ΣTH MYKONO πήγα πρώτη φορά στα 18. Τότε δηλαδή που ήταν επιβεβλημένο να επισκεφτείς το νησί με ένα σακίδιο στην πλάτη και ό,τι οικονομίες είχες καταφέρει να μαζέψεις –μιλάμε για δραχμές ε;– μαζί με τους συμφοιτητές που εκείνη την εποχή ήταν η οικογένεια που ονειρευόμουν. Ήμασταν οκτώ: Αλίκη, Ματίνα, Νίκη, Βασίλης, Νίκος, Ζαφείρης, Νόλη, Κωνσταντίνος. Αχώριστοι όλο τον χειμώνα, πηγαινοερχόμασταν στο πανεπιστήμιο τη μέρα και τη νύχτα την περνούσαμε ανάμεσα σε Mo Better, Decadence και Κάβουρα για τις σπέσιαλ περιπτώσεις. Εγώ, επαρχιωτάκι που γνώριζα την πρωτεύουσα ψαρωμένη, πριν από Ολυμπιακούς, Αττική Οδό και Μετρό. Μόνο 813 Αβέρωφ - Προύσσης και τρεχάλα για να το προλάβεις στη στάση. Ο πρώτος φοιτητικός χειμώνας ήταν ένα αριστούργημα: ξενύχτια, πορείες, μαθήματα, όλα μαζί σε μια μαγική μείξη που μύριζε ένταση, ενθουσιασμό και παιδιάστικη απόλαυση της πρώτης φοράς.
Παρ’ όλα αυτά, τότε τουλάχιστον, η Μύκονος χωρούσε και τη δική μας ψιλονέρντ περιέργεια, αρκεί να βρίσκαμε τρόπο να συμβιβάσουμε μέσα μας τις βραδιές tribute στους Sisters of Mercy με το electronic house του Super Paradise. Αλλά, πάλι, υπάρχει τίποτα που φαίνεται ασυμβίβαστο όταν είσαι 18;
Φανταζόμασταν ότι εκείνη την ώρα που ξημέρωνε για εμάς μέσα σε μια ατμόσφαιρα που κολλούσε από ιδρώτα, αλκοόλ και ναρκωτικά, κάπου λίγο πιο πέρα υπήρχε μια άλλη Μύκονος που είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε.
Το νησί, μια κούκλα. Δεν είχαμε δει και πολλές Κυκλάδες, αλλά το ένιωθες από την πρώτη στιγμή ότι εδώ υπάρχει μια αύρα που φωνάζει αποδοχή, κραιπάλη και διασκέδαση για όλους. Η έννοια του booking δεν υπήρχε ούτε ως σκέψη και κάθε ιδέα accommodation συνοψιζόταν στις χάρτινες αυτοσχέδιες ταμπέλες «Rooms to let». Οι ντόπιοι μόλις τότε άρχιζαν να ανακαλύπτουν ότι κάθονταν πάνω σε θησαυρό και δειλά ακόμα νοίκιαζαν ό,τι είχε ο καθένας, από υπόγεια με τα έπιπλα της γιαγιάς που πέθανε μέχρι αξιοπρεπή δίκλινα δωματιάκια όπου στριμωχνόμασταν τρεις-τρεις στη ζούλα.
