TO BLOG ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΣΤΑΒΕΡΗ
Facebook Twitter

Η Αλεξία στη Σέριφο

Η Αλεξία στη Σέριφο

 

Αλεξία, Λουίζα,
στη σκέψη μου, εσείς, πάντα

 

Μια νύχτα είχε απομείνει για να ολοκληρώσουμε με τον Γιάννη τα "κορίτσια της Αθηνάς". Τα λέγαμε με τη Ρένα στο Κοσμικόν, το ξενοδοχείο της Σοφοκλέους,  προσπαθώντας ταυτόχρονα να πείσουμε και την Τζένη. Στην αρχή, αδυνατούσα, ή μάλλον αρνιόμουν, να καταλάβω τι δουλειά είχε σε ένα τέτοιο μέρος αυτό το όμορφο κορίτσι με τα χρυσά μαλλιά. Στεκόταν μπροστά στο ξενοδοχείο, αποστασιοποιημένο, χωρίς να ανακατεύεται με τα άλλα κορίτσια ή να πιάνει κουβέντα μαζί τους. Τα ρούχα ήταν από "καλό σπίτι", η ίδια ήταν περιποιημένη, αλλά μάντευες αμέσως κάτι πολύ στενάχωρο. Οι κυρτωμένοι ώμοι, η στάση, το τσιγάρο που δυσκολεύτηκε να ανάψει, και κυρίως ο ελεεινός εκείνος τύπος που την παραφύλαγε… ένα αποκαρδιωτικό δίδυμο. Είχαμε αποτύχει με την Τζένη τη Νιγηριανή και είχαμε κάμποσο απομακρυνθεί όταν ο Γιάννης έκανε ξαφνικά μεταβολή, μαντεύοντας τη σφοδρή επιθυμία μου. Το κορίτσι είχε δεχτεί αμέσως, αλλά θα φορτωνόμασταν και τον τύπο. Στο περιοδικό, η Βάλια και η Φώφη δεν μπορούσαν να πιστέψουν σ' αυτό που έβλεπαν πίσω από το τζάμι του γραφείου τους. Εξήγησα γρήγορα στο κορίτσι αυτά τα πολύ απλά που της ζητούσαμε, φάνηκε να της αρέσει, και άρχισα να παρατηρώ, από τις πρώτες κιόλας λήψεις, την αρχή μιας μεταμόρφωσης: η Αλεξία είχε αιχμαλωτιστεί από την ίδια της την εικόνα..

 

Η Αλεξία στη Σέριφο Facebook Twitter
© Σπύρος Στάβερης


 

"Οι πρεζάκηδες, να ξέρεις, σε εκμεταλλεύονται, δεν θα καταφέρεις τίποτα, μόνο κακό θα της κάνεις. Πρέπει να ασχοληθούν ειδικοί, να πας να δεις τον τάδε, υπάρχει κι αυτό το κέντρο, έχουν εμπειρία, δεν καταλαβαίνω γιατί όλο αυτό το ενδιαφέρον σας για κείνη, ένα ολόκληρο περιοδικό έχει γίνει άνω κάτω".
 

Ό,τι κι αν προφήτευαν οι φίλοι μου, όλα όσα μου είχε πει μέχρι τότε έστεκαν και έμοιαζαν αληθινά. Και, πράγμα αξιοσημείωτο, όσο καιρό την ήξερα, δεν είχε προσπαθήσει ποτέ να μου αποσπάσει κάτι, ούτε και να με εκμεταλλευτεί με οποιονδήποτε τρόπο. Αντίθετα, εγώ ο ίδιος την είχα παρακαλέσει ένα απόγευμα στο καφενείο του Καλλιμάρμαρου, σφίγγοντάς της το χέρι, να θεωρήσει τη φιλία μας αδιάρρηκτο καταφύγιο. Αλλά χθες αγχώθηκα. Ενώ ο "φίλος" από τη Σέριφο είχε αποδειχθεί υπαρκτός και το ταξίδι στη νησί μια ανέλπιστη προοπτική, χθες ξαφνικά τηλεφώνησε το απόγευμα στο σπίτι μου, και πριν στο περιοδικό, για να ακυρώσει τη φωτογράφιση λέγοντας ότι θα λείπει, έτσι γενικά κι αόριστα. Λίγες ώρες νωρίτερα, την είχα συγχαρεί γι αυτήν της την απόφαση -αυτό δεν ήθελες; μου είπε με προσποιητή υποταγή. Δύσπιστος, είχα προσπαθήσει να μάθω περισσότερα για τη διαμονή της στη Σέριφο. Αλλά ήταν και αυτή πονηρή. Για να μου αποδείξει ότι το ταξίδι θα γινόταν κανονικά, είχε ζητήσει από τον ψυχάκια που θα τη συνόδευε να έρθει και να σταθεί δίπλα στο ακουστικό, ώστε να ακούσω καθαρά την απάντηση, να επιβεβαιώσει και αυτός ότι το σπίτι ήταν μέσα στο χωριό.

