Ο ΟΖΑΙ ΣΕΝΤΙΡ, διευθυντής της «Milliyet», μιας από τις μεγαλύτερες και πιο επιδραστικές εφημερίδες της Τουρκίας, θεωρείται μια από τις πιο ισχυρές δημοσιογραφικές φωνές στη γειτονική χώρα. Στη συνέντευξη που ακολουθεί μιλά για τις πραγματικές προτεραιότητες των δύο κοινωνιών, τη διαχρονική παγίδα της εσωτερικής πολιτικής που τροφοδοτεί τη μεταξύ τους καχυποψία και τις προοπτικές ενός νέου, σταθερού μηχανισμού ελληνοτουρκικής συνεργασίας. Τονίζει ότι «κανένα κόμμα στην Άγκυρα δεν ονειρεύεται ελληνικό έδαφος», υπενθυμίζει πως «η Τουρκία έχει πολύ σοβαρότερα ζητήματα να αντιμετωπίσει από το να ασχολείται διαρκώς με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις» και υπογραμμίζει ότι όταν η Τουρκία πάψει να χρησιμοποιείται ως εργαλείο εσωτερικής πολιτικής στην Ελλάδα «οι σχέσεις θα περάσουν σε ένα εντελώς νέο επίπεδο».
— Πιστεύετε ότι η Ελλάδα και η Τουρκία μπορούν να οικοδομήσουν έναν μακροπρόθεσμο μηχανισμό στρατηγικής εμπιστοσύνης που να υπερβαίνει τους ηγέτες και τις κυβερνήσεις; Τι λείπει επί του παρόντος από ένα τέτοιο πλαίσιο;
Δεν υπάρχει κανένα πραγματικό εμπόδιο που να αποτρέπει την Τουρκία και την Ελλάδα να δημιουργήσουν έναν μηχανισμό συνεργασίας ο οποίος να υπερβαίνει την καθημερινή πολιτική. Από τη δική μας πλευρά του Αιγαίου, δεν ξυπνάμε το πρωί αναζητώντας τρόπους να φερθούμε εχθρικά προς την Ελλάδα. Η Τουρκία έχει πολύ σοβαρότερα ζητήματα να αντιμετωπίσει από το να ασχολείται διαρκώς με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Για τους απλούς ανθρώπους, η Ελλάδα είναι απλώς ένας οικείος και ευχάριστος προορισμός διακοπών. Π.χ. σήμερα, σε ολόκληρη την Κωνσταντινούπολη γίνονται μαθήματα για συρτάκι, ενώ πρόσφατα διοργανώθηκε και Φεστιβάλ Ελληνικών Λαϊκών Χορών, στο οποίο παρευρέθηκα μαζί με τον γενικό πρόξενο, πρέσβη δρα Κωνσταντίνο Κούτρα, βιώνοντας από κοντά τη ζεστασιά του κόσμου.
Το τουρκικό κοινό επιθυμεί ειλικρινά καλές σχέσεις με την Ελλάδα – μοιραζόμαστε μουσικές, γεύσεις και κοινές ανησυχίες. Η Τουρκία δεν θα έθετε σε κίνδυνο τις σχέσεις της με την Ιταλία επειδή η Ρώμη πουλάει όπλα στην Ελλάδα
Το ίδιο ισχύει και για το ελληνικό κοινό. Σε δημοσκόπηση της Action 24 τον Σεπτέμβριο του 2025, τα σημαντικότερα ζητήματα για τους Έλληνες, ο πληθωρισμός, η ανάπτυξη, τα προβλήματα του συστήματος υγείας, το κράτος δικαίου, το ενεργειακό κόστος, η διαφθορά και τα επίπεδα εισοδήματος, βρίσκονται πολύ ψηλότερα από τις εντάσεις με την Τουρκία. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι πολλοί πολιτικοί επιλέγουν να αξιοποιούν την εχθρότητα προς την Τουρκία, αντί να αντιμετωπίζουν τα δύσκολα προβλήματα της χώρας. Ωστόσο, λίγοι αναλογίζονται τη μακροπρόθεσμη ζημιά που προκαλεί αυτή η τακτική. Γι’ αυτό θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικά τα λόγια του Δημήτρη Αβραμόπουλου που έχει υπηρετήσει ως υπουργός Εξωτερικών και Άμυνας και τον σέβομαι βαθύτατα: «Είμαστε παγιδευμένοι σε μια εμμονή, σύμφωνα με την οποία η αντίληψη για τον ρόλο της Τουρκίας διαμορφώνεται από συναισθήματα απειλής και φόβου. Η εμμονή μας να βλέπουμε την Τουρκία μόνο ως απειλή επηρεάζει αρνητικά όχι μόνο τη διεθνή στάση της χώρας αλλά και την ψυχολογία των Ελλήνων πολιτών». Συμφωνώ απόλυτα με αυτή την άποψη και θα προχωρήσω ένα βήμα παραπέρα: η Τουρκία δεν έχει βλέψεις για το ελληνικό έδαφος ούτε ισχυρίζεται ότι μόνο αυτή πρέπει να εκμεταλλεύεται τους ενεργειακούς πόρους της Ανατολικής Μεσογείου. Αντίθετα, λέει «ας τους μοιραστούμε». Τελικά, την ημέρα που η Τουρκία θα σταματήσει να χρησιμοποιείται ως εργαλείο της καθημερινής πολιτικής στην Ελλάδα, οι σχέσεις θα μεταβούν γρήγορα σε ένα εντελώς νέο επίπεδο.
