ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΕ ΑΠΟ καρκίνο του στομάχου σε ηλικία 72 ετών το 1946, η Γερτρούδη Στάιν δεν είχε ενταχθεί ακόμα στον λογοτεχνικό κανόνα. Πολλά από τα γνωστά για την ιδιαιτερότητά τους κείμενά της παρέμεναν αδημοσίευτα, ενώ η κριτική εμφανιζόταν έντονα διχασμένη ως προς την ποιότητα των μαγευτικών και επαναληπτικών κειμένων της, με τους υποστηρικτές της να επιμένουν στην πρωτοτυπία της, ακόμη και στη μεγαλοφυΐα της, και τους επικριτές της να την αποκαλούν «απάτη». Σίγουρα δεν ήταν λόγω έλλειψης προσπάθειας εκ μέρους της που η Στάιν δεν κατάφερε ποτέ να αποκτήσει την αναγνώριση που ήταν σίγουρη ότι της άξιζε κατά τη διάρκεια της ζωής της.
«Ήμουν το δημιουργικό λογοτεχνικό μυαλό του αιώνα», είχε δηλώσει κάποτε. «Σκεφτείτε τη Βίβλο και τον Όμηρο, σκεφτείτε τον Σαίξπηρ και μετά σκεφτείτε εμένα». Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι περισσότεροι από τους συγχρόνους της αρνήθηκαν να τη θεωρήσουν ισάξια ακόμη και των πιο φημισμένων «ανταγωνιστών» της (κατά τη γνώμη της τουλάχιστον), του Τζέιμς Τζόις και του Τ.Σ. Έλιοτ. Τελικά, δεν είχε άλλη επιλογή από το να εμπιστευτεί σε όσους επέζησαν μετά από εκείνη την κατοχύρωση του τίτλου της ως πρωθιέρειας του λογοτεχνικού μοντερνισμού. Συνεπώς μοιάζει ταιριαστό το γεγονός ότι το νέο βιβλίο της Φραντσέσκα Γουέιντ με τίτλο Gertrude Stein: An afterlife είναι η βιογραφία τόσο μιας γυναίκας όσο και μιας φήμης.
Όπως παρατηρεί η Γουέιντ, η Στάιν ανησυχούσε ότι το κοινό την θεωρούσε «προσωπικότητα μάλλον παρά καλλιτέχνιδα», αλλά και η ίδια δεν έκανε πάντα το καλύτερο δυνατό για να τους διαψεύσει. Καλώς ή κακώς, ήταν ικανότατη στο να μεταμορφώνεται σε μύθο.
Η Γερτρούδη Στάιν γεννήθηκε το 1874 στην Πενσιλβάνια των ΗΠΑ και οι γονείς της ήταν Γερμανοεβραίοι μετανάστες. Όταν ήταν 5 ετών, η οικογένεια μετακόμισε στο Όκλαντ της Καλιφόρνια, όπου εκείνη και τα τέσσερα αδέλφια της μεγάλωσαν σε συνθήκες σχετικής ευημερίας. Ωστόσο, τα νεανικά τους χρόνια σημαδεύτηκαν από μια τραγωδία: η μητέρα τους πέθανε από καρκίνο το 1888 και ο ευέξαπτος πατέρας τους αποξενώθηκε ακόμα περισσότερο, παραμελώντας τα παιδιά μετά τον θάνατό της. Τρία χρόνια αργότερα, πέθανε κι εκείνος από εγκεφαλικό επεισόδιο. Η Στάιν, που πλέον ζούσε με ένα μικρό μηνιαίο επίδομα, δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με αυτό που η Γουέιντ αποκαλεί «μια ζωή γεμάτη οικιακό καθήκον». Αντί να παντρευτεί, επέλεξε να ακολουθήσει τον αγαπημένο της αδελφό Λίο στο Κέμπριτζ της Μασαχουσέτης. Πήρε από το Radcliffe College πτυχίο Ψυχολογίας υπό την επίβλεψη του διακεκριμένου ψυχολόγου και φιλοσόφου Γουίλιαμ Τζέιμς, αλλά η μετέπειτα θητεία της στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Johns Hopkins ήταν βραχύβια. Απογοητευμένη από τις επιστήμες επισκέφθηκε τον Λίο στο Παρίσι το 1902 – και παρέμεινε στο εξωτερικό για τα επόμενα 32 χρόνια.
Το διαμέρισμα που η Στάιν μοιραζόταν αρχικά με τον αδελφό της στην οδό Fleurus 27 σύντομα απέκτησε την αύρα του θρύλου. Τα δυο αδέλφια διακόσμησαν τους τοίχους με έργα των φίλων τους, των άγνωστων τότε ζωγράφων Ανρί Ματίς και Πάμπλο Πικάσο, και διοργάνωσαν δεξιώσεις για τα ηγετικά στελέχη της αναδυόμενης πρωτοπορίας. Στα επόμενα χρόνια, τακτικοί επισκέπτες του θρυλικού σαλονιού τους ήταν, μεταξύ άλλων, ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, ο Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ, ο Έζρα Πάουντ και ο Θόρντον Ουάιλντερ. Το 1907, η Στάιν γνώρισε τη γυναίκα που θα γινόταν η σύντροφός της για σχεδόν σαράντα χρόνια, την Αμερικανίδα εμιγκρέ Άλις Μπ. Τόκλας. Το 1910, η Τόκλας μετακόμισε στο διαμέρισμα των Στάιν. Τρία χρόνια μετά, ο Λίο θα αποχωρούσε από το σπίτι.
