Σε τι δωμάτιο γεννήθηκε ο Οιδίποδας; Πώς μύριζαν οι τοίχοι; Ήταν εύκολος ο τοκετός ή μαρτυρικός; Τι σκέφτηκε η Ιοκάστη, όταν πρωτοείδε το μωρό της, εκείνο το μωρό που έμελλε άμεσα ν’ αποχωριστεί;
Ο Σοφοκλής δεν μας λέει ποτέ.
Τι αισθάνθηκε η Μερόπη, όταν πρωτοαντίκρισε το βρέφος με τους πρησμένους αστραγάλους που έφτασε τόσο απρόσμενα στα χέρια της; Γιατί δεν του ομολόγησε την αλήθεια, όσο το μεγάλωνε;
Ο Σοφοκλής δεν μας λέει ποτέ.
Μας λέει, όμως, στη δική του εκδοχή, ο Ρόμπερτ Άικ: η γέννα του Οιδίποδα, σύμφωνα με τον Άγγλο συγγραφέα και σκηνοθέτη, ήταν βάναυση, πραγματοποιήθηκε σε συνθήκες άκρας μυστικότητας, με λάμπες φθορίου και με λαβίδες. Ο αέρας στο δωμάτιο μύριζε ντροπή, κι η Ιοκάστη σπάραζε καθώς της έπαιρναν το νεογέννητο, που έκλαιγε κι έσταζε βλέννα, και είχε τραυματιστεί από την αγαρμποσύνη και τη βιασύνη των γιατρών. Φρικτές λεπτομέρειες μιας κακοποιητικής διαδικασίας που δεν ήρθαν ποτέ στο φως, παρά μονάχα τώρα: δεκαετίες αργότερα, βιολογική μητέρα, θετή μητέρα και έκθετο βρέφος συναντιούνται επί σκηνής και γνωρίζονται εκ νέου, φέρνοντάς μας αντιμέτωπους με μια εικόνα και με μια συνθήκη που ουδέποτε είχαμε φανταστεί.
Στα σώματα Oιδίποδα/Κουρή και Ιοκάστης/Καραμπέτη εγγράφεται όλη η δραματουργία της παράστασης: πώς ενώνονται και πώς απομακρύνονται, πώς κοιτάζονται, πώς παραδίδονται στη δίνη της έλξης τους – ένα πεπρωμένο συγχώνευσης, μια σπαρακτική αποκόλληση.
Αυτό δεν είναι το μόνο σημείο στο οποίο πρωτοτυπεί ο Άικ. Ένα ένα σπάει τα ταμπού, εισβάλλει στις απαγορευμένες περιοχές του μύθου, μας δείχνει όσα δεν είδαμε ποτέ: τον Οιδίποδα να περιποιείται στοματικώς τη γενετήσια περιοχή της Ιοκάστης∙ την Ιοκάστη με τη φούστα ανασηκωμένη να παραδίδεται στα χάδια του, ανάσκελα επί του καναπέ∙ την Αντιγόνη να ανταλλάσσει ερωτικά φορτισμένα βλέμματα με τον θείο της, Κρέοντα∙ τη Μερόπη να ταξιδεύει εκτάκτως από την Κόρινθο για να αποκαλύψει στον γιο της το ιστορικό της υιοθεσίας του∙ την Ιοκάστη να εξομολογείται τρεμάμενη την κακοποίηση που υπέστη ως δεκατριάχρονο κορίτσι στα χέρια του Λαΐου, πανίσχυρου άνδρα και σεσημασμένου παιδόφιλου (εδώ ο Άικ αντλεί από τον μύθο του Χρύσιππου)∙ τον Οιδίποδα να ανακαλύπτει το άψυχο σώμα της μετά τον αυτοπυροβολισμό της (κόκκινα ρυάκια στην τζαμαρία).
