Συναντάω την Ελένη Πεταλωτή τη μοναδική μέρα που είναι στην Αθήνα. Ο Λεωνίδας βρίσκεται στο εξωτερικό. Το τρελό πρόγραμμά τους συνδυάζει την επαγγελματική δραστηριότητα σε πολλές χώρες, με έδρα το design studio τους, Objects of Common Interest, στην Αθήνα, που στεγάζει και το αρχιτεκτονικό τους γραφείο LOT office for architecture, ένα εργαστήριο κατασκευής ρητίνης στον Πειραιά και τη ζωή της οικογένειας στη Νέα Υόρκη.
«Σπάνια μας βρίσκεις μαζί με τον Λεωνίδα στην Αθήνα, ο ένας είναι στην Αμερική με τα παιδιά, δεν θέλουμε να τα αφήνουμε ούτε μέρα χωρίς έναν από τους δυο μας. Είναι μια απόφαση που έχουμε πάρει για την οικογένειά μας και την τηρούμε χωρίς εξαιρέσεις», λέει. «Στη Νέα Υόρκη έχουμε έναν μικρό χώρο σαν ατελιέ, το κύριο γραφείο μας είναι εδώ. Δεν θα το έλεγα design, γιατί εγώ δεν έχω κάνει βιομηχανικό σχέδιο, οπότε δεν μπορώ να σου πω ότι σχεδιάζω την τέλεια καρέκλα. Μπορώ όμως να σχεδιάσω μια καρέκλα που θα ταιριάζει απόλυτα με τον χώρο σου. Ως αρχιτέκτονας ασχολούμαι περισσότερο με το concept. Ο Λεωνίδας σχεδιάζει εξαιρετικά, εγώ σχεδιάζω ως αρχιτέκτονας ή ως εικαστικός, δεν κάνουμε τα εργονομικά πράγματα που θα έκανε ένας industrial designer. Τα σχέδιά μας είναι πιο αφαιρετικά, ακόμα και όταν σχεδιάζουμε για εταιρείες. Οπότε και το Objects of Common Interest βρίσκεται σε ένα μεταίχμιο μεταξύ τέχνης, αρχιτεκτονικής και design».
Η Ελένη και ο Λεωνίδας έχουν σχεδόν ίδια βιογραφικά. Γεννήθηκαν στη Θεσσαλονίκη, γνωρίστηκαν στο λύκειο, σπούδασαν και οι δύο αρχιτεκτονική στο ΑΠΘ και με διαφορά ενός χρόνου πήγαν για Erasmus στο Παρίσι. Από το 2006 αρχίζει η κοινή διαδρομή τους στη ζωή, που συνεχίστηκε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, με τον Λεωνίδα να κάνει μεταπτυχιακό στο Κολούμπια και την Ελένη, που δεν είχε σκεφτεί ποτέ να σπουδάσει και στην Αμερική, να πηγαίνει για αντίστοιχες σπουδές έχοντας εξασφαλίσει τρεις υποτροφίες στο ίδιο πανεπιστήμιο. Άρχισε να δουλεύει σχεδόν παράνομα, με τουριστική βίζα, και όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές της κατάλαβε ότι σιχαίνεται την αρχιτεκτονική.
Τα μεγαλύτερα πρότζεκτ, τα καλύτερα, αυτά που έχουμε στην καρδιά μας, είναι αυτά που έχουμε κάνει για το κοινό.
«Τότε έβγαζες Πολυτεχνείο και άρχιζες τα “κόβω, ράβω πολυκατοικία”, δεν υπήρχε κάτι άλλο. Ο Λεωνίδας, αφού τέλειωσε τις σπουδές του, δούλεψε αμέσως σε αρχιτεκτονικό γραφείο, και εν τω μεταξύ κατέρρευσαν οι Lehman Brothers και η Νέα Υόρκη βυθίστηκε στην κατάθλιψη. Τότε πήγαμε να δουλέψουμε στα παλιά μου αφεντικά, και εκεί είχαμε την καλύτερη εργασιακή εμπειρία, ήταν μια οικογένεια και ένα στήριγμα για να βρω την πορεία μου.