Τώρα όλα έμοιαζαν να ανατρέπονται. -Πες μου που βρίσκεσαι τώρα. - Τώρα; εδώ, στον Πειραιά, στα πλοία του Σαρωνικού (τα πλοία για τη Σέριφο δένουν εν τω μεταξύ στην άλλη άκρη του λιμανιού). 'Υστερα κάποιες μπερδεμένες λέξεις... η καταιγίδα... και υπάρχει πλοίο αύριο στις 8 το πρωί... μέχρι να ακουστεί και πάλι καθαρά. - Ξέρεις, θα ήθελα να σου ζητήσω μια χάρη, αλλά αν δεν μπορείς, πραγματικά δεν πειράζει. Θα χρειαστώ 8.000 δρχ., ξέρεις, για την "τελευταία" δόση. 'Επρεπε να το περιμένω. Οι αστείες δικαιολογίες μου δεν την έπεισαν. - "Δεν πειράζει", είπε, συγκαταβατικά. Ταυτόχρονα, όμως, σκεφτόμουν ότι αν υπήρχε μια πιθανότητα, έστω και ελάχιστη, να σωθεί αυτή η αναχώρηση, δεν έπρεπε να πάει στράφι. Της ζήτησα να βρεθούμε. Η ώρα είχε πάει 11, ήταν ήδη αργά. - Είμαι στον Πειραιά, σε ένα τέταρτο, αν θέλεις, βρισκόμαστε στην Καλλιθέα. Το θεώρησα θετικό σημάδι να έχει πάει στον Πειραιά. Ούτως ή άλλως, μπορούσα, αν έφευγα αμέσως, να ελέγξω αν θα ερχόταν από εκεί ή αν θα επέστρεφε από την Ομόνοια με τον Ηλεκτρικό. 'Ετρεξα μέχρι το σταθμό του Μοσχάτου. Στο βαγόνι του συρμού που είχε ξεκινήσει από το λιμάνι, πρόσεξα κάποια στιγμή, ανάμεσα στους υγιείς επιβάτες, να κάθονται κάτω, με την πλάτη στηριγμένη στην πόρτα, δύο ζαρωμένα αδύνατα πλάσματα, η Αλεξία και ο φίλος της (τον είχα ξαναδεί αυτόν στην Ομόνοια την προηγούμενη μέρα, και μου είχε φανεί αρκετά περίεργος, αλλά διαφορετικός πάντως από τους συνηθισμένους τοξικομανείς).

Φυσικά, με είχε ήδη εντοπίσει. Χωρίς να μπει στον κόπο να σηκωθεί, με κοιτούσε ατάραχη, μασουλώντας λαίμαργα ένα ψητό καλαμπόκι. Δεν της έκανα το χατήρι να πάω κοντά της. Ανταπέδωσα απλά το βλέμμα της, διατηρώντας μια σιωπηλή και αόριστα επιτιμητική στάση. Παρέμεινε κι εκείνη επιδεικτικά απαθής, μόνο με ρώτησε βουβά μετά από λίγο, απλώνοντας τα χέρια της πάνω σε ένα φανταστικό τιμόνι: Πού είναι το μηχανάκι σου; Δεν άντεξα, χαμογέλασα. Αυτή η συνάντηση με είχε στην πραγματικότητα ανακουφίσει: είχε έρθει από τον Πειραιά. Αποσκευές όμως δεν έβλεπα, μόνο μια μαύρη τσάντα ακουμπισμένη δίπλα της (από τις φτηνές που αγοράζεις στο Μοναστηράκι). Στην Καλλιθέα, σηκώθηκε, ψιθύρισε μερικά σύντομα λόγια στο αυτί του φίλου της, ο οποίος δεν θεώρησε ότι έπρεπε να σηκωθεί, και ήρθε κοντά μου. Η παράδοξη σκηνή είχε παραξενέψει φυσικά τους άλλους επιβάτες, οι οποίοι παρακολουθούσαν όλη αυτή την παντομίμα. Ήμουν στα μάτια τους ένας πειστικός ντίλερ; Κατεβήκαμε χωρίς να χαιρετήσουμε τον φίλο της Σερίφου.

