Τι συμβαίνει όταν οι καλλιτεχνικές πρακτικές υπερβαίνουν τις παραδοσιακές κατηγοριοποιήσεις; Όταν οι διασταυρούμενες επιρροές ανάμεσα στα εικαστικά, στο design και στην αρχιτεκτονική αποτελούν τη νέα πραγματικότητα στην τέχνη; Όταν η αισθητική του λευκού κύβου στο στήσιμο των εκθέσεων φαντάζει πλέον περιοριστική; Μια απάντηση επιχειρεί να δώσει το Fondation Cartier Σύγχρονης Τέχνης από τη νέα του στέγη διά χειρός Jean Nouvel, στη δεξιά πλέον όχθη του Σηκουάνα, 200 μόλις μέτρα από την Πυραμίδα του Λούβρου, με την έκθεση «Exposition Générale» που επιμελήθηκαν οι FormaFantasma, ένα διεθνώς αναγνωρισμένο σχεδιαστικό δίδυμο με εντελώς διακριτή ερευνητική μεθοδολογία και μια πρακτική που περιλαμβάνει στήσιμο εκθέσεων, σχεδιασμό αντικειμένων και οικολογικές αναζητήσεις.
Η έκθεση τέχνης που άνοιξε τις πόρτες της στις 25 Οκτωβρίου στο νέο Fondation Cartier στην καρδιά του Παρισιού –με αυτόν τον ταπεινό και κάπως ειρωνικό τίτλο– μας προσκαλεί να ξεχάσουμε τις εδραιωμένες προσδοκίες μας όσον αφορά τη θέαση της τέχνης, σε ένα περιβάλλον που σχεδιάστηκε ως «ένα καταφύγιο, όπου όλοι είναι καλεσμένοι για να γνωρίσουν την τέχνη σήμερα», όπως λέει ο ίδιος ο Nouvel.
Στην έκθεση υλικά, φωτισμός και παλμός ανακαλούν την ιστορία του χώρου, φέρνοντας την ίδια στιγμή σε πρώτο πλάνο την εκτελεστική διάσταση της παρουσίασης των έργων, που τοποθετούνται σαν ένα πλέγμα ανταλλαγών ανάμεσα σε εποχές, κοσμοθεωρίες και καλλιτεχνικές πρακτικές.
Η βάση της νέας προσέγγισης είναι το ίδιο το κτίριο, τα Grands Magasins du Louvre, ένα τυπικό αρχιτεκτόνημα Haussmann που κατασκευάστηκε το 1855 για την πρώτη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού και έκτοτε στέγαζε τις Expositions Générales, μεγάλες εκθέσεις καινοτομίας και κοινωνικής συνεύρεσης που πρόσφεραν μια νέα κατανόηση του υλικού πολιτισμού την εποχή που η βιομηχανοποίηση άλλαζε τον κόσμο, συγκεντρώνοντας ό,τι πιο «μοντέρνο», από εργαλεία μέχρι έργα τέχνης. Το Ίδρυμα Cartier αναβιώνει το ίδιο πνεύμα πειραματισμού και πλουραλισμού στη νέα ζωή του κτιρίου, με τον Jean Nouvel να το αναμορφώνει, μετατρέποντάς το σε έναν γιγάντιο αρθρωτό μηχανισμό στην υπηρεσία της τέχνης.
Μέσα στο ανακαινισμένο κέλυφος του μνημείου, ο Γάλλος αρχιτέκτονας εισήγαγε ένα σύστημα με πέντε τεράστιες κινητές ατσάλινες πλατφόρμες με ανυψωτικό μηχανισμό και σύστημα ανάρτησης που κλειδώνει σε έντεκα διαφορετικές κάθετες θέσεις, σχεδιασμένο από μηχανολόγους ειδικούς στην κατασκευή γεφυρών. Αυτοί οι μετακινούμενοι διάδρομοι προσφέρουν απεριόριστες δυνατότητες αλλαγών στη διάταξη, έτσι ώστε η τοπογραφία των εκθεσιακών χώρων να επεκτείνεται, να συστέλλεται ή ακόμα και να εξαφανίζεται εντελώς. Παράλληλα, ο Nouvel ξεγύμνωσε το εσωτερικό του κτιρίου, αποκαλύπτοντας τα δομικά του στοιχεία, μια διαδικασία που δημιούργησε μεγάλα κενά από τα οποία το φως και η κίνηση συμμετέχουν στην εμπειρία. «Όλα πρέπει να μπορούν να αφαιρεθούν», επέμενε, «ώστε το βλέμμα να διατρέχει ανεμπόδιστα τον χώρο».
Σε αυτή την προσέγγιση, οι φεγγίτες λειτουργούν ως φωτεινοί διάδρομοι, τα παραθυρόφυλλα γλιστρούν σαν θεατρικές αυλαίες ρυθμίζοντας το φυσικό φως και η διάκριση εσωτερικού και εξωτερικού περιβάλλοντος εκμηδενίζεται. Κατά μήκος της πρόσοψης από την πλευρά της λεωφόρου Saint-Honoré ένας γυάλινος θόλος μήκους 150 μέτρων συνδέει την οδό Rivoli με το Palais-Royal, σχηματίζοντας μια προστατευμένη διαδρομή για τους πεζούς που λειτουργεί ως διάφανη βιτρίνα (ύψους 7 μέτρων), όπου το ίδιο το Παρίσι γίνεται έκθεμα και ταυτόχρονα συνδιαλέγεται με τις συλλογές του ιδρύματος.
