Περισσότεροι από 30 Ισραηλινοί πολίτες έχουν κατηγορηθεί για συνεργασία με τις ιρανικές υπηρεσίες πληροφοριών, αποκαλύπτοντας ένα εκτεταμένο δίκτυο εσωτερικής κατασκοπείας που ήρθε στο φως λίγο πριν την έναρξη του πολέμου Ισραήλ–Ιράν τον περασμένο μήνα.
Σύμφωνα με δικογραφίες και επίσημα έγγραφα, δεκάδες πολίτες δέχθηκαν ανώνυμα μηνύματα με προσφορές χρημάτων για πληροφορίες ή φαινομενικά ασήμαντες αποστολές. Η επικοινωνία συνήθως ξεκινούσε μέσω Telegram, και οι αποστολείς, χρησιμοποιώντας ψευδώνυμα όπως «Tehran-Quds» ή «news agency», καλούσαν τους αποδέκτες να μοιραστούν πολεμικές πληροφορίες ή να εκτελέσουν απλές αποστολές με αντάλλαγμα χρηματική αμοιβή, σε ορισμένες περιπτώσεις μέσω PayPal ή κρυπτονομισμάτων.
Τι περιλάμβαναν οι αποστολές των «πρακτόρων του Telegram»
Σταδιακά, οι αποστολές γίνονταν πιο επικίνδυνες. Ένας Ισραηλινός συνελήφθη αφότου δέχθηκε να ελέγξει αν υπήρχε μία θαμμένη μαύρη τσάντα σε πάρκο, με αντάλλαγμα σχεδόν 1.000 δολάρια. Στη συνέχεια, του ζητήθηκε να μοιράσει φυλλάδια και να γράψει συνθήματα κατά του Μπενιαμίν Νετανιάχου, όπως «Bibi = Χίτλερ» ή «Ο Bibi έφερε τη Χεζμπολάχ εδώ».
Άλλοι στρατολογημένοι ανέλαβαν να φωτογραφίσουν στρατιωτικές εγκαταστάσεις και κρίσιμες υποδομές σε όλη τη χώρα, όπως τη βάση Νεβατίμ, το λιμάνι της Χάιφα, εγκαταστάσεις του Iron Dome και τα αρχηγεία της στρατιωτικής αντικατασκοπείας στο Γκλιλότ. Οι φωτογραφίες αυτές εκτιμάται ότι αξιοποιήθηκαν για τον στοχευμένο βομβαρδισμό ισραηλινών θέσεων από ιρανικούς βαλλιστικούς πυραύλους κατά τη διάρκεια του πολέμου των 12 ημερών.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον φέρεται να υπήρχε για το Ινστιτούτο Επιστήμης Ισραήλ (Ινστιτούτο Βάιτσμαν) και τους επιστήμονες του. Σε μία περίπτωση, άτομο που στρατολογήθηκε για να φωτογραφίσει την κατοικία πυρηνικού επιστήμονα, στη συνέχεια έλαβε πρόταση 60.000 δολαρίων για να δολοφονήσει τον ίδιο και την οικογένειά του, και να πυρπολήσει το σπίτι τους. Προσέλαβε τέσσερα ακόμη άτομα, όλοι Άραβες Ισραηλινοί, αλλά η ομάδα δεν κατάφερε να προσεγγίσει το σημείο λόγω της παρουσίας φρουρού. Την επόμενη ημέρα, του ζητήθηκε να επιστρέψει και να τραβήξει νέες φωτογραφίες, κάτι που έκανε, όμως αρνήθηκε να τοποθετήσει GPS στον στόχο του.
Το επαναλαμβανόμενο μοτίβο των ιρανικών μεθόδων φαίνεται πως ακολουθούσε προσέγγιση «πολλές μικρές επενδύσεις, με την ελπίδα να προκύψει ένας αξιόπιστος πράκτορας», όπως περιέγραψε στέλεχος της Σιν Μπετ, σύμφωνα με τον ειδικό σε θέματα πληροφοριών Γιόσι Μέλμαν. Πολλοί στρατολογημένοι απέρριψαν αιτήματα για επιθέσεις εναντίον υψηλόβαθμων Ισραηλινών αξιωματούχων, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις ζητήθηκαν σχεδόν αμέσως δολοφονίες, προτού καν χτιστεί σχέση εμπιστοσύνης.
Μέχρι στιγμής έχει υπάρξει μόνο μία καταδίκη από αυτό το κύμα συλλήψεων.
Η περίπτωση Μαμάν: Από τη χρεοκοπία, στις επαφές με τις ιρανικές μυστικές υπηρεσίες
Μία από τις πιο σοβαρές υποθέσεις συνεργασίας Ισραηλινού με τις ιρανικές αρχές αφορά τον 72χρονο Μορντεχάι «Μότι» Μαμάν, ο οποίος, σύμφωνα με την κατηγορία, ήρθε σε επαφή με Ιρανούς πράκτορες το 2023, αναζητώντας οικονομική διέξοδο μετά από αποτυχημένες επιχειρηματικές κινήσεις και έναν πρόσφατο γάμο με πολύ νεότερη γυναίκα από τη Λευκορωσία.
Ο Μαμάν επικοινώνησε με δύο επιχειρηματίες στην Τουρκία που του πρότειναν να γνωρίσει έναν Ιρανό συνεργάτη τους, τον αποκαλούμενο «Έντι». Αν και ο Έντι δεν εμφανίστηκε ποτέ αυτοπροσώπως, ο Μαμάν συμφώνησε να συναντήσει τους εκπροσώπους του στο Ιράν. Τον Μάιο του 2023, πέρασε παράνομα τα σύνορα από την Τουρκία, κρυμμένος μέσα σε φορτηγό.
Στο Ιράν, του προσφέρθηκαν αρκετές χιλιάδες δολάρια για να εκτελέσει τρεις αποστολές: να αφήσει χρήματα ή όπλα σε προκαθορισμένα σημεία στο Ισραήλ, να τραβήξει φωτογραφίες σε πολυσύχναστους χώρους και να μεταφέρει απειλές σε Παλαιστινίους πολίτες του Ισραήλ που είχαν λάβει ιρανικά χρήματα αλλά δεν εκτέλεσαν τις αποστολές τους.

Ο Μαμάν επέστρεψε προσωρινά στην Τουρκία με $1.300. Τον Αύγουστο ξαναπέρασε στο Ιράν, όπου του προτάθηκε αμοιβή 150.000 δολαρίων για τη δολοφονία ενός εκ των: Μπενιαμίν Νετανιάχου, Γιοάβ Γκαλάντ (τότε υπουργός Άμυνας), ή Ρονέν Μπαρ (επικεφαλής της Σιν Μπετ). Ο Μαμάν φέρεται να ζήτησε 1 εκατ. δολάρια για την «αποστολή», ποσό που οι Ιρανοί αρνήθηκαν. Τότε, προσφέρθηκε ως εναλλακτικός στόχος ο πρώην πρωθυπουργός Ναφτάλι Μπένετ, έναντι 400.000 δολαρίων. Η διαπραγμάτευση έληξε χωρίς οι δύο πλευρές να καταλήξουν σε συμφωνία.
Σύμφωνα με τις αρχές, ο Μαμάν επέστρεψε στο Ισραήλ στα τέλη Αυγούστου, όπου και συνελήφθη στο αεροδρόμιο Μπεν Γκουριόν. Τον Απρίλιο του 2024 καταδικάστηκε σε δέκα χρόνια φυλάκιση για επαφές με ξένη δύναμη και παράνομη είσοδο σε εχθρική χώρα. Ο δικηγόρος του, Εγιάλ Μπέσεργκλικ, χαρακτήρισε την ποινή «υπερβολική» και έχει ασκήσει έφεση.
Η υπεράσπιση υποστήριξε ότι ο Μαμάν δεν γνώριζε πως εισερχόταν σε ιρανικό έδαφος, ούτε ότι ο «Έντι» ήταν πράκτορας, παρά μόνο ένας έμπορος. Ο δικηγόρος ισχυρίστηκε πως ο πελάτης του ενήργησε από φόβο για τη ζωή του και προσπάθησε απλώς να κερδίσει χρόνο χωρίς να δεσμευτεί ουσιαστικά σε κάποια εγκληματική ενέργεια. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο Μαμάν έχει υποστεί ξυλοδαρμούς στη φυλακή και κρατείται σε άθλιες συνθήκες.
Με πληροφορίες από Guardian