Την Αριάν τη ξέρω χρόνια. Πέρα από πραγματική ομορφιά, έχει και ένα δικό της πολύ προσωπικό στυλ. Έτσι –το ομολογώ– είχα την περιέργεια να δω το διαμέρισμά της.
Έχει ποτίσει με την παρουσία της, με όσα εκείνη πρεσβεύει. Δηλαδή αν μου το έδειχναν και με έβαζαν να μαντέψω, χωρίς να ξέρω, ποιος μένει σε αυτό, εκείνη θα έλεγα. Έχει λίγο απ’ όλα: αντικείμενα από ταξίδια, μια σωστή δόση vintage, ένα τσικ έθνικ και κυρίως στιβαρή τέχνη και γούστο.
«Είσαι καιρό εδώ;» τη ρωτάω. «Εφτά χρόνια», μου απαντάει.
«Και πού τα βρίσκεις όλα αυτά τα ξεχωριστά αντικείμενα;» τη ρωτάω, δείχνοντάς της κάτι παραμορφωτικούς καθρέφτες, σαν εκείνους που καθρεφτιζόταν η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων.
«Πηγαίνω σε ανοιχτές αγορές, σε αντικερί και παλαιοπωλεία. Μου αρέσει να ψάχνω και να βρίσκω. Αυτούς τους καθρέφτες τους βρήκα στην ανοιχτή αγορά του Πορτομπέλο στο Λονδίνο».
«Το μόνο που πραγματικά μου αρέσει πλέον όταν πηγαίνω στο εξωτερικό είναι να φέρνω πράγματα για το σπίτι. Άλλες γυναίκες τρέχουν στις μπουτίκ, εγώ τρέχω στα παλαιοπωλεία».
«Μου αρέσει η τέχνη.Μακάρι το μπάτζετ μου να μου επέτρεπε να έχω περισσότερη. Τη ζητάω από αυτήν τη ζωή; Έναν Χόπερ».
«Και πώς τα κουβαλάς;» Το πρόσωπό της αλλάζει ύφος. «Άσε, αν δεν τα φέρει μεταφορική, είναι να γελάς όταν με βλέπεις στα αεροδρόμια και στις πτήσεις».

Παρατηρώ ότι το σπίτι έχει πολλή τέχνη.
«Μου αρέσει η τέχνη» ομολογεί. «Μακάρι το μπάτζετ μου να μου επέτρεπε να έχω περισσότερη. Τη ζητάω από αυτήν τη ζωή; Έναν Χόπερ», λέει με χιούμορ.
Τη ρωτάω για τα έργα που βλέπω στους τοίχους και αρχίζει να μου απαριθμεί τους καλλιτέχνες με σπιρτάδα στη φωνή. «Αυτά τα δύο έργα είναι Μανταλίνα Ψωμά, αυτός εδώ Μυταράς, στον μεγάλο τοίχο έχω τον Γιώργο Χαδούλη. Το ταμπούρλο είναι της Γιούλιας Γαζετοπούλου, το “κοριτσάκι” του Νίκου Τσιαπάρα, το “αγγελάκι” του Χάρη Λάμπερτ».
Θαυμάζω ένα μεγάλο έργο του Μυταρά που σχεδόν καλύπτει τον τοίχο της και είναι έξω απ’ αυτά που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε από τον καλλιτέχνη. Μου λέει ότι το αγόρασε η μητέρα της, ότι είχε προσωπική σχέση με τον ζωγράφο. «Το συγκεκριμένο όμως το είχε δει στην Αθηναϊκή Λέσχη όπου είχε πάει να παίξει χαρτιά. Ρώτησε τι είναι ο πίνακας και της είπαν ότι ήταν ενός νεαρού καλλιτέχνη που δεν είχε χώρο να το κρεμάσει στο σπίτι του. Ο Μυταράς είχε μόλις αποφοιτήσει απ’ την Καλών Τεχνών, και έτσι το αγόρασε η μητέρα μου. Είναι πολύ αγαπημένος πίνακας, με συντροφεύει σε όλα μου τα σπίτια. Είναι σαν παρατηρητής της ζωής μου».



