ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΘΕΣΙΝΗ εντός έδρας πανωλεθρία από την Δανία για τα προκριματικά του προσεχούς Παγκοσμίου Κυπέλου Ποδοσφαίρου (το επονομαζόμενο και «Μουντιάλ του Τραμπ»), ελπίζουμε όλοι να επικρατήσει απόψε –εύκολα ή δύσκολα– η άλλη εθνική, αυτή του μπάσκετ, έναντι της Λιθουανίας, στη μακρινή Ρίγα. Δύο απανωτές πανωλεθρίες –μία από την «σύζυγο» και μία από την «επίσημη αγαπημένη»– δύσκολα θα τις αντέξει ο ευάλωτος και ευμετάβλητος ψυχισμός του Έλληνα φιλάθλου, όπου τα συμπλέγματα κατωτερότητας βαδίζουν αγκαλιά με τις ψευδαισθήσεις μεγαλείου.
Από την άλλη βέβαια, τρέμει κανείς και λίγο με την προοπτική να περάσουμε απόψε το βράδυ και να βρεθούμε αντιμέτωποι μεθαύριο με την Τουρκία στα ημιτελικά του Eurobasket. Το τι «πατριωτικό» θα ειπωθεί και θα γραφτεί σχετικά με αυτό το κακό συναπάντημα, είναι ήδη απολύτως προβλέψιμο, είτε κερδίσουμε είτε μας κερδίσει ο «αιώνιος εχθρός».
Σε έναν κανονικό κόσμο το Ισραήλ, ως κράτος υπόλογο για γενοκτονία, θα έπρεπε να έχει αποπεμφθεί από όλες τις διεθνείς διοργανώσεις. Δεν ζούμε όμως σε κανονικό κόσμο και δεν είναι η μοίρα ούτε το πεπρωμένο της εθνικής Ελλάδας του μπάσκετ να τον αλλάξει.
Όπως δυστυχώς ήταν προβλέψιμες και οι «καταγγελίες» που δέχτηκε η εθνική ομάδα με προεξέχοντα τον προπονητή τους, για τον τρόπο που αντιμετώπισε την αναμέτρηση με το Ισραήλ («Θα έπρεπε να έχουν ξεχαστεί στην τουαλέτα, όπως έκανε ο Ντόντσιτς, κατά την ανάκρουση του ισραηλινού εθνικού ύμνου», «Θα έπρεπε να μην παίξουν καν», «θα έπρεπε να μην συγχαρούν τους αντιπάλους τους μετά την λήξη του αγώνα»).
Σε έναν κανονικό κόσμο το Ισραήλ, ως κράτος υπόλογο για γενοκτονία, θα έπρεπε να έχει αποπεμφθεί από όλες τις διεθνείς διοργανώσεις. Δεν ζούμε όμως σε κανονικό κόσμο και δεν είναι η μοίρα ούτε το πεπρωμένο της εθνικής Ελλάδας του μπάσκετ να τον αλλάξει, και μάλιστα στο πλαίσιο μιας περιφερειακής διοργάνωσης (ασχέτως αν για εμάς, λόγω ένδοξου 1987 κλπ, παραμένει απείρως σημαντική). Θα ήταν εκπληκτικό αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, αλλά μοιάζει άστοχο και αφελές να το απαιτεί κανείς από επαγγελματίες (πρωτ)αθλητές οι οποίοι αισθάνονται πιο οικεία από όλον τον κόσμο με τους αντίστοιχου επιπέδου συναθλητές τους, από οποιαδήποτε χώρα.
Κάποιοι μάλιστα, μέσα στην στρεβλή τους «στράτευση» και στη φούρια τους να τα κάνουν όλα ένα, επιχείρησαν να κάνουν «cancel» ακόμα και στον Γιάννη, επειδή αγκαλιάστηκε μετά το τέλος με τον Ντένι Αβντίγια, συνάδελφό του στο ΝΒΑ, και μάλιστα του χάρισε και κάποια ιδιαιτέρως κολακευτικά λόγια, όπως αποκάλυψε ο ταλαντούχος Ισραηλινός πάουερ φόργουορντ. Αλλά ο Γιάννης είναι πλέον εξοικειωμένος με την ελληνική αμετροέπεια. Το είχε δηλώσει άλλωστε (έστω και στα αγγλικά), εμμέσως πλην σαφώς, πέρσι, μετά τη νίκη επί της Κροατίας που έστειλε την Εθνική στους Ολυμπιακούς του Παρισιού. «Νιώθω κάποιες φορές», είχε πει τότε, «ότι υπάρχουν κάποια πράγματα που κάνουμε [οι Έλληνες] ως κουλτούρα και ως χώρα, που εγώ δεν τα κάνω τόσο πολύ. Δεν μου αρέσει να προτρέχω. Προτιμώ να βαδίζω ένα βήμα τη φορά». Ναι, αλλά εμείς τα θέλουμε όλα εδώ και τώρα.