Όσα χρόνια γνωρίζω τη Λένα Παπαληγούρα, δουλεύει ακατάπαυστα. Γελώντας, μου λέει ότι τα μόνα διαλείμματα που έκανε ήταν στις εγκυμοσύνες της. Συναντιόμαστε τη μόνη ώρα που επικρατεί ησυχία στο σπίτι της, αργά το βράδυ. Όλοι κοιμούνται και εκείνη μόλις έχει επιστρέψει από την παράσταση του έργου του Ίψεν Εχθρός του λαού που σκηνοθετεί με Έλληνες ηθοποιούς ο καλλιτεχνικός διευθυντής της βερολινέζικης Schaubühne, Τόμας Οστερμάιερ.
Στο έργο, η Λένα παίζει έναν ρόλο γραμμένο για άντρα ηθοποιό. Ο σκηνοθέτης σε αυτή την εκδοχή αποφάσισε να παιχτεί από γυναίκα και έτσι, σε αυτό το αιχμηρό και αναπάντεχα επίκαιρο έργο, υποδύεται την εκδότρια μιας εφημερίδας που βρίσκεται αρχικά με το δίκιο, με την πλευρά του επιστήμονα που αποκαλύπτει ότι τα νερά της λουτρόπολης όπου κατοικούν είναι μολυσμένα, αλλά όταν θίγονται τα οικονομικά της συμφέροντα αποφασίζει να περάσει στην άλλη πλευρά, με το μέρος της εξουσίας.
— Λένα, νομίζω ότι το στοίχημα του δικού σου ρόλου είναι η συζήτηση που συντονίζεις με το κοινό, που πάντα θα είναι απρόβλεπτη. Πώς έχεις προετοιμαστεί γι’ αυτό;
Είναι κάτι στο οποίο με έχει εκπαιδεύσει ο Οστερμάιερ, να μπορώ να απαντώ αυτοσχεδιαστικά σε ό,τι προκύψει σε αυτήν τη συζήτηση. Μου το ζήτησε από την οντισιόν, μου έκανε ο ίδιος πιθανές ερωτήσεις. Είναι ένα δύσκολο κομμάτι, πιο δύσκολο από το να μάθεις έναν ρόλο, αλλά υπάρχει ένα τεράστιο πεδίο ελευθερίας μέσα στο οποίο μπορείς να κινηθείς, με έναν τρόπο πρέπει να διαφύγεις τον κίνδυνο, να υποθέσεις το απρόβλεπτο ή αυτό που καθορίζει το κοινό ως επίκεντρο της συζήτησης. Για μένα είναι μια μεγάλη πρόκληση το είσαι μόνη σου με το κοινό και να μπορεί να συμβούν τα πάντα.
«Είμαστε πιο έτοιμες από παλιά ή πιο κοντά στο να βάλουμε ένα όριο. Αλλά δεν πιστεύεις ότι θα βρεις το δίκιο σου πουθενά, νιώθεις ότι το σύστημα σε αδικεί και αν το σύστημα έχει αποφασίσει να μη σε δικαιώσει, δεν υπάρχει περίπτωση να το νικήσεις, ακόμα και με τους καλύτερους δικηγόρους του κόσμου».
— Υπάρχει η εμπειρία σου ήδη με δύο μονόλογους, την «Κατερίνα» και το «Prima Facie». Σε βοηθά καθόλου στην επικοινωνία με το κοινό;
Ο μονόλογος είναι κάτι άλλο και αν δεν το ζήσεις δεν μπορείς να το καταλάβεις. Αν πετύχει η επικοινωνία με τον κόσμο, κάτι που εύχεσαι να συμβεί έστω για μια στιγμή μέσα στην παράσταση, σου επιστρέφεται η αίσθηση, ενεργειακά είναι σαν να σκάει μια βόμβα. Εμένα μου αρέσει όταν φτάνω στην πρεμιέρα μιας παράστασης να είμαι έτοιμη, να έχω λύσει κάποια θέματα. Στον μονόλογο αυτό δεν συμβαίνει, τα θέματα είναι όλα ανοιχτά, οπότε αυτό με απαλλάσσει από το προσωπικό άγχος να είμαι «καλή». Θέλω να είμαι παρούσα, να μεταφέρω το κείμενο, να συνδεθούμε, και αυτό είναι το ευεργετικό της ιστορίας, όταν συμβαίνει.
