ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΛΙΓΟ ΚΑΙΡΟ έφθασε στ’ αυτιά μου η διασκευή της Σtella (Στέλλα Χρονοπούλου) σ’ ένα πολύ παλιό τραγούδι της Λίτσας Σακελλαρίου («Τα βήματα») και όσο να ’ναι παραξενεύτηκα. Το λέω, γιατί σπανίως θα δεις νέους (ή πιο νέους τέλος πάντων) τραγουδοποιούς να ψάχνουν στο παρελθόν της ελληνικής δισκογραφίας, παραμερίζοντας τα κύρια και βασικά, και ψάχνοντας πιο πέρα και πιο βαθιά, για να βρουν τα δικά τους υποτιμημένα διαμάντια. Μ’ αρέσει λοιπόν, όταν οι νεότεροι και οι νεότερες διασκευάζουν κάτι μη προφανές, και βεβαίως αποτιμώ θετικά το γούστο τους, όταν το μη προφανές είναι ταυτοχρόνως και σπουδαίο – όπως συμβαίνει με «Τα βήματα». Παρεμπιπτόντως... το άλμπουμ της Σtella αποκαλείται “Adagio”, κυκλοφόρησε τον περασμένο Απρίλη από την αμερικάνικη Sub Pop Records, αλλά... δεν είναι αυτό το θέμα μας εδώ.
Από πού προερχόταν, λοιπόν, αυτό το καταπληκτικό τραγούδι;
«Τα βήματα» ήταν ένα από τα δώδεκα tracks του πρώτου προσωπικού άλμπουμ της Λίτσας Σακελλαρίου, που είχε τίτλο «Δώδεκα Βράδυα» και που είχε τυπωθεί από τη Minos το 1969 – ένα άλμπουμ τελείως μοναδικό, μέσα στο σώμα της ελληνικής δισκογραφίας, και προφανώς... ανάδελφο και ανεπανάληπτο!
Συζητάμε λοιπόν για ένα δίσκο χωρίς μπουζούκια (άρα «μοντέρνο» κατά μίαν έννοια), κάπως folk με διεθνείς όρους ή και κάπως «νεοκυματικό» ή και «ελαφρό» με όρους ελληνικούς – κλεισμένο σ’ ένα καταπληκτικό διεθνών προδιαγραφών εξώφυλλο, που είχε επιμεληθεί ο ζωγράφος Μιχάλης Βελούδιος. Στην πράξη, όμως, οι επιρροές ήταν ποικίλες.
Στίχοι-μουσική –διαβάζουμε στο label– Γ. Γεωργιάδης-Π. Ζέρβας. Ποιοι ήταν αυτοί οι εντελώς άγνωστοι δημιουργοί και τι ακριβώς είχε κάνει ο καθένας τους στο δίσκο; Στίχους είχε γράψει ο Γιώργος Γεωργιάδης και μουσικές ο Πέτρος Ζέρβας; Ή μήπως είχαν γράψει και οι δύο και στίχους και μουσικές; Δεν είναι εύκολο να το πεις με σιγουριά. Πάντως και οι δύο ήταν συνθέτες-μουσικοί (ο Ζέρβας εξάλλου έπαιζε στον δίσκο κλασική κιθάρα), ενώ ο Γεωργιάδης έγραφε και στίχους (εξακριβωμένα). Ας υποθέσουμε λοιπόν πως συνθέτης ήταν ο Ζέρβας και στιχουργός ο Γεωργιάδης, έχοντας την Λίτσα Σακελλαρίου ως βασική ερμηνεύτρια των τραγουδιών τους.
Ta Vimata
Όταν κυκλοφόρησαν τα «Δώδεκα Βράδυα» μπορεί οι Γεωργιάδης και Ζέρβας να ήταν άγνωστοι στο ευρύ κοινό, αλλά δεν ήταν καθόλου άγνωστη η Σακελλαρίου, η οποία ήταν ήδη μία βραβευμένη τραγουδίστρια από την παιδική, κιόλας, ηλικία της – από τα δέκα χρόνια της! (Έτσι είχα διαβάσει σ’ ένα κείμενο, που συνόδευε μια παλαιά συνέντευξή της). Φυσικά, μεγαλώνοντας, τα βραβεία –για την ωραία, ελαφριά, φωνή της– θα γίνονταν όλο και πιο σημαντικά και κυρίως συνεχή. Πιο συγκεκριμένα...
Στο 5ον Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης (7-9 Σεπτεμβρίου 1966) βραβεύεται με Τρίτο Βραβείο το τραγούδι «Ποτάμι» (Πάνος Καψοκαβάδης-Ηλίας Ηλιόπουλος), που είχαν αποδώσει η Κλειώ Δενάρδου και η Λίτσα Σακελαρίου (τότε τα τραγούδια του φεστιβάλ ερμηνεύονταν από δύο φωνές ξεχωριστά). Έπειτα, στο 7ον Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού (11-13 Σεπτεμβρίου 1968) λαμβάνει Τρίτο Βραβείο, και πάλι, το τραγούδι «Θεέ μου» (Αλέκος Σπάθης-Ηλίας Ηλιόπουλος), που θα απέδιδαν η Γιοβάννα και η Λίτσα Σακελλαρίου. Τέλος, στο 8ον Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού (17-19 Σεπτεμβρίου 1969) η Λίτσα Σακελλαρίου θα βραβευόταν (και) ως η καλύτερη τραγουδίστρια της διοργάνωσης, καθώς οι ερμηνείες της, όπως και η γενικότερη παρουσία της στα τραγούδια «Φεύγω» (Ν. Δανίκας-Ν. Λουκόπουλος) (θα αποδιδόταν και από την Σούλα Κοψίνη) και «Σκέψου» (Νίκος Τζάκας) (θα αποδιδόταν και από την Μπελίντα) είχαν κάνει μεγάλη εντύπωση. Και γι’ αυτό θα έσκαγε και το περιοδικό «Φαντάζιο», τον Νοέμβριο του ’69 (τεύχος #36), έχοντας την Λίτσα Σακελλαρίου στο εξώφυλλό του, με λεζάντα «Α Βραβείο Φεστιβάλ Τραγουδιού ’69».

Έτσι, έχουμε μία ανερχόμενη και οπωσδήποτε νεαρή τραγουδίστρια (μόλις στα 23 χρόνια της), με πολύ ωραία ελαφριά φωνή, που καλείται να αποδώσει, στα «Δώδεκα Βράδυα», μερικά εντελώς ιδιαίτερα τραγούδια – που θα γίνονταν ακόμη πιο ιδιαίτερα λόγω της ενορχήστρωσής τους. Δύο κιθάρες, μία κλασική (Πέτρος Ζέρβας) και μία ακουστική (ο Τώνης Άγας από το Trio Greco), ένα μπάσο (Πάνος Ιατρού) και τα κρουστά του Γιώργου Λαβράνου ήταν αρκετά, απ’ ό,τι φάνηκε, προκειμένου να δημιουργηθεί αυτή η μαγική ατμόσφαιρα του δίσκου. Φυσικά, το πρώτο όργανο στην ορχήστρα ήταν η φωνή της Λίτσας Σακελλαρίου, ενώ τη δική τους κάπως... απόκοσμη συμβολή θα προσέφεραν και οι φωνές των τραγουδοποιών, η βαρύτονη του Γεωργιάδη και η τενόρο του Ζέρβα.
Λίτσα Σακελλαρίου - Χθες το βράδυ
Συζητάμε λοιπόν για ένα δίσκο χωρίς μπουζούκια (άρα «μοντέρνο» κατά μίαν έννοια), κάπως folk με διεθνείς όρους ή και κάπως «νεοκυματικό» ή και «ελαφρό» με όρους ελληνικούς – κλεισμένο σ’ ένα καταπληκτικό διεθνών προδιαγραφών εξώφυλλο, που είχε επιμεληθεί ο ζωγράφος Μιχάλης Βελούδιος. Στην πράξη, όμως, οι επιρροές ήταν ποικίλες.

Κατ’ αρχάς από τα ελληνικά φωνητικά trios, με τα ωραία αρμονικά «δεσίματα» – κάτι που το αντιλαμβάνεσαι κυρίως στα tracks, στα οποία ακούγονται και οι δύο τραγουδοποιοί. Από ’κει και πέρα μπορείς να διαβλέψεις ποικίλες αμερικάνικες επιρροές, από σπιρίτσουαλ και τζαζ, μέχρι βραζιλιάνικες ή και γενικότερα εξωτικές. Συνειδητές ή όχι και τόσο... οι αναφορές αυτές υπάρχουν, με τη μαγεία του δίσκου να έγκειται σε τούτο ακριβώς. Σ’ ένα παλίμψηστο υπαινιγμών, τους οποίους δεν είναι πάντα εύκολο να προσδιορίσεις – βασικά, γιατί το ανακάτεμα είναι τόσο ωραία δοσμένο, ώστε να καθίσταται από την αρχή, από το πρώτο κιόλας τραγούδι, μοναδικό. Τηρουμένων όσων αναλογιών θέλετε τα «Δώδεκα Βράδυα» φέρνουν στη μνήμη μου, σε σχέση με την ατμόσφαιρά τους κατ’ αρχάς, το άλμπουμ της Linda Perhacs “Parallelograms” (1970), που ουσιαστικά το ανακάλυψε ο κόσμος στα 2000s, μετατρέποντάς το σε «θρυλικό», ή ακόμη καλύτερα δίσκους της Maria Bethânia ή της Joyce από τα βραζιλιάνικα late sixties.
Αν υπάρχει μια δυσκολία, ακόμη και σήμερα, στο να περιγράψεις εκείνο που ακούς στα «Δώδεκα Βράδυα», αντιλαμβάνεστε τη δυσκολία που θα αντιμετώπιζε κάποιος, επιχειρώντας να κάνει το ίδιο το 1969. Έτσι ο προσφάτως εκλιπών Αχιλλέας Θεοφίλου (συνεργάτης από τότε της Minos), ανάμεσα σε διάφορα που γράφει στο οπισθόφυλλο του δίσκου, σημειώνει και το εξής: «Όλη αυτή η “κίνηση” ονομάζεται πρωτοπορία με μια σοβαρή ενότητα απλού στίχου και μελωδίας. Δεν μπορούμε να βρούμε έναν στερεότυπο χαρακτηρισμό για το καινούριο αυτό “κάτι”. Όταν παραμερίζουμε τα συνηθισμένα μας μουσικά πλαίσια και ξεφεύγουμε από όλη την παράδοση της ελαφράς μας μουσικής για να δώσουμε ένα νέο ύφος, το πλατύ κοινό έχει πάντοτε μια διστακτική γνώμη περιμένοντας τις περαιτέρω εξελίξεις αυτή της φόρμας».
Μπορεί «εξελίξεις» να μην υπήρξαν –αφού, όπως είπα και στην αρχή, σαν «άποψη» και σαν ήχος τα «Δώδεκα Βράδυα» παραμένουν ανάδελφα–, όμως αυτό δεν σημαίνει πως ο δίσκος πήγε «άπατος» και πως δεν ενδιαφέρθηκε ο κόσμος για τα συγκεκριμένα κομμάτια. Το υποστηρίζω αυτό, γιατί το άλμπουμ επανεκδόθηκε τρεις τουλάχιστον φορές, σε βινύλιο, εκείνα τα χρόνια, με κάποια από τα τραγούδια να κυκλοφορούν και στις 45 στροφές, όπως και να «μπαίνουν» σε κινηματογραφικές ταινίες. Υπάρχει λοιπόν το δισκάκι με τα «Μικρή καρδιά / Τα βήματα» [Minos, 1969], όπως υπάρχουν και οι παρουσίες της Σακελλαρίου στο σελιλόιντ, στις ταινίες του Οδυσσέα Κωστελέτου «Το Όνειρο της Κυριακής» (1970) και του Κώστα Καραγιάννη «Ο Δασκαλάκος Ήταν Λεβεντιά» (1970), εκεί όπου την ακούμε να τραγουδά, αντιστοίχως, «Τα βήματα» και το «Έφυγε τ’ αγόρι».
Λίτσα Σακελλαρίου, Έφυγε το αγόρι (Ο Δασκαλάκος ήταν Λεβεντιά 1970)
Όμως δεν ήταν μόνο εκείνα τα δυο-τρία τραγούδια, που υποτίθεται ότι ξεχώριζαν από τα «Δώδεκα Βράδυα», αφού μόνο αν ακουσθεί ολόκληρος ο δίσκος, από την αρχή έως το τέλος του, θα βγάλει αυτά τα μοναδικά vibes που διαθέτει. Και τραγούδια σαν τα «Μεγαλύτερο κακό», «Η θλίψις», «Άγνωστε έρωτά μου», «Πόσο μυστήριο» και «Γυρίζω να σε βρω», στα οποία ακούγονται και οι Γεωργιάδης-Ζέρβας, δεν είναι λιγότερο σημαντικά από εκείνα που ερμηνεύει μόνη της η σχεδόν μόνη της η Σακελλαρίου («Χθες το βράδυ», «Σαν βράχος μαύρης θάλασσας», «Μικρή καρδιά» κτλ.).
Λίτσα Σακελλαρίου & Γιώργος Γεωργιάδης & Πέτρος Ζέρβας - Μεγαλύτερο κακό
Γιατί, τώρα, ο Γιώργος Γεωργιάδης και ο Πέτρος Ζέρβας, που ήταν οι δημιουργοί των τραγουδιών, δεν συνέχισαν σ’ αυτό το μοτίβο, βαθαίνοντας και επεκτείνοντας όλα εκείνα τα αισθητικά δεδομένα του LP «Δώδεκα Βράδυα», είναι ένα θέμα. Δεν ενθαρρύνθηκαν; Το 1970, που διαδεχόταν το 1969, έθετε άλλες προτεραιότητες; Κανείς δεν ξέρει...

Η αλήθεια πάντως είναι πως ο Γεωργιάδης δεν χάθηκε από τα πράγματα. Απεναντίας θα γινόταν πολύ γνωστός στο κοινό της εποχής μέσω της τηλεοπτικής εκπομπής του «Ποίησις και μελωδία», που μεταδιδόταν από το κανάλι του ΕΙΡΤ από τον Φλεβάρη του 1971, και με κάποια διαλείμματα, έως τον Σεπτέμβρη του ’74 (επί μεταπολίτευσης πια). Σ’ εκείνο το διάστημα ο Γεωργιάδης θα έκανε κάποια εντεχνολαϊκά άλμπουμ σαν το «Πανηγύρι» [His Master’s Voice, 1971] και «Το Μεγάλο Τραγούδι» [Standard, 1973], με γνωστούς τραγουδιστές της περιόδου (Κωστής, Χρήστου, Πέτρος Μήλας, Χάρις Αλεξίου, Κώστας Σμοκοβίτης κ.ά.), ενώ μετά την πτώση της δικτατορίας θα έκανε και εντεχνολαϊκούς-αριστερούς-πολιτικούς δίσκους σε διάφορες μικρές εταιρείες, πριν συνεργαστεί στα 80s με τον Γιάννη Φλωρινιώτη στο δικό του κατοχυρωμένο πρότζεκτ «Ποίηση & Μελωδία». Επίσης, ο Γεωργιάδης είχε συμμετάσχει, τουλάχιστον δύο φορές, το 1970 και το 1972, στο φεστιβάλ τραγουδιού της Θεσσαλονίκης (με το τραγούδι του «Ας πούμε», από το ’72, που είχε πει η Ρένα Κουμιώτη, να διαθέτει και κάποιες αντιχουντικές νύξεις).

Από το Ελληνικό Φεστιβάλ Τραγουδιού θα περνούσε δύο φορές (1973, 1974) και ο Πέτρος Ζέρβας. Μάλιστα, το 1973 θα κέρδιζε Πρώτο Βραβείο για τη σύνθεσή του «Ο Μπαρμπαλιάς» (στίχοι Δημήτρης Καραστάθης), που θα απέδιδε ο Δημήτρης Κοντολάζος (μια πολύ μεγάλη επιτυχία της εποχής). Μετά... κενό.
Περαιτέρω, η Λίτσα Σακελλαρίου θα έκανε και αυτή αισθητή την παρουσία της στα σέβεντις, με διάφορους δίσκους και εμφανίσεις (στο Φεστιβάλ Τραγουδιού και αλλού), πριν χαθεί από το προσκήνιο, σταδιακά, από τη δεκαετία του ’80 και μετά. Θα μένει όμως, πάντα, αυτό το λυρικό αριστούργημα, που δεν υμνεί ακριβώς τον έρωτα όσο κυρίως την ερημιά του...