ΜΑΣΣΑΛΙΑ. Στις 13 του Νοέμβρη δυο άνθρωποι που επέβαιναν σε μηχανή δολοφόνησαν τον Μεχντί Κεσασί, αδελφό του Αμίν Κεσασί, οικολόγου ακτιβιστή στον αγώνα εναντίον των εμπόρων ναρκωτικών της πόλης. Δολοφονία-προειδοποίηση γι’ αυτόν τον τελευταίο, ο οποίος, όπως φαίνεται, είχε ενοχλήσει πολύ τα δίκτυα του οργανωμένου εγκλήματος. O Ιταλός Ρομπέρτο Σαβιάνο έσπευσε στη Μασσαλία, μίλησε θερμά για τον αγώνα του Αμίν Κεσασί και, για μια ακόμα φορά, αναφέρθηκε στην τρομακτική διείσδυση των μαφιόζων στη ζωή πολλών χωρών. Ο Σαβιάνο, συγγραφέας και ερευνητής που έχει συγκρουστεί μετωπικά με την Καμόρα και τις πατρονίες της, ζει εδώ και είκοσι χρόνια υπό απειλή. «Μου έχουν κλέψει τη ζωή», όπως είπε, ξεσπώντας σε λυγμούς, σε ένα δικαστήριο με κατηγορούμενο ένα αφεντικό της Καμόρα που είχε εκτοξεύσει απειλές κατά του συγγραφέα.
Δεν είχα κατά νου να γράψω για τον Σαβιάνο, που τον είχα θαυμάσει κυρίως για τη συναρπαστική του έρευνα γύρω από τη δολοφονία του δικαστή Τζιοβάνι Φαλκόνε τη δεκαετία του ’80. Κατά καιρούς πέφτω σε βίντεο ή γραπτές συνεντεύξεις του, και πάλι τώρα με αφορμή αυτό που συνέβη στη Μασσαλία. Επειδή όμως, με τις τακτικές «εκκαθαρίσεις λογαριασμών στη νύχτα», και αυτό το θέμα έχει αντανακλάσεις στην Ελλάδα, θέλω να σταθώ σε κάτι που μου κάνει εντύπωση.
Ο Σαβιάνο μας καλεί να αποσπάσουμε τη συζήτηση από τη φιλολογία περί άγριων προαστίων, μεταναστευτικών ντίλερ και αρχηγίσκων του γκέτο, θέλοντας να αναδειχτεί η σημαντική θέση του ναρκεμπορίου στις εθνικές οικονομίες χωρών όπως η Γαλλία και η Ιταλία.
Ο Σαβιάνο δεν στρογγύλεψε την κριτική του και για τις γαλλικές αρχές και μίλησε, ξανά, για τη μέινστριμ συζήτηση σε σχέση με τη ναρκο-εγκληματικότητα. Στην πραγματικότητα, δείχνει ως μέρος του προβλήματος τη συμβατική μιντιακή και πολιτική ρητορική κάθε φορά που ένα έγκλημα, κάποιο μεγάλο ή μικρό συμβάν βίας, έρχεται στη δημοσιότητα. Τώρα, ας πούμε, με τη δολοφονία στη Μασσαλία πάλι άρχισαν τα παράπονα για laxisme, για επιείκεια και δειλία απέναντι στους εγκληματίες, ενώ και η ισχυρή ακροδεξιά της πόλης σπεύδει να αξιοποιήσει το κλίμα. Μια συζήτηση ρηχή, έτοιμη να στρέψει τον φακό στους μετανάστες, στις συμμορίες του δρόμου, στους μικρομεσαίους παίκτες ενός δράματος που εμπλέκει όμως μια διεθνική δομή εξουσίας.
Είναι αυτό το προβλέψιμο θυμωμένο σχόλιο που εκβάλλει πάντα σε μια αστυνομικο-κατασταλτική λιτανεία και στις αλληλοκατηγορίες για τις άδειες των κρατουμένων ή για τις επιεικείς ποινές.
Και από την άλλη, έχουμε μία ακόμα ανώδυνη διαχείριση, που κι αυτή όμως απονευρώνει το θέμα. Τώρα, για παράδειγμα, ένας σοσιαλιστής πολιτικός πρότεινε να απονεμηθεί το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής στον ακτιβιστή Αμίν Κεσασί. Ο στόμφος της ποινικής σκλήρυνσης εναλλάσσεται έτσι με το ιδιότυπο θάψιμο της υπόθεσης μέσα από τιμητικά βραβεία και επικολυρικά λογύδρια.
Ο Σαβιάνο κάνει κάτι άλλο: μετά λόγου γνώσεως, μας καλεί να αποσπάσουμε τη συζήτηση από τη φιλολογία περί άγριων προαστίων, μεταναστευτικών ντίλερ και αρχηγίσκων του γκέτο. Δεν υποτιμά φυσικά αυτές τις διαστάσεις, θέλει όμως να αναδειχτεί η σημαντική θέση του ναρκεμπορίου στις εθνικές οικονομίες χωρών όπως η Γαλλία και η Ιταλία και στην ίδια την καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση. Πόλεις άλλωστε όπως η Μασσαλία, από παλιά είχαν έναν ισχυρό πόλο εγκληματικής επιχειρηματικότητας με σχέσεις με τα τοπικά πολιτικά δίκτυα της δεξιάς, της ακροδεξιάς αλλά και διεφθαρμένων μερίδων της σοσιαλιστικής γραφειοκρατίας.
Αναλογίζομαι και τις δικές μας επιφανειακές και θυμωμένες συζητήσεις για τις εγκληματικές ομάδες στην Κρήτη, κουβέντες καθηλωμένες στην εθνογραφική νοστιμιά ή στη μυθολογία της βεντέτας. Έχουμε πολλά παραδείγματα του πώς καθορίζεται μια ατζέντα δημόσιας συζήτησης, παραμερίζοντας καίριες πλευρές ως προς την οικονομία και τις πολιτικές προεκτάσεις των εγκληματικών δικτύων.
Ο τρόπος με τον οποίο πολλοί μιλούν για το εμπόριο ναρκωτικών προωθεί μια νεοφασιστική λογική: σαν αυτή στη Βραζιλία με την εκατόμβη νεκρών από τη σαρωτική επέμβαση των ειδικών μονάδων στη φαβέλα ή σαν τα αδιάκριτα δολοφονικά πλήγματα που διατάζει ο Τραμπ στα πλοιάρια της Βενεζουέλας, με τη δικαιολογία της μάχης κατά των εμπόρων ναρκωτικών.
Ο Ρομπέρτο Σαβιάνο, ο Αμίν Κεσασί, οι άνθρωποι του παραδείγματος και της πραγματικής έρευνας αποκαθιστούν τη συστημική διάσταση του προβλήματος. Δεν στέκονται στον ευπώλητο εξωτισμό του κακού ή στην υπερ-αστυνομική δημαγωγία. Ανιχνεύουν εκείνα που συνήθως απωθούνται ή αναφέρονται επί τροχάδην.
Ο Σαβιάνο υπενθυμίζει βεβαίως «γνωστά σε όλους πράγματα». Έτσι όμως μπορεί κανείς να τιμήσει τα θύματα των εγκληματιών: όχι με παράσημα και τελετές αλλά καλώντας στην πραγματική αναγνώριση της σημασίας του αγώνα τους.