— Αυτή την ενεργειακή βόμβα μιας τέτοιας προσπάθειας μού εξηγείς πώς την εκτονώνεις, πώς υπάρχει μέσα σου, μαζί σου;
Μεγαλώνοντας, πιστεύω ότι η ζωή είναι δυσκολότερη από το θέατρο. Θα έπρεπε να είμαστε ευγνώμονες που κάνουμε αυτή τη δουλειά, οριακά θα το έλεγα και για τη δική σου, για τη δική μου σίγουρα. Αναφέρομαι στις δουλειές μας γιατί σε κάνουν να σκέφτεσαι, σε οδηγούν σε νέα πράγματα, δεν βαριέσαι, δεν βαλτώνεις. Αυτό για μένα λειτουργεί πάντα θετικά. Ακόμα και τις πιο δύσκολες μέρες, σκέφτομαι ότι είμαι τυχερή που εκτονώνω την ενέργειά μου στη σκηνή. Το καλοκαίρι που έκανα περιοδεία με την Αντιγόνη, είχα ζοριστεί πολύ, είχαμε θέματα υγείας στην οικογένεια, με τους γονείς. Αλλά όταν ήμουν στην παράσταση, ένιωθα να λυτρώνομαι, υπήρχε αυτό το κάτι που με απελευθέρωνε απ’ όλα. Επίσης, όταν έχεις δυο μικρά παιδιά μαθαίνεις να κάνεις οικονομία δυνάμεων, την κρατάς για να σου είναι χρήσιμη και δεν τη σπαταλάς για να εκτονωθείς.
— Έκανες οικογένεια, έχεις δυο παιδιά με μικρή διαφορά ηλικίας. Σκέφτηκες πώς θα τα συνδυάσεις, τι σε περιμένει, φοβήθηκες;
Πάντα ήθελα να κάνω οικογένεια, ίσως γιατί ήμουνα μοναχοπαίδι. Δεν θα έλεγα ότι πήρα απόφαση, ήρθαν έτσι τα πράγματα και σήμερα είμαι σε πολύ καλύτερη φάση από αυτή που ήμουν πριν, δεν έχω σχέση με το πώς ήμουνα πριν κάνω οικογένεια.
— Πώς ήσουνα πριν δηλαδή;
Πιο εγωκεντρική, πιο αγχωτική με πράγματα χωρίς σημασία. Τώρα νιώθω ότι έχω με τον Άκη μια σχέση ανεκτίμητη και τα παιδιά με κάνουν να νιώθω πιο «στρογγυλή», δεν υπάρχουν σκληρές γωνίες.
— Έχει ενδιαφέρον το ότι δεν κάνετε με τον Άκη την ίδια δουλειά;
Μου αρέσει που δεν κάνουμε την ίδια δουλειά. Έχω υπάρξει με ανθρώπους στην ίδια δουλειά, στον ίδιο χώρο, και για μένα είναι πιο υγιές να μπορώ να παίρνω ερεθίσματα, να γνωρίζω ανθρώπους από άλλους χώρους, με άλλες ανησυχίες. Είναι κάτι που με προσγειώνει και με απελευθερώνει ταυτόχρονα, γιατί βαριέμαι αφόρητα και ειλικρινά δεν το αντέχω να πηγαίνεις να φας και να μιλάς διαρκώς για το θέατρο. Έχεις τον χρόνο να το κάνεις αυτό με τους συνεργάτες σου, στις πρόβες, αλλά εμένα με ενδιαφέρει εξίσου η συζήτηση που κάνουμε με τον Άκη, που είναι πολιτικός μηχανικός, για την πόλη που ζούμε, πώς υπάρχουμε μέσα σε αυτή, με βγάζει από το κουτάκι μου και μου υπενθυμίζει να αντιλαμβάνομαι αυτό που συμβαίνει γύρω μου.
— Εμένα μου φαίνεται αδιανόητη η πίεση που υπάρχει γύρω μας, ειλικρινά θαυμάζω πώς κρατά κάποιος τη συνοχή στις σχέσεις του, ειδικά όταν έχει οικογένεια.
Στον Εχθρό του λαού, ο γιατρός Στόκμαν λέει: «Ποια οικογένεια είναι ιδανική;». Νομίζω ότι η οικογένεια είναι μια σημαντική εμπειρία, αλλά ως έννοια είναι πολύ επιβαρυμένη. Υπάρχει όλη η συζήτηση γύρω από την παραδοσιακή οικογένεια, η πίεση ότι όλοι πρέπει να έχουν οικογένεια, είναι μια πολύ φορτισμένη έννοια που την έχουμε απορρίψει ή την έχουμε εξιδανικεύσει, καθένας μας έχει μια διαφορετική αντίληψη. Εμένα όταν μου συνέβη να κάνω οικογένεια κάπως ησύχασα, ήταν σαν να επιβεβαιώθηκε μέσα μου ότι κάποιες στιγμές μπορεί να υπάρχει αυτή η σύνδεση. Νιώθω ότι έχουμε μια συμμαχία, είμαστε μια ομάδα οι τέσσερίς μας, όταν είμαστε μαζί περνάμε ωραία, μοιραζόμαστε, συνυπάρχουμε.
— Το πιο δύσκολο κομμάτι σε αυτήν τη διαδικασία;
Η αμείλικτη καθημερινότητα. Είναι αυτή που σε απομακρύνει από τον εαυτό σου, συνεπώς και από τους γύρω σου, όλους όσοι αγαπάς. Ειδικά στην εποχή μας, νιώθω ότι είναι πολύ εύκολο να γίνεις ένα ον που συνδιαλέγεται με τους άλλους μέσω ενός ναρκισσιστικού προφίλ, το οποίο βλέπει άλλα ναρκισσιστικά προφίλ και λέει: «Α! Κι εγώ μπορώ να το κάνω αυτό» ή «να είμαι έτσι». Μια και μιλάμε γι’ αυτά, ξέρεις τι με στενοχωρεί; Ότι κάθε βράδυ, ενώ παλιά διάβαζα πριν κοιμηθώ, τώρα σκρολάρω.
— Δεν είσαι η μόνη, όλοι αυτό κάνουμε, μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας.
Το ξέρω, αυτό όμως σημαίνει κάτι για την καθημερινότητά μας και τον κόσμο που ζούμε, ότι όλο αυτό δεν αντέχεται και προσπαθούμε να ξεφύγουμε. Από την άλλη, είναι φανερό ότι όλοι κουβαλάμε τόσο μεγάλο βάρος που μας είναι δύσκολο να κάνουμε κι άλλη προσπάθεια. Κρίνω από τον εαυτό μου, παλιά συγκεντρωνόμουν πιο εύκολα, τώρα βάζω μια ταινία και θα σηκωθώ δέκα φορές, να πιω νερό, να πάω τουαλέτα. Είναι δύσκολο να βρεις τον εαυτό σου, και τον βρίσκεις αν συμβεί κάτι σοβαρό, κάτι τραγικό, αυτό σε φέρνει κοντά με ένα κομμάτι μέσα σου πιο βαθύ. Ο πόνος είναι αυτός που σου υπενθυμίζει ότι έχεις συναισθήματα, ότι είσαι ζωντανός, γιατί ζούμε την καθημερινότητα επιδερμικά και δεν προλαβαίνουμε να το καταλάβουμε.
— Όταν παίζεις ρόλους δύσκολους, μιας γυναίκας που αυτοκτονεί, μιας άλλης που τη βιάζουν, πόσο σε επηρεάζει αυτή η μεταμόρφωση κάθε βράδυ στην καθημερινότητα;
Κάνεις αυτές τις διαδρομές τους μήνες των προβών, οπότε όταν φτάνεις στην παράσταση υπάρχει ένας μηχανισμός που μπαίνει σε λειτουργία. Δεν είναι κάτι που συμβαίνει από τη μια μέρα στην άλλη, δεν γίνεσαι ένας άλλος άνθρωπος αυτόματα, στην πρόβα συμβαίνουν όλα, εκεί δημιουργείται και το πλαίσιο. Και μέσα σε αυτό το πλαίσιο έχεις ελευθερία να παίξεις ωραία μπάλα και να φτάσεις όσο πιο βαθιά θέλεις και μπορείς.
— Μου λες τι συμβαίνει όταν μια συνεργασία, μια διαδικασία μέχρι την παράσταση δεν είναι ρόδινη; Ας πούμε, αυτό το κουβαλάς στο σπίτι σου;
Εγώ, από τη φύση μου, για να μπορώ να υπάρξω, κάπου πρέπει να βρω κάτι που θα με κάνει να υπερβώ την αναστολή ή τη βαρεμάρα μου, κάτι πιο ισχυρό από αυτά τα προβλήματα – ας τα ονομάσουμε έτσι.
