ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΟΛΛΑ ΕΡΓΑ του Μίκη Θεοδωράκη (29 Ιουλίου 1925-2 Σεπτεμβρίου 2021), που δεν είναι ευρέως γνωστά. Και δεν αναφέρομαι στα συμφωνικά του και στην «κλασική» δισκογραφία του, μα στους «κύκλους» των τραγουδιών του. Έτσι και με αφορμή τη συμπλήρωση, σήμερα, των 100 ετών από τη γέννηση του πολυαγαπημένου δημιουργού σκέφτηκα να μεγεθύνω, κάπως, σ’ ένα έργο του όχι πολύ γνωστό, που έχει, όμως, μια ιστορία πίσω του – όπως και κάθε τι, εξάλλου, που συνδέεται με τον Θεοδωράκη. Το έργο αυτό αποκαλείται «Τρία Νέγρικα Τραγούδια» είναι αφιερωμένο στην σύζυγό του Μυρτώ, και συνετέθη στο στρατόπεδο του Ωρωπού, στις 23 και 24 Μαρτίου 1970.
Tο βιβλίο με τα μεταφρασμένα «νέγρικα» ποιήματα του Τραϊανού θα πέσει στα χέρια του Μίκη Θεοδωράκη, ενόσω αυτός ήταν ακόμη κρατούμενος στον Ωρωπό, για να προκύψουν από ’κει τρία τραγούδια, βασισμένα σε αντίστοιχα ποιήματα του Senghor.
Μάλιστα, τα «Τρία Νέγρικα Τραγούδια» αποτελούν το τελευταίο έργο που συνέθεσε ο Θεοδωράκης στην Ελλάδα, πριν μεταβεί με τον γνωστό «κινηματογραφικό» τρόπο στο Παρίσι, στις 13 Απριλίου 1970 – ξεκινώντας από ’κει την παγκόσμια μουσική-συναυλιακή-αντιχουντική δράση του. Όπως θα έγραφε ο ίδιος στο βιβλίο του «Το Χρέος / τόμος β» [Εκδόσεις Τετράδια της Δημοκρατίας, Ρώμη, Νοε. 1972], στο κεφάλαιο «Ημερολόγιο Ε / Στρατόπεδο Ωρωπού»:
«(...) Μένω ξαπλωμένος. Γράφω τη μελέτη μου. Διαβάζω. Κι όταν κάνει λιακάδες βγαίνω και κάθομαι αντικρυστά στο πέλαγος. Τώρα μελοποιώ το Σενεγαλέζο ποιητή Σανγκόρ. Οι συναγωνιστές περνούν δίπλα μου και τους σιγοψιθυρίζω τα καινούργια μου τραγούδια. Είχα σκοπό να γράψω 12. Έφτασα τα 3. Με πήραν για τη Σωτηρία (σ.σ. το νοσοκομείο νοσημάτων θώρακος). Δεν ξαναγυρνώ στο στρατόπεδο. Οι ήχοι των τελευταίων μου τραγουδιών έμειναν κρεμασμένοι στους υγρούς τοίχους του θαλάμου, πάνω από τις λαμαρίνες της κουζίνας, μέσα στις καρδιές των συντρόφων μου. Έως σήμερα δεν ξανάγραψα μουσική. Όλη τη μουσική μου την άφησα στο στρατόπεδο. Ένα ποτάμι γεμάτο μουσική, όνειρα, ελπίδες και καημούς.(...)».

Κάποια στιγμή μέσα στο 1969 κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Εγνατία της Θεσσαλονίκης το βιβλίο «Ανθολογία Νέγρων Ποιητών» (με τον συμπληρωματικό υπότιτλο «Εκτός κειμένου δέκα πίνακες της γλυπτικής των Νέγρων»), στο οποίο καταγράφονται μεταφρασμένα ποιήματα Αφρικανών από τον γνωστό αργότερα αυτόχειρα ποιητή Αλέξη Τραϊανό (1944-1980). Δηλαδή ο Τραϊανός εμφανίζεται, επίσημα, πρώτα ως μεταφραστής και μετά ως ποιητής.