Αυτοί μου έδωσαν συστατική επιστολή και έτσι εργάστηκα στο πρότζεκτ Guggenheim στο Άμπου Ντάμπι και μετά ως διευθύντρια στο καλλιτεχνικό στούντιο της Μαρίκο Μόρι, ενώ ο Λεωνίδας δούλεψε στον Φερνάντο Ρομέρο. Κάπως έτσι κύλησαν αυτά τα χρόνια στην Αμερική, και στην Ελλάδα ερχόμασταν για διακοπές», λέει.
Η πιο παλιά ανάμνηση της Ελένης που σχετίζεται με το design και την επηρέασε βαθιά, κάτι που αντανακλάται στις αποφάσεις που πήρε τα επόμενα χρόνια, έχει σχέση με τον ένα παππού της, ο οποίος ήταν συλλέκτης ιταλικού design των δεκαετιών του ’60 και του ’70. «Αυτή την εμμονή που έχω με τα αντικείμενα την ανάγω σε εκείνη τη σχέση. Για μένα τα αντικείμενα είναι άνθρωποι. Αν αγοράσω κάτι και το χάσω, δεν θα με πειράξει καθόλου, αλλά αν χάσω κάτι το οποίο ανήκει στην οικογένειά μου, μπορεί να τρελαθώ. Νομίζω πως παίζει σημαντικό ρόλο το συναίσθημα, η συνέχεια μιας ιστορίας, να μου λέει κάτι το αντικείμενο».
Η δημιουργία του Objects of Common Interest σχετίζεται πολύ με τον χαρακτήρα της, με την απέχθεια που είχε από παιδί για τους αυστηρούς κανόνες: «Το να λέω ότι δουλεύω αποκλειστικά σε ένα αρχιτεκτονικό γραφείο με καταπίεζε, το να λέω ότι είμαι μόνο καλλιτέχνιδα με καταπίεζε κι αυτό. Η ιδιότητα συνεπαγόταν περιορισμούς. Αν μου θέσεις ένα πλαίσιο, θα το ακολουθήσω, αλλά δεν θα είμαι ευτυχισμένη, γι’ αυτό δεν ήθελα ούτε το ένα ούτε το άλλο. Το συζητήσαμε άπειρες ώρες με τον Λεωνίδα, και στην ουσία το Objects ξεκίνησε από μια αφηρημένη ιδέα. Εκ των υστέρων μπορώ να σου πω τι εξυπηρετεί: είτε σχεδιάσουμε ένα ποτήρι είτε μια τεράστια χωρική εγκατάσταση, θέλουμε να σου κεντρίσουμε το ενδιαφέρον, αυτό μας νοιάζει, ο διάλογος. Κι αν με ρωτούσες “τι θέλετε να πετύχει η δουλειά σας;” η απάντηση είναι να προκαλέσει ένα συναίσθημα. Θέλω να ανοίξω διάλογο μαζί σου, αυτός είναι ο στόχος, είτε πρόκειται για ένα αντικείμενο, είτε για ένα κτίριο, είτε για μια χωρική εγκατάσταση. Δεν είχαμε καμία αρχική φιλοδοξία. Εγώ λειτουργώ με μια αδιόρατη, μακρινή ιδέα.
Θέλω να υπογραμμίσω πως ό,τι ξέρω για αυτόν τον κόσμο μού το έχει μάθει η Μαρίκο Μόρι, μια λαμπρή αλλά εξαιρετικά εγωκεντρική καλλιτέχνιδα. Έμαθα μέσα από τις αδυναμίες της, εκπαιδεύτηκα και έχω εμπειρίες από τα χρόνια που δούλεψα με έναν τόσο εμμονικό άνθρωπο, όμως κατανόησα πλήρως αυτό που έλεγε: “Μην αφήσεις ποτέ κανέναν να αμφισβητήσει αυτό που έχεις στο μυαλό σου”».

