ΕΙΜΑΣΤΕ ΣΤΟΝ ΓΑΜΟ της βλάχας. Κάποια στιγμή αρχίζω ξαφνικά την γκρίνια. «Μα πού θέλουν να πάνε; Γιατί γυρνάνε πίσω;». Δεν μπορώ να καταλάβω τη χορογραφία του τσάμικου. Τρία βήματα μπροστά, δύο πίσω. Εγώ να επιμένω, «γιατί γυρνάνε πίσω;», κι η μάνα μου να προσπαθεί να με ηρεμήσει: «Έτσι είναι ο χορός». Εγώ συνεχίζω την γκρίνια κι αυτή αποκαμωμένη με απειλεί: «Άλλη φορά θα σ’ αφήνω σπίτι με τη γιαγιά».
Αυτό το περιστατικό θυμήθηκα το περασμένο Παρασκευοσάββατο, βλέποντας τόσον κόσμο να χορεύει ασταμάτητα στο Ρίζες Φεστ, στην Τεχνόπολη. Κι εκείνη η παιδική μου απορία άρχισε να παίρνει πια άλλες διαστάσεις στο ενήλικο μυαλό μου.
Αλήθεια, πού θέλουν να πάνε όλοι αυτοί; Γιατί για άλλη μια χρονιά στήθηκε στο κέντρο της Αθήνας ένα διήμερο νεανικό γλέντι παραδοσιακής μουσικής; Γιατί όλο και περισσότεροι σύγχρονοι άνθρωποι γυρνάνε προς τα πίσω;
Γιατί για άλλη μια χρονιά στήθηκε στο κέντρο της Αθήνας ένα διήμερο νεανικό γλέντι παραδοσιακής μουσικής; Γιατί όλο και περισσότεροι σύγχρονοι άνθρωποι γυρνάνε προς τα πίσω;
«Το τραγούδι πέθανε». Είναι ο απαισιόδοξος τίτλος ενός ανέκδοτου τραγουδιού των Παιδιών της Παλαιότητας. Εγώ δεν θα ’λεγα ότι πέθανε αλλά ότι δυσκολεύεται πάρα πολύ να γεννηθεί. Τα τελευταία χρόνια μοιάζει να ’χουν χωρίσει η μουσική κι ο στίχος. Οι δυο γεννήτορες του τραγουδιού βρίσκονται σε διάσταση. Παρά τις πολύ λίγες εξαιρέσεις, τραγούδι που να αφορά τους πολλούς είναι πολύ δύσκολο πια να γραφτεί.

Έτσι, οι σύγχρονοι άνθρωποι είτε στρέφονται στο παραδοσιακό τραγούδι, που έχει σπουδαία μουσική αλλά οι στίχοι του αφορούν περισσότερο τις σχέσεις των ανθρώπων στη φεουδαρχία, είτε στρέφονται στη ραπ, όπου η μουσική λειτουργεί περισσότερο ως υπόκρουση στους στίχους, που αφορούν όμως τις σχέσεις στον καπιταλισμό.
Το περασμένο Παρασκευοσάββατο πάντως ο κόσμος τού ’δωσε και κατάλαβε. Δύο τετράωρες συναυλίες με τραγούδια της στεριάς και της θάλασσας μάς θύμισαν ότι το Γκάζι λεγόταν κάποτε Γκαζοχώρι. Μοναχικά λικνίσματα, κυκλικοί χοροί, κι ένα ενθουσιώδες παράγγελμα από μικροφώνου: «Έρχεται σούστα, βρείτε ταίρι!».
Χούφτες αδειάζουν από το τζάμι κι εφαρμόζουν σ’ άλλες χούφτες, μπράτσα τεντώνονται σε αγκαλιές, το αίμα παίρνει πάλι να κυλάει στις φλέβες, τα μέλη ξεμουδιάζουν. Ο άνθρωπος, σκυφτός κάθε μέρα τόσες ώρες στην οθόνη του (ήδη οι γιατροί μιλάνε για σύνδρομο πτώσης κεφαλής), ξαναβρίσκει το χαμένο μπόι του.
Τελικά παράδοση δεν είναι ούτε αυτό που μας παραδίνεται ούτε αυτό που παραδίνουμε. Είναι η κατάσταση κατά την οποία αφηνόμαστε και παραδινόμαστε στη χαρά και στη λύπη που περνάνε στους αιώνες.
Τα Λεφτοκάρυα, τα Κιντέρια, το Φυστικί Σαλόνι και τα Μπρατίμια παίξανε την Παρασκευή, οι Αγκινάρες, οι Κανβινήτισσες και οι Λάσκα το Σάββατο. Όλα τα σχήματα είχαν ψευδώνυμα εκτός από το τελευταίο, που έκλεισε το φεστιβάλ, και που είχε δυο ονοματεπώνυμα: Νίκος Οικονομίδης και Κυριακή Σπανού.

Από τις πρώτες νότες του «Γλεντιού» όλοι τινάζονται και ορμάνε στον χορό. Συγκλονιστική στιγμή. Όλοι ένα. Ο παλαίμαχος μα καθόλου απόμαχος βιολιτζής παίζει το τραγούδι του, που μπορεί να το κυκλοφόρησε πριν από κάπου είκοσι χρόνια μα τελευταία έγινε μεγάλη επιτυχία, ιδίως μέσα από τη φωνή της Ιουλίας Καραπατάκη. Ένα νεονησιώτικο με μεθυστική μελωδία και στίχους γραμμένους σε φυσική, λαϊκή γλώσσα: «Ωχ αμάν και πώς μ’ αρέσει / να σε βλέπω μες στη μέση / να χορεύεις, να στροφάρεις / και εμένα να κορτάρεις».
Μετά από οχτώ ώρες τραγούδι και χορό πιστεύω πως έλυσα κάπως εκείνο τον παιδικό μου γρίφο που ξανάρθε και σφήνωσε στο μυαλό μου στα καλά καθούμενα. Για να πας ένα βήμα μπροστά πρέπει να κάνεις τρία μπροστά και δύο πίσω. Όπως στο τσάμικο.