Η ΨΗΛΟΤΑΚΟΥΝΗ ΓΟΒΑ χτυπούσε με νευρικότητα το πέλμα της στο οδόστρωμα, όσο αναρωτιόταν πού μπορεί να βρίσκονταν το άλλο της μισό. Ακόμη δεν μπορούσε να χωνέψει πώς είχε βρεθεί μπλεγμένη σε αυτή την ιστορία. Πώς είχε παγιδευτεί από νωρίς σε μια τόσο προφανώς αδιέξοδη κατάσταση, και στο τέλος, παρασυρμένη από τη ροή των γεγονότων, είχε καταλήξει μόνη της, στον δρόμο, δίπλα σε έναν δύσοσμο κάδο απορριμμάτων, με το μυαλό της γεμάτο ομίχλη.
Ενώ σκεφτόταν ότι το μέλλον ενός παπουτσιού χωρίς ταίρι δεν είναι καθόλου ευοίωνο σε έναν κόσμο όπου κυριαρχούν τα δίποδα όντα, έπιασε τον εαυτό της να κατηγορεί την απούσα σύντροφό της για όλα. Παρότι εξωτερικά έμοιαζαν σαν δυο σταγόνες νερό –ή, έστω, σαν μια σταγόνα νερό δίπλα σε έναν καθρέφτη, δεδομένου ότι η μια ήταν αριστερή και η άλλη δεξιά– διέφεραν κατά πολύ μεταξύ τους. Εκείνη, η δεξιά, ήταν όλο πραότητα και καρτερία. Η διπλανή της ήταν το άκρως αντίθετο. Η μία λογική, με μνημειώδη αυτοσυγκράτηση, η άλλη παρορμητική, και έτοιμη για τις μεγαλύτερες αποκοτιές. Ξεπερνώντας τις ομοιότητες στην εξωτερική τους εμφάνιση, μπορούσε εύκολα κανείς να αντιληφθεί τη διάσταση των χαρακτήρων τους, απλώς και μόνο παρατηρώντας το βάδισμά τους: η δεξιά πατούσε ελαφριά στο έδαφος, με χάρη, θυμίζοντας την κίνηση αιλουροειδούς, τη στιγμή που η αριστερή χτυπούσε σχεδόν βίαια το τακούνι της σε κάθε επαφή με το πάτωμα ή τις πλάκες του πεζοδρομίου, κάνοντας τη γυναίκα που τις φορούσε να περπατά με έναν ελαφρώς παράξενο τρόπο, όχι ακριβώς σαν να κούτσαινε, αλλά σαν να ήταν έτοιμη να αλλάξει κατεύθυνση από βήμα σε βήμα. Και η αλήθεια είναι ότι η διάθεση εκείνης, της οποίας τα λεπτοκαμωμένα πόδια οι δυο τους αγκάλιαζαν, μεταβαλλόταν αρκετά συχνά, λες και σε κάθε διασκελισμό να περνούσε από το σκοτάδι στο φως και ξανά πίσω, διατηρώντας όμως μονίμως πάνω της μια βαριά σκιά.
Δεν έχω ιδέα αν τελικά έγινε ό,τι υποψιάζομαι, όμως, ακόμη κι έτσι, θα προτιμούσα να βρισκόμασταν και πάλι μαζί, ακόμη κι αν κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι θα μοιραζόμασταν από κοινού τις όποιες συνέπειες των δικών της πράξεων.
Οι δυο τους μπορεί να ήταν ψηλοτάκουνες γόβες –και μάλιστα όχι υπερβολικά περπατημένες–, αλλά ανόητες δεν ήταν. Όπως και τα υπόλοιπα παπούτσια γύρω τους, καταλάβαιναν πολύ καλά τι συνέβαινε, αφού οι φωνές στο διαμέρισμα διαπερνούσαν τακτικά και με ευκολία τα φύλλα της παπουτσοθήκης, και έφταναν ως το μέρος τους. Από εκεί ακούγονταν τα πάντα: τα κλάματα και οι ικεσίες της γυναίκας προς τον σύντροφό της να σταματήσει, όπως και οι δικές του άγριες απειλές και οι βρυχηθμοί. Κι όταν όλα αυτά σταματούσαν, στην γκαρσονιέρα όπου έμεναν απλωνόταν σιωπή. Σιωπή τρομακτικότερη από κάθε δικό της ουρλιαχτό και από κάθε κτηνώδες δικό του μουγκρητό. Σιωπή απόλυτη. Και, όπως είναι γνωστό, κανένας ήχος δεν είναι πιο ανησυχητικός από την πλήρη απουσία κάθε ήχου.