Της δείχνω ένα φωτιστικό. Έχει έρθει, μου λέει, από το Παρίσι. Τα λουλούδια στο βάζο είναι του εικαστικού Σωκράτη Σωκράτους – τα αγαπά πολύ. Δυο φωτιστικά με τη δική της φωτογραφία και του γιου της είναι δώρο της αδελφής της, της Όλιας Λαζαρίδη.
Της δείχνω το τραπέζι του σαλονιού. «Εγώ το έφτιαξα», λέει με ενθουσιασμό μικρού παιδιού. Του έβαλε ένα ύφασμα suzani, από αυτά που εμπορεύεται από την Ινδία, και αποφάσισε να το ντύσει με αυτό και να το κάνει τραπέζι στο σαλόνι. «Αυτό που μου αρέσει στο interior είναι ότι μπορείς να σπας τους κανόνες και να κάνεις ό,τι θέλεις. Είναι πολύ δημιουργικό».
Της λέω ότι αυτό μου θυμίζει τον στίχο του Παλαμά: «Εγώ είμαι ο γκρεμιστής γιατί είμαι και εγώ ο κτίστης». Γελάει και συμφωνεί, «έτσι ακριβώς». Ο καναπές της είναι της Ρόζης Βαράγκη – αλλιώς ο καναπές του σκύλου, αφού ανεβαίνει συνέχεια ο Μπούμπης και είναι υπό κατάληψη.
Τη ρωτάω αν έχει κρατήσει αντικείμενα απ’ το πατρικό της.
Ναι, έχει πολλά και τα αγαπάει. Είναι σαν σύμμαχοί της. Από το πατρικό έχει δυο πολυθρόνες Chesterfield που τους άλλαξε το ύφασμα. «Πιστεύω πολύ στο mix ‘n’ match», μου λέει, «έχει κάτι απελευθερωτικό το να μπερδεύεις εποχές, έπιπλα και τάσεις».
«Το σπίτι είναι ενδεικτικό του στυλ μας;» τη ρωτάω. «Φυσικά», απαντάει. Έχει μπει σε σπίτια ανθρώπων που φαινόταν να έχουν καλό γούστο και έχει σκεφτεί «μα καλά, τι γίνεται εδώ;».
Στο ντύσιμο πιστεύει ότι μπορείς να το κλέψεις κάπως αν ακολουθήσεις ένα πιο λιτό στυλ, στο σπίτι όμως δεν μπορείς να κρυφτείς. «Ένα σπίτι χωρίς έργα τέχνης δεν μου λέει τίποτα», δηλώνει.
«Τα έργα τέχνης είναι η ψυχή του σπιτιού δηλαδή;»
«Δεν ξέρω αν θα έλεγα η ψυχή, σίγουρα όμως είναι η ταυτότητα του σπιτιού».



Το μάτι μου πέφτει σε ένα γουστόζικο επιπλάκι. Μαθαίνω ότι είναι του Σαρίδη – του άλλαξε ύφασμα και το έφερε στο σαλόνι. Το μπαούλο είναι παλιό χρηματοκιβώτιο του Αιγαίου.
Τη ρωτάω αν αλλάζει θέσεις στα έπιπλα. Γνέφει καταφατικά· κυρίως αλλάζει τους πίνακες στους τοίχους κάθε τόσο, έτσι το διαμέρισμα είναι σαν να αλλάζει μορφή.
Η τραπεζαρία είναι πολύ παλιά, art deco, και οι καρέκλες του ’60, απ’ το πατρικό της, του Σαρίδη.
«Τι είναι για σένα το σπίτι;» τη ρωτάω. «Η φωλιά μου. Είμαι σαν τις γάτες. Θέλω να κάθομαι σπίτι μου και να αισθάνομαι ασφάλεια. Βαριέμαι πια να βγαίνω συνέχεια, νομίζω μεγαλώσαμε», λέει.
«Έχεις αλλάξει πολλά σπίτια;» τη ρωτάω.
«Εφτά, και όλα στο Κολωνάκι». «Γιατί Κολωνάκι;» «Γιατί είναι οικείο. Εδώ είναι τα πατήματά μου. Ξέρω τον μανάβη, το φαρμακείο, το καφέ, τον φούρνο».
Όταν μετακομίζει φροντίζει να βρει νέο σπίτι σχεδόν στο ίδιο τετράγωνο. Η θέα και το φως τής είναι πολύ σημαντικά, αλλά με τα χρόνια έμαθε να προσαρμόζεται. Μου λέει ότι κάθε φορά που μετακομίζει από ένα σπίτι είναι σαν να χωρίζει με άνθρωπο. Σπαράζει σαν να αφήνει ένα κομμάτι του εαυτού της πίσω. Όταν, όμως, μπαίνει στο καινούργιο σπίτι, νιώθει μεγάλη ανανέωση, αρχίζει να το φτιάχνει με τον ενθουσιασμό μικρού παιδιού.
Τα τελευταία χρόνια το interior μπήκε πιο δυναμικά στη ζωή της, αναλαμβάνει να φτιάχνει σπίτια για άλλους.



