Η Κωνσταντινούπολη, αυτή η ακαταμάχητη πόλη των αντιθέσεων, είναι ένας τόπος που δεν παύει ποτέ να σε εκπλήσσει. Κάθε της γωνιά κρύβει κι ένα κομμάτι Ιστορίας, κάθε δρόμος είναι και μια ανεξίτηλη ανάμνηση. Σε μια από τις πιο πλούσιες περιοχές, ανάμεσα στους μοντέρνους ουρανοξύστες, τα πολυτελή ξενοδοχεία και τα εντυπωσιακά εμπορικά μεγαθήρια –με πιο εμβληματικό το Istanbul Cevahir–, υπάρχει ένας χώρος όπου ο χρόνος μοιάζει να έχει παγώσει, ένα ιερό τοπίο μνήμης, ένα υπαίθριο μουσείο γλυπτικής και αρχιτεκτονικής: το ελληνορθόδοξο κοιμητήριο του Σισλί.
Απέχει περίπου μισή ώρα περπάτημα από την πλατεία Ταξίμ, κι όμως μοιάζει να ανήκει σ’ έναν άλλο κόσμο. Μια ήσυχη ανάσα ανάμεσα στις πιο ευκατάστατες και πολύβουες γειτονιές της Πόλης. Ένα ταξίδι στο παρελθόν του ελληνισμού που άφησε ανεξίτηλο το αποτύπωμά του στην Κωνσταντινούπολη.
Σε μια έκταση σχεδόν 40 στρεμμάτων, το κοιμητήριο αυτό αποτελεί έναν αληθινό θησαυρό της άλλοτε ακμαίας ελληνικής κοινότητας που ζούσε και δραστηριοποιούνταν στην Κωνσταντινούπολη.
Περπατώντας ανάμεσα στα μνημεία, νιώθεις πως κάθε μαρμάρινη μορφή αφηγείται μια ιστορία. «Είναι οι φωνές ενός κόσμου που άνθησε, δημιούργησε και χάθηκε αλλά εδώ, μέσα στο πράσινο και στη σιωπή, εξακολουθεί να υπάρχει», μου λέει ο πατέρας Φώτιος.
Ιδρύθηκε γύρω στο 1865, όταν μεταφέρθηκε εδώ το παλαιότερο κοιμητήριο από το Ταξίμ, και έκτοτε φιλοξενεί μορφές επιφανών Ελλήνων, ευεργετών, λογίων και επιστημόνων που άφησαν το στίγμα τους στην Ιστορία. Ανάμεσά τους, τα ονόματα των Ζαρίφιδων, των Νεγρεπόντη, των Ηλιάσκων, των Ζαφειρόπουλων, αλλά και διακεκριμένων γιατρών, όπως ο Δημήτριος Ζαμπάκος Πασάς και ο Παύλος Φενερλής Πασάς.
Μόλις περνώ την επιβλητική πύλη του κοιμητηρίου, στην οποία δεσπόζει η μεγάλη επιγραφή «ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΝ ΤΗΣ ΡΩΜ(ΑΙΙΚΗΣ) ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΟΙΝΟΤΗΤΟΣ», με υποδέχεται ο πατέρας Φώτιος. Ιερουργεί εκεί κάθε Σάββατο και είναι υπεύθυνος για τη φροντίδα και τη διατήρηση αυτού του ιερού τόπου. Μια ήρεμη και φωτεινή παρουσία, σχεδόν καθησυχαστική. Από τα πρώτα του λόγια καταλαβαίνεις πως πρόκειται για έναν άνθρωπο που γνωρίζει και αφηγείται την πολύτιμη ιστορία του τόπου αυτού με σεβασμό και αγάπη. Όπως μου εξηγεί, οι ταφικές στήλες και οι προτομές που απλώνονται τριγύρω δεν είναι απλώς μνήματα. Είναι έργα τέχνης, μαρτυρίες μιας εποχής κατά τη διάρκεια της οποίας, όπως τονίζει, πολλές φορές ακόμη και ο θάνατος εκφραζόταν με αισθητική και ευγένεια.