Δεν πέρασε πολύς καιρός προτού η Στάιν και η Τόκλας να άρχισαν να αποκαλούν τη σχέση τους «γάμο», με την Τόκλας να παίζει τον ρόλο της «νύφης» και τη Στάιν εκείνον του «γαμπρού». Ένας στενός φίλος τους ανέφερε μάλιστα ότι αναπαρήγαν μερικές από τις πιο προβληματικές δυναμικές των παραδοσιακών ετεροφυλόφιλων ενώσεων. Η Τόκλας ασχολούνταν με τη δακτυλογράφηση, τα ψώνια, το μαγείρεμα και σχεδόν όλα τα άλλα, ενώ η Στάιν δεν μπορούσε ούτε «να μαγειρέψει ένα αυγό, να ράψει ένα κουμπί ή ακόμα και να βάλει το σωστό γραμματόσημο σε έναν φάκελο». Όπως παρατηρεί η Γουέιντ, «η αφοσίωση της Τόκλας δημιούργησε τις απαραίτητες συνθήκες για τη συγγραφική δραστηριότητα της Στάιν», όπως είχαν κάνει και πολλές άλλες σύζυγοι καλλιτεχνών πριν από αυτήν.
Ωστόσο, για τα επόμενα τριάντα τρία χρόνια, η Στάιν και η Τόκλας έζησαν σε μεγάλο βαθμό μια ειδυλλιακή ζωή με εκδρομές και ταξίδια σε πολυτελή μέρη. Η Στάιν συνέχιζε να συγκεντρώνει οπαδούς και να «κόβει» φίλους, να φλερτάρει με εκδότες και κριτικούς, να διακόπτει σχέσεις με επιμελητές ή ατζέντηδες που δεν εκτιμούσαν το έργο της (ή διέπρατταν το θανάσιμο αμάρτημα να θαυμάζουν με υπερβολικό ενθουσιασμό τον Τζόις). Όπως παρατηρεί η Γουέιντ, η Στάιν ανησυχούσε ότι το κοινό τη θεωρούσε «προσωπικότητα μάλλον παρά καλλιτέχνιδα», αλλά και η ίδια δεν έβαζε πάντα τα δυνατά της να τους διαψεύσει. Καλώς ή κακώς, ήταν ικανότατη στο να μεταμορφώνεται σε μύθο. Στο σαλόνι της καθόταν κάτω από το διάσημο πορτρέτο της που είχε φιλοτεχνήσει ο Πικάσο και σύντομα οι πελάτες του κορυφαίου αγγλόφωνου βιβλιοπωλείου στο Παρίσι ζητούσαν οδηγίες για το πώς να πάνε στο διαμέρισμά της, «αντιμετωπίζοντάς το ως στάση σε τουριστικό χάρτη».
Gertrude Stein: An afterlife
Η Στάιν απολάμβανε την προσοχή –«είναι πολύ ωραίο να είσαι διασημότητα», έγραψε κάποτε–, αλλά δυσανασχετούσε που αυτό δεν της απέφερε θετικές κριτικές ή πρόθυμους εκδότες. «Όσο πιο επιτυχημένα ανέπτυσσε η Στάιν την προσωπική της μυθολογία», γράφει η Γουέιντ, «τόσο πιο έντονα την πλήγωναν οι απορρίψεις των εκδοτών». Το μοναδικό της μπεστ σέλερ, Η αυτοβιογραφία της Άλις Μπ. Τόκλας (1933), γράφτηκε από την οπτική γωνία της συζύγου της, με την υιοθέτηση ενός συμβατικού ύφους, ασυνήθιστου για το έργο της Στάιν. Το βιβλίο προκάλεσε αίσθηση, αλλά οι ελπίδες της Στάιν ότι η επιτυχία του θα προκασλούσε ενθουσιασμό για τα πιο δύσκολα κείμενα της, εκείνα που η ίδια θεωρούσε ως το «πραγματικό έργο» της, διαψεύστηκαν επανειλημμένα. Μέχρι σήμερα, παραμένει γνωστή ως εξέχουσα salonnière και ως επιφανής μασκότ του μοντερνισμού.
Το τελευταίο κομμάτι του βιβλίου είναι μια εκτενής αναδρομή στη ζωή της Τόκλας μετά τον θάνατο της Στάιν, στις προσπάθειές της να εξασφαλίσει ότι η σύζυγός της θα αναγνωριζόταν ως ιδιοφυΐα και στους διάφορους ανθρώπους στους οποίους κατέφευγε για να τη βοηθήσουν στο μεγάλο αυτό έργο. Αρχικά, όπως ήταν φυσικό, η Τόκλας ήταν συντετριμμένη από την απώλεια της Στάιν. Η Γουέιντ την περιγράφει ως «καταβεβλημένη από τη θλίψη». «Εύχομαι να είχαμε φύγει μαζί, όπως τόσο ανόητα πίστευα πάντα ότι θα κάναμε», είχε γράψει. «Μια βόμβα, ένα ναυάγιο, οτιδήποτε εκτός από αυτό». Φίλοι ανέφεραν πως όταν η Τόκλας άνοιγε την πόρτα του διαμερίσματός της, έλεγε: «Καλωσήρθατε στο σπίτι της Γερτρούδης Στάιν». Για το υπόλοιπο της ζωής της παρέμεινε φανατικά αφοσιωμένη στη σύζυγό της, πουλώντας μέχρι και πίνακες του Πικάσο για να χρηματοδοτήσει την έκδοση των έργων της που δεν είχαν ακόμη τυπωθεί.
Με στοιχεία από τη «Washington Post»