Παρότι η συλλογή του Ιδρύματος Cartier δεν είναι άγνωστη στο κοινό, ποτέ ως τώρα δεν είχε παρουσιαστεί έτσι ώστε να αντιληφθεί κανείς το εύρος της. Δεν πρόκειται απλώς για μια ιδιωτική συλλογή ενός εύρωστου ιδρύματος. Τα έργα που τη συνιστούν αγοράστηκαν άλλοτε ομαδικά (το σύνολο των έργων μιας έκθεσης), άλλοτε επιλεκτικά (ορισμένα κομμάτια), κάποτε και ως μοναδικά (όπως στην περίπτωση του Hirst). Αποτελεί μια διαθεματική-διαλεκτική συλλογή που τοποθετείται «ανάμεσα» σε διαφορετικές καλλιτεχνικές φόρμες. Δεν ισχύει εδώ η οργάνωση ανά τμήματα, όπως, ας πούμε στο MoMA. Το Cartier δεν θέλει να γκρουπάρει αλλά να συσχετίσει: την τέχνη με το design, το design με την αρχιτεκτονική, την τέχνη με το craftsmanship.
Αυτή η ιδιαιτερότητα της συλλογής γίνεται για πρώτη φορά «ορατή» στη νέα στέγη του ιδρύματος, σε μεγάλο βαθμό χάρη και στη δουλειά των FormaFantasma, σχεδιαστών νέας γενιάς που εργάζονται σε ένα «μεσοδιάστημα» ανάμεσα στον σχεδιασμό (display και product design), στο βιομηχανικό design, στην αρχιτεκτονική και στην ακαδημαϊκή έρευνα.
Η σκηνογραφία τους στο Fondation Cartier (μια λέξη που οι ίδιοι αντιπαθούν γιατί παραπέμπει σε κάτι θεατρικό) αναδεικνύει τη διαθεματική φύση της συλλογής και συγχρόνως προεκτείνει την «ανοιχτή» σύλληψη του Nouvel με μια προσέγγιση που παραπέμπει στις εκθέσεις εμπορίου του 19ου αιώνα. Στην έκθεση, υλικά, φωτισμός και παλμός ανακαλούν την ιστορία του χώρου, φέρνοντας την ίδια στιγμή σε πρώτο πλάνο την εκτελεστική διάσταση της παρουσίασης των έργων, που τοποθετούνται σαν ένα πλέγμα ανταλλαγών ανάμεσα σε εποχές, κοσμοθεωρίες και καλλιτεχνικές πρακτικές.
Από τις ανθισμένες αμυγδαλιές του Damien Hirst ως τα τροπικά πανοράματα του Bruno Novelli και τον υφασμάτινο καταρράκτη της Olga de Amaral, το υποβρύχιο του Panamarenko και τους φανταστικούς κόσμους του Moebius, 600 έργα από περισσότερους από 100 καλλιτέχνες της συλλογής του ιδρύματος –μεταξύ τους οι David Lynch, Patti Smith, James Turrell, Claudia Andujar, Sarah Sze, Matthew Barney, Juan Muñoz, Hu Liu– οργανώνονται σε μια γενική έκθεση με τέσσερις θεματικούς άξονες: αρχιτεκτονική, φύση, crafts και επιστήμη.
Η πρώτη ενότητα, οι «Μηχανές αρχιτεκτονικής», έχει τη μορφή εργαστηρίου, όπου ιστορικό design και ουτοπικά μοντέλα –από τον καθεδρικό ναό-μινιατούρα του Alessandro Mendini ως το εκρηκτικό Salon de Eventos (Party Hall) του Βολιβιανού αρχιτέκτονα Freddy Mamani– περιγράφουν το Παρίσι ως πεδίο μεταμορφώσεων. Στo «Être nature», ο χώρος μετατρέπεται σε ένα αισθητηριακό οικοσύστημα με μια αιωρούμενη εγκατάσταση της Σολάνζ Πεσόα και έργα της Βραζιλιάνας φωτογράφου- ακτιβίστριας Claudia Andujar, του Ιταλού γλύπτη Giuseppe Penone και του Αμερικανού οικολόγου ηχοτοπίων Bernie Krause. Στο «Making Things» ανιχνεύονται τα ρευστά, πλέον, όρια ανάμεσα στην τεχνική δεξιότητα, στο design και στις καλές τέχνες, ενώ στο «Un monde reel» διερευνώνται τα σημεία τομής ανάμεσα στην επιστήμη, την τεχνολογία και τη μυθοπλασία με την παρουσίαση συναρπαστικών έργων της Sarah Sze («Tracing Falling») και των Diller Scofidio + Renfro (EXIT).