Είχε μια ελαφριά αστάθεια στο περπάτημα αλλά αυτό δεν την εμπόδιζε να συνεχίζει να καταβροχθίζει το καλαμπόκι της. -Γιατί δεν με σύστησες στον φίλο σου; Δεν μου απάντησε, κοιτούσε γύρω της ψάχνοντας για κάποιο κοντινό καφενείο. Μου φαινόταν απίθανο να βρεθεί ένα ανοιχτό τέτοια ώρα σ' αυτήν τη γειτονιά. 'Ηξερε όμως το Caprice. -Μια φορά κι εγώ μπορώ να σου προτείνω ένα μέρος. Την ακολούθησα. Στο δρόμο, την αγκάλιασα και της είπα ότι θα συζητήσουμε και θα βρούμε μια λύση [είχα ήδη αποφασίσει να της δώσω τα χρήματα, οι 8.000 δραχμές ήταν στην τσέπη μου].. -Ας το ελπίσουμε, είπε, γιατί σήμερα όλα μου πάνε στραβά. Έχω και έρπητα στα γεννητικά μου όργανα. Πονάει, αλλά είναι καλύτερα να τον έχω εκεί παρά κάτω από τη μασχάλη, γιατί με τα ρούχα είναι πιο ενοχλητικό. -Μήπως θα ήταν καλή ιδέα να δεις έναν γιατρό;  -Τώρα δεν χρειάζεται. Ο γιατρός μού είπε ότι θα επανέρχεται κατά διαστήματα, και στο τέλος θα υποχωρήσει. Μετά με ρώτησε για το γατί. Την απογοήτευσα. Επέμενε. Ο Στάθης, δεν ήταν ψέμα, είχε ξεχάσει τα κλειδιά του στο γραφείο και δεν μπόρεσε να μπεί στο σπίτι του. Μπάνιο είχε κάνει χθες βράδυ στον Σιώτη, τον γείτονά του. 'Ετσι είχα μάθει. Αλλά τη διαβεβαίωσα ότι όταν θα επέστρεφε από τη Σέριφο, θα μπορούσε να το πάρει. Θα το φρόντιζα εγώ. Ήθελε το αρσενικό γατάκι επειδή ήταν ήδη τρεις γυναίκες στο σπίτι: η ίδια, η Λουίζα και η γιαγιά.