Το γραφείο τους πήρε το όνομά του από την επιθυμία τους να γίνει το κοινό αποδέκτης των έργων τους. «Δεν αντέχω καθόλου την ιδέα ότι κάνω κάτι και είμαι τόσο καλός ώστε λίγοι με καταλαβαίνουν. Θέλω αυτό που δημιουργώ να είναι κατανοητό και οποιοσδήποτε να μπορεί να συνδεθεί με έναν τρόπο που θα τον αποκαλούσα δημοκρατικό και συμμετοχικό». Οι εξαιρετικά ταλαντούχοι συνεργάτες τους, τόσο στο γραφείο της Αθήνας, το οποίο μεγάλωσε μέσα στην πανδημία, όσο και στο fabrication studio, το εργαστήριο κατασκευής ρητίνης, αυτοοργανώνονται, κάνοντας την Ελένη να νιώθει υπερήφανη για αυτούς.
Όταν τη ρωτώ για το fabrication studio στον Πειραιά, όπου επεξεργάζονται ρητίνες, με φιλοδωρεί με μια απίθανη ιστορία. «Μου το δώρισε ένας Ρουμάνος τεχνίτης που έκανε 45 χρόνια αυτήν τη δουλειά στο Λονγκ Άιλαντ, ο Οβίντεο Κολέα. Δούλευε μια ζωή, τα παιδιά του δεν ήθελαν να αναλάβουν την επιχείρηση και έτσι αποφάσισε να την κλείσει. Ήμουν τρομερά λυπημένη, έλεγα “δεν είναι δυνατόν, δεν πρέπει αυτή η κληρονομιά, οι τεχνικές, οι εφευρέσεις του να χαθούν”. Με πήρε τηλέφωνο το 2019 –βρισκόμασταν στην Ελλάδα τότε– και μου είπε “θα τα πακετάρω όλα, θα τα βάλω σε δύο κοντέινερ και θα τα πάρεις στην Αθήνα να ανοίξεις εκεί το εργαστήριό σου”. Ήταν κάτι τρελό αλλά και μεγάλο δώρο. Βρήκαμε αποθήκες στη βιομηχανική ζώνη στον Πειραιά –μας πήρε δύο χρόνια να το στήσουμε– και ήρθε ο άνθρωπος αυτός, που δεν είχε ταξιδέψει ποτέ, και μας βοήθησε, μας έκανε μαθήματα πάνω στις τεχνικές και τις πατέντες του. Εκεί παράγουμε προς το παρόν τα δικά μας αντικείμενα, αλλά είναι ένα δώρο που μας ήρθε από το πουθενά και θέλουμε να το μοιραστούμε. Γι’ αυτό σκοπεύουμε να το ανοίξουμε, να κάνουμε πράγματα και για άλλους δημιουργούς».
Το πρώτο έργο τους είναι το «bent stool», ένα μαρμάρινο σκαμπό του οποίου η φόρμα είναι λες και έχεις καθίσει πάνω του και αυτό έχει λυγίσει από το βάρος σου. Το δούλεψαν με τον Μάρκο Απέργη, που προέρχεται από οικογένεια μαρμαράδων εδώ και επτά γενιές. Η Ελένη τον θυμάται ακόμα να τελειώνει στο χέρι το σκαμπό με κερί μέλισσας. «Εμείς εξαρχής τρέφαμε τρομερό σεβασμό για τους τεχνίτες. Εγώ έρχομαι με μια ιδέα, το όνειρό μου, και ο τεχνίτης, ο καλλιτέχνης αυτού του υλικού, ο χειρώνακτας, την κάνει πραγματικότητα. Πρέπει να βγάλω τον σκασμό και να ακούσω τον μάστορα, και να μην κάνω μόστρα, να σεβαστώ το πάρε-δώσε και τον διάλογο που αναπτύσσουν αυτοί οι άνθρωποι μαζί μας, γιατί έχουμε να μάθουμε πολλά από αυτούς. Τον τεχνίτη πρέπει να τον αποθεώνεις. Οι γονείς μου μού έμαθαν να σέβομαι αυτούς τους ανθρώπους, είναι βασικά πράγματα αυτά. Τιμάς και τον εαυτό σου και τον άλλον, αλλά και τη σχέση σου μαζί του».

