ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ, περισσότερο από κάθε χώρα της δικής μας παλαιάς Ευρώπης, μια φωνή που μιλάει για τους υπερπλούσιους, τη φορολόγηση στο 1%, τον έλεγχο των τιμών και άλλα συναφή θέματα θεωρείται περίπου «κομμουνιστική». Και όχι μόνο από τον Τραμπ ή άλλες έξαλλες φωνές δεξιών podcasters αλλά και από ανθρώπους που ταυτίζουν τον φιλελευθερισμό με τη δυναμική των αγορών και τους χαμηλούς φόρους (έχοντας ενδεχομένως πιο προοδευτικές θέσεις για επιμέρους θέματα δικαιωμάτων και ταυτοτήτων).
Αν τα τελευταία χρόνια η ιδέα του σοσιαλισμού ως κάποιας προοδευτικής και αναδιανεμητικής αντίληψης φαίνεται να έχει κάπως αποκατασταθεί, τουλάχιστον σε ένα νεανικό τμήμα της αμερικανικής κοινωνίας, αυτό δεν ισχύει καθόλου για άλλα –και ισχυρά– κομμάτια στις ΗΠΑ. Υπάρχει πάντα ολοζώντανη η ιδέα του επιτυχημένου ιδιοκτήτη που δεν θέλει να μοιράζεται το έχειν του με τους «τεμπέληδες», τους «άχρηστους» και όλους όσοι ελπίζουν σε ένα κράτος κοινωνικών παροχών. Είναι βαθιά εμπεδωμένα στην αμερικανική κουλτούρα η έννοια του κτητικού ατομικισμού και τα σκληρά σύνορα μεταξύ του κόσμου των επιτυχημένων και του εσμού των άτυχων και άχρηστων που δεν τα καταφέρνουν. Όταν, λοιπόν, ένας λόγος για μισθούς, φόρους και κοινωνικές υπηρεσίες εκπέμπεται από κάποιον Μουσουλμάνο ο οποίος, επιπλέον, έχει υιοθετήσει κριτικές αναφορές και για την εξωτερική πολιτική και τη φιλοϊσραηλινή στάση του αμερικανικού κράτους, ο φόβος συμπληρώνεται με πραγματικές δόσεις καχυποψίας στα όρια της υστερίας.
Η στρατηγική των αντιπάλων του είναι να φορτώσουν στον Μαμντάνι καρικατούρες ταξικής, φυλετικής ή «αντισημιτικής» προκατάληψης. Επιδιώκουν να τον εκθέσουν στα μάτια των μετριοπαθών ως φορέα ενός ιδεολογικού και πολιτισμικού αντι-αμερικανισμού.
Ο Ζόραν Κουάμε Μαμντάνι γίνεται έτσι «νόμιμος» στόχος ενός αστερισμού διαφορετικών δυνάμεων και συμφερόντων. Το ότι θα είναι αυτός ο υποψήφιος του Δημοκρατικού Κόμματος για τη δημαρχία της Νέας Υόρκης αιφνιδιάζει και αποσταθεροποιεί ακόμα και εκείνες τις φωτισμένες αστικές μερίδες που θέλουν μια Νέα Υόρκη προοδευτική, αλλά «δίχως υπερβολές». Αυτές τις μέρες κοίταξα συνεντεύξεις και αποσπάσματα από παρεμβάσεις του. Διαβάζω όμως και τα σχόλια, πράγμα που ξέρω ότι πρέπει να γίνεται με προσοχή (αφού με τους ψεύτικους λογαριασμούς δεν μπορείς να είσαι σίγουρος).
Τι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην περίπτωση αυτού του νέου, μαχητικού πολιτικού; Όχι μόνο ή κυρίως τα όσα λέει όσο το πώς απαντά στις επιθέσεις των άλλων μέσα από τις δικές του καταφάσεις. Οι θέσεις του για τα εισοδήματα ή τα δικαιώματα δεν ξεπέφτουν στην τετριμμένη, πολιτικάντικη υπόσχεση. Τα «υλικά» θέματα φωτίζουν εδώ έναν ηθικό ορίζοντα και μαζί μια πολιτική απόφαση κατά της μισανθρωπίας σε όλα της τα προσωπεία, από τη ρατσιστική επιθετικότητα ως την ταξική περιφρόνηση. Και έχει μάλλον περισσότερη σημασία που αυτός, ο γεννημένος το 1991 «Μουσουλμάνος» φαίνεται να πείθει ακριβώς επειδή δεν παίζει μπακάλικα με εκλογικά κοινά (με πελατειακούς όρους ικανοποίησης επιμέρους μειονοτήτων) αλλά επαναφέρει στο προσκήνιο το όραμα μιας πραγματικά συμπεριληπτικής κοινότητας. Δεν μιλά μόνο αλλά κα δείχνει πώς είναι να μην κλείνεται κάθε κοινωνική ταυτότητα στη δική της γλώσσα. Ο Μαμντάνι ενώνει έτσι στα παραδείγματα που χρησιμοποιεί το καθολικό και το ιδιαίτερο, ξεχωριστούς εργασιακούς και πολιτισμικούς κόσμους με ένα ορατό, κοινό νήμα.