Το Caprice είναι ένα μεγάλο καφέ γεμάτο νέους. -Πάμε καλύτερα επάνω", πρότεινε. Στην είσοδο, δύο εικοσάχρονα κορίτσια καθισμένα στα σκαλιά μας κοίταξαν αποσβολωμένα, χωρίς να μπορούν να μας εντάξουν κάπου. Πάνω, τα πράγματα ήταν ακόμα χειρότερα. 'Ημασταν ένα αλλόκοτο ζευγάρι, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν με ένοιαζε. Παρήγγειλε έναν παγωμένο καφέ, μετά άλλαξε γνώμη, από το κρύο πήγε στο ζεστό και προτίμησε ένα γαλλικό. Ζήτησε κι από τον σερβιτόρο σπίρτα με το λογότυπο της καφετέριας... Αντιλήφθηκε γρήγορα τη σιωπηλή καχυποψία μου και άνοιξε την τσάντα της. -Ξέρεις, έχω όλο το φαρμακείο μαζί μου. Αυτός (ο φίλος του Σερίφου) πλήρωσε 18.000 δρχ. για όλα αυτά. Τα φάρμακα ήταν στο βάθος της τσάντας και ήθελε οπωσδήποτε να μου τα δείξει. Άρχισε να βγάζει ένα ένα τα πράγματα από μέσα. Η οδοντόβουρτσα μου φάνηκε υπέροχα ελπιδοφόρα και η βούρτσα για τα ξανθά μαλλιά της ηλιόλουστη και αισιόδοξη. Με άφησε να μυρίσω το άρωμά της, το Naf-Naf. Της είχε μείνει και λίγο Eternity. Πάνω της φορούσε ένα απροσδιόριστο χειροποίητο κολιέ. 'Ενα μικροσκοπικό ρετρό μπουκαλάκι με πατσουλί και  δύο μωβ γυάλινες χάντρες συμπλήρωναν τα καλλυντικά της (- το άλλο το κολιέ το έχασα. - Μην το λυπάσαι, αυτό είναι πιο ωραίο, το άλλο σε αγρίευε κιόλας). Σύντομα το τραπέζι είχε καλυφθεί με ένα νεσεσέρ, αρώματα, ένα ημερολόγιο, ένα σαμπουάν Klorane (-Ξέρεις τι ωραία που τα κάνει τα μαλλιά;), κι εμένα μου έδωσε να κρατάω την οδοντόβουρτσα και τη βούρτσα μαλλιών. Μου έδειξε τις μαύρες κάλτσες -απ' αυτές που ανεβαίνουν μέχρι το γόνατο- που μόλις είχε αγοράσει.  Ήταν πολύ ευχαριστημένη. Στον πάτο της τσάντας βρίσκονταν τα φάρμακα, τα hypnocédons και τα romidons (δυστυχώς, πρόκειται για τα χάπια του θανατηφόρου κοκτέιλ με την ηρωίνη). Άνοιξε κάθε κουτί ξεχωριστά για να ελέγξει το περιεχόμενο. Με ανάγκασε να διαβάσω τις οδηγίες για τα romidons. Τις διάβασα προσεκτικά. Ήταν ένα παράγωγο της μεθαδόνης. Ήξερε τις δόσεις που έπρεπε να πάρει. Της είπα να είναι προσεκτική, να μην αναμειγνύει τα χάπια με αλκοόλ, αλλά προφανώς τα ήξερε όλα αυτά πολύ καλύτερα από μένα. Στην αρχή θα έπαιρνε μεγαλύτερες δόσεις από τις προβλεπόμενες και στη συνέχεια θα τις μείωνε σταδιακά. Ήξερε ότι έπρεπε να αντέξει τρεις πολύ δύσκολες ημέρες. (Ο Ν. είχε ακούσει βέβαια την Αλεξία να λέει: Δεν βάζω κανέναν πάνω από την πρέζα).

-Ξέρεις, αυτό το κάνω για σένα. Άνοιξε το ημερολόγιό της και με ένα στυλό κύκλωσε τις μέρες που θα περνούσε στη Σέριφο. Στο δάχτυλό της, λίγο ροζ βερνίκι είχε αντισταθεί στο ασετόν. -Κοίτα, σε μια βδομάδα, την επόμενη Παρασκευή ή το πολύ το Σάββατο, θα έχω επιστρέψει. Και τότε θα χρειαστώ ψυχολογική υποστήριξη. Τη διαβεβαίωσα ότι όλα θα πάνε καλά και ότι, αν ήθελε, θα μπορούσα στο μεταξύ να μιλήσω στη μητέρα της -γιατί ήξερα ότι η μεταξύ τους σχέση δηλητηρίαζε τη ζωή της (η μητέρα μου δεν ρωτάει πια καν για μένα, την τελευταία φορά ούτε που με φίλησε, και δεν έχει κάνει ποτέ δώρο στη Λουίζα). Προτιμούσε να μιλήσω στη μητέρα της όταν θα έχει επιστρέψει. -Ξέρεις, τώρα νιώθω πιο πολύ κοντά σου. Δεν ήμουν σίγουρος ότι άκουσα καλά, και την έβαλα να επαναλάβει. Με κοίταζε επίμονα με αυτά τα όμορφα μπλε μάτια της. Δεν είχαν περάσει απαρατήρητα από την παρέα των νέων που κάθονταν δίπλα όταν πήγε να τους ζητήσει φωτιά. Μου έδειξε και τα εισιτήρια για το πλοίο -Milos Express- σαν να ήθελε να μου πει, βλέπεις, είναι αλήθεια, μην είσαι τόσο καχύποπτος, πριν τα βάλει όλα πίσω στην τσάντα της. Είχα ακόμα μερικές ερωτήσεις να της κάνω γι' αυτόν τον τύπο, αυτόν τον Νίκο, που είχε ανέβει μαζί της στο περιοδικό.