Ναι, μπορεί ενίοτε να καταφεύγει σε ευρήματα μελοδραματικά, όμως ο Άικ φτάνει τελικά σε μια ουσιαστική και γόνιμη συνάντηση με τον μύθο του Οιδίποδα. Πώς το πετυχαίνει αυτό;
Καταρχάς στοιχειοθετεί μια άρτια αναγωγή της πλοκής στο σήμερα, με όρους φιλικούς κι ευανάγνωστους από το σύγχρονο κοινό. Ο τύραννος Οιδίπους μετατρέπεται σε επιφανή πολιτικό άνδρα που διεκδικεί την πρωθυπουργία της χώρας. Ο λοιμός που καταστρέφει τα σπαρτά και τα ζωντανά του σοφόκλειου κειμένου μετουσιώνεται, εν έτει 2025, σε εκλογικό πυρετό που καταλαμβάνει την επικράτεια. Το αρχαίο θηβαϊκό παλάτι δίνει τη θέση του σε ένα λευκό εκλογικό στρατηγείο με χάρτινες κούτες, γραφεία και τηλεοπτικές οθόνες. Ο Κρέων παραμένει πιστός σύμβουλος του τυράννου/υποψηφίου, και επιπροσθέτως αναλαμβάνει καθήκοντα λογογράφου και υπευθύνου επικοινωνίας, μπουλντόγκ που μεριμνά για την αποφυγή σκανδάλων. Η δολοφονία του Λαΐου στο τρίστρατο, πριν από τριάντα τέσσερα χρόνια, μεταβαπτίζεται σε τροχαίο. Ο βοσκός του Κιθαιρώνα γίνεται ο οδηγός του μοιραίου οχήματος και ο Οιδίποδας εγκαινιάζει έρευνα υποσχόμενος να διαλευκάνει τον μυστηριώδη θάνατο του προκατόχου του (τον οποίο προκάλεσε ο ίδιος επιταχύνοντας μανιασμένα στο αντίθετο ρεύμα). Ο μάντης Τειρεσίας καταφθάνει στο παρόν ως τυφλός νέος, μέλος μιας σέκτας που προβλέπει το μέλλον. Η Αντιγόνη εμφανίζεται ως επαναστατημένη έφηβη που τα βάζει με την πατριαρχία. Ο Πολυνείκης έχει ερωτευθεί ένα αγόρι και κάνει το coming out του. Ο Οιδίπους είναι ο ιδανικός πατέρας: γεμάτος κατανόηση και αγάπη για τα παιδιά του, γκέι και στρέιτ, παίζει μαζί τους κυνηγητό στους διαδρόμους. Παρά την κόπωση από την πολύμηνη εκστρατεία, μάλιστα, βρίσκει και κουράγιο να ικανοποιήσει τη σύζυγό του, ενώ η μητέρα του περιμένει στωικά τη σειρά της στο διπλανό δωμάτιο.
Κάθε πρόσωπο, κάθε γεγονός, ακόμη και κάθε αντικείμενο –σφαίρα αντί για θηλιά, τακούνια στιλέτο αντί για περόνες– βρίσκει τη σύγχρονη εκδοχή του, σε τούτη την άριστα διευθετημένη και πειστική εξίσωση. Δεν θα ήταν, όμως, αρκετή από μόνη της μια ευφυής επικαιροποίηση των δεδομένων, ένα εγκεφαλικό παιχνίδι αντιστοίχισης του «τότε» με το «τώρα», αν δεν υπήρχε κάτι δριμύτερο να ειπωθεί (όπως συχνά συμβαίνει). Και πράγματι, ο Άικ, σκύβοντας με πάθος και μέριμνα πάνω στον Οιδίποδα, σκάβει ολοένα πιο βαθιά.
Μετά από τόσες ερωτήσεις και περιδινήσεις, μετά από τόσα χάδια και φιλιά, γέλια και αναπολήσεις και κυνηγητά, τι μπορεί να παγώσει τον χρόνο και να παραλύσει τα σώματα; Φως φρικτό ξεχύνεται στα βλέμματα και είναι σαν να κοιτάζονται για πρώτη φορά, εκείνος ξυπόλυτος, με ουλές στα πόδια, ένα γυμνό μωρό που το παράτησαν στο δάσος, κι εκείνη, η μητέρα του, που δεν φαντάστηκε ποτέ ότι το παιδί της επέζησε, κι έκανε μαζί του άλλα παιδιά· αίμα ανακατεμένο πέρα από κάθε λογική τώρα ξεχύνεται στα πρόσωπα που χλωμιάζουν τρομαγμένα μπροστά στην αλήθεια που μόλις αναδύθηκε από τις κουβέντες τους.