Υπάρχει μια αμφισημία στην πρακτική των FormaFantasma (Simone Farresin και Andrea Trimarchi) στην οποία κρύβεται και η δύναμη της ματιάς τους. Στις πολλαπλές τους αναγνώσεις και τις διαφορετικές τους ιδιότητες αναγνωρίζει κανείς την πολυπλοκότητα του κόσμου, όπου δεν αρκεί πια να είσαι «ένα πράγμα».
Στο αρχιτεκτόνημα του Nouvel διέκριναν μια αδιαφορία για την τέχνη, από την άποψη ότι ο κανόνας του «λευκού κύβου» που συνήθως ισχύει στις εκθέσεις σύγχρονης τέχνης εδώ απουσιάζει. Ο ίδιος ο χώρος τούς οδήγησε στην ιδέα να δουν τα έργα το ένα σε σχέση με το άλλο, ενώ οι μηχανικές δυνατότητες με τις οποίες εφοδίασε τον χώρο ο Nouvel τούς επέτρεψε να συμπεριλάβουν στην έκθεση και όλες τις μορφές οπτικής έκφρασης: σινεμά, φωτογραφία, επιστήμη, crafts, παραστατικές τέχνες.
Ήταν εξαρχής σαφές σε όλους τους εμπλεκόμενους ότι το νέο Fondation Cartier δεν δημιουργήθηκε ως καθεδρικός ναός της τέχνης. Δεν προορίζεται για εντυπωσιασμό, όπως συμβαίνει με ορισμένες μπιενάλε ή μουσεία. Χωρίς να αποφεύγονται, φυσικά, οι «επικές» στιγμές στην περιήγηση, ούτε ο χώρος ούτε η έκθεση προβάλλονται ως «μνημειώδη». Τα άλλοτε Grands Magasins, παρότι «grands», δεν χαρακτηρίζονται από το αχανές τους μέγεθος των 6.500 τ.μ. αλλά από μια ανθρώπινη κλίμακα που επιτρέπει, ας πούμε, και στα μικρά σχέδια του David Lynch να λειτουργούν μέσα στους χώρους το ίδιο καλά όσο και ο τεράστιος κορμός από μέταλλο του Richard Artschwager. Δουλεύοντας γύρω από αυτή την αρχαιοελληνική έννοια της κλίμακας, σε στενή συνεργασία με τον managing director του ιδρύματος, Chris Dercon, και την επιμελήτρια Beatrice Grenier, οι σχεδιαστές διατήρησαν την οικεία ατμόσφαιρα που συναντούσε ο επισκέπτης στο προηγούμενο κτίριο του ιδρύματος στη Raspail, και έδωσαν την ευκαιρία και σε μικρότερα έργα να αναδειχθούν.
Σκηνοθέτησαν, έτσι, ένα στήσιμο βασισμένο στην «κυκλοφορία» της εικόνας και της κίνησης, με τους θεατές να εκτίθενται όσο και τα έργα, κι αυτά με τη σειρά τους να μοιάζουν ριζωμένα σε μια νέα «πραγματικότητα» που συντίθεται από το κτίριο, τον δρόμο (Place Palais Royale) και τους επισκέπτες. Με τη βοήθειά τους, το Fondation Cartier oυσιαστικά δίνει σύγχρονη διάσταση στο όραμα του Nouvel για ένα «ζωντανό μουσείο» που καλοδέχεται κάθε μορφή τέχνης, απηχεί τη ζωή της πόλης όπου βρίσκεται και θίγει θέματα πολεοδομικού σχεδιασμού ή οικολογίας.
Σύγχρονοι καλλιτέχνες όπως ο Wolfgang Tillmans είχαν ανέκαθεν μια παρόμοια «ανοιχτή» προσέγγιση, ενώ στο παρελθόν σπουδαίοι αρχιτέκτονες όπως ο Carlo Scarpa, η Lina Bo Bardi ή ο Franco Albini (στο διάστημα 1940-1960) επανεξέτασαν και σχεδίασαν τα μεταπολεμικά μουσεία με βάση τις ιδέες της προσβάσιμης γνώσης και της μεταβλητότητας των χώρων ώστε αυτοί να εξυπηρετούν διαφορετικούς πολιτιστικούς σκοπούς.
Το Fondation Cartier επαναφέρει σήμερα με πυγμή την έννοια του ζωντανού μουσείου, δηλώνοντας τη δυναμική του Παρισιού στη σύγχρονη τέχνη.
Δεν είναι τυχαίο που τα εγκαίνια γίνονται ενώ όλος ο κόσμος της τέχνης έχει συγκεντρωθεί εκεί για την Art Basel, που η καρδιά της χτυπά επίσης στο κέντρο της πόλης, κάτω από τον γυάλινο θόλο του Grand Palais, με 206 γκαλερί σύγχρονης τέχνης, τμήμα για ανερχόμενους χώρους τέχνης και καλλιτέχνες, παρουσίαση ιστορικών επιμελητικών προτάσεων (Premise), δημόσιο πρόγραμμα που βγάζει την τέχνη στην πόλη, συζητήσεις και τμήμα με περιοδικά τέχνης.