— Κάτι θετικό;
Όχι αναγκαστικά θετικό. Θα βρω ένα άγκιστρο, σε μια φράση, στο έργο, σε έναν συνεργάτη. Τώρα, αν είναι κάτι δυσεπίλυτο θα το συζητήσω με τον Άκη, αν είναι απλώς μια δύσκολη μέρα μπορεί και να μην το συζητήσω, να προχωρήσω. Παλιότερα θα το συζητούσα πιο πολύ, τώρα νιώθω ότι δεν υπάρχει χρόνος. Το χειρότερο, πάντως, είναι να μη νιώθω ελεύθερα σε μια διαδικασία, αλλά αυτό έχει να κάνει πολλές φορές με μένα, όχι με τον άλλο που βρίσκεται απέναντι. Δηλαδή, μερικές φορές μπλοκάρω και εκνευρίζομαι, λέω: «Έφτασες σαράντα χρονών, ξεκόλλα».
— Πόσα χρόνια δουλεύεις;
Από τα 21. Η πρώτη παράσταση που έκανα ήταν μια αντικατάσταση σε μια παράσταση της Μαριάννας Κάλμπαρη, ήμουν στο τρίτο έτος στη σχολή. Και η πρώτη μου «κανονική» παράσταση ήταν στο Περλιμπίν και Μπελίσα, αρρώστησε η Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου και έκανα αντικατάσταση σε χρόνο ρεκόρ. Σκέψου, στις αφίσες είχε τη φωτογραφία της Μαρίσσας και το δικό μου όνομα με κολλημένο χαρτάκι.
— Είναι οι γνωστές τσαπατσουλιές, ποτέ δεν λειτουργούν όλα ρολόι…
Με αυτή την αφορμή, θέλω να πω ότι τώρα που έχουμε Γερμανό σκηνοθέτη όλα λειτουργούσαν ρολόι. Όπως απαιτεί από εμάς το 100%, το απαιτεί και από την παραγωγή. Εγώ μόνο στον Μπομπ Γουίλσον το έχω δει αυτό, στην Οδύσσεια, που κάναμε πρόβα με κοστούμια και φώτα από την πρώτη μέρα. Και τώρα κάναμε πρόβα με σκηνικό, με κοστούμια ή προσομοίωση κοστουμιών επίσης από την πρώτη μέρα. Αυτό με υποχρεώνει κι εμένα να ξέρω λόγια από την πρώτη μέρα, να είμαι με έναν τρόπο έτοιμη – κάτι που προσωπικά με ταλαιπώρησε, γιατί μου αρέσει να μαθαίνω λόγια στην πρόβα. Εδώ έπρεπε να κοπανηθώ μόνη μου και να σκεφτώ τι λέει αυτό το πράγμα. Είναι μια μέθοδος ενδιαφέρουσα και όταν όλα είναι έτοιμα, λειτουργείς διαφορετικά.
— Τώρα που έχεις δύο παραστάσεις μπροστά σου. Έχεις ενοχές ότι δεν βλέπεις όσο θέλεις τα παιδιά σου;
Όχι πάντα, κάποιες φορές. Αλλά δεν έχω πει ποτέ «ναι» σε μια δουλειά που δεν μου άρεσε, δεν έχω λείψει ποτέ για κάτι που δεν το θεωρώ σημαντικό, κι αυτό κάπως με καθησυχάζει. Μια φορά, πριν από μερικά χρόνια, μου πρότειναν μια δουλειά και σκέφτηκα πώς αν την έβλεπαν τα παιδιά μου, μπορεί να με ρωτούσαν: «Καλά, γι’ αυτό μας άφηνες;». Και δεν την έκανα.
— Διαμαρτύρονται που λείπεις;
Ναι. Αλλά προσπαθώ να είμαστε μαζί, να ανακαλύπτουμε την πόλη. Εγώ που μένω μια ζωή στο κέντρο δεν είχα μπει ποτέ στον Εθνικό Κήπο, πήγαινα γύρω γύρω να εξοικονομήσω χρόνο. Κατά τα άλλα, υπάρχει αυτή η τρέλα με τις δραστηριότητες που υποτίθεται ότι πρέπει να κάνουν τα παιδιά, που δεν ξέρω αν πρέπει να γελάσω ή να κλάψω.
— Είναι ένας αγώνας δρόμου για να ικανοποιηθούν οι επιθυμίες των παιδιών;
Δεν νομίζω ότι είναι επιθυμίες των παιδιών. Τα παιδιά είναι μια χαρά. Νομίζω ότι είναι επιθυμίες δικές μας, μια τρομερή αγωνία να είναι οχυρωμένα, να τα ετοιμάσουμε για έναν φοβερά ανταγωνιστικό κόσμο – και βάζω και τον εαυτό μου μέσα. Τελικά κάνουμε παιδιά αγχωμένα, με τρομερά ελλείμματα, προετοιμάζονται από το δημοτικό για το πανεπιστήμιο, εξωφρενικά πράγματα. Σου λένε να κάνει ιδιαίτερα το καλοκαίρι για να πάει καλύτερα, εκεί έρχεσαι και λες «όχι, ρε φίλε, όχι, έλεος». Αν δεν βάλεις και τη λογική να δουλέψει, χάθηκες.
— Εσύ τι θέλεις για τα παιδιά σου;
Εγώ θέλω τα παιδιά μου να γίνουν καλά παιδιά. Ταυτόχρονα, επειδή δεν ζω στο Διάστημα και βλέπω γύρω μου τι συμβαίνει, δεν θα ’θελα, επειδή είναι καλά παιδιά, να υποστούν βία ή μπούλινγκ. Οπότε, εκεί, παλεύεις με το ερώτημα πώς οχυρώνεις έναν χαρακτήρα και πώς μπορεί το παιδί να βάζει τα όριά του και να μην υποφέρει. Πρακτικά, όλα αυτά είναι δύσκολα, ωστόσο πιστεύω, και το λέω εμπειρικά, μέσα από τα παιδιά μου, πως ό,τι και να τους πεις δεν έχει νόημα αν δεν βλέπουν και δεν νιώθουν μέσα στο σπίτι τους έναν άντρα που σέβεται τη γυναίκα του, μια οικογένεια της οποίας τα μέλη έχουν αγάπη και σεβασμό μεταξύ τους. Όλα τα άλλα είναι σαχλαμάρες και θεωρητικές φλυαρίες. Παίρνοντας παράδειγμα από τον εαυτό μου, γιατί όλοι έχουμε κάνει πολλά και extreme πράγματα, κι εγώ έκανα πολλές τρέλες, μπορεί να έβγαινα μεθυσμένη στις 6 το πρωί, αλλά δεν θα ανέβαινα σε μηχανή, θα έπαιρνα ταξί. Ή όταν περνούσαν πολλά πράγματα δίπλα μου, θα προτιμούσα να πάρω ένα ποτό. Το θέμα δεν είναι να μην τα δεις, γιατί θα τα δεις, δεν ζεις σε γυάλα, αλλά το αν θα τα επιλέξεις, και αυτό, νομίζω, έχει να κάνει αποκλειστικά με τη συγκρότηση που έχεις από την οικογένειά σου.
— Θέλω να σε ρωτήσω πώς διαχειρίζεσαι το θέμα με τις οθόνες και τι κάνεις με τα παιδιά σου.
Θα δουν καμιά ταινία, μέχρι εκεί. Ο Άκης είχε μια ωραία ιδέα και μαθαίνουν σκάκι στο κινητό. Προτιμώ, ακόμα κι αν είμαι πτώμα, να παίξω μαζί τους παρά να δώσω κινητό, όπως δεν μου αρέσει να είμαστε έξω και να τρώμε και να τους δώσω κινητό να περάσει η ώρα τους. Ξέρω, καταλαβαίνω, το δίνεις για να είναι ήρεμο το παιδί σου, αλλά όλη η ένταση που τους δημιουργεί η οθόνη, αυτό που βλέπουν, θα ξεσπάσει κάπου αλλού, εκεί καταλήγω. Βέβαια εγώ είμαι και τυχερή, είναι δυο παιδιά με μικρή διαφορά, πλακώνονται, αγαπιούνται, παίζουν μεταξύ τους, δεν έχουν ανάγκη κανέναν.