Εκείνη την εποχή, και αναφέρομαι στη δεκαετία του ’60, υπήρχε, στην ελληνική πραγματικότητα, μια ιδιαίτερη ευαισθησία σε σχέση με κάθε τι που θα μπορούσε να αφορά τους μαύρους (ή «νέγρους» όπως τους έλεγαν τότε). Ήταν η εποχή των απελευθερωτικών αγώνων και της ανεξαρτησίας των αφρικανικών κρατών, και ήταν βεβαίως η εποχή των αγώνων των μαύρων στην Αμερική, καθώς το φυλετικό αναδεικνυόταν σε παγκόσμιο θέμα. Οι διαδηλώσεις και οι πολιτικές μάχες των μαύρων συγκινούσαν τους πάντες σε κάθε γωνιά του κόσμου, τουλάχιστον τα πιο προοδευτικά τμήματα της κοινωνίας, με αποτέλεσμα εφημερίδες, περιοδικά και βιβλία να αναφέρονται συνεχώς σε κάθε μικρό ή μεγαλύτερο γεγονός.
Να θυμηθούμε εδώ τον κύκλο τραγουδιών «Τα Νέγρικα» των Μάνου Λοΐζου-Γιάννη Νεγρεπόντη, που από το τέλος του 1966 θα παρουσιάζονταν σε συναυλίες, επίσης τα δύο βιβλία του/για τον Martin Luther King Jr., που κυκλοφορούν το 1968, το «Μάρτιν Λούθερ Κινγκ / Ο Μωυσής των νέγρων της Αμερικής» [Μ. Πεχλιβανίδης & Σία] του Lerone Bennett, Jr. και το «Μάρτιν Λούθερ Κινγκ / Πού Βαδίζουμε;» [Ιωλκός], βεβαίως το «Ψυχή στον Πάγο» [ΒΙΠΕΡ / Papyros Press, 1971] του Eldridge Cleaver και ακόμη μία πρώτη ανθολογία μαύρης ποίησης, υπό τον τίτλο «Νέγροι Ποιητές» [Εκδόσεις Θεμέλιο, Νοε. 1966] με τις μεταφράσεις του Δημήτρη Σταύρου.

Σ’ εκείνο το βιβλίο ο Σταύρου δεν είχε μεταφράσει μόνον Αφροαμερικανούς, σαν τον Langston Hughes ας πούμε, αλλά και αφρικανούς ποιητές, σαν τον Σενεγαλέζο Léopold Sédar Senghor (1906-2001). Δεν είμαι απολύτως βέβαιος, αν εκείνα τα τέσσερα ποιήματα του Senghor, που είχε μεταφράσει ο Σταύρου, ήταν τα πρώτα του σενεγαλέζου ποιητή, που θα δημοσιεύονταν ποτέ στα ελληνικά, εκείνο που ξέρω είναι πως η απόπειρα του Τραϊανού, τρία χρόνια αργότερα θα ήταν πιο ολοκληρωμένη, και κυρίως επικεντρωμένη στους ποιητές της μαύρης ηπείρου (δεν υπήρχαν εντός, εννοώ, Αφροαμερικανοί).
Πάντως, μία ακόμη καλύτερη και πληρέστερη συλλογή –ίσως η πιο σημαντική που τυπώθηκε ποτέ στην Ελλάδα, πάνω στο θέμα– ήταν εκείνη που είχε επιμεληθεί η ποιήτρια Ρίτα Μπούμη-Παππά και η οποία θα κυκλοφορούσε ως «Ο μαύρος αδελφός / Παγκόσμια ανθολογία νέγρικης ποίησης» [Εκδόσεις Τύμφη] τον Δεκέμβριο του 1972. Η Παππά είχε μεταφράσει μαύρα λαϊκά τραγούδια, καθώς και ποιήματα επωνύμων, από κάθε μεριά του κόσμου, παντού όπου ζούσαν μαύροι (Αφρική, ΗΠΑ, Νότια Αμερική, Κούβα, Αντίλλες κ.λπ.), συμπεριλαμβάνοντας, ανάμεσα, μέχρι και στίχους των ποιητών της τζαζ Ted Joans και LeRoi Jones (Amiri Baraka).
Τέλος πάντων το βιβλίο με τα μεταφρασμένα «νέγρικα» ποιήματα του Τραϊανού θα πέσει στα χέρια του Μίκη Θεοδωράκη, ενόσω αυτός ήταν ακόμη κρατούμενος στον Ωρωπό, για να προκύψουν από ’κει τρία τραγούδια, βασισμένα σε αντίστοιχα ποιήματα του Senghor.