«Μου ζητούσαν πάντα οι φίλοι μου να τους βοηθάω. Τώρα που ο γιος μου έφυγε για σπουδές και έχω πολύ χρόνο, σκέφτηκα ότι, αφού το αγαπώ και είναι δημιουργικό, μπορώ να το κάνω».
«Από τι εμπνέεσαι για να φτιάξεις το σπίτι κάποιου;»
«Από τους ανθρώπους. Ποιοι είναι αυτοί που ζουν σε ένα σπίτι; Και τι θέλουν; Μου αρέσει να μου δίνουν ελευθερία, αλλά θέλω να πατάω πάνω στο δικό μου γούστο, όχι αποκλειστικά βέβαια», λέει.
Τη ρωτάω αν της αρέσουν τα σερβίτσια, οι πορσελάνες, το art de la table. Ναι, πολύ, αλλά δεν μαγειρεύει. «Κάνεις, ωστόσο, τραπέζια; Καλείς φίλους;» τη ρωτάω. «Δεν θα το ’λεγα. Είμαι κάπως πιο μοναχική όταν είμαι στο σπίτι. Θέλω, αν είναι να δω φίλους και να φάμε, να τους δω έξω. Κάθομαι πολύ μέσα, όλη μέρα, οπότε θέλω να βγω να ξεσκάσω».
Παρατηρώ ότι δεν έχει πολλά φυτά στο μπαλκόνι.
«Μου αρέσει να τα βλέπω σε σπίτια άλλων, όμως εγώ, ό,τι αγοράζω, μαραίνεται. Κάπως δεν το έχω με τα φυτά και μετά, όταν πρέπει να τα πετάξω, στενοχωριέμαι που δεν τα φρόντισα όσο έπρεπε».
Τη ρωτάω σε ποιον χώρο του σπιτιού κάθεται περισσότερο. Στο σαλόνι, λέει, στις πολυθρόνες των γονιών της. «Ακούς μουσική;» «Ναι, συνέχεια, κλασική, ελληνική, τα πάντα».
Μεγαλύτερη συναισθηματική αξία απ’ όλα της τα υπάρχοντα έχουν οι Μurano λάμπες της μητέρας της. Τη ρωτάω γιατί. «Δεν ξέρω, μάλλον επειδή είναι εύθραυστες και κομψές όπως εκείνη. Ή μπορεί, ασυνείδητα, να τις συνδέω με το φως της. Δεν το έχω σκεφτεί ποτέ», λέει. Της απαντάω ότι έδωσε μια πολύ ψυχαναλυμένη απάντηση. Ανασηκώνει τους ώμους.



Η Αριάν έχει έναν τρόπο, όταν σου περιγράφει τα πράγματα, να τα κάνει όλα να φαίνονται απλά. Σαν ένας επιδέξιος σεφ που φτιάχνει κάτι πολύπλοκο και σου το παρουσιάζει σαν τρομερά απλό.
Το υπνοδωμάτιό της είναι χάρμα οφθαλμών. Έχει βάλει ένα νυφικό σάλι μεταξωτό στο ταβάνι. Ήταν, λέει, πολύ μεγάλο για να το φοράει. Το βρίσκω εξαιρετική, ωραία ιδέα γιατί είναι σαν να έχει ουρανό το κρεβάτι, χωρίς όμως να πνίγει το δωμάτιο.
Παρατηρώ ότι δεν έχει τηλεόραση. «Πώς κι έτσι;» Δεν τη χρειάζεται, λέει. «Έχω κρυμμένη μια τηλεόραση που την ανοίγω κάθε φορά που έρχεται ο γιος μου και θέλει να δει αγώνα. Εμένα μου αρέσει να διαβάζω βιβλία, να γράφω, ακόμα και να χαζολογάω. Και η πλήξη, αν δεν σε τρομάξει, μπορεί να σε προετοιμάσει για πολλά πράγματα». Φεύγω με αυτήν τη φιλοσοφική σκέψη απ’ το σπίτι της Αριάν και της λέω στην πόρτα: «Μπράβο, κούκλα, έχεις το σπίτι που σου αξίζει».