Οι μεγάλοι συνένοχοι
Όταν μπάζεις τον ιό στο στούντιο, πεθαίνεις μαζί του.
ΔΕΝ ΕΧΩ ΚΑΤΑΛΗΞΕΙ ΑΚΟΜΗ τι είναι πιο σωστό: Να αποκλείεις κάθε πρόσβαση στη δημοσιότητα σε πρόσωπα μολυσματικά όπως ο δήμαρχος Βόλου Μπέος, ή αντιθέτως, να καταδεικνύεις με λεπτομέρειες τις όψεις της αρρώστιας τους, τα παραληρήματά τους, την χυδαιότητά τους;
Είδα το περίφημο απόσπασμα της συνέντευξης Μπέου στον Χατζηνικολάου. Φυσικά δεν ήταν συνέντευξη. Ήταν στεγνό clickbait μεταξύ κατεργαρέων. Ο άφρων δήμαρχος έτσι υπάρχει: με shock tactics ακροδεξιάς καταγωγής. Kι ο δημοσιογράφος, γελώντας κάτω απ’ τα μουστάκια του, χε-χε-χε, έκοβε ανέμελα με το μαχαίρι, τον πηχτό κακοποιητικό λόγο του καλεσμένου του για να τον διαμοιράσει στο πανελλήνιον.
Η εκπομπή αυτή ήταν μια προαποφασισμένη ήττα. Ούτε ο Χατζηνικολάου ήθελε να διαλευκάνει το φαινόμενο ενός δημόσιου λειτουργού που συμπεριφέρεται ως τραμπούκος των γηπέδων· ούτε ο άλλος θα έχανε την ευκαιρία να νομιμοποιήσει τον εμετό του, μιλώντας στον βαρυσήμαντο δημοσιογράφο ενός μεγάλο καναλιού, my ass.
Τι γίνεται όμως με τους δημοσιογράφους ή τα μέσα που όντως θέλουν να ασχοληθούν με το αυγό του φιδιού; Υπάρχει τρόπος να μιλήσεις για αυτά τα πρόσωπα χωρίς να λερώσεις κι άλλο τη δημόσια σφαίρα ― χωρίς τελικά να παίξεις το παιχνίδι τους;
Με τις συνεντεύξεις, δύσκολο! Αυτά τα πρόσωπα είναι φύσει και θέσει δημαγωγοί, τρολάρουν με προγλωσσική αναίδεια, δεν μπορείς να τα πιάσεις αν στοιχειωδώς ακολουθείς κανόνες γλώσσας, συμπεριφοράς, ειλικρίνειας. Παίζουν βρώμικη μπάλα, κλαδεύουν κάθε λογική στο όνομα μιας αρρενωπής αγανάκτησης που τα διακατέχει ― είναι μάταιη εξ αρχής κάθε συζήτηση μαζί τους. Και δεν μιλάμε μόνο για τις επιθετικές περιπτώσεις όπως ο Μπέος. Υπάρχει και ο πράος φασισμός, η καθωσπρέπει βία, από τον γέροντα Πλεύρη έως πολλούς σταρ των σόσιαλ, που με φωνή σαν χάδι διαπράττουν δολοφονίες χαρακτήρα κατά συρροήν. Με αυτά τα πρόσωπα δεν συζητάς. Ακόμη και η NYTimes έχασε το παιχνίδι, όταν στα χρόνια της Βαϊμάρης, πήρε συνέντευξη από τον καλπάζοντα Χίτλερ. Ακομη κι αυτή η συγκλονιστική συνέντευξη με τον Άλμπερτ Σπέερ χρησιμοποιήθηκε επ’ αγαθώ ενός εγκληματία πολέμου.
Τα ίδιο συνέβη κι εδώ όταν κάλπαζε η Χρυσή Αυγή. Τα μεγάλα κανάλια ήταν ο μεγάλος της χορηγός. Οι «βαρυσήμαντοι» δημοσιογράφοι της έβαψαν το πρόσωπο, της χτένισαν τα μαλλάκια. Μέχρι να έρθουν οι μέλισσες του lifestyle: τα τατουάζ στους μύες του Κασιδιάρη, η "εντυπωσιακή εμφάνιση" της Ουρανίας Μιχαλολιάκου.
Σπανίως, σπανιότατα μπάζεις τον ιό στο στούντιο και δεν πεθαίνεις μαζί του. Πρέπει να αγαπάς πολύ τη ζωή και τους ανθρώπους, για να επιζήσεις.
Ωστόσο, η δημοσιογραφία έχει καθήκον να ασχολείται με το Κακό. Να το πλησιάσει, να βάζει το δάχτυλο επί τον τύπον των ήλων. Να αποκαλύψει τη μούχλα από την οποία κατάγεται η σκέψη του κάθε Μπέου, να καταδείξει πώς έρπει στις λόχμες σαν καταραμένο ερπετό. Να αφαιρέσει την «πλάκα» από τα βλακώδη καλαμπούρια που λέει χαχανίζοντας μόνος του. Κυρίως να δείξει τα ορατά και αόρατα θύματα της βίας που ασκεί έργω και λόγω, και να δώσει σε αυτά φωνή ― όχι στον κακοποιητή τους.
Στο νευρόσπαστο κυνήγι των κλικ, η λαϊκή δημοσιογραφία έχασε κάθε ανθρώπινη ιδιότητα. Έγινε ένας τενεκές που αλαλάζει. Και προ πολλού, είναι με το μέρος των ισχυρών και των χυδαίων, όχι του απλού κόσμου που την παρακολουθεί.
Οπότε το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι διττό: και το φορμάτ της συνέντευξης και η κίτρινη πρόθεση των δημοσιογράφων. Ευτυχώς, το αντιπαράδειγμα του Νew Yorker, της Νew York Times, του Αtlantic και αρκετών άλλων media έξω, σε κάνει να μη νιώθεις τρελός.