Νίκος Ζιώγαλας: «Δεν ξέρεις ποτέ πώς θα τα φέρει η ζωή, να είσαι ευγενικός, να παλεύεις για την καλοσύνη»

Νίκος Ζιώγαλας Facebook Twitter
«Για να γράψεις στίχο πρέπει να διαβάσεις πολύ και στρώθηκα, διάβασα ποίηση. Όπως μελετάς κιθάρα, το ίδιο πρέπει να κάνεις και με τον στίχο.. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO
0

Γεννήθηκα το 1953 στη Φυτιά Ημαθίας, στο Βέρμιο, σε έναν κόσμο παλιό, το ρεύμα δεν είχε φτάσει εκεί. Έβγαινα να παίξω στην πλατεία που είχε λίγα φώτα από τα δυο καφενεία και ήταν εκατό μέτρα μακριά, και όταν επέστρεφα μέσα στο σκοτάδι έτρεχα γιατί φοβόμουνα τους δράκους και τα φαντάσματα, με τη φύση γύρω μου να είναι καθοριστική και οργιώδης, και αυτό που με έκανε να αναθαρρώ στη διαδρομή ήταν το φως που έβλεπα στην αυλή μας από τον φούρνο που άναβε η μάνα μου για να ψήσει, ένα σημάδι ασφάλειας και ζεστασιάς που μύριζε φρέσκο ψωμί. Έτσι μεγάλωσα στη μεταπολεμική, μετεμφυλιακή Ελλάδα, χωρίς τηλεόραση και ψυγείο· δεν υπήρχαν αυτά τα πράγματα.

• Ο πατέρας μου ήταν ξυλοκόπος και αγρότης, είχε κάποια μικροκτήματα με κεράσια και κάστανα, και η μάνα μου ήταν στο σπίτι, αυτή κουμαντάριζε τέσσερα αγόρια και τον άντρα της. Τα αδέρφια μου ήταν μεγαλύτερα, τεχνίτες, ο ένας ράφτης, ο άλλος ελαιοχρωματιστής και ο τρίτος σιδεράς, και όλοι δούλευαν στη Βέροια. Εμείς κατεβήκαμε εκεί όταν πήγαινα στην πρώτη δημοτικού. Το θυμάμαι καθαρά: ήμουνα πάνω σε ένα φορτηγό με όλα μας τα πράγματα και έβλεπα το χωριό να χάνεται. Εγκατασταθήκαμε στη Βέροια, σε ένα σπίτι ακριβώς μπροστά στον τοίχο του γηπέδου της Βέροιας και από εκεί παρακολουθούσα όλους τους αγώνες και τις προπονήσεις της ομάδας και ό,τι άλλο αθλητικό συνέβαινε μέσα στο γήπεδο, κάτι που ήταν καθοριστικό, γιατί έτσι απέκτησα μια πολύ καλή επαφή με τα αθλητικά γεγονότα.

Το τραγούδι είναι ένα πλάσμα που δεν ξέρεις ποτέ πού θα σε πάει. Αυτό αγαπώ και αυτό με γοητεύει: ότι είναι τόσο ανοιχτό, που μπορεί να ακουστεί και να φτάσει στα πέρατα του κόσμου.

• Στο σπίτι δούλευαν όλοι, κάναμε προκοπή και υπήρχε στη δεκαετία του ’60 μια αισιοδοξία μετά από όλα όσα είχαν τραβήξει οι άνθρωποι που είχαν γεννηθεί μέσα ή πριν από την Κατοχή. Η μάνα μου περισσότερο αλλά και όλοι στο σπίτι πίστευαν ότι εγώ θα σπουδάσω. Ήταν το όνειρο της μεταπολεμικής οικογένειας να σπουδάσει το παιδί τους, να γίνει κάτι καλύτερο από αυτούς. Από ό,τι αποδείχτηκε, το ήθελαν πολύ, αλλά είχαμε περιορισμένες δυνατότητες και δυνάμεις, δεν υπήρχε το κατάλληλο περιβάλλον, βιβλιοθήκη στο σπίτι, τίποτε από όλα αυτά. Είχαμε βέβαια ραδιόφωνο και ακούγαμε τα ελαφρά τραγούδια της εποχής, πολλά από τα οποία εξυμνούσαν την Αθήνα. Εγώ μαγευόμουν από αυτά τα τραγούδια και είχα σχηματίσει μια δική μου εικόνα για αυτή την πόλη, την οποία συμπλήρωναν τα έργα που βλέπαμε στα σινεμά και στην τηλεόραση, που την είχαμε αποκτήσει πολύ νωρίς, την είχε φέρει ο αδερφός μου από τη Γερμανία. Μέσα από αυτές τις ταινίες αντιλήφθηκα ότι η Αθήνα άλλαζε, είχε τρελή ανοικοδόμηση, κάτι που συνέβαινε και στη Βέροια.