Τον είχαμε "ανακρίνει" όλο το βράδυ με τον Γιάννη και τη Βάλια, ενώ οι υπόλοιποι διασκέδαζαν στο διπλανό γραφείο, και τα είχε πάει αρκετά καλά. Ειδικά η Βάλια, με το ποτήρι της ακόμη στο χέρι, αρνιόταν να τον πιστέψει, και του έκανε συνέχεια τις ίδιες ερωτήσεις, ξανά και ξανά. -Εγώ, νταβατζής; Θέλω μόνο να βοηθήσω την Αλεξία και μόνο την Αλεξία. Δεν έχω καμία σχέση με την πρέζα. Εντάξει, ο αδελφός μου ήταν εξαρτημένος, γι' αυτό και ξέρω πολλά πράγματα. Την Αλεξία τη γνώρισα σε κάτι φίλους, και αφού ήθελε να "δουλέψει" γιατί όχι στο ξενοδοχείο όπου μένω (έχω ένα δωμάτιο τσάμπα, η ξενοδόχα δεν τα θέλει τα λεφτά μου), έτσι θα μπορούσα να τη βοηθήσω. -Αυτός, να με βοηθήσει; Μου βούταγε τα χρήματά μου. Ένα βράδυ, είχα πάνω μου 3.500 δραχμές και επειδή κοιμόμασταν στο ίδιο δωμάτιο, την επόμενη μέρα βρήκα μόνο 1.500. Ένα άλλο βράδυ, είχα κερδίσει 15.000, ήθελε τις 10.000 και τσακωθήκαμε. Πήρε τα χρήματα και τα έπαιξε στα φρουτάκια. Αυτόν τον Νίκο, θα μπορούσες να τον περάσεις σχεδόν για φιλόσοφο της Περιπατητικής Σχολής που παρατηρεί από μακριά τις ατυχίες του κόσμου (ξέρεις, σκοπεύω να αγοράσω μια φωτογραφική μηχανή για να φωτογραφίζω τα περίεργα που βλέπω. Μια φορά, οι μπάτσοι σταμάτησαν ένα αυτοκίνητο γεμάτο όπλα. Κρίμα που δεν μπόρεσα να το φωτογραφίσω).

Η Βάλια: Κι όμως εσύ ήσουν που έφερες την Αλεξία για να φωτογραφηθεί. -Α όχι, αυτή με ανάγκασε ! Μου είπε να ανέβω μαζί της. -Και τι κάνεις με τα άλλα κορίτσια στο ξενοδοχείο; Εγώ τίποτα, ένα γεια μόνο λέμε. Με ενδιαφέρει μόνο η Αλεξία, είναι η μόνη που θέλω να βοηθήσω. Αλλά δεν είμαι και ο καλός Σαμαρείτης. Πριν λίγες μέρες, η Αλεξία έπεσε σε κώμα στο αυτοκίνητο ενός πελάτη. Εγώ πήγα να τη σώσω: τη χαστούκισα, της έριξα νερό, της έκανα τεχνητή αναπνοή - τα έκανα όλα. Η Αλεξία: μπούρδες... ποιο κώμα; Όπως και ο υποτιθέμενος γάμος σου με την ανάπηρη (-'Ομορφο πρόσωπο είχε, αλλά ήταν ανάπηρη. Έκανα δύο παιδιά μαζί της, δεν ήθελα προίκα, αλλά μετά από δέκα χρόνια κλάταρα. Εγώ κάλυπτα όλες τις ανάγκες του σπιτιού). - Αλήθεια είναι ότι παντρεύτηκε, αλλά με μια Αλβανίδα με αντάλλαγμα 500.000 δρχ, ωραίος γάμος τι να σου πω. Θα μπορούσες εσύ να κάνεις έναν τέτοιο γάμο; Σιγά-σιγά, από αποκάλυψη σε αποκάλυψη, ο Νίκος ο φιλόσοφος, ο περιπατητής της οδού Σωκράτους, γινόταν και πάλι εκείνος ο τρομερά δυσάρεστος τύπος που με είχε απωθήσει από την πρώτη στιγμή με τα βρώμικα πόδια του, τις άθλιες σαγιονάρες, τα ύπουλα μάτια και το στόμα όπου έλειπαν τα μισά δόντια, όταν τον είχα δει στο πλευρό της Αλεξίας το βράδυ της πρώτης μας συνάντησης, τότε που είχα πάθει τέτοιο σοκ στο δρόμο, κάτω από τα γραφεία του περιοδικού.  Ένας τύπος που δουλεύει δήθεν ζαχαροπλάστης την ημέρα και κάνει τον νταβατζή τη νύχτα. Τώρα που είχα τις πληροφορίες μου γι' αυτόν τον Νίκο, ήθελα να μάθω περισσότερα και για τον φίλο της Σερίφου, που θα την συνόδευε σε αυτές τις δύσκολες στιγμές. Αλλά καλύτερα τώρα να μην το πολύ σκαλίζω. Ρώτησα απλώς την Αλεξία αν ήταν φίλος (θυμήθηκα ότι μου είχε πει ότι δεν είχε πραγματικούς φίλους) που θα μπορούσε να τη στηρίξει. Με διαβεβαίωσε πως ήταν τέτοιος και την πίστεψα.