— Και η δική σου σχέση με τις οθόνες;
Από τη μια είμαι εθισμένη, από την άλλη βαριέμαι. Κάπως κρατιέμαι, αλλά βγάζω και κάποια χρήματα. Θα μπορούσα και περισσότερα, αλλά το κάνω τόσο όσο, δεν αντέχω περισσότερο. Η επόμενη γενιά από μένα είναι πολύ πιο ενεργή και τα χειρίζεται καλύτερα αυτά, και ίσως με λιγότερες αναστολές. Εμένα μου φαίνεται ότι τρώνε πολύ χρόνο από τη ζωή μου και μου είναι κάπως δύσκολο, γιατί πρέπει να δημιουργήσεις μια πλασματική εικόνα και να την υποστηρίζεις διαρκώς στον κόσμο που σε ακολουθεί και αυτό είναι λίγο άρρωστο. Από την άλλη, όταν κάνω μια διαφήμιση με ενδιαφέρει τι πουλάω, σε ρωτάνε στον δρόμο αν αυτό που πουλάς το χρησιμοποιείς και πρέπει να λογοδοτήσεις. Γι’ αυτό δεν έχω κάνει ποτέ διαφήμιση για τσιγάρα ή αλκοόλ, προτιμώ κάτι πιο ανώδυνο.
— Δουλεύεις ακατάπαυστα, αλλά δεν σε έχω δει ποτέ να βαρυγκομάς. Δεν κουράζεσαι ποτέ;
Την αγαπώ πολύ τη δουλειά που κάνω, ειδικά όταν μια παράσταση με συνδέει με το κοινό. Είναι ο λόγος που ξανακάνω το Prima Facie· είναι ζόρικο να κάνεις έναν μονόλογο με θέμα έναν βιασμό, αλλά δεν φαντάζεσαι τι μου γράφουν τα κορίτσια που βλέπουν την παράσταση, τι δυσκολίες έχουν περάσει. Και το βλέπεις όταν στο τέλος ανάβουν τα φώτα, αυτή η ενέργεια αιωρείται μέσα στην αίθουσα. Σκέφτομαι ότι ο πατέρας μου ήταν ο πρώτος που πέρασε στη Βουλή νόμο για την κακοποίηση και την ενδοοικογενειακή βία, νομίζω το 2003. Καθυστερήσαμε πολύ, εξωφρενικά. Το σκέφτομαι διαρκώς αυτό το θέμα, ζούμε σε μια περίεργη εποχή, η γυναίκα είναι έτοιμη να μιλήσει, δεν κάθεται να υπομένει σιωπηλά όπως παλιά, αλλά δεν υπάρχει καμία μέριμνα, τίποτα να την προστατεύσει, κανένα σύστημα, και δεν μιλά γιατί φοβάται ότι κάποιος από τον οποίο κατάφερε να ξεφύγει και θα τη σκοτώσει. Είμαστε πιο έτοιμες από παλιά ή πιο κοντά στο να βάλουμε ένα όριο. Αλλά δεν πιστεύεις ότι θα βρεις το δίκιο σου πουθενά, νιώθεις ότι το σύστημα σε αδικεί και αν το σύστημα έχει αποφασίσει να μη σε δικαιώσει, δεν υπάρχει περίπτωση να το νικήσεις, ακόμα και με τους καλύτερους δικηγόρους του κόσμου. Κοιτάζοντας όσα συνέβησαν και τις υποθέσεις που είδαν και βλέπουν το φως και σχετίζονται με βιασμούς, κακοποιήσεις, συμπεριφορές βίαιες, αν μη τι άλλο σήμερα υπάρχει μικρότερη ανεκτικότητα και πράγματα που εμείς θεωρούσαμε πιο φυσιολογικά αποκαλύφθηκε ότι δεν είναι και μπήκαν στη θέση τους. Άλλαξε κάπως η κατάσταση και αυτό το χρωστάμε στις γυναίκες που με θάρρος βγήκαν μπροστά και πέρασαν όλη αυτή τη δοκιμασία. Και αυτή είναι η προίκα που αφήνουν και σ’ εμάς και στις νεότερες από εμάς γυναίκες, στις επόμενες γενιές.
Ευχαριστούμε θερμά το 7 Jokers (Βουλής 7) για τη φιλοξενία της φωτογράφισης.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Ο εχθρός του λαού» εδώ.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Prima Facie» εδώ.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη LiFO.