Το πρόγραμμα ήταν πολύ συγκεκριμένο: αυτό που είχαμε ακούσει από παιδιά σε μεγαλύτερα έτη –αυτή ήταν πιο έγκυρη πηγή πληροφόρησης– και το είχαμε εμπεδώσει χωρίς φίλτρο, είτε μας άρεσε είτε όχι. Η Μύκονος είναι πίτες στα Ματογιάννια, after στο Cavo Paradiso και μεθυσμένες βουτιές όπου βρεις σημείο χωρίς ξαπλώστρα. Βόλτες στην Αίγλη, κάποιες extravagant περσόνες που μας έμοιαζαν εξωπραγματικές, κόσμος όλων των ειδών και σφηνάκια να πηγαινοέρχονται σαν να σε κοροϊδεύουν λίγο: «θα πιεις ή κωλώνεις;»
Γενικά κωλώσαμε λίγο στην αρχή, αλλά κανείς δεν το ομολόγησε σε κανέναν. Τελικά, αποφασίσαμε να κάνουμε μια βουτιά, να γυρίσουμε για ύπνο και να ξυπνήσουμε παράωρα για να πάμε για προσκύνημα στο εμβληματικό night life του νησιού. Κάπου εκεί, καθώς ανηφορίζαμε με τα μηχανάκια σε κάτι δρόμους που δεν ξέραμε πού οδηγούν, η Αλίκη κι εγώ χαθήκαμε. Κι όπως συμβαίνει όταν είσαι 18, το να χαθείς είναι μάλλον προνόμιο, οπότε δεν υπήρχε λόγος να αρνηθούμε την τύχη μας. Σταματήσαμε σε ένα ύψωμα απ’ όπου έβλεπες το νησί πιάτο, με τον ήλιο να δύει και τα πρώτα φώτα να ανάβουν ‒ η επιτομή του ελληνικού καλοκαιριού, που δεν ξέρω αν υπάρχει πια. Κατεβήκαμε από το μηχανάκι, βγάλαμε κράνη και μείναμε να χαζεύουμε. Τότε άρχισε να ακούγεται από πίσω μας μια κιθάρα και δυο φωνές που είχαν πιάσει ρεπερτόριο με Μάλαμα, Αλκίνοο Ιωαννίδη, Θηβαίο τότε που έπαιζε με τους Συνήθεις Υπόπτους, αδελφούς Κατσιμίχα και όλα εκείνα τα μελωδικά άσματα που εμείς είχαμε αφήσει στον δείκτη του ραδιοφώνου στην Αθήνα, αφού στη Μύκονο δεν πήγαινες ως λάτρης του έντεχνου αλλά ως διψασμένος για afro beat – που ανάθεμα κι αν το ξέραμε ως είδος.

Λίγο που η Αλίκη ήταν και είναι ακόμα μια τύπισσα-ξωτικό, λίγο που εγώ ήθελα να ρουφήξω κάθε στιγμή όπως κι αν ερχόταν, καταλήξαμε να τραγουδάμε για ώρα μαζί με δυο αγνώστους, χωρίς να χρειαστεί να ανταλλάξουμε κουβέντα. Απλώς στίχοι αγαπημένων τραγουδιών, από εκείνα που ηρεμούν την ψυχή και σε συγκινούν ακόμα κι όταν είσαι 18. Εκείνοι, ένα ζευγάρι γκέι από αυτά που στα τέλη των ’90s είχαν ήδη στεκιάσει στη Μύκονο όχι για το τρελό nightlife ή τις εξωγήινες κραιπάλες αλλά γιατί εκεί είχαν βρει μια ομορφιά μοναδική, που ίσως να γινόταν ακόμα πιο ελκυστική αν υπήρχε η συμπερίληψη – βέβαια τότε ούτε που είχαμε διανοηθεί τον όρο.
Ήταν μεγάλοι σε ηλικία, κοντά στα 50, και το βλέμμα τους έκρυβε μια ανακούφιση, έτσι όπως τους έβλεπες σε μια αυλίτσα πολύ μακριά από το στερεότυπο που όλοι γνωρίζαμε ως «Μύκονοοοος». Σαν να βρίσκονταν σπίτι τους –και πολύ πιθανό να ήταν όντως–, ένα σπίτι-καταφύγιο, ησυχαστήριο που αντιστεκόταν στο lifestyle του νησιού. Μήπως αυτό ήταν το πραγματικό νησί;
Δεν συστηθήκαμε, απλώς τραγουδήσαμε για λίγη ώρα όλοι μαζί κι αυτό είναι ίσως ένα είδος σύστασης. Ένα «χαίρω πολύ» εντελώς αληθινό, γιατί η χαρά μας εκείνο το απόγευμα ήταν απίστευτη. Γυρίσαμε μετά από ώρα και είπαμε με την Αλίκη ότι αυτή η σύνδεση που μπορείς να νιώσεις με τους ανθρώπους, ακόμα κι όταν είναι άγνωστοι, συμβαίνει μία στο τόσο ‒ για εμάς συνέβη τότε. Μετά κοιμηθήκαμε και πήγαμε στο Cavo Paradiso, αλλά μέσα μας ακόμα γυρόφερναν οι στίχοι των Κατσιμιχαίων («είναι κάτι σταυροδρόμια μαγεμένα, που συναντιόμαστε και ύστερα χανόμαστε»). Φανταζόμασταν ότι εκείνη την ώρα που ξημέρωνε για εμάς μέσα σε μια ατμόσφαιρα που κολλούσε από ιδρώτα, αλκοόλ και ναρκωτικά, κάπου λίγο πιο πέρα υπήρχε μια άλλη Μύκονος που είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε.