ΤΟΝ ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2024, ο Τζον Φαβρό, οικοδεσπότης του εξαιρετικά δημοφιλούς podcast «Pod Save America» και πρώην λογογράφος του Μπαράκ Ομπάμα, επισκέφθηκε τον Λευκό Οίκο μαζί με τους συνεργάτες του και άλλους πολιτικούς «influencers» πριν από το δείπνο της Ένωσης Ανταποκριτών του Λευκού Οίκου. Σύμφωνα με την αφήγησή του, ο Τζο Μπάιντεν έδειχνε εύθραυστος και ασυνάρτητος και χανόταν σε ιστορίες που κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει. Είχαν περάσει δεκαέξι μήνες από την τελευταία φορά που είχαν συναντηθεί, αλλά ο Πρόεδρος φαινόταν να έχει γεράσει μισό αιώνα. Αναστατωμένος ο Φαβρό, πλησίασε έναν σύμβουλο του Λευκού Οίκου, αλλά οι ανησυχίες του απορρίφθηκαν ως υπερβολές. Ο πρόεδρος ήταν απλώς κουρασμένος, του είπαν. Ήταν το τέλος μιας μακράς εβδομάδας. Δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας. Δύο μήνες αργότερα, ο Μπάιντεν πραγματοποίησε τη χειρότερη εμφάνιση στην 60χρονη ιστορία των τηλεοπτικών προεδρικών ντιμπέιτ, καταδικάζοντας την εκστρατεία επανεκλογής του, καταστρέφοντας την προεδρία του και παραδίδοντας ουσιαστικά τη χώρα στον Ντόναλντ Τραμπ.
Η οικογένεια του Μπάιντεν και μια ομάδα πιστών συνεργατών ήταν απόλυτα αφοσιωμένοι στην πεποίθηση ότι ο Μπάιντεν ήταν μοναδικά ικανός να ηγηθεί της χώρας, και έκαναν τα πάντα για να περιορίσουν την πρόσβαση του προέδρου σε αρνητικές πληροφορίες προκειμένου να τη συντηρήσουν.
Η εμπειρία του Φαβρό δεν ήταν μοναδική. Κάθε άλλο. Το βιβλίο «Original Sin: President Biden’s Decline, Its Cover-Up, and His Disastrous Choice to Run Again» [«Προπατορικό αμάρτημα: Η παρακμή του Προέδρου Μπάιντεν, η συγκάλυψή της και η καταστροφική επιλογή του να ξαναβάλει υποψηφιότητα»], που συνέγραψαν από κοινού ο παρουσιαστής του CNN Τζέικ Τάπερ και ο ρεπόρτερ του Axios Άλεξ Τόμσον, είναι γεμάτο με παρόμοια περιστατικά. Αποτέλεσμα περισσότερων από 200 συνεντεύξεων, το βιβλίο είναι ένα καταδικαστικό πορτρέτο ενός ηλικιωμένου, εγωιστή προέδρου που προστατεύεται από την πραγματικότητα από μια δουλοπρεπή κλίκα πιστών και μελών της οικογένειάς του που συνδέονται με σιδερένια αίσθηση άρνησης και με την αποφασιστικότητα να συκοφαντήσουν οποιονδήποτε τολμούσε να αμφισβητήσει την καταλληλότητα του προέδρου για το αξίωμα. Για χρόνια, ο κύκλος αυτός αρνιόταν επίμονα ότι ο Πρόεδρος είχε οποιαδήποτε προβλήματα, κρατώντας τον μακριά από ένα κοινό που είχε από καιρό καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ήταν ακατάλληλος πλέον για τη «δουλειά». «Το προπατορικό αμάρτημα των εκλογών του 2024 ήταν η απόφαση του Μπάιντεν να θέσει υποψηφιότητα για επανεκλογή», γράφουν οι δύο συγγραφείς του βιβλίου, «σε συνδυασμό με τις επιθετικές προσπάθειες απόκρυψης του εκφυλισμού της γνωστικής του ικανότητας».