Εκείνο που πρέπει να σημειωθεί, εδώ, είναι πως ο Θεοδωράκης παντού, και κάτω από οποιεσδήποτε καταστάσεις, συνέθετε. Προφανώς ήταν η δουλειά του αυτή, αλλά ήταν κι ένας τρόπος, παράλληλα, για να γεμίζει το χρόνο του με κάτι αληθινά δημιουργικό, αδειάζοντας τη σκέψη του απ’ όσα τον βασάνιζαν στις σκληρές συνθήκες που ζούσε. Έτσι, μέσα στο στρατόπεδο του Ωρωπού θα έγραφε το “Raven”, σε ποίηση Γιώργου Σεφέρη, που θα το αφιέρωνε στον συνθέτη Γιάννη Χρήστου (ο Χρήστου είχε σκοτωθεί σε αυτοκινητικό δυστύχημα στις 8 Ιανουαρίου 1970), θα έγραφε τα τέσσερα «Τραγούδια του Στρατοπέδου», σε ποίηση δική του, με γνωστότερο όλων το κλασικό «(Και συ λαέ βασανισμένε) μην ξεχνάς τον Ωρωπό», ενώ θα μελοποιούσε και τα τρία ποιήματα του Senghor. Δηλαδή τα «Θα προφέρω τ’ όνομά σου», «Νύχτα του Sine» (Sine: βασίλειο του σενεγαλέζικου μεσαίωνα) και «Κράτησες το μαύρο πρόσωπο», στις μεταφράσεις του Αλέξη Τραϊανού.
Προφανώς κάτι σ’ αυτά τα ποιήματα θα τον συγκίνησε. Κάτι πιθανώς να του θύμισε την οδυνηρή φάση της δικής του ζωής. Του έλειπε η Μυρτώ και προφανώς τα παιδιά του. Το ότι αφιερώνει το έργο του αυτό στη σύζυγό του λέει κάτι – καθώς το πρώτο ποίημα του Senghor, που μελοποιεί, είναι κατά βάση ερωτικό.

ΘΑ ΠΡΟΦΕΡΩ Τ’ ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ
Θα προφέρω τ’ όνομά σου, Ναέτ, θα σ’ απαγγείλω, Ναέτ!
Ναέτ, τ’ όνομά σου είναι γλυκό σαν κανέλα,
είναι το άρωμα που μέσα του το λεμονόδασο κοιμάται
Ναέτ, τ’ όνομά σου είναι η ζαχαρωμένη λάμψη των ανθισμένων καφεόδενδρων
και μοιάζει με σαβάννα, π’ ανθίζει ολοένα κάτω απ’ τον αρσενικό πόθο του μεσημεριάτικου ήλιου
Όνομα δροσιάς, πιο δροσερό κι απ’ τις σκιές της ταμαρινιάς,
πιο δροσερό ακόμη κι απ’ το σύντομο σούρουπο, όταν η ζέστη της μέρας σιωπά
Ναέτ, αυτή ’ναι η στεγνή θύελλα, ο σκληρός χτύπος της αστραπής
Ναέτ, χρυσό νόμισμα, λαμπρό διαμάντι, νύχτα μου, ήλιε μου!
Ο ήρωάς σου είμαι, και τώρα έγινα ο μάγος σου, για να προσφέρω τα δικά σου ονόματα
Πριγκίπισσα της Ελίσσα, διωγμένη απ’ τη Φούτα τη μοιραία ημέρα
Όμως και στο επόμενο ποίημα, τη «Νύχτα του Sine», υπάρχουν στίχοι που θα μπορούσε να κινητοποιήσουν τον Μίκη Θεοδωράκη, για να συνθέσει, όπως αυτοί: «Εξόριστοι, σαν και μας, δε θέλησαν να πεθάνουν, μήπως η σπερματική πλημμύρα τους χαθεί στην άμμο».

ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ SINE
Γυναίκα, ξεκούρασε στο μέτωπό μου τα από βάλσαμο χέρια σου,
τα χέρια σου πιο απαλά και από προβιά
Οι ψηλές χουρμαδιές ταλαντεύονται στο βραδυνό αέρα
Μόλις θροΐζοντας. Μ’ άρρυθμα νανουρίσματα.