Πέρασε έτσι μία ώρα. Είχε λογαριάσει τα πάντα στο τρένο: τον χρόνο που θα περνούσε μαζί μου, τη διάρκεια της διαδρομής, την ώρα και τον τόπο του ραντεβού με τον φίλο από τη Σέριφο. Στο δρόμο, καθώς περνούσαμε μπροστά από φωτισμένες βιτρίνες, μου είπε ότι εκείνη και η Μερόπη θα χρησιμοποιούσαν τα ρούχα που δάνειζαν τα καταστήματα μόδας για να ντυθούν (και τα καταστήματα δεν θα ήξεραν τίποτα γι' αυτό). Της είπα ότι αυτό το έκανε ήδη η Μερόπη. Στο σταθμό του ηλεκτρικού, μόλις και πρόλαβα να αγοράσω τα εισιτήρια. Το τρένο έφτανε και μου φάνηκε ανόητο να τα επικυρώσω. Στο βαγόνι, ζήτησε από έναν νεαρό άνδρα (έναν ξιφομάχο) να καθίσει στη διπλανή θέση. Με φώναξε. Της είπα να καθίσει. Δεν ήθελε να καθίσει. Κατάλαβα τότε ότι ήθελε να καθίσω εγώ για να την πάρω στα γόνατά μου. Στο απέναντι κάθισμα, δύο κορίτσια πάλι μας κοιτούσαν σιωπηλά. -Ξέρεις, έχω μια ιδέα για τις επόμενες φωτογραφίες, δεν ξέρω πώς θα σου φανεί. Θα μπορούσες να με φωτογραφίσεις γυμνή με τη Λουίζα στην αγκαλιά μου. Θα μπορούσαμε να της βάλουμε λίγο μακιγιάζ και ένα τσιμπιδάκι στα μαλλιά, θα ήταν πολύ όμορφη έτσι. Της απαντώ ότι θα ήταν μια υπέροχη φωτογραφία και γιατί όχι το επόμενο εξώφυλλό μας. -Και πιστεύεις ότι αυτή η ιδέα θα άρεσε στον Στάθη; -Είμαι σίγουρος. Της είχα ήδη πει στο καφέ πόσο πολύ τη συμπαθούσαμε στο περιοδικό και ότι την κουβεντιάζαμε την προηγούμενη μέρα. Αυτό την χαροποίησε πολύ. Φτάσαμε στην Ομόνοια και όταν σηκώθηκε είδε έναν λεκέ πάνω στο παντελόνι μου. Στεναχωρήθηκε, σχεδόν πανικοβλήθηκε, νιώθοντας υπεύθυνη. Τη διαβεβαίωσα ότι ήταν απλώς λίγο νερό που είχε πέσει από το ποτήρι μου. Καθώς κατεβαίναμε από το τρένο, κοντέψαμε να πέσουμε πάνω σε μια ομάδα αστυνομικών με πολιτικά. Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή. Την τράβηξα μακριά τους. -Και αν δούμε τον Νίκο, τι θα του πούμε; -Τίποτα. Στο περιοδικό είχαν φύγει όλοι. Της έδωσα το τεύχος. -Βλέπεις, σ' αυτό εδώ η φωτογραφία είναι λίγο πιο ανοιχτή. Της είπα ότι προτιμούσα την πόζα που κοιτάει την κάμερα. -Όχι, αυτός που αυτοκτονεί, είτε κοιτάζει προς τα πάνω, είτε προς τα κάτω. Της έδωσα και τα χρήματα. -Δεν θα υπάρξει άλλη φορά. Θα σου τα χρωστάω αυτά τα λεφτά. Επειδή κάποια άλλη φορά, ίσως, θα έχω μια ακόμη χάρη να σου ζητήσω. Δεν θέλω να κλείσω μια πόρτα. Είναι ένα χρέος. Νόμιζα ο ηλίθιος ότι της έδινα συμβολικά τα χρήματα για την τελευταία της δόση. Πήρε μερικά παλιά τεύχη από μια στοίβα. -Πρέπει να έχω κάτι να με απασχολεί γιατί θα είναι δύσκολο. Στο ασανσέρ, την έσφιξα πάνω μου και της φίλησα τα μάτια.