Στα κομμάτια που δημιουργούν, από το πιο μικρό μέχρι το πολύ μεγάλο, δεν υπάρχει κάτι άμεσα αναγνωρίσιμο. Ξεκινώντας από μια ιδέα, χρησιμοποιούν ένα πλήθος υλικών που εξυπηρετούν την υλοποίησή της. Η Ελένη υπογραμμίζει ότι βαριέται εύκολα την επανάληψη, αλλά κάτι που θεωρεί βασικό και σταθερό στοιχείο της δουλειάς τους είναι το να ξεκινάνε κάθε φορά από το μηδέν, αναλύοντας το ζητούμενο, σε έργα κάθε κλίμακας.
«Αν δει κάποιος τα έργα μας, μπορεί να μην αναγνωρίσει με την πρώτη ματιά ότι προέρχονται από τους ίδιους δημιουργούς. Αν τα μελετήσει πιο βαθιά και διαβάσει τα κείμενά μας –πάντα γράφουμε ένα κείμενο, ακόμα και για ένα σταχτοδοχείο–, θα δει ότι εξηγούμε πώς οδηγηθήκαμε στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα, ποια ήταν η αφετηρία, η σκέψη και η μνήμη. Είναι ο τρόπος μας να συνδεόμαστε ποιητικά και αφαιρετικά με τον άλλο, δίνοντάς του χώρο να το ερμηνεύσει διαφορετικά και προσφέροντάς του μια αίσθηση που αφήνει και μια ελευθερία χρήσης, ώστε να μπορέσει να συνδεθεί με το αντικείμενο. Αυτά είναι τα στοιχεία που συνθέτουν τη δουλειά μας. Πιστεύουμε πως πρέπει να υπάρχει κίνηση και ελευθερία, μια ροή στη χρήση, μια ρευστή ταυτότητα, γιατί θεωρούμε ότι έτσι είμαστε και ως άνθρωποι, αλλάζουμε. Άλλωστε και οι συνθήκες αλλάζουν. Το να πεις “αυτό είναι έτσι και θα είναι εκεί για πάντα” δεν σημαίνει τίποτα. Επιλέγουμε στοιχεία ιστορικά, είτε είναι τέχνης είτε κοινωνικά, με αυτό το συνονθύλευμα δημιουργείται μια καινούργια ιδέα και βάσει αυτής σχεδιάζουμε τη μορφή εκείνη που κρίνουμε πως θα εξυπηρετήσει καλύτερα, με ιδανικό τρόπο, τον διάλογο με τον επισκέπτη και τον χρήστη σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον, είτε είναι το σπίτι του είτε μια εγκατάσταση στην Πειραιώς 260».
Οι συζητήσεις για ένα καινούργιο πρότζεκτ δεν ξεκινούν στο γραφείο αλλά σε καφέ, όπου τα μέλη της ομάδας τους κουβεντιάζουν την ιδέα πολλές φορές και για ώρες ολόκληρες. Όταν αρχίζουν να σχεδιάζουν, όπως λέει, «τα έχουμε λύσει στο μυαλό μας και σκιτσάροντας επιβεβαιώνεται όλη η συζήτηση, βάζουμε στο χαρτί το σχέδιο και το μοιραζόμαστε με την ομάδα. Μας ενδιαφέρει αυτή η συζήτηση και ακούμε τις ιδέες των συνεργατών μας, είναι μια ομαδική δουλειά και δεν πρέπει να αφήνεις τον άλλο στο περιθώριο. Την επιδιώκουμε αυτή την αλληλεπίδραση, σε κάθε επίπεδο. Εμείς θέλουμε να σου κεντρίσουμε το ενδιαφέρον και να κινητοποιήσουμε ένα συναίσθημα, μια ανάμνηση, την ελπίδα, την ευφορία. Αν αυτό συμβεί, τότε έχουμε πετύχει».