— Στην Τουρκία, πόσο επηρεάζει πραγματικά την κοινή γνώμη η στάση της κυβέρνησης όσον αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις; Βλέπουμε μια στροφή προς πιο ρεαλιστικές προοπτικές ή εξακολουθεί να κυριαρχεί η εθνική αφήγηση;
Η ερώτησή σας σχετικά με την πολιτική ρητορική στην Τουρκία είναι πράγματι σημαντική. Στην καθημερινή πολιτική εδώ, οι εντάσεις με την Ελλάδα δεν καταλαμβάνουν ούτε το 1% της ατζέντας. Τα αρχεία δείχνουν σαφώς ότι οι δηλώσεις της Άγκυρας που εκλαμβάνονται από την Αθήνα ως «απειλές» είναι πάντα αντιδράσεις σε μέτρα που λαμβάνει η Ελλάδα. Κατανοώ τις προσπάθειες της Ελλάδας να μεταρρυθμίσει τον στρατό της, αλλά δεν κατανοώ γιατί ο υπουργός Άμυνας περιορίζει τις προσπάθειες εκσυγχρονισμού αποκλειστικά σε σχέση με την Τουρκία. Σε μια εποχή που όλη η Ευρώπη προετοιμάζει τις ένοπλες δυνάμεις της για έναν πιθανό πόλεμο με τη Ρωσία, η ελληνική πολιτική συμπεριφέρεται λες και η μόνη απειλή στον κόσμο να είναι η Τουρκία. Μπορώ να πω με σιγουριά ότι ακόμη και τα πιο εθνικιστικά κόμματα στην Τουρκία δεν έχουν καμία επιθυμία να προσαρτήσουν ελληνικό έδαφος. Ωστόσο, όλα τα πολιτικά κόμματα –μεγάλα ή μικρά– συμφωνούν ότι τα νησιά του Αιγαίου δεν μπορούν να στρατιωτικοποιηθούν κατά παράβαση των Συνθηκών της Λωζάνης του 1914 και του Παρισιού του 1947. Δεν υπάρχει ούτε ένα πολιτικό κόμμα στην Άγκυρα που να ονειρεύεται να ενσωματώσει στην Τουρκία ακόμη και τα ελληνικά νησιά που απέχουν 20 λεπτά κολυμπώντας από τις τουρκικές ακτές. Όμως, για όλα τα μέρη, η προσπάθεια της Ελλάδας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στο Αιγαίο σε 12 μίλια ή να περιορίσει την Τουρκία στην Ανατολική Μεσόγειο μέσω του Καστελόριζου (Μέις) είναι απολύτως απαράδεκτη. Με θλίβει όταν διαβάζω στις ελληνικές εφημερίδες ισχυρισμούς ότι η Τουρκία ακολουθεί επεκτατική «νεο-οθωμανική» πολιτική. Αν η Τουρκία είχε τέτοιο στόχο, δεν θα έβαζε στο μάτι την Ελλάδα αλλά τις πρώην οθωμανικές περιοχές που είναι πλούσιες σε φυσικούς πόρους. Η διάδοση του φόβου δεν ωφελεί την Ελλάδα, αλλά τη Γαλλία και το Ισραήλ.
— Πρόσφατα, ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Τουρκία τόνισε την ιδέα μιας πιθανής κοινής εκμετάλλευσης στο Αιγαίο. Πώς γίνεται αντιληπτή αυτή η δήλωση στην Τουρκία; Πιστεύετε ότι τέτοιες προτάσεις θα μπορούσαν ρεαλιστικά να ενταχθούν στον διμερή διάλογο ή κινδυνεύουν να οξύνουν τις ευαισθησίες και από τις δύο πλευρές;
Η ιδέα της δημιουργίας κοινών τομέων συνεργασίας ιδίως στο Αιγαίο δεν προτάθηκε για πρώτη φορά από τον Αμερικανό πρέσβη αλλά από το Τουρκοελληνικό Φόρουμ Μέσων Ενημέρωσης και Ακαδημαϊκών. Οι συναντήσεις αυτές σταμάτησαν επειδή, κάθε φορά που οι Έλληνες πολιτικοί χρησιμοποιούσαν το «χαρτί της Τουρκίας» για εσωτερική κατανάλωση, η κοινωνία των πολιτών και τα μέσα ενημέρωσης δίσταζαν να προχωρήσουν. Η Τουρκία, όμως, είναι σήμερα πολύ πιο έτοιμη να στηρίξει τέτοιες πρωτοβουλίες.
Για να είμαι ειλικρινής, επισκέφθηκα όλα τα μεγάλα τηλεοπτικά κανάλια στην Ελλάδα για να προτείνω μια κοινή σειρά σχετικά με την ανθρώπινη τραγωδία της ναζιστικής κατοχής: για τη βοήθεια που έφτασε από την Τουρκία εκείνη την εποχή και για τα παιδιά που βρήκαν καταφύγιο στην Ανατολία. Παρόμοια, πρότεινα σε όλες τις μεγάλες εφημερίδες όπως η «Καθημερινή» μια τακτική ανταλλαγή άρθρων γνώμης, ώστε να ακούμε συστηματικά ο ένας τη φωνή του άλλου.
Όταν η Ελλάδα ανακοίνωσε την πρόσληψη 240.000 εργαζομένων από την Αίγυπτο, ζήτησα δημόσια να δοθεί η δυνατότητα να προσληφθούν τουλάχιστον 40.000 από την Τουρκία, μια χώρα με παρόμοια κουλτούρα και καθημερινές συνήθειες. Από την Αλεξανδρούπολη έως την Καβάλα και από τη Θεσσαλονίκη έως την Αθήνα, αμέτρητα εστιατόρια απασχολούν Ρουμάνους, Βούλγαρους και Μολδαβούς που μιλούν τουρκικά, ενώ οι ίδιοι οι Τούρκοι απουσιάζουν. Πρέπει να δημιουργήσουμε συνεργασίες στον κοινωνικό και οικονομικό τομέα, όπου καμία πλευρά δεν έχει τίποτα να φοβηθεί ή να χάσει.
Είναι ενθαρρυντικό ότι ο Αμερικανός πρέσβης κατέληξε στην ίδια σκέψη. Άλλωστε, η χώρα που έχει επωφεληθεί περισσότερο από τις τουρκοελληνικές εντάσεις –περισσότερο ακόμη και από τη Γαλλία ή το Ισραήλ– είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες.
— Πόση ευθύνη φέρουν τα τουρκικά και τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης για την ενίσχυση της δυσπιστίας μεταξύ των δύο χωρών; Τι θα μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά οι δημοσιογράφοι και από τις δύο πλευρές για να συμβάλουν σε ένα πιο εποικοδομητικό κλίμα;
Και στις δύο χώρες υπάρχουν πρόσωπα των μέσων ενημέρωσης που πιστεύουν ότι η εχθρότητα αυξάνει τις πωλήσεις και τις τηλεθεάσεις. Από αυτή την άποψη, αντιμετωπίζουμε παρόμοια προβλήματα. Ως δημοσιογράφοι, ωστόσο, έχουμε ευθύνη όχι μόνο απέναντι στους εκδότες μας, αλλά και απέναντι στο μέλλον των παιδιών μας.
Όταν είχαμε πιει καφέ με τον Αλέξη Παπαχελά, τον διευθυντή της «Καθημερινής», στην Αθήνα, μου εξήγησε ότι δεν υπήρχε στρατιωτική ενίσχυση στην αμερικανική βάση της Αλεξανδρούπολης και ότι τα οπλικά συστήματα που έφταναν προορίζονταν για άλλες περιοχές. Το κατέγραψα αμέσως στη στήλη μου και, από εκείνη την ημέρα, το θέμα εξαφανίστηκε από τον δημόσιο διάλογο στην Τουρκία. Δεν χρειάζεται να συμφωνούμε σε όλα· χρειάζεται όμως να μπορούμε να μιλάμε.
Η «Milliyet», την οποία διευθύνω, είχε σε όλη τη διάρκεια της 75χρονης πορείας της αρχισυντάκτες που εργάστηκαν συστηματικά για την ειρήνη ανάμεσα στην Τουρκία και την Ελλάδα. Η στάση αυτή απορρέει από τη γνώση ότι η ειρήνη ωφελεί και τις δύο πλευρές, όχι μόνο την Ελλάδα.
Στην Ελλάδα υπάρχει μια θορυβώδης μειοψηφία – αυτό που ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης αποκαλεί «φανατικούς εθνικιστές». Η επιρροή τους στις διμερείς σχέσεις πρέπει να περιοριστεί. Συχνά ξεχνάμε ότι είμαστε μέλη του ΝΑΤΟ: αν η Ελλάδα δεχόταν επίθεση σήμερα, η Τουρκία θα ήταν από τις πρώτες χώρες που θα έσπευδαν σε βοήθεια· και αντιστρόφως, η Ελλάδα θα έκανε το ίδιο για την Τουρκία.
Καταλαβαίνω ότι δεν είναι εύκολο για ορισμένους να μη βλέπουν τα τουρκικά drones ως απειλή αλλά ως πιθανό εργαλείο ενίσχυσης της ασφάλειας της Ελλάδας. Ας μιλήσει όμως η Ιστορία: κατά τους αγώνες στα νησιά του Αιγαίου εναντίον των Ιταλών, η Τουρκία έστειλε πυρομαχικά στην Ελλάδα και περιέθαλψε τραυματίες. Αυτή η μνήμη υπάρχει και μας υπενθυμίζει ότι οι λαοί μας μπορούν να σταθούν ο ένας δίπλα στον άλλον όταν χρειάζεται. Μια δημοσιογραφική αφήγηση που παρουσιάζει κάθε εξέλιξη ως επανάληψη περασμένων πολέμων δεν ωφελεί κανέναν, αντίθετα μας βλάπτει όλους.
Η Τουρκία έχει πολύ σοβαρότερα ζητήματα να αντιμετωπίσει από το να ασχολείται διαρκώς με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Για τους απλούς ανθρώπους, η Ελλάδα είναι απλώς ένας οικείος και ευχάριστος προορισμός διακοπών.
— Πώς αξιολογείτε τις τρέχουσες σχέσεις μεταξύ του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του προέδρου Ταγίπ Ερντογάν; Βλέπετε πραγματική πολιτική βούληση για αποκλιμάκωση ή κυρίως τακτική διαχείριση των επαναλαμβανόμενων εντάσεων;
Η Τουρκία έχει πλήρη επίγνωση των δυσκολιών που αντιμετωπίζει ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης, καθώς και των εσωτερικών διεργασιών για την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας. Παρακολουθούμε επίσης την άνοδο στις δημοσκοπήσεις μετά τα πρόσφατα οικονομικά μέτρα που υιοθέτησε η κυβέρνηση. Θα μπορούσε ο πρωθυπουργός να επιδείξει μεγαλύτερο θάρρος; Αναμφίβολα. Ακόμη και στη σημερινή μορφή του, η ατμόσφαιρα αποκλιμάκωσης αποφέρει δεκάδες εκατομμύρια ευρώ στην ελληνική οικονομία.
Από την πλευρά της Τουρκίας, ο πρόεδρος Ερντογάν είχε λάβει σημαντικά ρίσκα όσον αφορά το Σχέδιο Ανάν, ελάχιστες ημέρες πριν από τις τοπικές εκλογές του 2004 – ακόμη και με το ενδεχόμενο να χάσει ψήφους, κάτι που τελικά συνέβη. Οι αναφορές στην ομιλία του Έλληνα πρωθυπουργού στην Αμερικανική Γερουσία έχουν μεταφερθεί στην Άγκυρα, και μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών έχει οικοδομηθεί μια σχέση εμπιστοσύνης.