Φτάσαμε με μισή ώρα καθυστέρηση στο σημείο του ραντεβού, στο υπόγειο του ηλεκτρικού. Φοβήθηκα ότι τα είχαμε κάνει θάλασσα. Ο φίλος της Σερίφου δεν φαινόταν πουθενά. -Περίμενε, θα του τηλεφωνήσω. Ένα φαλακρό κεφάλι στο βάθος; όχι, δεν ήταν αυτός. Την ώρα που κατευθυνόμασταν προς τους θαλάμους, τον είδαμε να κατεβαίνει από μια χαλασμένη κυλιόμενη σκάλα. Αυτή τη φορά μας σύστησε και του έσφιξα το χέρι. Την έβαλα να μου υποσχεί ότι θα μου τηλεφωνούσε μόλις φτάσει. Ο φίλος θα φρόντιζε να την ξυπνήσει για να μην χάσουν το πλοίο. Τους ευχήθηκα καλό ταξίδι. -'Ολα θα πάνε καλά. Με το που χωριστήκαμε, ήξερα ότι θα πήγαινε να αναζητήσει την "τελευταία" της δόση.

[Παρασκευή βράδυ]
Τηλεφώνησα στη μητέρα της και την ίδια στιγμή το μετάνιωσα. Τι θα γινόταν αν έπαιρνε μία λάθος πρωτοβουλία και ματαιωνόταν η αναχώρηση;  Με ρώτησε πού βρισκόταν η κόρη της. Της είπα την αλήθεια. Ήθελε να μάθει πόσο καιρό γνώριζα την Αλεξία και ποιος μου είχε δώσει τον προσωπικό της αριθμό. Της είπα ότι η Αλεξία υπέφερε πολύ από την αποξένωση που ένιωθε και ότι ήταν καιρός να σκεφτούμε να τη βοηθήσουμε. Με διαβεβαίωσε ότι θα μου τηλεφωνούσε την επόμενη μέρα. Φυσικά δεν το έκανε.

[Σάββατο]
Την επόμενη μέρα, γύρω στις 2.30 το μεσημέρι, τηλεφώνησα στη Σερίφο. 'Αφησα το τηλέφωνο να χτύπησει πολλή ώρα. Είχα αρχίσει να απελπίζομαι (μήπως τελικά δεν είχε φύγει και είχε ξανακυλήσει;), όταν το σήκωσε η ίδια. Σιδέρωνε. Υπήρχε στο δωμάτιο ένα ανοιχτό ραδιόφωνο. Είχε ωραία μέρα, αλλά δεν είχαν βγει ακόμα από το σπίτι και είχαν ήδη τσακωθεί. Της είπα να κάνει υπομονή. Υποσχέθηκε να μου τηλεφωνήσει εκείνη για να μην χρεώνομαι.

[Κυριακή]
Το απόγευμα της μεθεπόμενης. Καλώ μια φορά, κανείς. Ανησυχώ. Μια δεύτερη φορά αργότερα. Το σηκώνει ο φίλος . -Έχουμε κάποια μικροπροβλήματα, αλλά όλα καλά. Η Αλεξία μου το επιβεβαιώνει. -Δεν έχω πάρει τίποτα εδώ και 24 ώρες, όχι 30. Χθες είχα παραισθήσεις. -Είχε σπασμούς. -Ήθελα να γυρίσω σπίτι. -Ευτυχώς που δεν το έκανες. Κάνε υπομονή και μην πιέζεις πολύ τον φίλο σου. Δεν είχε βγεί ακόμη βόλτα. Η φωνή της ήταν διστακτική. Τη ρώτησα αν είχε τηλεφωνήσει στη γιαγιά της. -Αργότερα. Την παρακάλεσα να με καλέσει μόλις νιώσει άσχημα. -Αλλά ξέρεις, με βρήκε στις 6 το πρωί. -Δεν πειράζει, πάρε με όποια ώρα θέλεις. -Μόνο που τα πλοία φεύγουν το μεσημέρι. -Θα πάρω το πρώτο πλοίο που θα βρω. Δεν τρώει, αλλά σκέφτεται να πάρει κάτι χάπια που ανοίγουν την όρεξη.

