― Ως μεταφράστρια της Χίλαρι Μαντέλ, μιας συγγραφέως που ανανέωσε το ιστορικό μυθιστόρημα, το οποίο αγαπάτε και τιμάτε κι εσείς με τα βιβλία σας, πόσο παρεξηγημένο θεωρείτε ότι μπορεί να είναι ως είδος;
Αρκετά. Ο βασικός λόγος πιστεύω πως είναι –και θα το πω ωμά και δυσάρεστα– ότι κάτω από αυτή την ταμπέλα (που εξυπηρετεί κυρίως το μάρκετινγκ και τα ράφια των βιβλιοπωλείων) συχνά στοιβάζονται βιβλία που δεν είναι ούτε ιστορικά και κυρίως ούτε μυθιστορήματα. Αυτό που αποκαλούμε «ιστορικό μυθιστόρημα» είναι, αντίθετα απ’ τον τρόπο με τον οποίο συχνά αντιμετωπίζεται σήμερα, κάτι πολύ δύσκολο: πρέπει να στήσεις έναν κόσμο φανταστικό μέσα σε έναν κόσμο πραγματικό, η σύνδεση να μοιάζει αληθινή, αυτονόητη, οι ραφές της να μη φαίνονται και να αναπνέει με τον ασαφή, ελεύθερο αλλά κρίσιμο τρόπο της λογοτεχνίας. Παράλληλα, πρέπει να τηρείς το αυστηρό πλαίσιο της ιστορικής αλήθειας. Ως προς αυτό το τελευταίο, προσωπικά πιστεύω (γνωρίζω ότι κάποιοι διαφωνούν) πως η λέξη «μυθιστόρημα» δεν παρέχει άφεση αμαρτιών για ιστορικές ανακρίβειες και αυθαιρεσίες. Ένας μη ιστορικός κινδυνεύει να κάνει λάθη, και το πιο πιθανό είναι να κάνει, αλλά θα τα λέμε λάθη. Κάθε συγγραφέας, κάθε «είδους», καλείται να χειρίζεται τα όποια υλικά του με έρευνα και σεβασμό. Η Μαντέλ κάνει όλα τα παραπάνω στην εντέλεια.
Υπάρχουν δύο υπερδυνάμεις που στήνουν καραούλι πάνω από τον ώμο του συγγραφέα «ιστορικών μυθιστορημάτων» και μεταξύ τους αλληλοσφάζονται: η μια λέγεται «οι νεκροί είναι ανυπεράσπιστοι» και η άλλη «τα ιστορικά πρόσωπα έχουν πολλές ζωές».
― Προφανώς αυτό που λέτε αποδεικνύει ότι το ιστορικό μυθιστόρημα δεν είναι απλώς η αφήγηση ιστοριών με φόντο τα γεγονότα. Κατά πόσο, λοιπόν, πιστεύετε ότι βιβλία της κλασικής λογοτεχνίας, όπως οι «Άθλιοι», μπορούν να χαρακτηριστούν ιστορικά μυθιστορήματα;
Ας φανταστούμε έναν αναγνώστη του 19ου αιώνα που διαβάζει το Πόλεμος και Ειρήνη του Τολστόι, ή τους Άθλιους του Ουγκό, ή το Κόκκινο και το Μαύρο του Σταντάλ. Αν κάποιος τον ρωτούσε «τι διαβάζεις;», πιστεύετε ότι θα απαντούσε «ένα ιστορικό μυθιστόρημα»; Όχι βέβαια. Τα περισσότερα βιβλία με τα οποία μεγάλωσα και μου δίδαξαν τη μαγεία τη λογοτεχνίας είναι απλώς σπουδαία μυθιστορήματα· σήμερα όμως κινδυνεύουν να υπαχθούν σε υποκατηγορίες, αφού εμπεριέχουν το «ταξιδιωτικό» ή το «αστυνομικό» ή την «αυτοβελτίωση» κ.ο.κ. Κυρίως εμπεριέχουν την Ιστορία γιατί, όπως γράφει στην πρώτη φράση της εισαγωγής του ο Αλεσάντρο Μανζόνι στο θρυλικό μυθιστόρημά του I Promessi Sposi (1842): «Η Ιστορία μπορεί να οριστεί ως ένας ένδοξος πόλεμος εναντίον του Χρόνου, γιατί απελευθερώνει τα χρόνια που ο Χρόνος φυλάκισε ή και σκότωσε». Το ίδιο όμως και η λογοτεχνία: ζωντανεύει, αποτυπώνει και κάνει αιώνιο τον ανθρώπινο χρόνο. Με στενοχωρεί, λοιπόν, όταν σκέφτομαι με πόσο υψηλές προδιαγραφές ξεκίνησε αυτό το αγκάλιασμα Ιστορίας - λογοτεχνίας, πόσο ψηλά ήταν ο πήχης, με πόση αγωνία και προσπάθεια υπηρετήθηκε και πώς σήμερα συχνά υποβιβάζεται σε «είδος».