Τα πρωινά, μετά τους μεγάλους καβγάδες τους, εκείνη άνοιγε τις πόρτες της παπουτσοθήκης, έβγαζε έξω τις αγαπημένες της ροζ γόβες και τις φορούσε για να περπατήσει ως το γραφείο. Τότε εκείνες οι δυο, έχοντας γλιστρήσει στα πόδια της, από τα χαμηλά όπου βρίσκονταν, παρατηρούσαν διάφορα σημάδια στα πόδια της, που η γυναίκα βιαζόταν να τα κρύψει κάτω από μια μακριά φούστα. Ενώ η δεξιά γόβα δεν τολμούσε να κοιτάξει ψηλότερα, η πιο θαρραλέα σύντροφός της το έκανε. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αντικρίζει ακόμη περισσότερα ίχνη από τα συμβάντα της προηγούμενης κάθε φορά νύχτας, και ύστερα, γρυλίζοντας σαν πληγωμένο ζώο, κάρφωνε θυμωμένη ακόμη πιο δυνατά το τακούνι της στο πεζοδρόμιο, μέχρι να φτάσουν στη δουλειά.
Οι δυο γόβες ήταν σε θέση να γνωρίζουν πως η γυναίκα είχε ήδη προσπαθήσει να ζητήσει βοήθεια από φίλους και λίγους στενούς συγγενείς, παρ’ όλα αυτά κανείς τους δεν είχε παραμερίσει τους δισταγμούς του ωστε να εισβάλει στην παγωμένη οικογενειακή τους θαλπωρή και να αντιμετωπίσει εκείνον. Όλοι τους απέφευγαν να τραβήξουν στην άκρη τη διάστικτη από χαριτωμένα λουλουδάκια κουρτίνα για να αποκαλύψουν την εικόνα ενός κορμιού διακοσμημένου με μελανιές. Και όσο οι άλλοι δίσταζαν, όσο τη ρωτούσαν μήπως υπερέβαλλε στους ισχυρισμούς της ή τη συμβούλευαν να κάνει υπομονή, τόσο τα σημάδια στο δέρμα της χρειάζονταν όλο και περισσότερο χρόνο για να ξεθωριάσουν· τόσο εκείνη, τρέμοντας από φόβο, αισθανόταν όλο και πιο μόνη μαζί του, όλο και περισσότερο ανίκανη να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Μόνη, με άδεια χέρια. Ω, ναι! Σίγουρα με άδεια χέρια ‒ τουλάχιστον, μέχρι το προηγούμενο βράδυ...
Ρίχνοντας μια ματιά αριστερά της η δεξιά γόβα αντίκρισε και πάλι τον κάδο τον σκουπιδιών. Η δυσάρεστη μυρωδιά του έφτασε στα ρουθούνια της. «Τι παρακμή...» ψιθύρισε, κι ένιωσε να ζαλίζεται, όχι μόνο εξαιτίας της δυσοσμίας των απορριμμάτων. Η μνήμη της παρουσίαζε ένα σωρό κενά· ολόκληρο πλήθος από μικρές σκοτεινές περιοχές με γλιστερά όρια, που κάλυπταν συγκεκριμένες σκηνές από το πρόσφατο παρελθόν. Επιχείρησε με κόπο να επαναφέρει με τη σωστή σειρά στο μυαλό της όσα είχαν προηγηθεί. Θυμόταν ότι είχε ακούσει τις κραυγές της γυναίκας∙ ότι έπειτα από λίγο την είχε δει να σέρνεται αξιολύπητη προς το μέρος τους, εκεί δίπλα στην εξώπορτα όπου τις είχε παρατήσει το προηγούμενο μεσημέρι όταν επέστρεψε από τη δουλειά. Η κυρία σερνόταν και βογκούσε κι εκείνες την κοιτούσαν. Θυμήθηκε τα τρεμάμενα μακριά δάκτυλα του δεξιού της χεριού να απλώνονται, να τυλίγονται γύρω από την άλλη γόβα και να την παίρνει μαζί της.
