Το 95 τετραγωνικών διαμέρισμα του Ντίνου Πλούμπη στο Κολωνάκι είναι αυτό που λέμε «ήρεμη δύναμη». Έχει κομψότητα, ωραίες και λιτές γραμμές και σε κάνει να νιώθεις ότι όλα λειτουργούν αρμονικά. Η πρώτη εντύπωση είναι ότι πρόκειται για ένα καλόγουστο γραφείο, αν όμως το παρατηρήσεις προσεκτικά, βλέπεις τη «σπιτένια» του εκδοχή. Υπάρχουν αρκετές συναισθηματικές γωνίες, όπου ο Ντίνος έχει αφήσει ελεύθερο τον δημιουργικό του εαυτό.
Είναι ένας χώρος δύο ταχυτήτων. Το «κεφάλι» είναι το γραφείο και η «καρδιά» το υπόλοιπο σπίτι. Παρατηρώ ότι το σπίτι έχει μια αρσενική ενέργεια. Ο Ντίνος γελάει. «Δεν ξέρω εγώ τι είναι αυτά με τις ενέργειες, αυτά είναι του σατανά», αστειεύεται. «Μα δεν συμφωνείς ότι είναι ένα αντρικό σπίτι;» επιμένω. «Μα τι νόμιζες, ότι έρχεσαι στο σπίτι της Τζίνα Λολομπρίτζιτα; Άντρας μένει, αντρικό θα δείχνει», λέει και γελάμε. Τον ρωτάω πώς ένας Κυψελιώτης κατέληξε στο Κολωνάκι. «Ε, δεν ξεκίνησα κι από την άκρη του κόσμου. Η Κυψέλη δεν είναι και τόσο μακριά απ’ το Κολωνάκι».
Η πρώτη εντύπωση είναι ότι πρόκειται για ένα καλόγουστο γραφείο, αν όμως το παρατηρήσεις προσεκτικά, βλέπεις τη «σπιτένια» του εκδοχή. Υπάρχουν αρκετές συναισθηματικές γωνίες, όπου ο Ντίνος έχει αφήσει ελεύθερο τον δημιουργικό του εαυτό.
Μαθαίνω ότι σε αυτό το διαμέρισμα μετακόμισε το 2008. Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Το είδε και αμέσως φαντάστηκε πώς ήθελε να γίνει. Αυτή είναι η δουλειά του και είναι λογικό, παρατηρώ. «Έκανα αμέσως την κάτοψη και οραματίστηκα πώς μπορεί να λειτουργήσει συνολικά». Το εντυπωσιακό ήταν η ταχύτητα με την οποία έγιναν όλα – μέσα σε είκοσι μέρες. Σε πέντε μέρες είχε αδειάσει το γραφείο του, είχε αφήσει το προηγούμενο σπίτι και έστησε το καινούργιο. «Μόλις το ολοκλήρωσα, αγόρασα ένα εισιτήριο, πήγα στο Παρίσι και ήπια ένα ωραίο κρασί στην υγειά μου και στο νέο ξεκίνημα», θυμάται.
Παρατηρώ την ωραία βιβλιοθήκη του. Μου εξηγεί ότι τη σχεδίασε ο ίδιος, όπως και το γραφείο, τον καναπέ, το coffee table. Του λέω ότι πρέπει να φτιάχνει έπιπλα και να τα πουλάει. Ρωτάω αν επιδίωξε να είναι σπίτι και γραφείο μαζί. «Ναι, το ήθελα “γραφειόσπιτο”», μου λέει. Για χρόνια λειτουργούσε αλλού το γραφείο του και θυμάται να τρέχει απ’ το γραφείο στο σπίτι και να χάνει χρόνο. Οπότε προτίμησε το «δύο σε ένα». Του λέω ότι έχει μοιράσει έξυπνα τον χώρο και πως δεν φαίνεται εκ πρώτης όψεως πως πρόκειται για σπίτι. «Αυτή ήταν η πρόκληση, να γίνει προσωπικό, αλλά να μη φαίνεται προσωπικό», μου απαντάει.