Παρότι ο πρωθυπουργός δεν πραγματοποίησε την προγραμματισμένη επίσκεψή του στην Τουρκία το 2025, το γεγονός ότι τη μετέθεσε για το πρώτο τρίμηνο του 2026 είναι σημαντικό. Από την τουρκική πλευρά δεν ασκήθηκε καμία κριτική για την καθυστέρηση. Εφόσον αποφεύγονται δηλώσεις που στοχεύουν στην όξυνση των εντάσεων για εσωτερική πολιτική κατανάλωση, δεν υπάρχει κανένας λόγος να μη συνεχιστεί η βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
— Πρόσφατα γράψατε ότι «το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ότι το μόνο θέμα της διπλωματίας της είναι η Τουρκία, και το αίσθημα της νίκης ή της ήττας βιώνεται μέσω της Τουρκίας». Πόσο κεντρικές είναι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις για την τουρκική κυβέρνηση και πόσο σημαντικές είναι για το τουρκικό κοινό;
Το τουρκικό κοινό επιθυμεί ειλικρινά καλές σχέσεις με την Ελλάδα – μοιραζόμαστε μουσικές, γεύσεις και κοινές ανησυχίες. Η Τουρκία δεν θα έθετε σε κίνδυνο τις σχέσεις της με την Ιταλία επειδή η Ρώμη πουλάει όπλα στην Ελλάδα· ούτε τα ζητήματα που έχουμε κατά καιρούς με τη Γαλλία σχετίζονται με τις πωλήσεις μαχητικών αεροσκαφών στην Αθήνα. Η ένταση με το Ισραήλ προκύπτει από την ανθρωπιστική τραγωδία στη Γάζα – όχι επειδή εξοπλίζει την Ελλάδα ούτε επειδή επιχειρεί να τη χρησιμοποιήσει εναντίον μας.
Αντίθετα, η ελληνική πολιτική δημιούργησε τριβές με την Ισπανία επειδή το τουρκικό αεροπλανοφόρο κατασκευάστηκε με ισπανική τεχνογνωσία, και με τη Γαλλία λόγω της αγοράς πυραύλων Meteor. Το Παρίσι, μάλιστα, έκανε ξεκάθαρο στον Έλληνα πρωθυπουργό ότι θα υπάρξουν συνέπειες μετά την προσβολή προς τον Γάλλο πρέσβη στην Αθήνα. Η οικοδόμηση της ελληνικής διπλωματίας αποκλειστικά γύρω από τις σχέσεις άλλων χωρών με την Τουρκία δεν πλήττει την Τουρκία, πλήττει την ίδια την Ελλάδα. Και η τουρκική κυβέρνηση επιθυμεί, επίσης, σχέσεις συνεργασίας και σταθερότητας με την Ελλάδα. Πολλοί ίσως δεν το αντιλαμβάνονται, αλλά η Τουρκία αντιμετωπίζει εξαιρετικά σοβαρές προκλήσεις, από τη Συρία έως το Ιράκ.
— Κλείνοντας, ήθελα να σας ρωτήσω τι αγαπάτε στην Ελλάδα και γιατί.
Αυτό που αγαπώ περισσότερο στην Ελλάδα είναι οι άνθρωποι. Οι λαοί μας λατρεύουν παθιασμένα τις πατρίδες τους και αυτό μας κάνει να μοιάζουμε περισσότερο απ’ όσο νομίζουμε. Αγαπώ το ζωντανό, δημιουργικό χάος που με κάνει να αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου κάθε φορά που βρίσκομαι στην Ελλάδα. Λατρεύω τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, που μπορούν να ακουστούν και στα τουρκικά, και λατρεύω τον Διονύση Σαββόπουλο – όχι μόνο για τη μουσική του αλλά και για τη στάση που είχε απέναντι στη χούντα των συνταγματαρχών. Θαυμάζω τα γενναία έργα του Αισχύλου, που μας δείχνουν ότι οι άνθρωποι μπορούν να αψηφήσουν ακόμη και τους θεούς – ο Προμηθέας ανέβηκε πρόσφατα και στην Άγκυρα. Αγαπώ τους ανθρώπους στην Ελλάδα που αρνούνται να μείνουν αδιάφοροι μπροστά στη βία και στις αδικίες, καθώς και εκείνους που δεν φοβούνται να μιλήσουν ανοιχτά για δύσκολες στιγμές της Ιστορίας, όπως για το ότι η ΕΟΚΑ σκότωσε περισσότερους ειρηνικούς Ελληνοκύπριους παρά Βρετανούς στρατιώτες, και επέκριναν τις εκδηλώσεις για τα 70 χρόνια. Αγαπώ το λουκούμι που σερβίρεται μαζί με τον καφέ στη Θεσσαλονίκη και το να βλέπω το κεμπάπ να πρωταγωνιστεί στα τραπέζια του Kυρ-Αρίστου στην Αθήνα. Αγαπώ να ακολουθώ τα βήματα του παππού μου από τις Σέρρες και της γιαγιάς μου από την Κρήτη. Και αγαπώ να περιπλανιέμαι στους διαχρονικούς μύθους αγάπης των Ιωαννίνων.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO