ΑΞΙΖΑΝ ΚΑΤΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟ τα «100 Χρόνια Ελληνικής Δισκογραφίας» από την ομώνυμη φετινή παραγωγή της ΕΡΤ που προβλήθηκε στην τηλεόραση και βρίσκεται πλέον ολόκληρη στην πλατφόρμα του Ertflix. Υπό άλλες συνθήκες τα δώδεκα 45λεπτα επεισόδια της σειράς θα κυλούσαν συναρπαστικά και εν αγνοία του χρόνου – όσο συναρπαστική υπήρξε η ελληνική μουσική στο μεγαλύτερο μέρος του περασμένου αιώνα. Το αρχειακό υλικό (της ΕΡΤ) μοιάζει επαρκές, παρότι θα μπορούσε να είναι πιο πλούσιο και σίγουρα πιο κρίσιμο, και οι μαρτυρίες και οι επισημάνσεις των (επιζώντων) καλλιτεχνών, δημιουργών και ειδικών πάσης φύσεως χρήσιμες, αν και όχι πάντα διαφωτιστικές ή πρωτότυπες. Ατυχώς όμως η σκηνοθεσία είναι εντελώς συμβατική, στεγνή και στείρα (να σημειώσουμε χαρακτηριστικά ότι τα αποσπάσματα από παλιές εκπομπές εμφανίζονται μέσα σε οθόνη vintage τηλεοπτικής συσκευής, τρικ που ήταν πασέ και κακόγουστο από τα 90s ήδη).
Γεγονός που αποτελεί ένα είδος κατορθώματος, αν αναλογιστεί κανείς τις φοβερές και τρομερές προσωπικότητες που παρελαύνουν –βιαστικά και ασθμαίνοντας, για να χωρέσουν όλοι– σ’ αυτή τη διαδρομή που ξεκινά από την αρχή της ελληνικής δισκογραφίας και φτάνει μέχρι το τέλος της ουσιαστικά –ή την διαμόρφωσή της σε κάτι εντελώς άλλο– μέσα σε τούτο τον αιώνα. Και το πιο οδυνηρό ίσως είναι ότι κάθε επεισόδιο στοιχειώνεται –και όχι με την καλή έννοια– από την στημένη παρουσία και την ξέπνοη αφήγηση της Χάρις Αλέξιου, την οποία συμπαθώ αντανακλαστικά και βαθιά από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, εδώ όμως, χωρίς να το επιδιώκει, «καπελώνει» ένα προϊόν που έτσι κι αλλιώς δυσκολεύεται να αναπνεύσει. Προς υπεράσπισή της πάντως, το γεμάτο γλαφυρές κοινοτοπίες σενάριο δεν τη βοήθησε.
Είδα με σχετικό ενδιαφέρον και τα δώδεκα επεισόδια, έστω κι αν κάθε τόσο σκεφτόμουν πόσο ενδιαφέρον θα είχε μια διαφορετική ανάπτυξη κάποιων περιφερειακών σταθμών αυτής της διαδρομής.
Τα κεφάλαια-επεισόδια της σειράς είναι τα εξής: «Η Αυγή της Ελληνικής Δισκογραφίας», «Η Ελληνική Δισκογραφία στα Πρώτα Μεταπολεμικά Χρόνια», «Η Χρυσή Δεκαετία του '60» (Α’ και Β’ Μέρος), «Η Δισκογραφία στα Χρόνια της Χούντας» (A' και Β’ Μέρος), «Η Δισκογραφία στα Πρώτα Χρόνια της Μεταπολίτευσης», «Η Δισκογραφία στη Δεκαετία της Αλλαγής» (Α’ και Β' Μέρος), «Η Δισκογραφία στη Δεκαετία του '90» (Α’ και Β’ Μέρος) και «Η Δισκογραφία στη Νέα Χιλιετία». Γιατί τώρα η δεκαετία του ’80 πρέπει να είναι σώνει και καλά η δεκαετία «της Αλλαγής» δεν είναι σαφές (δισκογραφικώς) από την αφήγηση της σειράς. Ή το γιατί μερικά από τα κορυφαία άλμπουμ (ή «κύκλοι τραγουδιών») της ελληνικής μουσικής πρέπει να τοποθετηθούν στο πλαίσιο της χούντας (να υπενθυμίσουμε ότι στην επταετία εκείνη κυκλοφόρησαν δίσκοι αξεπέραστοι όπως «Ο Αγιος Φεβρουάριος», «Ο Μεγάλος Ερωτικός», «Το περιβόλι του τρελού» και το «Βρώμικο ψωμί», «Ο Δρόμος», η «Ανθολογία Β’», το «Χρονικό» και «Τα μικροαστικά»).
Παρ’ όλα αυτά, είδα με σχετικό ενδιαφέρον (και με περιστασιακή χρήση του δείκτη «15 δευτερόλεπτα μπροστά») και τα δώδεκα επεισόδια, έστω κι αν κάθε τόσο σκεφτόμουν πόσο ενδιαφέρον θα είχε μια διαφορετική ανάπτυξη κάποιων περιφερειακών σταθμών αυτής της διαδρομής. Όπως ας πούμε το οικοσύστημα των λεγόμενων «δισκογραφικών της Ομόνοιας» στη δεκαετία του ’70 και του ’80 ή μια προσέγγιση της queer διάστασης σημαντικού μέρους του ρεπερτορίου των ‘90s. Ίσως μια άλλη φορά. Η ελληνική δισκογραφία άλλωστε είναι πολυδιάστατη και ανεξάντλητη.
Κατά ειρωνικό τρόπο ίσως, μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα τελευταία επεισόδια της σειράς, παρότι τα ιερά τέρατα του παρελθόντος έχουν ήδη εκλείψει, επειδή θίγονται κάποια ζητήματα που αποκαλύπτουν τον διαβρωτικό ρόλο των μεγάλων δισκογραφικών εταιρειών και την διαπλοκή τους με τα ραδιόφωνα και τον Τύπο με αποκορύφωμα το ξεπούλημα των καταλόγων τους και τη διανομή τους με τη μορφή «δώρου CD» μαζί με τις εφημερίδες στα περίπτερα. «Δεν χρειαζόταν να έρθει κανένα ίντερνετ και καμία κρίση για να καταστήσει νοσηρή την ελληνική δισκογραφία», λέει χαρακτηριστικά στο τελευταίο επεισόδιο ο μουσικός και συνθέτης Γιώργος Μπουσούνης. «Το είχαμε κάνει από μόνοι μας». Η σειρά κλείνει όχι με κάποιο σύγχρονο τραγούδι που θα μπορούσε να ατενίζει με αισιοδοξία ένα φωτεινότερο μουσικό (αν όχι δισκογραφικό) μέλλον, αλλά με τη φωνή της Τζένης Καρέζη να τραγουδά το «Δεν έχει αρχή» από την ταινία «Λόλα» του 1964. Σε ένα προηγούμενο επεισόδιο πάντως, κάποιος είχε επισημάνει ότι το μοναδικό πρόσωπο που ερμήνευσε σε πρωτότυπες εκτελέσεις όλους σχεδόν τους μεγάλους Έλληνες συνθέτες δεν ήταν άλλο από την Αλίκη Βουγιουκλάκη…
100 Χρόνια Ελληνικής Δισκογραφίας - τρέιλερ