― Ο καθηγητής Θεολογίας στην Οξφόρδη και βιογράφος του Τόμας Κρόμγουελ, Ντάιαρμεϊντ Μακάλοχ, είχε πει ότι «η Χίλαρι έχει επαναφέρει τα ιστορικά πρότυπα μέσα από τον τρόπο που φαντάστηκε τον άνθρωπο». Πόσο, αλήθεια, εφικτό είναι να «εξανθρωπίζεις» μυθικά ή ιστορικά πρόσωπα, όπως έκανε εκείνη με τον Κρόμγουελ, τι είδους παραδείγματα μάς δίνει η Μαντέλ και ποιον ακριβώς τρόπο ακολουθείτε εσείς στο δικό σας λογοτεχνικό εργαστήρι;
Υπάρχουν δύο υπερδυνάμεις που στήνουν καραούλι πάνω από τον ώμο του συγγραφέα «ιστορικών μυθιστορημάτων» και μεταξύ τους αλληλοσφάζονται: η μια λέγεται «οι νεκροί είναι ανυπεράσπιστοι», άρα πρέπει κάποιος να τους υπερασπιστεί, και η άλλη «τα ιστορικά πρόσωπα έχουν πολλές ζωές», άρα υπόκεινται σε αναθεώρηση, επανεκτίμηση, διαχείριση με όποιον τρόπο μας αρέσει. Όταν γράφουμε δηλαδή για αληθινούς ανθρώπους που έζησαν, έπραξαν και πέθαναν, πρέπει αφενός να σεβόμαστε τη μνήμη τους, όπως θα ήθελαν εκείνοι να αποτυπωθεί στον χρόνο, δεδομένου ότι οι ίδιοι δεν μπορούν πια να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, και εναπόκειται σε εμάς να τους προσεγγίσουμε με σεβασμό, προσοχή στην αλήθεια και όχι όπως θα μας βόλευε «λογοτεχνικά». Αφετέρου, πρέπει να παραδεχτούμε ότι οι άνθρωποι αυτοί μάς απασχολούν ακριβώς επειδή ο βίος τους δεν ήταν μόνον ιδιωτικός αλλά και δημόσιος, άρα επηρέασε, απασχολεί, αφορά όλους μας και σήμερα – δηλαδή μας ανήκει.
Το ζητούμενο επομένως είναι μια ισορροπία που προσωπικά βρίσκω εξαιρετικά βασανιστική: σεβασμός μέχρι κεραίας σε όσες ιστορικές πληροφορίες μπορούμε να έχουμε, μαζί με μια προσπάθεια να πλησιάσουμε, να «καταλάβουμε» το ιστορικό πρόσωπο – το οποίο, σας διαβεβαιώ, αποδεικνύεται συνήθως φοβερά φευγαλέο. Από δική μου πείρα, όσο πιο πραγματικά σημαντικός υπήρξε ένας ιστορικός μου ήρωας, τόσο πιο πεισματικά μού αντιστάθηκε. Η Μαντέλ, με τρόπους που βρίσκω σχεδόν μαγικούς, γράφει τόσο αριστοτεχνικά ώστε κάνει εμάς, τους μη Βρετανούς, να παθιαζόμαστε με πρόσωπα και γεγονότα που μας είναι ξένα. Χτίζει τα μυθιστορήματά της συναρπαστικά και, αισθάνεσαι, άνετα, αβίαστα. Σαν να βρίσκεται εκεί, ακριβώς δίπλα στον Τόμας Κρόμγουελ, διαβάζει τις κρυφές του σκέψεις, ακουμπά τον σφυγμό του κι ακούει όσα της αποκαλύπτει, σαν κρυπτογραφημένη παρακαταθήκη.