Δεν είσαι αυτό που νόμιζες ότι ήσουν. Έτρεξες μακριά, αλλά δεν έφυγες ποτέ. Ήσουν πάντα εδώ, στην αγκαλιά της. «Νιώθω σαν να σε έχω απογοητεύσει με κάποιον τρόπο», λέει ο Οιδίπους/Κουρής, ενώ κάθεται συνεσταλμένος στο μπράτσο του καναπέ κοιτώντας το πάτωμα. Kαι είναι αυτή ίσως η πιο συγκινητική στιγμή της παράστασης, όταν ο σύζυγος-ντροπιασμένο αγόρι συνθλίβεται από ένα βουνό ενοχής για πράξεις αποτρόπαιες που δεν του αναλογούν, και λαχταρά την αποδοχή της μητέρας και την αγάπη της γυναίκας του ταυτόχρονα, αξεδιάλυτα, ανεπίστρεπτα, μοιραία.
«Α, όχι – όχι, όχι, είμαι πολύ περήφανη για σένα. Για απόψε. Αλλά και για κάθε νύχτα πριν από απόψε, κάθε λεπτό», τον καθησυχάζει η Ιοκάστη/Καραμπέτη. Ποια μιλάει; Ποια νιώθει περήφανη; Η αμφισημία ανατριχιαστική. Και είναι σ’ αυτό το επίπεδο που η παράσταση συναντά το απώτερο νόημά της και την οδύνη της.
Πράγματι, η δύναμη της διασκευής αυτής δεν έγκειται στο πολιτικό – ακόμη κι αν η υπόθεση εκτυλίσσεται ανήμερα των εκλογών, με τα exit polls να οργιάζουν, ουδέποτε αισθανόμαστε την παρουσία του λαού: ο Χορός έχει χαθεί, η σχέση ηγέτη και πολιτικού σώματος μένει στο παρασκήνιο, συρρικνώνεται σε μερικά τηλεοπτικά πλάνα θαυμαστών που κραδαίνουν πανό «Οιδίποδας» στο βίντεο της προεκλογικής ομιλίας του.
Όχι, η δύναμη της διασκευής αυτής έγκειται αλλού, στην ψυχαναλυτική διαίσθηση και αντιληπτικότητά της, στον αφοπλιστικό, καταιγιστικό και τολμηρό τρόπο με τον οποίο εστιάζει στην ανταγωνιστική σχέση γνώσης και απόλαυσης.
«Στην καθημερινή ζωή του, το υποκείμενο αναφέρεται στα αντικείμενα του κόσμου γύρω του ως αυτά να συνιστούν μια δεδομένη θετικότητα. Προκαλώντας μια ιλιγγιώδη εμπειρία στον αναλυόμενο, η ψυχανάλυση αποκαλύπτει το πώς η θετικότητα αυτή δύναται να υφίσταται και να συντηρεί τη συνοχή της μόνον στον βαθμό που κάπου “αλλού” (σε μια άλλη σκηνή) υπάρχει μια ριζική μη γνώση που επιμένει. Πρόκειται για τρομακτική αίσθηση: αν καταλήξουμε να μάθουμε υπερβολικά πολλά, κινδυνεύουμε να χάσουμε το είναι μας», γράφει ο Ζίζεκ ακολουθώντας τον Λακάν.