Τον ρωτούν πονηρά για τον «κομμουνισμό», εκείνος αποφεύγει, χαμογελώντας, την παγίδα και αμέσως επιστρέφει στο γήπεδο του δικού του δημοκρατικού σοσιαλισμού, γνωρίζοντας, φυσικά, πως για τους εχθρούς του όλο αυτό είναι ένα παιχνίδι μεταμφίεσης του «εξτρεμιστή». Η στρατηγική των αντιπάλων του είναι να φορτώσουν στον Μαμντάνι καρικατούρες ταξικής, φυλετικής ή «αντισημιτικής» (η τελευταία μόδα) προκατάληψης. Επιδιώκουν να τον εκθέσουν στα μάτια των μετριοπαθών ως φορέα ενός ιδεολογικού και πολιτισμικού αντι-αμερικανισμού.
Ο ίδιος, πάντως, αμύνεται και αντέχει. Δεν σπεύδει να αρνηθεί τις αιχμές των παρεμβάσεών του και επιλέγει να αντιστρέφει τους όρους της επίθεσης, αποκαλύπτοντας, έτσι, την κακοπιστία και τη γελοιότητα των επιθέσεων, είτε από τους τραμπικούς είτε από το ολιγαρχικό στρώμα μέσα στο Δημοκρατικό Κόμμα.
Φυσικά, δεν θα είναι εύκολη υπόθεση η νίκη σε μια πόλη με τόσο μεγάλα συμφέροντα και κόμβους πανίσχυρων εξουσιών. Δεν είναι απλή ιστορία το να πολιτεύεται κανείς στην καρδιά του υπερσύγχρονου καπιταλισμού μιλώντας για τις «κατώτερες τάξεις» και για άλλες δύσκολες υποθέσεις. Ακούγοντας και βλέποντας τον Μαμντάνι, πάντως, δεν αντικρίζεις ούτε την αριστερά των ακαδημαϊκών διανοουμένων ούτε έναν κάπως πιο χαριτωμένο αριστερό σοσιαλδημοκράτη. Βλέπεις έναν άνθρωπο διαθέσιμο να τα βάλει με τα τέρατα δίχως να μετατρέπεται σε προφήτη δυσάρεστων ειδήσεων και μεγάφωνο επερχόμενων δεινών. Ο Μαμντάνι φαίνεται να αποφεύγει τη ζοφώδη παρουσίαση των πραγμάτων δίχως, την ίδια στιγμή, να υιοθετεί το γλοιώδες positive attitude των «κερδισμένων της ζωής». Δεν ντύνεται έναν μιζεραμπιλιστικό λόγο αλλά αρνείται (και ελπίζω να το κάνει και στη συνέχεια) να γίνει ένας Κιρ Στάρμερ.
Το μόνο βέβαιο είναι πως ο Μαμντάνι και ο Σάντερς, ο millennial Μουσουλμάνος και ο βετεράνος των ’60s, αρθρώνουν με τον καλύτερο τρόπο μια διαφορετική αμερικανική φωνή. Και αν το σκεφτεί κανείς, αυτή η φωνή είναι η μοναδική εναλλακτική απέναντι στον τραμπικό ακροδεξιό μηδενισμό και στον αργό θάνατο του αυτάρεσκου κεντρώου φιλελευθερισμού.
Τα πράγματα και στις ΗΠΑ και στον κόσμο είναι τόσο οριακά, που οι ασυνήθιστες παρουσίες μπορεί να λένε κάτι για το μέλλον. Όχι όμως κάθε «αιρετική» υποψηφιότητα, αφού και ο Έλον Μασκ, αν πολιτευτεί, θα το κάνει με όρους «αντισυστήματος». Είπαμε: και οι πιο ισχυροί άνθρωποι παρουσιάζονται στη σκηνή ως φωνές του απλού πολίτη και της καθημερινότητας. Ο Ζόραν Μαμντάνι δείχνει να έχει καταλάβει τι σημαίνει να συσπειρώνει κανείς πάνω σε δεσμευτικά περιεχόμενα, όχι πάνω σε κούφια λόγια και εφήμερες, συναισθηματικές σημαίες. Ίσως καταφέρει κάτι. Ίσως και να ηττηθεί. Αλλά το γεγονός πως τον υπολογίζουν και τον φοβούνται είναι ήδη μια ξεκάθαρη ηθική και πολιτική νίκη.