Και να, το ερώτημα είναι τι αφήνει ένας άνθρωπος πίσω του. Η λογοτεχνία (γι’ αυτό εγώ τη χρειάζομαι) ασχολείται πρωταρχικά με το μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης. Και απαντά πως δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα για έναν άνθρωπο, για οποιονδήποτε άνθρωπο. Μόνο για όσα έκανε μπορούμε να μιλήσουμε διστακτικά, και τα υπόλοιπα να τα μαντέψουμε προχωρώντας με μικρή αναμμένη δάδα στη σκοτεινή σπηλιά της ζωής του, φωτίζοντας ελλειπτικά κάποιες γωνιές, κάποια σημεία, πασχίζοντας να εντοπίσουμε το σπουδαιότερο, το κυριότερο, να κάνουμε τη διαδρομή μέσα από το σκοτάδι θελκτική, γοητευτική, συναρπαστική και όχι παραμορφωτική.
― Εσείς, αλήθεια, δεν κάνατε, αντίστοιχα, πιο ανθρώπινη την άγνωστη στους πολλούς Αμαλία με το βιβλίο σας «Ο κήπος της Αμαλίας» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη;
Προσπάθησα. Στην περίπτωσή της, το φως που προσπάθησα να ρίξω ήταν περισσότερο πάνω σε ένα καινούργιο κράτος στο οποίο βρέθηκε εκείνη, με τις περίεργες στροφές της Ιστορίας. Μια γυναίκα ξένη σε μια χώρα που πάσχιζε να γίνει έθνος. Μια άγνωστη «σκηνή» που δύσκολα μπορούμε σήμερα να φανταστούμε με τις ελλιπείς σχολικές μας γνώσεις.
― Τα ιστορικά πρόσωπα τα βρίσκετε ή σας βρίσκουν;
Με βρίσκουν! Καμιά φορά, μάλιστα, προσπαθώ να τ’ αποφύγω, γιατί ξέρω ότι θα με βασανίσουν. Επειδή είναι «ιστορικά» (με την ευρεία έννοια), μας περιτριγυρίζουν θέλουμε δεν θέλουμε, και αν θέλουμε μπορούμε ν’ ακούσουμε τους ψιθύρους τους, περπατώντας σ’ έναν δρόμο ή έναν κήπο, ή κοιτάζοντας κάποιο κτίριο, ή διαβάζοντας μια επιγραφή. Είναι φαντάσματα φιλικά: δεν απειλούν, δεν επιμένουν, βρίσκονται εκεί δίπλα μας για την περίπτωση που θα θελήσουμε να στρέψουμε το βλέμμα και τις σκέψεις μας προς αυτά. Και ευτυχώς αρκετοί από εμάς θέλουμε, γιατί αν κάτι μας διαφοροποιεί από τα ζώα, είναι η ανάγκη μας για μνήμη: για το παρελθόν που μας καθορίζει τόσο πολύ και που, αν το θελήσουμε, δεν εξαφανίζεται. Αν το θελήσουμε, ο χρόνος, όπως είπε ο Μανζόνι, χάνει τον πόλεμο· και τίποτε δεν πεθαίνει.
― Πόσο σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η έρευνα στη συγγραφή ενός ιστορικού μυθιστορήματος; Τι ισχύει στη δική σας περίπτωση;
Όπως είπα προηγουμένως, είμαι της άποψης ότι η λέξη «μυθιστόρημα» δεν σημαίνει πως αδιαφορούμε μεγαλόπρεπα για την ιστορική ακρίβεια. Επιπλέον, για μένα η Ιστορία είναι το συναρπαστικότερο μυθιστόρημα και δεν έχει νόημα να το αλλάξω. Έχω απόλυτη ανάγκη να βάζω τους χαρακτήρες μου να περπατούν και να μιλούν όπως ήταν, εκεί που ήταν, κάνοντας αυτά που έκαναν. Έχω περάσει εβδομάδες ψάχνοντας να βρω τι καιρό έκανε στο Σύνταγμα στις 5 Σεπτεμβρίου του 1910, όταν έβγαλε ο Βενιζέλος τον περίφημο λόγο του, και γιατί; Ποιος θα αγανακτούσε αν έγραφα ότι έβρεχε, ενώ ο ήλιος έλαμπε; Εγώ. Χρειαζόμουνα να το ξέρω εγώ, για να μπορέσω να στήσω την αφήγησή μου, να φτιάξω τον κόσμο όπου το ιστορικό «μου» πρόσωπο γίνεται αληθινό σε εμένα. Το πιο δύσκολο είναι, πριν από οτιδήποτε άλλο, ο ήρωας να γίνει αληθινός στον συγγραφέα του. Χρειάζομαι λοιπόν τα τοπία του, τους ήχους που ακούει και το έδαφος που πατάει. Και τρέμω αν χρειαστεί να τα επινοήσω!