Η ρυθμική σιωπή μάς τριγυρίζει
Άκουσε τα τραγούδια τους, άκουσε το χτύπο του σκοτεινού μας αίματος,
άκουσε το χτύπο του σκοτεινού παλμού της Αφρικής μες στην ομίχλη των χαμένων χωριών
Τώρα το κουρασμένο φεγγάρι γέρνει στο κρεβάτι του από χαλαρό νερό,
τώρα οι κρότοι των γέλιων πέφτουν να κοιμηθούνε,
κι οι ραψωδοί χαϊδεύουν τα κεφάλια τους σαν παιδιά στις πλάτες της μητέρας τους
Τώρα τα πόδια των χορευτών βαραίνουν και βαραίνει η γλώσσα των τραγουδιστών
Αυτή ’ναι η ώρα των άστρων και της νύχτας που ονειρεύεται
και πλαγιάζει σ’ αυτό το λόφο των νεφών, σκεπασμένη μες στο μακρύ γαλακτερό της φόρεμα
Οι στέγες των σπιτιών γυαλίζουν απαλά. Τι λεν τόσο εμπιστευτικά στ’ αστέρια;
Μέσα το τζάκι είναι σβησμένο στην οικειότητα πικρών και γλυκών αρωμάτων
Γυναίκα, άναψε τη λάμπα πετρελαίου και άφησε τα παιδιά στο κρεβάτι να μιλούν για τους προγόνους σαν για τους γονείς τους
Άκουσε τη φωνή των προγόνων της Ελίσσας. Εξόριστοι, σαν και μας,
δε θέλησαν να πεθάνουν, μήπως η σπερματική πλημμύρα τους χαθεί στην άμμο
Άφησέ με ν’ ακούσω στην καπνισμένη καλύβα τη σκιώδη επίσκεψη των ευνοϊκών ψυχών,
το κεφάλι μου στο φλογισμένο σου στήθος, σαν ένα κουσκούσι που καπνίζει έξω απ’ τη φωτιά,
άφησέ με ν’ αναπνεύσω το άρωμα των νεκρών μας,
άφησέ με ν’ αναπολήσω και να επαναλάβω τις ζωντανές φωνές τους, άφησέ με να μάθω
Να ζω προτού βυθιστώ, πιο βαθειά κι απ’ το βουτηχτή, στο ψηλό βάθος του ύπνου
Όμως και στο τρίτο ποίημα, το «Κράτησες το μαύρο πρόσωπο», υπάρχει ένας στίχος, που θα είπε πολλά στον έγκλειστο Μίκη. Είναι αυτός: «Πότε θα δω πάλι τη χώρα μου, τον καθαρό ορίζοντα του προσώπου σου;».

ΚΡΑΤΗΣΕΣ ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΠΡΟΣΩΠΟ
Κράτησες το μαύρο πρόσωπο του πολεμιστή στα χέρια σου
που έμοιαζε με φωτεινή μοιραία δύση
Απ’ το λόφο κοίταξα το ηλιοβασίλεμα στους όρμους των ματιών σου
Πότε θα δω πάλι τη χώρα μου, τον καθαρό ορίζοντα του προσώπου σου;
Πότε θα καθίσω στο τραπέζι του σκοτεινού σου στήθους;
Η φωλιά των γλυκών αποφάσεων βρίσκεται στη σκιά
Θα κοιτάξω άλλους ουρανούς και άλλα μάτια,
και θα πιω απ’ τις πηγές άλλων χειλιών, πιο δροσερών κι από λεμόνια,
θα κοιμηθώ κάτω απ’ τις στέγες άλλων μαλλιών, προφυλαγμένος από θύελλες
Όμως κάθε χρονιά, όταν το ρούμι της άνοιξης ανάβει ξανά τις φλέβες,
θα θρηνήσω πάλι το σπίτι μου, και τη βροχή των ματιών σου πάνω στη διψασμένη σαβάννα
Ο Léopold Sédar Senghor δεν ήταν μια τυχαία περίπτωση μαύρου (αφρικανού) ποιητή, διανοούμενου και πολιτικού – καθώς υπήρξε ο πρώτος πρόεδρος της Σενεγάλης, από την ανεξαρτησία της, το 1960, έως και το 1980. Ο Senghor είχε γαλλική πανεπιστημιακή παιδεία, καθώς έζησε για πολλά χρόνια στη μητρόπολη Γαλλία (χοντρικά και σε πρώτη φάση από το 1928 έως το 1944), στην οποία εμπνεύστηκε, μεταξύ άλλων, και την έννοια της «νεγροσύνης» – μια ιδιαίτερη κοινωνική θεώρηση σχετική με τα Γράμματα και τις Τέχνες, που έδινε βάρος στην ενδυνάμωση της «μαύρης συνείδησης».
