Η καταστροφή των αποθεμάτων τροφίμων από παράσιτα των καλλιεργειών επιτείνεται από την κλιματική κρίση, με τις απώλειες να αναμένεται να αυξηθούν.
Οι ερευνητές ανέφεραν ότι ο κόσμος στάθηκε μέχρι σήμερα τυχερός αποφεύγοντας ένα μεγάλο σοκ και ότι ουσιαστικά «ζει με δανεικό χρόνο», επισημαίνοντας πως απαιτείται δράση για τη διαφοροποίηση των καλλιεργειών και την ενίσχυση των φυσικών θηρευτών των παρασίτων.
Οι βασικές παγκόσμιες καλλιέργειες — σιτάρι, ρύζι και καλαμπόκι — αναμένεται να δουν τις απώλειες από παράσιτα να αυξάνονται κατά περίπου 46%, 19% και 31% αντίστοιχα, όταν η παγκόσμια υπερθέρμανση φτάσει τους 2°C, σύμφωνα με τους επιστήμονες.
Η υπερθέρμανση του πλανήτη ευνοεί την ανάπτυξη εντόμων όπως οι αφίδες, οι κάμπιες και οι ακρίδες. Η αυξημένη θερμοκρασία επιτρέπει στα παράσιτα να αναπτύσσονται ταχύτερα, να παράγουν περισσότερες γενιές κάθε χρόνο και να επιτίθενται στις καλλιέργειες για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα, καθώς οι χειμώνες μικραίνουν.
Παράλληλα, οι υψηλότερες θερμοκρασίες βοηθούν τα παράσιτα να εισβάλουν σε περιοχές πιο μακριά από τον Ισημερινό και σε μεγαλύτερα υψόμετρα, που στο παρελθόν ήταν πολύ ψυχρές.
Ως αποτέλεσμα, η κλιματικά υποκινούμενη άνθηση των παρασίτων αναμένεται να είναι εντονότερη στις εύκρατες περιοχές, όπως η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες, σύμφωνα με τους ερευνητές.
Αντίθετα, σε ορισμένα τροπικά οικοσυστήματα οι θερμοκρασίες ενδέχεται να έχουν ήδη φτάσει τα όριά τους για κάποια έντομα.
Η μετακίνηση των παρασίτων επιταχύνεται επίσης μέσω των εξαγωγών τροφίμων στα παγκόσμια εμπορικά δίκτυα. Παράλληλα, η καταστροφή των φυσικών ενδιαιτημάτων και η εκτεταμένη χρήση φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων αποδυναμώνουν τους φυσικούς θηρευτές των παρασίτων, ενώ η επέκταση της γεωργικής γης δημιουργεί νέες περιοχές κατάλληλες για την προσβολή καλλιεργειών.
Τα παράσιτα και οι ασθένειες καταστρέφουν περίπου το 40% της παγκόσμιας γεωργικής παραγωγής, «δημιουργώντας μια τεράστια πρόκληση για την παγκόσμια επισιτιστική ασφάλεια», όπως ανέφεραν οι επιστήμονες.
Η άμεση επίδραση της κλιματικής κρίσης στο σιτάρι, το ρύζι και το καλαμπόκι προβλέπεται να μειώνει τις αποδόσεις κατά 6–10% για κάθε 1°C αύξησης της παγκόσμιας θερμοκρασίας.
Η ανάλυση, που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature Reviews Earth & Environment, αποτελεί μια συντηρητική εκτίμηση της αυξημένης ζημιάς που προκαλούν τα παράσιτα στις καλλιέργειες λόγω της κλιματικής κρίσης, καθώς επικεντρώθηκε στα έντομα και στα βασικά δημητριακά και δεν συμπεριέλαβε μικροβιακές ασθένειες, μύκητες, νηματώδεις ή το πλήρες φάσμα των καλλιεργούμενων τροφίμων.
Τα παράσιτα των καλλιεργειών έχουν εξελιχθεί παράλληλα με τα φυτά που προσβάλλουν, τα οποία αποτελούν πηγές υψηλής ποιότητας τροφής, και μπορούν να αναπαράγονται και να διασπείρονται ταχύτατα. Συχνά έχουν αναπτύξει ανθεκτικότητα στα φυτοφάρμακα.
Η εντατική γεωργία, μέσω της χρήσης λιπασμάτων και άρδευσης, αυξάνει την ποιότητα και την ποσότητα των φυτών, γεγονός που καθιστά τα παράσιτα λιγότερο ευάλωτα στην καταστροφή των φυσικών οικοτόπων, η οποία έχει οδηγήσει σε δραματική μείωση πολλών άγριων πληθυσμών εντόμων.
Η άνοδος της θερμοκρασίας μπορεί να προκαλέσει αιφνίδιες επιπτώσεις, σύμφωνα με την ανάλυση, καθώς ακόμη και μικρές αυξήσεις επιτρέπουν στα έντομα να ολοκληρώσουν μία επιπλέον γενιά μέσα στην ίδια καλλιεργητική περίοδο.
Η κλιματική κρίση αυξάνει τα επίπεδα θερμότητας, αλλά προκαλεί και εντονότερες βροχοπτώσεις σε ορισμένες περιοχές. Αυτές μπορεί να παρασύρουν μικρά παράσιτα, ωστόσο συνολικά οι πιο υγρές συνθήκες ευνοούν τα παράσιτα. Πρώτον, επειδή ως μικροί οργανισμοί τα έντομα κινδυνεύουν ιδιαίτερα από την αφυδάτωση· και δεύτερον, επειδή η εξάτμιση του νερού της βροχής ψύχει το τοπικό περιβάλλον, προστατεύοντάς τα από την υπερβολική ζέστη.
Οι επιστήμονες ανέφεραν ότι η φιλική προς το περιβάλλον προστασία των καλλιεργειών από τα παράσιτα μπορεί να επιτευχθεί μέσω της αποκατάστασης φυσικών οικοτόπων, ώστε να αυξηθούν οι πληθυσμοί παρασιτικών σφηκών και άλλων φυσικών θηρευτών των παρασίτων.
Η ανάλυση καταλήγει επίσης ότι η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να ενισχύσει την προστασία των καλλιεργειών, αναλύοντας δεδομένα από αγρούς και καιρικές συνθήκες, ώστε να προβλέπει προσβολές και να διαμορφώνει στρατηγικές αντιμετώπισής τους.
Με πληροφορίες από Guardian