― Σε ένα πολύ ωραίο και εύστοχο κείμενό σας για τη Μαντέλ στο περιοδικό «Books’ Journal» είχατε γράψει ότι η γραφή της μοιάζει με μια χειροβομβίδα «στρογγυλή, λεία, αναγνωρίσιμη, φαινομενικά αφοπλισμένη, που χωρίς προειδοποίηση εκρήγνυται μπροστά στα μάτια μας, μέσα στα χέρια μας, και θρυμματίζει οποιαδήποτε κρούστα κοινοτοπίας». Μήπως, τελικά, πρέπει έτσι να λειτουργεί η γραφή στα χέρια ενός συγγραφέα, να απειλεί να εκραγεί στα χέρια του και να απαιτεί την αφοσίωσή του πάση θυσία;
Ναι. Η γραφή, πιστεύω, δεν πρέπει να είναι ασφαλής, προβλέψιμη, εγγυημένη – και δεν μιλάω μόνο προς όφελος του αναγνώστη, μιλάω και προς όφελος του συγγραφέα. Είτε διαβάζουμε είτε γράφουμε, όταν η γραφή μάς αιφνιδιάζει σημαίνει ότι «κάτι γίνεται εδώ». Η γραφή της Μαντέλ αιφνιδιάζει συνεχώς, είναι «δύσκολη», και δεν το κάνει από ιδιοτροπία ή σταριλίκι. Ο συγγραφικός της τρόπος είναι ωμός, τραχύς, χειρουργικός και απολύτως γνήσιος – όπως ο κόσμος της. Ενώ πραγματεύεται βασιλείς και βασίλισσες, δόξες και μεγαλεία, μας δίνει αίμα, βρόμα, σπέρμα, ψέμα, προδοσία, τρόμο, και το δυσκολότερο απ’ όλα, το πολυπρισματικό της ανθρώπινης ύπαρξης: το καλό, το κακό, το μοχθηρό, το αστείο, το ηλίθιο, το άτυχο, το τυχαίο. Μας τα δίνει έτσι που τα πιάνουμε, τα μυρίζουμε – υπάρχουν στιγμές που κρατάμε τη μύτη μας ή κλείνουμε τα μάτια μας, τόσο συγκλονιστικά ανελέητη είναι η γραφή της. Γι’ αυτό και, ενώ γράφει για την αγγλική Ιστορία, το έργο της αφορά, πιστεύω, όλους.
― Νομίζω επίσης, και διορθώστε με αν κάνω λάθος, πως η Μαντέλ ήταν η μόνη Βρετανή συγγραφέας που κέρδισε δύο φορές το Μπούκερ και με το τρίτο μέρος της τριλογίας της, τον «Καθρέφτη και το φως», το οποίο έχετε μεταφράσει, έφτασε έως τις μικρές λίστες του ίδιου βραβείου. Πόσο, αλήθεια, νομίζετε ότι τα βραβεία και οι αντίστοιχες υποψηφιότητες βοηθούν μια συγγραφέα να προχωρήσει; Πιστεύετε ότι θα προχωρούσε ούτως ή άλλως;
Βοηθούν πάρα πολύ, υποψηφιότητες, βραβεία, έπαινοι, σχόλια, ακόμα και διεισδυτικές κριτικές, κι ας μην είναι επαινετικές. Βοηθά οτιδήποτε σε κάνει να πάψεις να αισθάνεσαι δημιουργικά αόρατος κι ανύπαρκτος, ότι ρίχνεις μπουκάλια στο πέλαγος, γιατί λίγοι νομίζω ότι είναι οι δημιουργοί που τους είναι αρκετή η αυτοπεποίθησή τους (εγώ, αν μου πουν ότι κάτι δικό μου είναι για τα σκουπίδια, θα τρέξω να το πετάξω.) Και γενικότερα, βοηθά οτιδήποτε αναζωογονεί τις συζητήσεις, τις διαφωνίες, την ανάγκη να έχεις μια δική σου άποψη (γνήσια ελληνικό αυτό), και κάνει τη λογοτεχνία υπόθεση όλων μας. Φρεσκάρει τον πολιτισμό μας.