Πράγματι, πρόκειται για δημιουργίες σπουδαίων καλλιτεχνών: του Γάλλου Antonin Mercié –γνωστού από τα έργα του στο Λούβρο–, του Γιώργου Μπονάνου, του Μιχάλη Τόμπρου, του Luigi Giona, αλλά και των Τηνίων μαστόρων που διέπρεψαν στην τέχνη της μαρμαρογλυπτικής, όπως ο Λάζαρος Σώχος, ο γλύπτης του περίφημου Κολοκοτρώνη της Παλαιάς Βουλής. Οι αδελφοί Λυρίτη, γνωστοί για τα γλυπτά τους σε ολόκληρη την Τουρκία, καθώς και οι αρχιτέκτονες Περικλής Φωτιάδης και Παναγιωτίδης, συνέβαλαν καθοριστικά στη δημιουργία αυτού του μοναδικού μνημειακού συνόλου, που περισσότερο θυμίζει υπαίθρια πινακοθήκη παρά κοιμητήριο.
Στο κέντρο του κοιμητηρίου, ο επιβλητικός ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος δεσπόζει ως πνευματικός φάρος. Ένα κομψοτέχνημα εκλεκτικιστικού ρυθμού, με σταυροειδή κάτοψη και τρούλο, χτισμένο με άδεια του Πατριαρχείου και αυτοκρατορικό φιρμάνι του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β'. Οι αδελφοί Δημήτριος, Ιωάννης και Παύλος Στεφάνοβικ-Σκυλίτσης ανέλαβαν τη χρηματοδότηση του έργου στη μνήμη των γονιών τους, Ζαννή και Ελένης. Τα εγκαίνια έγιναν στις 21 Μαΐου 1889, με αρχιτέκτονα τον περίφημο Alexandre Vallaury, γνωστό από το Αρχαιολογικό Μουσείο, το Πέρα Παλλάς και τόσα ακόμη αριστουργήματα που κοσμούν την Πόλη. Μετά το έργο της πρόσφατης ανακαίνισης και αποκατάστασης, κατά τα θυρανοίξια του ναού, ο οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος τόνισε με συγκίνηση: «Δεν είναι δυνατόν να διαγράψουμε τους προγόνους μας, να αποκοπούμε από τις ρίζες μας». Και πρόσθεσε: «Η ιστορία του αντικατοπτρίζει την κοινωνική, την πολιτιστική και οικονομική ανάπτυξη, και την πνευματική ταυτότητα της μεγάλης ρωμαίικης κοινότητας του Πέραν, αποτελεί δε δείγμα του υψηλού επιπέδου του πολιτισμού και της καλαισθησίας της Ρωμιοσύνης εις την περίοδο της ακμής της».
Τα εξωτερικά μωσαϊκά του ναού αποτελούν από μόνα τους λόγο επίσκεψης. Ο Γάλλος καλλιτέχνης Pretextat Lecomte, ειδικός στη βυζαντινή τεχνοτροπία, δημιούργησε έργα απαράμιλλης λεπτότητας και φωτός, με ανάγλυφες αποχρώσεις που θυμίζουν τον 11ο αιώνα. Στην κεντρική είσοδο, το βλέμμα σου συναντά τον Θεό, «Ὁ Ὤν», ενώ περιμετρικά απεικονίζονται οκτώ άγιοι – τα ονόματα των οποίων συνδέονται με την οικογένεια Σκυλίτση. Το τέμπλο του ναού κοσμούν αγιογραφίες του Γεωργίου Γραμμανδάνη, του Τηνιακού καλλιτέχνη που δίδαξε στο Ζάππειο και άφησε σπουδαία έργα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και σε πολλές εκκλησίες της Πόλης.
