισπανία (94,6) είναι κατά 5,4% φθηνότερη. Οι περισσότερες χώρες της Κεντρικής και αρκετές της Ανατολικής Ευρώπης παραμένουν κάτω ή κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ, όπως η Σλοβακία, η Πολωνία, η Τσεχία και η Ουγγαρία. Η Δυτική Ευρώπη καταγράφει γενικά υψηλότερες τιμές, ενώ οι σκανδιναβικές χώρες συγκαταλέγονται στις ακριβότερες της Ευρώπης.
Γιατί το χάσμα τιμών έχει σημασία για τα νοικοκυριά
Η Ιλάρια Μπενεντέτι, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Tuscia της Ιταλίας, σημειώνει ότι διαρθρωτικοί παράγοντες όπως το κόστος παραγωγής, η ενσωμάτωση στις εφοδιαστικές αλυσίδες και η έκθεση σε παγκόσμια σοκ παίζουν καθοριστικό ρόλο στις διαφορές τιμών.
«Μικρότερες και ιδιαίτερα ανοιχτές οικονομίες – συχνά με νομίσματα που υπόκεινται σε έντονες διακυμάνσεις – βίωσαν ισχυρότερη μετακύλιση του αυξημένου κόστους ενέργειας και αγροτικών εισροών κατά την πανδημία και τον πόλεμο Ρωσίας–Ουκρανίας», ανέφερε στο Euronews.
Η ίδια τόνισε ότι τα χάσματα τιμών έχουν σημασία επειδή ο αντίκτυπός τους εξαρτάται από το πόσο μεγάλο μέρος του εισοδήματος δαπανούν τα νοικοκυριά για τρόφιμα.
Σε αρκετές χώρες της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης, τα τρόφιμα αντιστοιχούν σε πάνω από το 20% των δαπανών των νοικοκυριών, ενώ στις οικονομίες υψηλότερου εισοδήματος το ποσοστό είναι συνήθως κάτω από 12%.
«Ως αποτέλεσμα, η ίδια αύξηση τιμών έχει πολύ βαρύτερες συνέπειες εκεί όπου τα εισοδήματα είναι χαμηλότερα», πρόσθεσε.
Κόστος εργασίας και μισθοί
«Ο σημαντικότερος λόγος είναι οι διαφορές στα εισοδήματα και τους μισθούς», δήλωσε στο Euronews Business ο Άλαν Μάθιους, καθηγητής στο Trinity College του Δουβλίνου.
Χώρες με υψηλότερους μέσους μισθούς, όπως η Δανία και η Ελβετία, τείνουν να έχουν ακριβότερα τρόφιμα, επειδή το κόστος εργασίας στη γεωργία, τη μεταποίηση και το λιανεμπόριο περνάει στους καταναλωτές.
«Οι διαφορές στη φορολογία, και ειδικά στον ΦΠΑ στα τρόφιμα, εξηγούν επίσης μέρος των διαφορών», πρόσθεσε. Ορισμένες χώρες, όπως η Ιρλανδία, εφαρμόζουν χαμηλό ή μηδενικό ΦΠΑ στα τρόφιμα, ενώ σε άλλες, όπως η Δανία, τα τρόφιμα υπόκεινται στον κανονικό συντελεστή ΦΠΑ.
Ο Μάθιους επισήμανε επίσης ότι οι τιμές επηρεάζονται από τις καταναλωτικές προτιμήσεις. Για παράδειγμα, οι καταναλωτές στη Βόρεια και Δυτική Ευρώπη ενδέχεται να αγοράζουν μεγαλύτερο ποσοστό βιολογικών ή premium προϊόντων ή να προτιμούν επώνυμα προϊόντα αντί για τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας των σούπερ μάρκετ.
Με πληροφορίες από euronews.com