Όσο αρέσει στην Ελένη να φτιάχνουν κάποιο αντικείμενο για ένα σπίτι, άλλο τόσο εκτιμά τις δουλειές για εταιρείες που παράγουν design, και κάτι που βρίσκει εξαιρετικά δημοκρατικό είναι το να μπαίνει ένα αντικείμενο στα σπίτια όλων και όχι μόνο σε αυτά των συλλεκτών. «Μας ενδιαφέρει να συνεργαζόμαστε με εταιρείες που τιμούν τους σχεδιαστές. Τα μεγαλύτερα πρότζεκτ, τα καλύτερα, αυτά που έχουμε στην καρδιά μας, είναι αυτά που έχουμε κάνει για το κοινό», λέει. «Στο ξεκίνημά μας, γνωρίσαμε επιμελητές που μας στήριξαν και ήμασταν πολύ τυχεροί, κάναμε φιλίες σε αυτόν τον χώρο, όχι ευκαιριακές αλλά ουσιαστικές. Γίναμε γνωστοί όταν παρουσιάσαμε στην Alcova, στο Μιλάνο, μια συλλογή αντικειμένων που προβλήθηκε σε όλο τον κόσμο. Μας βοήθησαν οι δημοσιεύσεις και στη συνέχεια το ένα έφερε το άλλο. Και έπειτα βραβευτήκαμε με το “Designer of the Year”, που μας χαροποίησε πολύ, όμως η ζωή είναι ένα χάος, προχωράς, δεν στέκεσαι σε μια βράβευση. Βέβαια, είμαστε ευγνώμονες, γιατί αυτό μας έδωσε μια σοβαρή ώθηση και μαζί με τη διπλή μας ιδιότητα μας έδωσε την ευκαιρία και την εξαιρετική πολυτέλεια να μπορούμε να επιλέγουμε».

Κάποια στιγμή η συζήτησή μας στρέφεται στο design του σήμερα και στο πόσο αυτό έχει απελευθερωθεί από τη στερεοτυπική εικόνα του παρελθόντος, όπου λευκοί άντρες σχεδιαστές κυριαρχούσαν και σχεδόν μονοπωλούσαν την αγορά. Η Ελένη υποστηρίζει ότι το design «βρίσκεται στα καλύτερά του, υπάρχουν μεγάλες γκαλερί και εταιρείες που αντιλαμβάνονται τη δύναμη αλλά και το μέλλον του καινούργιου. Τώρα έχουμε αντιληφθεί όλοι ότι το κοινό είναι πιο ξύπνιο, πιο ενημερωμένο, υπάρχει το online, υπάρχουν οι εκθέσεις τις οποίες μπορούν να δουν και να αποκτήσουν άποψη. Έχει γίνει και τρομερή δουλειά από εταιρείες – αν και πολλοί σχεδιαστές τις περιφρονούν ακόμα και σήμερα. Εμένα αυτή η στάση μού μοιάζει αλαζονική, δεν με εκφράζει, γιατί το ζητούμενο είναι ο κόσμος να εκτιμήσει και να βάλει το design στη ζωή του. Αυτό αποτελεί και ένα στοίχημα για μας: να δουλεύουμε με υλικά βιομηχανικά ή ευτελή και να τα μεταμορφώνουμε σε έργο τέχνης, να βλέπουμε τα πράγματα με διαφορετικό τρόπο. Εμάς μας έβαλε στη συλλογή του πρώτος ο Δάκης Ιωάννου, και πιστεύω πως σήμερα στην Ελλάδα έχουν γίνει τεράστια βήματα. Βοηθούν πολύ οι νέοι συλλέκτες που μαζεύουν design αντικείμενα. Αλλά αυτό που με κάνει περήφανη και ως Ελληνίδα είναι το γεγονός πως το Φεστιβάλ μάς προσκάλεσε στην Πειραιώς 260 και μας έδωσε την ευκαιρία να εκθέσουμε το πρώτο μας έργο σε δημόσιο χώρο, και να το χαίρονται οι άνθρωποι που φτάνουν εκεί για να παρακολουθήσουν θέατρο».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.