Βυθισμένοι σε αυτήν τη «ριζική μη γνώση», ο Οιδίπους και η Ιοκάστη του Άικ παρουσιάζονται απόλυτα ευδαίμονες. «Νιώθουν πραγματικά υπέροχα οι δυο τους», σημειώνει ο συγγραφέας στις σκηνικές οδηγίες, την ώρα που το ζεύγος χάνεται στα ενδότερα για να συνευρεθεί σεξουαλικά. Η ερωτική σύμπνοια, η αμοιβαία λατρεία τους, καθίσταται εκτυφλωτικά φανερή, αδιαλείπτως. Κι αν η Ιοκάστη προσπαθεί επανειλημμένα να σταματήσει την έρευνα, διαισθανόμενη τον κίνδυνο που εγκυμονεί η ανασκαφή του παρελθόντος, ο Οιδίπους προχωρά ακάθεκτος, πεπεισμένος ότι κάποιο καθοριστικό κομμάτι της ταυτότητάς του τού διαφεύγει: «Αλλά εγώ θα μάθω. Δεν θα σταματήσω μέχρι να μάθω. Δεν μου αρκεί να είμαι ένα μωρό χωρίς όνομα παρατημένο ολόγυμνο μέσα σ’ ένα δάσος», διαμαρτύρεται.
Πράγματι, θα μάθει. Και τότε... «βρυχάται –η κραυγή του βγαίνει από πολύ βαθιά μέσα του–, όλοι έχουν μείνει άναυδοι». Η χαρά του άνομου ζεύγους θα καταστραφεί. Ήταν ανάγκη; Δεν ήταν πιο ευτυχισμένοι πριν, ζώντας ανέμελοι στην άγνοια; Η παράσταση αναδεικνύει την τραγικότητα αυτού του ανελέητου οξύμωρου: «Η πρόσβαση στη γνώση πληρώνεται με την απώλεια της απόλαυσης» (Ζίζεκ). Μόνο αν η ψευδαίσθηση –αμυντική κατασκευή του πιο μύχιου και τραυματισμένου πυρήνα– θυσιαστεί μπορεί να απαντηθεί το ερώτημα της καταγωγής και να ανακτηθεί σταδιακά η αλήθεια του Είναι, να επιτευχθεί, δηλαδή, μια δεύτερη γέννηση. Η ερμηνεία του παρελθόντος –των σημαδιών και των σημασιών που μας κληροδοτήθηκαν–, καθώς και η συνεπακόλουθη ανάληψη της ταυτότητάς μας, συνεπάγονται οδύνη, μοναξιά, απόγνωση: μια εκούσια «εξόρυξη» οφθαλμών.
Η σκηνοθεσία, όπως την αναβίωσε η ελληνική εκδοχή που έκαναν η Lizzie Manwaring και ο Πρόδρομος Τσινικόρης, οι οποίοι εργάστηκαν κυρίως, και με εξαιρετικά αποτελέσματα, πάνω στο υποκριτικό κομμάτι, κινείται με γοργούς ρυθμούς, κατακτώντας έναν εντυπωσιακά μεστό μινιμαλισμό σε όλα τα επίπεδα.
Έξοχος ο Νίκος Κουρής, πυκνός, ευθύβολος, απόλυτος κυρίαρχος των εκφραστικών μέσων του, διατηρεί φλεγόμενο το ενδιαφέρον μας μέχρι τέλους – μας συναρπάζει. Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη ενσαρκώνει αριστοτεχνικά και αβίαστα τη σύγκρουση μητρικής σαγήνης και γυναικείας γοητείας, που προκαλεί στον εαυτό και στους άλλους ρωγμές θανάσιμες. Στα δυο τους σώματα εγγράφεται όλη η δραματουργία της παράστασης: πώς ενώνονται και πώς απομακρύνονται, πώς κοιτάζονται, πώς παραδίδονται στη δίνη της έλξης τους, πότε σαν ξαναμμένοι έφηβοι και πότε σαν πληγωμένα αγρίμια –ένα πεπρωμένο συγχώνευσης, μια σπαρακτική αποκόλληση.
Πολύτιμη, τέλος, η παρουσία της Ράνιας Οικονομίδου στον ρόλο της Μερόπης: η φωνή της ένα θησαυροφυλάκιο, κάθε φράση της ηλεκτρισμένη από αντηχήσεις. Ο αναστεναγμός της, όταν λαμβάνει την πολυπόθητη συγχώρεση του γιου της, είναι τόσο φορτισμένος που νιώθουμε σαν να διαλύεται διαμιάς ο βράχος της αγωνίας που κουβαλούσε στους ώμους της μια ολόκληρη ζωή.
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Tο νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.