Νίκος Ζιώγαλας Facebook Twitter
Δεν μπορώ να παραπονεθώ, με τα εύκολα και τα δύσκολα έφτασα και έχω κάνει πράγματα που ήθελα. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

• Στο σχολείο τραγουδούσα σε παρέες και τότε, στην τρίτη γυμνασίου, ήρθε ένας φίλος μου, ο Μπάμπης Περσίδης, αυτός που με έβαλε στη μουσική, και μου λέει «έχουμε κάνει συγκρότημα. Θέλεις να γίνεις τραγουδιστής;». Κι εγώ, σαν να είναι το πιο φυσικό πράγμα, δέχτηκα, με ακούσανε και έτσι μπήκα στους Spiders, που ήταν όλοι λίγο μεγαλύτεροι από εμένα. Και ξεκινήσαμε να παίζουμε σαν μαθητές γυμνασίου σε δύο μαγαζιά που υπήρχαν στη Βέροια και άρχισα να βγάζω και τα πρώτα μου χρήματα. Στο σπίτι τούς ήρθε κεραμίδα. Στην πρώτη συναυλία μας πήγα κρυφά από το σπίτι μου στη Νάουσα, και όταν γύρισα Κυριακή πρωί με περίμενε η μάνα μου στην πόρτα λέγοντας «τι θα σε κάνουμε εσένα, τραγουδιστή;». Κι εγώ απάντησα «τι να πω, ρε μάνα, μου αρέσει και το κάνω». Έτσι ξεκίνησε. Φυσικά, ενώ ήμουνα καλός μαθητής, άρχισα να μη διαβάζω καθόλου, τόσο με είχε απορροφήσει όλη αυτή η φάση και σκεφτόμουν μόνο τη μουσική. Βλέποντας τον εαυτό μου πίσω σε εκείνες τις εποχές, συνειδητοποίησα κάποια στιγμή ότι πρέπει να ήταν κάτι πολύ ακραίο όλο αυτό που έκανα, και το κατάλαβα, όπως και τον τρόπο που μας κοίταζαν όλοι, όταν μετά από χρόνια είδα έναν συνομήλικό μου στην Αθήνα που είχε έναν γιο στην εφηβεία και δυσκολευόταν πολύ μαζί του, και μου είπε «άσε, Νίκο, σαν εσένα είναι αυτός».

• Εμένα η μουσική με χτύπησε στο δόξα πατρί, μπήκα σε αυτό το τριπ και δεν βγήκα ποτέ. Παίζαμε Animals, Rolling Stones, Dylan, Olympians, ό,τι έφτανε στα αυτιά μας, και μια φορά παίξαμε support στους Charms, μεγάλη τιμή. Το σχολείο το φόρτωσα στον κόκορα, έμεινα και σε μια τάξη, στην τρίτη γυμνασίου, αυτό ήταν ένα από τα μεγαλύτερα σοκ στη ζωή μου, σαν να πλήρωσα το τίμημα που μπήκα στο συγκρότημα. Φυσικά τότε δεν έβλεπαν αν ένα παιδί είχε διαφορετική κλίση, ούτε περνούσε από το μυαλό τους, δεν είχαν την εξυπνάδα ή την κατανόηση να το «δουν», δεν γινόταν καν συζήτηση εκείνα τα χρόνια.

• Όταν έμεινα στην ίδια τάξη, η μάνα μου με περίμενε στο χολ και μου είπε: «Διάλεξε τι θες να γίνεις, ράφτης, σιδεράς ή ελαιοχρωματιστής». Έπεσα στα γόνατα κλαίγοντας, της είπα «μην το κάνεις αυτό, θα αλλάξω σχολείο, θα πάω σε ιδιωτικό και θα το πληρώνω μόνος μου». Και πείστηκε, λύγισε. Έτσι έγινε, και τα Σαββατοκύριακα έπαιζα με το συγκρότημα και πλήρωνα τα δίδακτρα. Στη Βέροια τότε υπήρχαν δύο συγκροτήματα, οι Fevers και οι Spiders, και εναλλασσόμασταν στα μαγαζιά, δεν υπήρχαν μπουζούκια. Αυτό συνέβη λόγω της έκρηξης του ροκ που άγγιξε και την πιο απομονωμένη περιοχή, ακόμα και μέσα στη Χούντα.

• Το άλλο μου πρόβλημα ήταν τα μαλλιά, που τότε τα ήθελαν κομμένα σχεδόν γουλί. Μια γυμνασιάρχης μού έκοψε με το ψαλίδι μια τούφα και ταπεινώθηκα πολύ, κουρεύτηκα γουλί και ντρεπόμουνα να βγω από το σπίτι μου.

• Όταν τέλειωσα την πέμπτη γυμνασίου, κι αφού είχα μείνει πάλι μετεξεταστέος στη φυσική και τα γαλλικά, με πήρε το καλοκαίρι ένα συγκρότημα από τη Θεσσαλονίκη, οι Storms, και παίξαμε το καλοκαίρι σε ένα μαγαζί στη Θάσο, στην παραλία, και τότε άκουσα για πρώτη φορά ότι σε ένα άλλο μαγαζί, στην Αρκούδα, έπαιζαν οι Olympians και τραγουδούσε ο Νίκος Παπάζογλου μαζί τους. Πρώτη φορά εκεί άκουσα το όνομά του.

Νίκος Ζιώγαλας Facebook Twitter
Το συγκρότημα Ανάκαρα αποτελούσαν ο Νίκος Ζιώγαλας η Νάγια και ο Κώστας Γεωργίου.

• Το ίδιο καλοκαίρι έλαβα ένα πυκνογραμμένο γράμμα από έναν φίλο που είχε κατέβει στην Αθήνα – ήταν μεγαλύτερος από εμένα και μου έγραφε «Νίκο, έλα στην Αθήνα, έχουμε κάνει ένα συγκρότημα, τα Ανάκαρα, και παίζουμε διασκευές βεροιώτικων τραγουδιών». Εννοείται ότι το πήρα απόφαση αμέσως να φύγω, πήγα έδωσα τα μαθήματα στα οποία είχα μείνει μετεξεταστέος και πάλι η ίδια γυμνασιάρχης φώναζε για τα μαλλιά μου, αλλά εγώ είχα πάρει την απόφασή μου και έλεγα «θα επιστρέψω με τα μαλλιά ως τη μέση και θα έχω βγει στην τηλεόραση». Γελούσαν οι φίλοι μου αλλά πράγματι βγήκαμε με τα Ανάκαρα στην τηλεόραση και τότε μας κάλεσαν σαν βεροιώτικο συγκρότημα και παίξαμε σε έναν κινηματογράφο και ήταν εκεί όλα τα σχολεία, και η διευθύντρια που με είχε προσβάλει δεν τόλμησε να έρθει να μας μιλήσει. Από αυτή την πικρή ιστορία έμαθα ότι ποτέ δεν ξέρεις τι θα συμβεί και πώς θα τα φέρει η ζωή, και ότι πρέπει να είσαι ευγενικός και να παλεύεις για την καλοσύνη, έχοντας κατά νου πώς θέλεις να σε θυμούνται οι άλλοι.

• Έφτασα στην Αθήνα το 1971 για να φοιτήσω στην τελευταία τάξη του γυμνασίου και πήγα σε ένα φοβερό ιδιωτικό, στη Λαζαροπούλου στη Νέα Σμύρνη, και ξεκίνησα να δουλεύω και να κάνω αυτό που κάνω μέχρι και σήμερα. Η Αθήνα τότε δεν είχε καμία σχέση με τη ρομαντική εικόνα που είχα στο μυαλό μου. Άρχισα να μπαίνω σε ένα διαφορετικό κλίμα και να συνειδητοποιώ και τι σημαίνει δικτατορία· στην επαρχία δεν πολυπαίρναμε χαμπάρι.

• Έμεινα στην πλατεία Βικτωρίας, ήταν όμορφα, και θυμάμαι πως βγήκα ένα βράδυ στην Πατησίων και έψαχναν τα μάτια μου να δουν την Ακρόπολη. Αυτό ήθελα να δω. Και λέω «φίλε, είμαι στην Αθήνα», συγκινήθηκα, η εικόνα αυτή έμεινε γραμμένη μέσα μου για πάντα, και πάντοτε όπου και αν βρίσκομαι σηκώνω το βλέμμα μου και ψάχνω να τη δω.

• Τα Ανάκαρα ήταν ένα συγκρότημα που έκανε πάρα πολύ μικρή δισκογραφία, μόλις τέσσερα τραγούδια, αλλά κάτι έμεινε. Ήταν πρωτότυπο αυτό που κάναμε, κάτι ιδιαίτερο. Είχαμε μια εικόνα καθόλα σύγχρονη, ποπ, αλλά τραγουδούσαμε βεροιώτικα, κάτι που εντυπωσίαζε είτε θετικά είτε αρνητικά. Λόγω της Χούντας υπήρχε μια αρνητική διάθεση απέναντι στο δημοτικό τραγούδι. Οι νέοι είχαν αποστασιοποιηθεί, αλλά εμείς το προσεγγίζαμε με έναν διαφορετικό τρόπο, ίσως γιατί ήμασταν επαρχιώτες και το είχαμε αγαπήσει και νιώθαμε ότι υπήρχε κάτι καλό εκεί μέσα. Δεν ήταν ο καλαματιανός που χορεύει ο δικτάτορας.

Ανάκαρα – Πού πας, αφέντη μέρμηγκα

• Αυτή την προκατάληψη που υπήρχε απέναντι στο δημοτικό τραγούδι τη συνάντησα και μερικά χρόνια αργότερα, όταν πήγα στο Παρίσι, γράφτηκα σε ένα πανεπιστήμιο για να σπουδάσω μουσικοθεραπεία και ζούσα παίζοντας μουσική στους δρόμους. Εκεί ερχόντουσαν και κάποιοι μουσικοί από την Ελλάδα και παίζαμε μαζί, ήρθαν οι Κατσιμιχαίοι και έμειναν δύο μήνες, ο Δημήτρης Ζαφειρέλης, ο Πέτρος Σκούταρης. Παίζαμε δημοτικά και θυμάμαι πως, ενώ σταματούσαν όλες οι φυλές με ενδιαφέρον και περιέργεια, κάποιοι Έλληνες που μας άκουγαν έλεγαν «ρεζίλι μας κάνει» και σκεφτόμουν «θα έρθει μια εποχή, ρε φίλε, που δεν θα ντρεπόμαστε για την παράδοση, γιατί η μουσική δεν έχει καμία σχέση με τις εκάστοτε πολιτικές, όσο και αν τη χρησιμοποιούν κάποιοι για να μαζέψουν κόσμο».

• Η τέχνη είναι κάτι ανεξάρτητο και χαίρομαι που μέσα στα χρόνια ιδρύθηκαν τα μουσικά σχολεία, τα παιδιά παίζουν ακομπλεξάριστα, ξέρουν την παράδοση, έχουν βγει απίστευτοι οργανοπαίχτες και αυτό που ονειρευόμουνα και έλεγα «δεν μπορεί, θα έρθει η στιγμή που θα δούμε πόσο ωραίο είναι» με αξίωσε η ζωή και το βλέπω να συμβαίνει. Με αυτά τα τραγουδάκια λοιπόν υπερασπίστηκα και τον εαυτό μου και την πατρίδα μου εκεί στα ξένα.

• Πίσω στην Αθήνα, με τα Ανάκαρα παίξαμε με τους Poll, τη Δέσποινα Γλέζου και τον Γιάννη Κιουρκτσόγλου, ένα φοβερό σχήμα, στο Ελατήριο, στη Χέυδεν.

• Μου είχαν κάνει φοβερή εντύπωση οι Poll, ήταν ένα καταπληκτικό συγκρότημα που είχε πιάσει την εποχή πολύ δυνατά και ένιωθα πολύ τυχερός που άκουγα αυτά τα παιδιά να παίζουν και να έχουν και αυτούς τους στίχους, έφερναν μια νέα πρόταση και ήταν κάτι καινούργιο για τη γενιά μου. Από την άλλη υπήρχαν οι Socrates, οι Eξαδάκτυλος, Οι Δάμων και Φιντίας, ο Σιδηρόπουλος, αυτό ήταν το περιβάλλον, γνωριζόμασταν όλοι μεταξύ μας, μάλιστα ο Ηρακλής Τριανταφυλλίδης είχε κάνει έναν δίσκο που τραγουδούσαμε όλοι, πολύ πριν κάνουμε προσωπικές δουλειές. Σε αυτήν τη φάση μάς έπαιζαν και τα ραδιόφωνα, και στην τηλεόραση κάναμε κάτι σαν κάτι βιντεοκλιπάκια, δυστυχώς δεν έχει σωθεί τίποτα από αυτά στην ΕΡΤ. Εμείς, σαν μουσική σκηνή, που ήμασταν στο Ροντέο, το Κύτταρο, το Ελατήριο, εξαφανιστήκαμε με το Πολυτεχνείο. Χαθήκαμε με τη Μεταπολίτευση γιατί έπεσε η δικτατορία, άλλαξαν τα πράγματα και εν τω μεταξύ βγήκαν τα απαγορευμένα τραγούδια, τα αντάρτικα, τα έντεχνα, άρχισε να απασχολεί το πολιτικό τραγούδι, που για σχεδόν μία δεκαετία μονοπωλούσε το σύμπαν.

Νίκος Ζιώγαλας Facebook Twitter
Όσοι από εμάς αντέξαμε, προσαρμοστήκαμε, φτιάχνουμε ένα τραγούδι τον χρόνο, που το προσέχουμε σαν να είναι ολόκληρος δίσκος, αυτό κάνουμε και εμένα αυτό μου θυμίζει το ξεκίνημα. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

• Λίγο πριν από τη Μεταπολίτευση βιοποριζόμουν ως μουσικός αλλά δούλεψα και στο εργοστάσιο της ΕΒΓΑ, στα παγωτά, και θυμάμαι ότι μια μέρα γύρισα απελπισμένος σπίτι μου και είδα ότι κάποιος είχε πετάξει κάτω από την πόρτα μου μια φωτογραφία της Μαρίζας Κωχ από αυτές που έδινε για αυτόγραφα. Τη γυρνάω και γράφει «Νίκο, πάρε τα κρουστά και έλα στην Αρχόντισσα». Φίλησα τη φωτογραφία από τη χαρά μου και έτρεξα στην Αρχόντισσα, στην Πλάκα, όπου τραγουδούσαν ο Ξυλούρης, η Κωχ, ο Θέμης Ανδρεάδης, έπαιζαν κιθάρα ο Αντώνης Βαρδής και βιολί ο Γιώργος Μαγκλάρας και η Αλέκα Αλιμπέρτη τραγουδούσε το «Καλημέρα Ήλιε» και έπεφτε το μαγαζί, που είχε γίνει πόλος συγκέντρωσης του κόσμου. Θυμάμαι μαζεύονταν και απέξω, γιατί ο Ξυλούρης είχε δώσει πρόσωπο και στο Πολυτεχνείο, ήταν κέντρο αντιχουντικό και αυτό σήμαινε πολλά εκείνη τη φοβερή εποχή λίγο πριν ξεσπάσει το Κυπριακό και γίνει η Μεταπολίτευση.

• Την ίδια δεκαετία πήγα με τον Σαββόπουλο στον Ρήγα, σε αυτό το ασήμαντο σημείο της Πλάκας, σε ένα στενό που φωτίστηκε από τους Αχαρνής που κάναμε τότε, μια συγκλονιστική συνάντηση προσώπων και μουσικών και καλλιτεχνών, που τη θεωρώ από τις σπουδαιότερες της ζωής μου. Ήταν ο Μπουλάς, ο Παπάζογλου, ο Λιούγκος, ο Ρασούλης, η Τανάγρη, ο Πάνος Κατσιμίχας, ο Κώστας Γεωργίου. Εμένα με πήγε εκεί ο Μαγκλάρας κι εγώ φώναξα τον Πάνο Κατσιμίχα, ο Χατζιδάκις έστειλε τον Λιούγκο και κάπως έτσι έγινε αυτή η παρέα. Αυτή η κατάσταση που δημιουργήθηκε εκεί ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσα να διανοηθώ, γέννησε φιλίες και συνεργασίες που κράτησαν χρόνια.

• Αμέσως μετά εγώ έφυγα για το Παρίσι και λίγο πριν επιστρέψω θυμάμαι που είχα διαβάσει στην «Ελευθεροτυπία» ότι βγήκε ο δίσκος του Σιδηρόπουλου με τη Σπυριδούλα, ο «Φλου», και σκέφτηκα «κάτι γίνεται στην Ελλάδα». Όταν επέστρεψα το 1979, έπιασα δουλειά στο Σούσουρο στην Πλάκα και ήρθαν και με βρήκαν τα παιδιά από τη Σπυριδούλα και με πήραν για τραγουδιστή στη θέση του Παύλου που είχε φύγει. Πήγαμε στην Αρχιτεκτονική στην Πανεπιστημίου, και εκεί παίζαμε η Σπυριδούλα, ο Σιδηρόπουλος με το δικό του συγκρότημα και για πρώτη φορά άνοιξε το πρόγραμμα ένα νέο συγκρότημα, οι Μουσικές Ταξιαρχίες, και είδαμε τι κάνει ο Τζίμης Πανούσης.

• Εγώ δεν είχα ακόμα δισκογραφήσει γιατί από την πρώτη μέρα που πήρα κιθάρα άρχισα να γράφω θέματα, instrumental μουσική, αυτή ήταν η τάση μου, είχα κάνει αρκετά πράγματα αλλά δεν υπήρχε περιβάλλον να τα υποδεχτεί. Ακόμα ονειρεύομαι να κάνω κάτι με αυτές τις μουσικές. Σιγά-σιγά, με τους Κατσιμιχαίους που είχαν ήδη έτοιμα τραγούδια, άρχισα να μπαίνω και εγώ στην υπόθεση «τραγούδι», από αυτούς επηρεάστηκα. Κατάλαβα ότι για να γράψεις στίχο πρέπει να διαβάσεις πολύ και στρώθηκα, διάβασα ποίηση. Όπως μελετάς κιθάρα, το ίδιο πρέπει να κάνεις και με τον στίχο. Έτσι, κάπως όψιμα, μπήκα σε αυτή την ιστορία, σε έναν μεγάλο δρόμο καθόλου εύκολο, γιατί υπάρχει πάντα και το θέμα της επιβίωσης και για να προκύψει ένα καλό τραγούδι θέλει δουλειά πολλή.

• Για καμιά πενταετία δούλευα τα καλοκαίρια μπάρμαν στο Λούκι, στο Μπαλτάζαρ, στο Enigma στη Σαντορίνη, στον Κώστα Αγιάννη, και έτσι πορεύτηκα και δεν με πείραζε καθόλου που έκανα άσχετες δουλειές για να υποστηρίξω αυτό που ήθελα να κάνω, επειδή εκεί συνάντησα πολύ κόσμο και μουσικούς, και γέμιζε ιδέες το κεφάλι μου. Τότε άρχισε να αλλάζει και η εποχή, φύγανε τα πολιτικά τραγούδια, αλλά το σύστημα των εταιρειών ακόμα δεν μπορούσε να μας δεχτεί, ήμασταν εκτός κατάταξης, τρώγαμε πόρτα, δεν υπήρχε ανταπόκριση. Δεν ήξεραν τι να τα κάνουν αυτά τα τραγούδια, γιατί δεν θύμιζαν κάτι άλλο. 

Νίκος Ζιώγαλας – Σαν σταρ του σινεμά 

• Εκείνος που βοήθησε πολύ σε αυτή την ιστορία, που ήταν και ο προπομπός μιας εποχής τραγουδοποιών, ήταν ο Βαγγέλης Γερμανός με τα «Μπαράκια», συν ότι βγήκε η «Εκδίκηση της γυφτιάς» με Ρασούλη, Ξυδάκη, Παπάζογλου, με τα ανανεωμένα λαϊκά με τον φευγάτο στίχο, οπότε από εκεί αρχίσαμε και εμείς οι υπόλοιποι να λέμε «κάτι θα γίνει». Είχα τότε το συγκρότημα «Νίκος Ζιώγαλας και Ερμαφρό» και παίζαμε τα τραγούδια μου δύο χρόνια πριν τα ηχογραφήσω.

• Πήρα τα τραγούδια που είχα και τα πήγα στον Πατσιφά της Lyra, ο οποίος με συμπαθούσε και πάντα με έσπρωχνε και ήθελε να δει τη δουλειά μου, και μου είπε «μου αρέσουν, μπαίνουμε στούντιο σε δύο εβδομάδες». Όταν ξαναπήγα, μου είπε ότι δεν άρεσαν σε κανέναν από αυτούς που τα άκουσαν και έφυγα πολύ απογοητευμένος, μπήκα σε αυτό το παλιό σιδερένιο ασανσέρ και έκλαιγα.

• Οπότε δανείστηκα από τους φίλους μου, τον Αγιάννη, τον Μπαρουξή και τον Κονδύλη, 350.000 δραχμές και μπήκα στο στούντιο με τον Νίκο Αντύπα, κάναμε τον δίσκο, πήγα στη Minos, αγόρασαν την παραγωγή και έτσι ξεκίνησα με το «Τζάμπο», το 1985. Δεν είχα καταλάβει ότι είχε γίνει επιτυχία, είχαν περάσει πέντε-έξι μήνες, δούλευα μπάρμαν στο Μπαλτάζαρ και ήρθε ένα βράδυ ο αδερφός του Λάκη Παπαδόπουλου, ο Γιάννης, που ήταν ηχολήπτης στην ΕΡΤ, με κοίταξε και μου είπε «καλά, ρε συ, τι κάνεις εδώ; Το τραγούδι σου έχει γίνει επιτυχία και εσύ δουλεύεις μπάρμαν;» και του απάντησα «λες να ήρθε η ώρα να παίξω μουσική και να πορευτώ μέσα από τη μουσική;». 

Νίκος Ζιώγαλας – Τζάμπο

• Η δική μου γενιά είναι μια γενιά τραγουδοποιών που άνθισε μέσα στη δεκαετία του ’80 κατά το πρότυπο των ξένων τραγουδοποιών που θαυμάζαμε, αυτή είναι η αντιστοιχία, και μάλιστα και οι αμιγώς τραγουδιστές εκείνη την εποχή έβγαλαν και ένα άλλο πρόσωπο, ήρθαν καινούργια τραγούδια και δημιουργήθηκε μια σκηνή πολύ ζωντανή. Και βέβαια, για να μην τις ξεχνάμε, έπαιξαν σημαντικό ρόλο και οι γυναίκες αυτής της σκηνής, η Αρλέτα παλιότερα, αλλά και σύγχρονες με εμάς όπως η Αφροδίτη Μάνου και η Μελίνα Τανάγρη ήταν εξαιρετικές. Υπήρξε μια άμιλλα εκείνη την εποχή και βγήκαν καταπληκτικές δουλειές. Όλο αυτό άρχισε να παραφθείρεται τη δεκαετία του ’90: άλλαξαν τα δεδομένα, δεν ακούγονταν καινούργια τραγούδια και έτσι τέλειωσε η φάση με τους τραγουδοποιούς.

• Ωστόσο, αν και έχουν περάσει τέσσερις δεκαετίες, αυτά τα τραγούδια ακούγονται ακόμα. Ίσως γιατί δεν βρέθηκε κάποιος να μας δώσει μια σπρωξιά να πάμε στην άκρη, δεν έγινε κάτι τέτοιο. Είμαστε τυχεροί λοιπόν, περάσαμε μια μεγάλη κάμψη, αλλά δεν μπήκαμε στο περιθώριο και δεν ακυρώθηκαν τα τραγούδια, παίζονται ακόμα σε μια εποχή με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά, με μεγάλες αλλαγές στη μουσική. Σκέψου πως υπάρχουν σήμερα καλλιτέχνες που δεν τους παίζει κανένας, ούτε τα ραδιόφωνα, και όμως γεμίζουν στάδια. Όσοι από εμάς αντέξαμε, προσαρμοστήκαμε, φτιάχνουμε ένα τραγούδι τον χρόνο, που το προσέχουμε σαν να είναι ολόκληρος δίσκος, αυτό κάνουμε και εμένα αυτό μου θυμίζει το ξεκίνημα.

Νίκος Ζιώγαλας – Της καρδιάς τα πέταλα

• Δεν μπορώ να παραπονεθώ, με τα εύκολα και τα δύσκολα έφτασα και έχω κάνει πράγματα που ήθελα. Μας ανακαλύπτουν οι νεότεροι, φυσικά και έχουμε πάει λίγο πιο πίσω, αλλά αν έχεις κάτι καλό στα χέρια σου θα σε ανακαλύπτουν οι καινούργιοι άνθρωποι, οι έφηβοι, και δεν θα φύγεις ποτέ από τη μόδα. Και είμαι αισιόδοξος γιατί βλέπω ότι η νέα σκηνή που έχει δημιουργηθεί με την ελληνική ραπ έχει μεγάλη ανταπόκριση. Δυσκολεύομαι να την παρακολουθήσω, κυρίως τη ροή του στίχου, με κάνει όμως να τη χαζεύω, την παραδέχομαι και πιστεύω πως θα μείνει σαν είδος μουσικής. 

• Το ελληνικό τραγούδι είναι κάτι που μεταλλάσσεται συνέχεια, αφουγκράζεται την εποχή ακόμα και προφητικά, και έτσι όπως το έχω βιώσει εγώ, οι δημιουργοί συχνά βλέπουν πράγματα που η κοινωνία δεν είναι έτοιμη να αποδεχτεί. Τα τελευταία χρόνια έχουν βγει καταπληκτικοί μουσικοί, καταρτισμένοι, καλύτεροι από εμάς, ακομπλεξάριστοι, και νομίζω πως θα έχουμε μια έκρηξη δημιουργικότητας και στα μελωδικά τραγούδια. Το τραγούδι είναι ένα πλάσμα που δεν ξέρεις ποτέ πού θα σε πάει. Αυτό αγαπώ και αυτό με γοητεύει: ότι είναι τόσο ανοιχτό, που μπορεί να ακουστεί και να φτάσει στα πέρατα του κόσμου.

• Να σε ρωτήσω κάτι θέλω. Δηλαδή, ρε Αργυρώ, τώρα που στο χωριό μου θα δούνε «Αθηναίος», θα παρεξηγηθούν;

Μουσική
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Φιλιώ Πυργάκη (1939-2021) : «Το δημοτικό, παιδί μου, δεν είναι τραγούδι για να πλένεις τα πιάτα…»

Μουσική / Φιλιώ Πυργάκη: «Το δημοτικό, παιδί μου, δεν είναι τραγούδι για να πλένεις τα πιάτα…»

«Λέω κουράστηκα, αλλά μόλις ανέβω εκεί πάνω στο παλκοσένικο γίνομαι αλλιώτικος άνθρωπος». Η κορυφαία των Ελληνικών πανηγυριών, που πέθανε σαν σήμερα το 2021, είχε μιλήσει στη LIFO για μιαν Ελλάδα που υπνοβατεί στο DNA μας.
M. HULOT
Άξιζαν κάτι καλύτερο τα «100 Χρόνια Ελληνικής Δισκογραφίας»

Daily / Άξιζαν κάτι καλύτερο τα «100 Χρόνια Ελληνικής Δισκογραφίας»

Τα δώδεκα επεισόδια της ομώνυμης σειράς βρίσκονται στο Ertflix, η παρακολούθηση της σειράς όμως υπονομεύεται συχνά από την συμβατική και στεγνή προσέγγιση, και η στημένη παρουσία της Χάρις Αλεξίου στο ρόλο της παρουσιάστριας-αφηγήτριας δεν βοηθάει.  
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Μαντόνα: «Είμαι σκληρή, φιλόδοξη και ξέρω ακριβώς τι θέλω. Αν αυτό με κάνει σκύλα, δεν πειράζει»

Χρόνια Πολλά Μαντόνα! / «Είμαι σκληρή, φιλόδοξη και ξέρω τι θέλω. Αν αυτό με κάνει σκύλα, δεν πειράζει»

Pop icon, μίλησε για το woman empowerment πριν υπάρξει καν ο όρος, gay icon, fashion icon, η απόλυτη σταρ, η πιο πετυχημένη γυναίκα μουσικός όλων των εποχών, όπως και να τη χαρακτηρίσει κανείς, είναι μία και μοναδική και ήρθε για να αλλάξει τα πάντα.
M. HULOT
«Love to love you baby»: Αυτό είναι το τραγούδι που γέννησε τη Disco

Μουσική / «Love to love you baby»: Το τραγούδι των 23 οργασμών που γέννησε τη Disco

Με 23 οργασμούς και τη βοήθεια του μάγου Τζόρτζιο Μορόντερ, η Ντόνα Σάμερ, μισό αιώνα πριν, εγκαινίασε επίσημα, με το επικό και ατελείωτα ερωτικό «Love to love you baby», την ντίσκο μουσική, ένα είδος που πολεμήθηκε λυσσαλέα λίγα χρόνια μετά την επέλασή του και κρατάει γερά μέχρι σήμερα.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
«Στην αρχή με ενοχλούσαν τα σχόλια για το Ozempic, όχι όμως πια»

Lifo Videos / «Στην αρχή με ενοχλούσαν τα σχόλια για το Ozempic, όχι όμως πια»

Η Marseaux, μια από τις πιο αναγνωρίσιμες φωνές της σύγχρονης ελληνικής ποπ σκηνής μιλά για την τυχαία της συνάντηση με το τραγούδι αλλά και για τις προσωπικές δυσκολίες που έχει αντιμετωπίσει και την έφεραν μέχρι το σήμερα.
ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΛΑΡΗΣ
 Φεστιβάλ Ελάτειας: Κι αν έβρεξε μια μέρα, ποιος σταματάει τη μουσική;

Μουσική / Φεστιβάλ Ελάτειας: Κι αν έβρεξε μια μέρα, ποιος σταματάει τη μουσική;

Παρά την ακύρωση της πρώτης βραδιάς λόγω έντονης κακοκαιρίας, το 12ο Μουσικό Φεστιβάλ Ελάτειας επέστρεψε δυναμικά, με τριήμερο ζωντανών εμφανίσεων, γεμάτο ενέργεια, συγκίνηση και αυθεντικές στιγμές κάτω από τα δέντρα του Αλωνιού.
ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΛΑΡΗΣ
Deadly Festivals

Μουσική / 9 φορές που το πάρτι μετατράπηκε σε εφιάλτη

Πάμε σε συναυλίες και φεστιβάλ για να περάσουμε καλά - δυστυχώς, αυτό δεν συμβαίνει πάντα. Πράξεις βίας που έχουν σημειωθεί σε διοργανώσεις σε όλο τον κόσμο αποδεικνύουν πως η ασφάλεια των συμμετεχόντων δεν μπορεί να είναι μια τεχνική υποσημείωση αλλά το θεμέλιο κάθε πολιτιστικής συγκέντρωσης.
ΦΩΦΗ ΤΣΕΣΜΕΛΗ
Η ηλεκτρονική μουσική δεν είναι απολιτίκ - ή τουλάχιστον δεν ήταν

Μουσική / Η ηλεκτρονική μουσική δεν είναι απολιτίκ - ή τουλάχιστον δεν ήταν

Μέσα σε ένα παγκόσμιο σκηνικό βίας, πολέμων και γενοκτονιών, η ηλεκτρονική μουσική καλείται να ξαναβρεί τη χαμένη της τιμή, ανακτώντας τον άμεσο, ενωτικό και απελευθερωτικό της χαρακτήρα.
ΦΩΦΗ ΤΣΕΣΜΕΛΗ