― Μιλώντας για πολιτισμό, νομίζω πως και η θρησκεία είναι, κατά κάποιον τρόπο, μέρος του. Έχω την αίσθηση ότι η ακροβασία της Μαντέλ ανάμεσα σε δυο θρησκευτικές ταυτότητες, την καθολική, την οποία είχε από νωρίς αποποιηθεί, και την προτεσταντική, που είναι συνυφασμένη με τη βρετανική ταυτότητα, τη βοήθησε να καταλάβει καλύτερα τη βαθύτερη ουσία των εμφύλιων πολέμων. Σε ποιον βαθμό θεωρείτε ότι το βίωμα ενισχύει τη συγγραφική αντίληψη;
Την ενισχύει, αλλά μπορεί και να την υπονομεύσει. Υπάρχει εκείνη η παλιά συνταγή, «γράφε για όσα ξέρεις», που είναι και σοφή και παγίδα. Γιατί οι σπουδαιότεροι συγγραφείς είναι νομίζω όσοι έριξαν με το έργο τους γέφυρες ανάμεσα στα προσωπικά τους βιώματα και σε όσα άγνωστα είχαν την αγωνία και τη γενναιότητα να προσπαθήσουν να πλησιάσουν. Πιστεύω ότι η γραφή είναι πρωτίστως άσκηση θάρρους και θράσους. Αυτή η «ακροβασία» είναι το δύσκολο και εκπληκτικό στη Μαντέλ: καταφέρνει να είναι η εσωτερική φωνή πολλών, εντελώς διαφορετικών οπτικών.
― Έχω επίσης την αίσθηση ότι η κυκλοφορία των βιβλίων της Μαντέλ, μιας γυναίκας που έχει διαμορφώσει το δικό της φανατικό κοινό, όπως και η Άτγουντ, έρχεται σε μια εποχή που η Ιστορία απλώνει και πάλι πάνω από την Ευρώπη τα σκοτάδια της. Θεωρείτε ότι αυτή η σκοτεινή περίοδος καθιστά τα βιβλία της με έναν παράδοξο τρόπο επίκαιρα;
Πιστεύω ότι όσο πιο σκοτεινή είναι η περίοδος (η παρούσα, ανατριχιαστικά δυσοίωνη) τόσο πιο επίκαιρη γίνεται αυτή η σχέση Ιστορίας - λογοτεχνίας. Γιατί, επαναλαμβάνω, ξυπνά όσα νομίζαμε ότι ο χρόνος εξαφάνισε, τα ζωντανεύει, με όσα έχουν να μας πουν – κι έχουν πάντα πολλά να μας πουν. Όταν πρόκειται για αληθινή λογοτεχνία, ακόμα κι αν αφορά την Αγγλία του 16ου αιώνα, αποκαλύπτει όσα ο χρόνος δεν μπορεί να σβήσει: τις ανθρώπινες αδυναμίες και το μεγαλείο τους, τους τρόπους που οι προσδοκίες και οι προθέσεις συγκρούονται με το τυχαίο, και κάποιες φορές νικιούνται και άλλες φορές νικούν. Η ανθρώπινη περιπέτεια διαμέσου των αιώνων δεν αλλάζει στην ουσία της πάρα πολύ, και αυτό είναι το τρομακτικό αλλά και παρηγορητικό, ο συναγερμός αλλά και το αποκούμπι που μας προσφέρει η λογοτεχνία.
ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΟΛΙΝΑΣ ΜΕΡΜΗΓΚΑ ΕΔΩ
ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΧΙΛΑΡΙ ΜΑΝΤΕΛ ΕΔΩ
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη LiFO.