Περπατώντας ανάμεσα στα μνημεία, νιώθεις πως κάθε μαρμάρινη μορφή αφηγείται μια ιστορία. «Είναι οι φωνές ενός κόσμου που άνθησε, δημιούργησε και χάθηκε αλλά εδώ, μέσα στο πράσινο και στη σιωπή, εξακολουθεί να υπάρχει», μου λέει ο πατέρας Φώτιος. Λίγο αργότερα περιδιαβαίνουμε τα μνημεία και συνειδητοποιώ ότι το πιο περίτεχνο και εντυπωσιακό είναι αναμφίβολα εκείνο της οικογένειας Ζαρίφη. Ο Γιώργος Ζαρίφης ήταν ένα πλούσιος τραπεζίτης και ένας από τους μεγαλύτερους ευεργέτες του ελληνισμού. Το μνημείο του υμνεί την ανθρώπινη επιτυχία, ενώ το βιβλίο που κρατά στο χέρι συμβολίζει την προσφορά του στον χώρο της παιδείας. Ο αδελφός του Νικόλαος υπήρξε από τους γνωστότερους εμπόρους και τραπεζίτες της Κωνσταντινούπολης, με υποκαταστήματα σε όλα τα μεγάλα λιμάνια της Ευρώπης. Στο δικό του μνημείο παριστάνεται μια γυναικεία μορφή η οποία κρατά στην αγκαλιά της ένα ημίγυμνο νήπιο που υψώνει λουλούδια στην προτομή του Ζαρίφη, ως μια αλληγορική παράσταση της Ελεημοσύνης. Ενδιαφέρον έχει ότι μεταξύ αυτών που είναι εκεί θαμμένοι είναι και ο Ευθύμιος Καραχισαρίδης, που έμεινε γνωστός ως «παπά-Ευθύμ», ιδρυτής και ψευτοπατριάρχης της αυτοκέφαλης Τουρκορθόδοξης Εκκλησίας. Στον τάφο του έχει χαραχτεί μια δήλωση που είχε κάνει γι’ αυτόν ο Κεμάλ το 1923: «Ο παπα-Ευτύμ άξιζε όσο μια στρατιωτική μεραρχία». Να θυμίσουμε ότι ο θάνατός του είχε δημιουργήσει το 1968 ένταση στις σχέσεις μεταξύ Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και τουρκικών Αρχών, αφού, παρά την αντίδραση του τότε οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα, χρειάστηκε τελικά η παρέμβαση του πρόεδρου της Μεγάλης Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης Σεβντέτ Σουνάι για να παρθεί τελικά η απόφαση να ταφεί στο ελληνορθόδοξο κοιμητήριο.
Στον δαιδαλώδη χώρο του κοιμητηρίου το βλέμμα μου κεντρίζει και ένα μικρό παρεκκλήσι αφιερωμένο στους Αγίους Πέτρο και Παύλο, καθώς και το οστεοφυλάκιο. Έχει φτάσει μεσημέρι και προτού αποχαιρετιστούμε, ο πατέρας Φώτιος επιμένει να με οδηγήσει σε ένα ακόμη μνημείο που, όπως τονίζει, «πρέπει να δω». Εκεί, όμως, ξεδιπλώνει τον δικό του προσωπικό γολγοθά: η κόρη του, μόλις 17 ετών, έφυγε από τη ζωή πριν από δύο χρόνια από καρκίνο. Λίγο αργότερα πηγαίνουμε προς την πρεσβυτέρα, η οποία υπέστη εγκεφαλικό από τη στενοχώρια που της προκάλεσε ο χαμός της κόρης της. Προτού φύγω, μοιράζεται μαζί μου και ένα ακόμη παράπονο – μια πίκρα για τον τόπο που υπηρετεί: «Μιλάμε για ένα πάρκο ιστορίας, για έναν χαμένο ελληνισμό. Μα δεν υπάρχει τίποτα πιο βαρύ για έναν παπά από το να λειτουργεί μόνο με δυο-τρεις ηλικιωμένους. Σε πιάνει θλίψη», μου λέει χαμηλόφωνα.
Το Σισλί δεν είναι απλώς ένα κοιμητήριο‧ αυτός ο ιερός τόπος περισσότερο θυμίζει υπαίθριο μουσείο παρά χώρο αναπαύσεως. Αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι πλέον συμπεριλαμβάνεται στη λίστα της Ένωσης Σημαντικών Νεκροταφείων της Ευρώπης. Το κυριότερο, ωστόσο, είναι ότι παραμένει μια ζωντανή μαρτυρία της ρωμιοσύνης στην Κωνσταντινούπολη.