Αναρωτιέμαι αν δεν είναι κάπως μονόχνοτο να είναι συνέχεια στον ίδιο χώρο. «Δεν έχω τέτοιες ανησυχίες, γιατί δεν είμαι άνθρωπος που μένει σπίτι. Στο σπίτι μόνο κοιμάμαι, τρώω ένα πρωινό και μετά φεύγω και γυρνάω αργά το βράδυ». «Άρα δεν είσαι σπιτόγατος», παρατηρώ. «Όχι, είμαι απ’ αυτούς τους γάτους που αράζουν στα κεραμίδια». Στο σπίτι, λέει, μένει μόνο τις Κυριακές του χειμώνα με βροχή, που δεν μπορεί να πάει για μπάνιο. «Όλες τις άλλες Κυριακές με βρίσκεις στη Βουλιαγμένη. Αν βρέχει, θα μείνω σπίτι να ακούω Eρίκ Σατί και να διαβάζω εφημερίδες».
Τον ρωτάω για τα έργα τέχνης – είναι η ψυχή ενός σπιτιού, υποστηρίζει. Ξεχωρίζω έναν πίνακα του Αλέξανδρου Βασμουλάκη με τίτλο «Λολίτα». Έχει, επίσης, Φίλιππο Θεοδωρίδη, Γκίκα, Γαΐτη. Οι φωτογραφίες είναι όλες δικές του, απ' όταν σπούδαζε φωτογραφία. Το ίδιο και ένα ωραίο φαγιούμ που το είχε ζωγραφίσει, λέει, στα μαθήματα που έκανε στο Μουσείο Μπενάκη. «Έχω αγαπήσει τα φαγιούμ απ’ τον Τσαρούχη», μου εξηγεί. Ένα άλλο έργο είναι του Σικελιώτη. Παρατηρώ πως έχει και αρκετά γλυπτά από την εποχή που έκανε μαθήματα γλυπτικής με τον αείμνηστο Αρμακόλα. «Έφτιαχνα γυναικεία σώματα με τέλειες αναλογίες (βραζιλιάνικες) και ο δάσκαλος με τη σπάτουλα μού τα χαλούσε για να φαίνονται πιο γήινα. Εγώ όμως τα επανέφερα για να έχουν το στήθος και τα οπίσθια που φανταζόμουν».
Τη γελοιογραφία του που κρέμεται πάνω από την πόρτα την έχει φτιάξει στην Αβάνα ο γελοιογράφος του Φιντέλ Κάστρο. Του λέω ότι μου κάνει εντύπωση που έχει κρατήσει όλα τα CD του σε μια εσοχή στον τοίχο. «Τα έχω κρατήσει ως memorabilia», λέει. Δεν του πήγαινε η καρδιά να τα πετάξει, γιατί είχε αφιερώσει άπειρες βόλτες και χρόνο στο Metropolis και στο Virgin.
Τον ρωτάω αν αγαπάει ακόμα το Κολωνάκι, γιατί πολλοί γκρινιάζουν ότι έχει χάσει την παλιά του αίγλη. Το βρίσκει πάντα μαγικό. «Μ’ αρέσει που όλα τα κάνω με τα πόδια. Όταν βγαίνω για να πάω να φάω το μεσημέρι στο στέκι μου, στου Φιλίππου, μέχρι να φτάσω έχει περάσει τουλάχιστον ένα τέταρτο, επειδή πέφτω πάνω σε φίλους και γνωστούς. Τους χαιρετάω, λέμε τα νέα μας». Του προτείνω να βάλει υποψηφιότητα για δήμαρχος. «Γιατί με βρίζεις τώρα, τι σου έκανα;» λέει.
Άραγε έχει στο σπίτι έπιπλα από το πατρικό του; «Μόνο τη φωτογραφία του πατέρα μου», λέει και μου τη δείχνει. Ένα ωραίο τραπέζι είναι Kartel, όπως και το φωτιστικό. Ένα άλλο φωτιστικό με παλιά ξύλα μού λέει ότι είναι της εταιρείας Zaro. Mια βίντατζ τηλεόραση τού την έφερε δώρο ο μικρός του αδελφός.
Η κρεβατοκάμαρά του με τα ερωτικά του Σταθόπουλου είναι χάρμα οφθαλμών. Το ίδιο και η κουζίνα του, με τα χρώματά της. Κάθε δωμάτιο βγάζει και άλλο συναίσθημα, και αυτό είναι δύσκολο να το πετύχεις.
Το διαμέρισμα είναι γεμάτο βιβλία και έχει δεκάδες coffee table books. «Μα πόσα έχεις;» τον ρωτάω. Μου λέει ότι έχει τόσα που αν όλα πάνε κατά διαόλου, θα ανοίξει βιβλιοπωλείο. «Θα σοβαρευτείς ποτέ;» τον ρωτάω και κουνάει αρνητικά το κεφάλι.