Σύμφωνα με το βιβλίο, η Κάμαλα Χάρις εξαρχής δεν είχε καμιά ελπίδα. Αν ο Μπάιντεν είχε ανακοινώσει ότι θα υπηρετούσε μόνο μία θητεία μετά τις ενδιάμεσες εκλογές του 2022, το κόμμα θα μπορούσε να είχε διεξάγει προκριματικές εκλογές και να επιλέξει έναν υποψήφιο που δεν θα είχε φορτωθεί τη σημαντική ζημιά της διακυβέρνησής του – Γάζα, πληθωρισμός, η αυξανόμενη πεποίθηση ότι απλά δεν ήταν πλέον ικανός να είναι πρόεδρος. Όταν ο Μπάιντεν υπέκυψε τελικά στην πραγματικότητα και ανακοίνωσε ότι δεν θα διεκδικούσε πλέον την επανεκλογή του, η Χάρις ήταν η μόνη και αναμφισβήτητα η χειρότερη δυνατή επιλογή: Επιφυλακτική εκ φύσεως, ήταν αδύνατο να ξεφύγει από την αντιδημοφιλή κυβέρνηση στην οποία ανήκε. «Κανείς δεν πίστεψε ότι η εκστρατεία της Χάρις ήταν χωρίς λάθη», γράφουν οι δύο δημοσιογράφοι. «Αλλά για τα πιο ενημερωμένα στελέχη και τους δωρητές των Δημοκρατικών, καθώς και για τα κορυφαία μέλη της εκστρατείας της, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία για τον πατέρα αυτής της εκλογικής συμφοράς: Ήταν ο Τζο Μπάιντεν».
Καθώς η κατάσταση του Μπάιντεν επιδεινωνόταν, «τα πάντα άρχισαν να συντομεύουν», σημειώνουν οι Τάπερ και Τόμσον, «οι ομιλίες, οι παράγραφοι, ακόμη και οι προτάσεις. Το λεξιλόγιο συρρικνώθηκε». Κι όμως, ο Μπάιντεν δεν ήρθε σχεδόν ποτέ αντιμέτωπος με το γεγονός ότι παραπαίει ή ότι το κοινό είχε κρίνει ότι ήταν ακατάλληλος για την προεδρία. Η οικογένεια του Μπάιντεν και μια ομάδα πιστών συνεργατών που στο βιβλίο αποκαλείται «Πολίτμπουρο» ήταν απόλυτα αφοσιωμένοι στην πεποίθηση ότι ο Μπάιντεν ήταν μοναδικά ικανός να ηγηθεί της χώρας, και έκαναν τα πάντα για να περιορίσουν την πρόσβαση του προέδρου σε αρνητικές πληροφορίες προκειμένου να τη συντηρήσουν.
Όλο αυτό μπορεί δίκαια να χαρακτηριστεί ως συγκάλυψη ή και συνωμοσία ακόμα, αλλά είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς μια λιγότερο επιτυχημένη συνωμοσία. Πριν από το τέλος του πρώτου έτους της θητείας του Μπάιντεν, η πλειοψηφία των ψηφοφόρων είχε ήδη καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ήταν πολύ μεγάλος για πρόεδρος, αριθμός που αυξανόταν κάθε χρόνο, μέχρι που, το καλοκαίρι του 2024, περιλάμβανε μια σημαντική πλειοψηφία του εκλογικού σώματος. Ορισμένες πηγές στο βιβλίο συνδέουν εύλογα την απότομη πτώση του Μπάιντεν με το άγχος που προκάλεσε ο γιος του Χάντερ, ο οποίος πέρασε το δεύτερο μισό της προεδρίας του πατέρα του αντιμέτωπος με διάφορες κατηγορίες για κακουργήματα. Είναι ένας ισχυρισμός που υποστηρίζει το βιβλίο και μοιάζει εύλογος αν συγκρίνει κανείς βίντεο με τον Μπάιντεν το 2021 με αντίστοιχα βίντεο του 2024. Η προεδρία αναμφίβολα τον επιβάρυνε πάρα πολύ – αλλά δεν ήταν ακριβώς «σπιρτόζος» όταν πρωτομπήκε στον Λευκό Οίκο. Ακόμα και στα παλαιότερα αποσπάσματα, μοιάζει γέρος, ασταθής, επιρρεπής σε κρίσεις ασυναρτησίας.
Υπάρχουν στοιχεία στο βιβλίο που αποδεικνύουν ότι ο γνωστικός εκφυλισμός του Μπάιντεν είχε ξεκινήσει ήδη από το 2015, μετά το θάνατο του γιου του Μπο, και ότι συχνά χρειαζόταν βοήθεια για να διεξάγει απλές συνεντεύξεις κατά τη διάρκεια των εκλογών του 2020. (Συχνά τον βοηθούσε το γεγονός ότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει το teleprompter, καθώς μεγάλο μέρος της προεκλογικής εκστρατείας διεξήχθη εξ αποστάσεως κατά τη διάρκεια της πανδημίας). Το βιβλίο των δύο δημοσιογράφων φαίνεται να καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το πραγματικό «προπατορικό αμάρτημα» του Μπάιντεν δεν ήταν η υποψηφιότητα για την επανεκλογή του αλλά η αρχική υποψηφιότητά του για την προεδρία.
Με στοιχεία από The Washington Post