Θυμήθηκε ότι λίγα δευτερόλεπτα αργότερα η γυναίκα είχε σηκωθεί με δυσκολία και κατευθύνθηκε προς το καθιστικό, ξυπόλυτη και κουτσαίνοντας ελαφρώς, καθώς το αριστερό της πόδι έμοιαζε να πατά πιο αποφασιστικά στα λευκά πλακάκια. Στη συνέχεια, για πρώτη φορά όλο αυτόν τον καιρό, είχε ακουστεί εκείνος να ουρλιάζει από πόνο, και όχι εκείνη, όπως συνήθως. Ύστερα ο άνδρας ούρλιαξε πιο δυνατά και στο τέλος μόνο ένας πνιχτός ήχος δικός του και πάλι, αδύναμος και κακομοίρικος. Ακολούθησε μια σιωπή αλλιώτικη. Από το άλλο δωμάτιο ακουγόταν πλέον μόνο η ανάσα της κυρίας, κοφτή ανάμεσα στους λυγμούς της. Από εκεί και πέρα τα πάντα στο μυαλό της ήταν ακόμη πιο θολά. Ένα μπλεγμένο κουβάρι από νήματα ήχων, φωτός και ασύνδετων εικόνων. Όταν λίγες ώρες αργότερα η γόβα συνήλθε, βρισκόταν έξω από το σπίτι, στον δρόμο, δίπλα στον ίδιο κάδο σκουπιδιών, δίχως να είναι απολύτως βέβαιη αν όλα αυτά τα θυμόταν ή αν ‒επηρεασμένη από όσα είχε τόσες φορές ακούσει από την άλλη ό,τι «έπρεπε» να γίνουν‒ τα είχε φανταστεί;
Το γυναικείο παπούτσι ξανασκέφτηκε το χαμένο του ταίρι και ό,τι είχαν ζήσει οι δυο τους στα πόδια της κυράς τους. Εξετάζοντας όσο ψύχραιμα μπορούσε όλες τις πιθανές εκδοχές για τα συμβάντα της προηγούμενης νύχτας, ξαφνικά ντράπηκε, που λίγο νωρίτερα είχε κατηγορήσει το άλλο της μισό. «Κι εκείνη μόνη θα είναι αυτήν τη στιγμή, στο εσωτερικό κάποιου άλλου κάδου, αρκετά μακριά από αυτόν εδώ, γυμνή, όπως εγώ, ή πρόχειρα τυλιγμένη με κάποιο ρούχο ή με μια πετσέτα ‒ αναλόγως του τι, τελικά, συνέβη. Δεν έχω ιδέα αν τελικά έγινε ό,τι υποψιάζομαι, όμως, ακόμη κι έτσι, θα προτιμούσα να βρισκόμασταν και πάλι μαζί, ακόμη κι αν κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι θα μοιραζόμασταν από κοινού τις όποιες συνέπειες των δικών της πράξεων», μονολόγησε.
Κλείνοντας τα μάτια, το συναισθηματικά φορτισμένο υπόδημα φαντάστηκε τις δυο τους, ελεύθερες από πατούσες και από δάκτυλα στο εσωτερικό τους, να βαδίζουν νύχτα κάτω από το φως που άπλωναν οι λάμπες του δρόμου. Χάρη σε μερικούς φρέσκους λεκέδες στο ψηλό τακούνι και στο σώμα της αριστερής ροζ γόβας, τα δυο μέλη του ίδιου ζεύγους δεν έμοιαζαν πιά σαν δυο σταγόνες νερό, ωστόσο καμιά τους δεν έμοιαζε να δίνει δεκάρα γι' αυτό. Κι έτσι όπως προχωρούσαν πλάι πλάι, εκείνη δίπλα της δεν χτυπούσε πια το τακούνι της νευρικά στο έδαφος, όπως το συνήθιζε. Αντιθέτως, το πάτημά της τώρα ήταν απαλό∙ απαλότερο από ποτέ, καθώς κινούνταν προς τα εμπρός, αφήνοντας στο οδόστρωμα υγρά κόκκινα χνάρια, τα οποία βήμα το βήμα ξεθώριαζαν για να μην μπορέσει κανείς να τα ακολουθήσει και να επιστρέψει στο παρελθόν. Αυτή η τελευταία σκέψη ήταν αρκετή για να κάνει τη δεξιά γόβα να νιώσει ελαφρώς καλύτερα και να χαμογελάσει, έχοντας μόλις εκείνη τη στιγμή αποφασίσει να κρατήσει τα μάτια της σφιχτά κλειστά μέχρι η άλλη να επιστρέψει στ’ αλήθεια κοντά της. Και θα το έκανε. Θα περίμενε, για όσο απαιτούνταν! Άλλωστε, από τις δυο ‒ή από τις τρεις τους, αν υπολόγιζε και την κυρία‒, εξακολουθούσε να είναι η πιο καρτερική.