Το έπιπλο-αντίκα της εισόδου είναι μια κλασική συρταριέρα συμβολαιογράφου. «Είναι αρχειοθήκη από το Μοναστηράκι, απ’ τον φίλο μου τον Κωνσταντάρα, που βρίσκει πολύ ωραίες αντίκες», λέει.
Ο πολυέλαιος είναι κι αυτός Kartel. Μια πολύ ωραία φωτογραφία είναι κι αυτή δική του, από ένα ταξίδι στις Συρακούσες και στην Ταορμίνα.
«Κρίμα που δεν ασχολήθηκες πιο επαγγελματικά με τη φωτογραφία», παρατηρώ. Μου εξομολογείται ότι όταν άρχισε τη φωτογραφία, είχε γνωρίσει ένα κορίτσι που καταπιανόταν κι εκείνο με την ταξιδιωτική φωτογραφία. «Μου άρεσε πολύ η ιδέα της ταξιδιωτικής φωτογραφίας αλλά, για να είμαι ειλικρινής, πιο πολύ μου άρεσε το κορίτσι». «Για ένα κορίτσι γίνονται όλα», του λέω με σοβαρό ύφος. «Εμένα μου λες! Αν είχαμε δώσει την ίδια σημασία που δώσαμε στα κορίτσια σε άλλους τομείς της ζωής μας, τώρα θα ήμασταν ήδη συνταξιούχοι και θα αράζαμε», λέει με στόμφο.
«Πού κάθεσαι περισσότερο όταν είσαι σπίτι;» τον ρωτάω. Στο γραφείο, λέει, ή στην πολυθρόνα απέναντι. «Κάθομαι, ανάβω ένα ωραίο πούρο, ακούω μουσική και διαβάζω. Ό,τι κάνουν οι σοφοί γέροντες δηλαδή». Τον ρωτάω αν το σπίτι ομορφαίνει με έναν έρωτα. «Όλα ομορφαίνουν με τον έρωτα. Και η φάτσα και το σπίτι μας, μέχρι και ο στραβωμένος γείτονας ωραίος μοιάζει». «Και όταν χωρίζουμε τι γίνεται; Δεν είναι πιο μελαγχολικό το σπίτι;» «Είναι, αλλά μια μέρα ξυπνάμε, καθαρίζουμε, αερίζουμε καλά και ανοίγουμε τη μεγάλη πόρτα να μπει το καινούργιο».
Πριν φύγω, μου λέει «έλα να δεις κάτι». Με πηγαίνει στο μέσα δωμάτιο και μου δείχνει ένα γραφείο γεμάτο με βιβλία που τα έχει τοποθετήσει σαν installation. «Τι είναι αυτό;» ρωτάω εντυπωσιασμένη. Μου εξηγεί πως το καλοκαίρι είχε ένα σοβαρό ατύχημα. Έπαθε στις διακοπές του στη Μήλο ένα συντριπτικό κάταγμα και χρειάστηκε εγχείρηση. Πέρασε μεγάλη ταλαιπωρία και έμεινε ενάμιση μήνα σε κέντρο αποκατάστασης. Κάθε φίλος που ερχόταν τού έφερνε ένα βιβλίο, τα περισσότερα σχετικά με την αρχιτεκτονική και το design. Οπότε, λέει, δημιούργησε στο γραφείο του ένα υποθετικό μνημείο φίλιας με αυτά τα εβδομήντα βιβλία που του έφεραν. «Είναι κάτι σαν ιερό τοτέμ φιλίας που με συγκινεί ακόμα. Δεν ξέρω πόσο θα το κρατήσω. Είναι για να θυμάμαι ότι η αγάπη είναι η μοναδική κατάσταση ίασης. Άνθρωποι που τους περίμενα δεν ήρθαν ποτέ, και με άλλους που νόμιζα ότι είχαμε χαθεί ξαναβρεθήκαμε συγκινητικά».
Ο Ντίνος είναι η χαρά της ζωής. «Έχεις κάτι άλλο να μου πεις;» τον ρωτάω κι εκείνος απαντά: «Έσπασα τη σιωπή μου, μιλώντας για όλους και όλα». Φεύγω από το σπίτι του ευδιάθετη και σκέφτομαι ότι αν είχαμε περισσότερους καλοπροαίρετους και πλακατζήδες σαν τον Ντίνο ο κόσμος θα ήταν σίγουρα καλύτερος.