[Δευτέρα]
Η πιο κρίσιμη ημέρα. Μετά από αρκετές κλήσεις, τελικά σηκώνουν το τηλέφωνο. Είναι ο φίλος. -Σήμερα τα πάμε πολύ καλά. Η φωνή του είναι σταθερή, σχεδόν χαρούμενη. -Είσαι καταπληκτικός. Η Αλεξία δεν μας αφήνει να συνεχίσουμε. Του παίρνει το ακουστικό. Κοιμήθηκε πολύ, από τις 19.30 μέχρι τις 9.00 σήμερα το πρωί. Η φωνή της είναι καθαρή. -Εδώ μετράμε τις μέρες. -Κι εγώ τις μετρούσα, αλλά τώρα δεν χρειάζεται, τα κατάφερες. Σε θαυμάζω. -Κι εγώ σε σκέφτομαι όλη την ώρα. Χάρη σε σένα τα κατάφερα. -Χάρη και στον φίλο σου. Αυτό που κάνει για σένα είναι πολύ ωραίο. -Όχι, όχι, σε σένα το χρωστάω (ο άλλος ήταν δίπλα, αισθάνθηκα άσχημα γι' αυτόν). -Έβγαλα μερικές φωτογραφίες σήμερα. -Τα κύματα; -Όχι, τον εαυτό μου, έβαλα τη γραβάτα και τις κάλτσες. -Τις μαύρες που μου έδειξες... -Ναι, κάναμε δύο φιλμ, αλλά το ένα θα χάλασε γιατί πήρε φως.  Θα μπορέσεις να μου εμφανίσεις το άλλο; -Φωτογράφισε και τη θάλασσα. -Δεν φαντάζεσαι πόσο περπάτησα σήμερα και πόσα σκαλιά ανέβηκα! Ακόμα δεν πεινάω (παρεμβαίνει ο φίλος: πες του ότι έπεσες σε κώμα). -Ναι, έπεσα σε κώμα. Είχα πάρει δύο αντικαταθλιπτικά με ένα hypnocédon. -Εκείνος σε έσωσε;
-Όχι, κοιμόμουνα. Παραγγείλαμε κι άλλα φάρμακα, γιατί έχω κολπίτιδα. Το άσχημο είναι ότι δεν υπάρχει ούτε μια μάρκα τσιγάρων σε αυτό το νησί. -Καθόλου Camel; -Καθόλου, αγόρασα καπνό. -Καλύτερα, έτσι θα καπνίζεις λιγότερο. -Μπα, μπορώ να τα στρίψω πολύ γρήγορα. -Αν όλα πάνε καλά και δεν με χρειαστείτε στη Σέριφο, θα σε περιμένω στον Πειραιά. -Ναι, είσαι ο μόνος που θέλω να δω. -Κολύμπησες; Όχι, φοβάμαι ότι η θάλασσα είναι κρύα. Θα μου φέρουν τη γάτα; -Όχι ακόμα, γιατί ο Στάθης όπως σου είπα, δεν είχε τα κλειδιά του και επιστρέφει σήμερα από Ζάκυνθο. -Ναι, σωστά. -Θα φροντίσω εγώ για τη γάτα. Θέλεις να την φέρω στον Πειραιά; -Ε όχι, δεν χρειάζεται. -Θα γυρίσεις το επόμενο Σαββατοκύριακο; -Όχι, νομίζω ότι θα γυρίσω την Πέμπτη. -Μείνε λίγες μέρες ακόμα. Δες το σαν διακοπές. -Αναρωτιέμαι πώς θα είναι η ζωή μου στην Αθήνα. -Μην ανησυχείς, θα τα δούμε όλα μαζί. -Αλλά πρέπει να βγάλουμε και αυτές τις φωτογραφίες. -Έχουμε όλο τον χρόνο μπροστά μας. Ίσως το απόγευμα σου τηλεφωνήσω από το περιοδικό με περισσότερα νέα. -Σ' αγαπώ πολύ, μωρό μου. -Κι εγώ σ' αγαπώ πάρα πολύ.

Είχα εξαντληθεί. Κλείνοντας το τηλέφωνο, βγήκα στη βεράντα για να ξαπλώσω στον μικρό ψάθινο καναπέ. Κοίταξα τα σύννεφα και ευχήθηκα να βρέξει.

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