Πολιτικά, ο Senghor ήταν σοσιαλιστής, αν και χωρίς σκληρές μαρξιστικές καταβολές και άρα πιο κοντά στο μέσο δυτικό πρότυπο. Πίστευε φυσικά στην ανεξαρτησία της πατρίδας του, όπως και των υπολοίπων χωρών που βίωναν την αποικιοκρατία, αλλά από την άλλη μεριά δεν ήθελε να διακόψει τις σχέσεις με την μητρόπολη, καθώς είχε τη γνώμη πως στο πλαίσιο μιας (γαλλικής) κοινοπολιτείας τα ανεξάρτητα αφρικανικά κράτη θα διεκδικούσαν από καλύτερες θέσεις τα δίκαιά τους.
Τέλος πάντων η προεδρία του μπορεί να ελέγχεται για διάφορα (ακόμη και για αντιδημοκρατικές πρακτικές), όμως σαν ποιητής ο Senghor θεωρείται κορυφαίος για τη γαλλόφωνη Αφρική (με τιμητικές διακρίσεις, βραβεία κ.λπ.).
Πότε ηχογραφήθηκαν για πρώτη φορά αυτά τα τρία τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, σε ποίηση Léopold Sédar Senghor, στις μεταφράσεις του Αλέξη Τραϊανού; Πολλά χρόνια αργότερα. Μόλις το 1998, σ’ ένα γερμανικό CD της εταιρείας Peregrina Music, υπό τον τίτλο «Άσματα», με τη φωνή της Μαρίας Φαραντούρη. Πρόκειται για τραγούδια που δεν είναι με τη στενή έννοια «έντεχνα λαϊκά», αγγίζοντας πιο κλασικότροπες δομές, με την καινούρια ενορχήστρωσή τους να μην είναι πιανιστική, υιοθετώντας πολλά νεωτερικά στοιχεία, και με τη φωνή της Φαραντούρη να προσδίδει το βάθος, την έκφραση και το κύρος, που τους αρμόζει.
CD03TR08 ΘΑ ΠΡΟΦΕΡΩ Τ' ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ Μ ΦΑΡΑΝΤΟΥΡΗ
Το «Κράτησες το μαύρο πρόσωπο» μελοποιείται-ηχογραφείται ολόκληρο, όπως ακριβώς καταγράφεται στο βιβλίο του 1969, όταν από τα «Νύχτα του Sine» και «Θα προφέρω τ’ όνομά σου» θα παραλείπονταν κάποιοι λίγοι στίχοι – με την ηχογράφηση να συμβαίνει στα Bauer Studios του Ludwigsburg.
Night of Sine
Περαιτέρω, η ενορχήστρωση των τραγουδιών ανήκει στον πιανίστα Henning Schmiedt (ο ίδιος διευθύνει και την ορχήστρα την οποία αποτελούν οι Volker Schlott φλάουτο, σαξόφωνο, Iannis Zotos κιθάρα, Martin Lillich μπάσο, Jens Naumilkat τσέλο, Uli Moritz κρουστά, Daniel Gioa κρουστά, Karl-Heinz Halder τρομπέτα και Stephan Gocht επίσης τρομπέτα), με την παραγωγή να την επιμελούνται οι Johannes Wohlleben και Αστέρης Κούτουλας.
Ένα όχι πολύ γνωστό έργο του Μίκη Θεοδωράκη λοιπόν, που έχει τη δική του ξεχωριστή σημασία.
CD03TR06 ΚΡΑΤΗΣΕΣ ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΠΡΟΣΩΠΟ Μ ΦΑΡΑΝΤΟΥΡΗ