— Τέρψη, τακούνι ή φλατ;
Έχω ζήσει με φλατ όλη μου τη ζωή, οπότε θέλω τακούνι, γιατί νιώθω ότι σκοτώνει τη δυσφορία μου. Γιατί, ας πούμε, βρε παιδί μου, το πατούμενο, όταν σου σηκώνει το πόδι και σ’ το λυγίζει, είναι σαν κορσές, δεν μπορώ να σ’ το εξηγήσω, αλλάζει όλη σου η κοσμοθεωρία. Άρα, τακούνι. Άμα μου σπάσει, θα πάρω άλλο, έτσι κάπως αντιμετωπίζω και τη ζωή. Περισσότερο μού σπάει το τακούνι της ζωής παρά το κανονικό. Γιατί, όπως έχει πει η Celine Dion, εγώ φοράω τα παπούτσια, δεν με φοράνε εκείνα.
Δηλαδή βλέπω αυτά τα Ντόλτσε απέναντι, είναι 40 νούμερο, δεν μου κάνουν, αλλά θα τα κάνω να μου κάνουν. Εντάξει, δεν μπορείς να φοράς όλες τις ώρες τακούνια. Κάποιες μέρες δεν φοράμε τακούνια· τις μέρες που είμαστε λίγο μόνες μας, που χρειαζόμαστε λίγο χρόνο. Γιατί εκεί δεν υπάρχει performance, είσαι εσύ κι ο εαυτός σου. Το τακούνι είναι ένα περιτύλιγμα για σένα. Όχι απαραίτητα μόνο για σένα, αλλά κατάλαβες, είναι η ασπίδα μου για έξω, αλλά αυτή μετά ‒μέσα‒ καταργείται. Γιατί, στην πραγματικότητα, για ποιον θα το βάλω; Εγώ σπίτι μου μόνη μου δεν χρειάζομαι το τακούνι, είμαι εγώ.
«Το ότι περπατάω στον δρόμο είναι ένα performance. Ακόμα και το ότι θα κάτσω στο σπίτι μου και θα κλαίω μπορείς να το δεις ως μια performance. Απλώς δεν ξέρουμε το σενάριο. Κάποιος άλλος το ξέρει, ίσως και κανένας. Δεν θα το άλλαζα, μου αρέσει έτσι όπως είναι».
Δεν θα σου πω ψέματα, νιώθω ότι παίζω ή στο «Dolce Vita» ή στους «Στάβλους της Εριέτας Ζαΐμη». Κάπως έτσι κάνω cope. Δεν είναι performance ακριβώς. Γιατί τι ορίζεις ως performance; Δηλαδή και αυτήν τη στιγμή αυτό που κάνουμε δεν με αναγκάζει να μπω σε μια συνθήκη; Ακόμα και ο ρόλος μου ως πωλήτριας είναι ένα performance. Το ότι περπατάω στον δρόμο είναι ένα performance. Ακόμα και το ότι θα κάτσω στο σπίτι μου και θα κλαίω μπορείς να το δεις ως μια performance. Απλώς δεν ξέρουμε το σενάριο. Κάποιος άλλος το ξέρει, ίσως και κανένας. Δεν θα το άλλαζα, μου αρέσει έτσι όπως είναι.

Για μένα δεν υπάρχει το φίλτρο. Δεν κανονίζω το πώς θα φαίνομαι. Και να το κανονίσω, θα φαίνομαι από κάθε πλευρά, και για μένα αυτό δεν κανονίζεται. Αν ήμουν σχήμα, θα ήμουν τρίγωνο μάλλον, έτσι σαν τις πυραμίδες, που δεν τις έχω δει ποτέ κιόλας. Όσο μεγαλώνω, μου βγαίνει πολύ η επιθυμία να ξανασυνδεθώ με την κουλτούρα μου γιατί δεν είχα πολλή επαφή με αυτήν. Για κάποια χρόνια υπήρχε μια άρνηση.
Όταν μεγαλώνεις σε μια οικογένεια μεταναστών, με μια μαμά από την Πολωνία που έφυγε όταν έπεσε το Ανατολικό Μπλοκ κι έναν μπαμπά που άφησε την Αίγυπτο στα ’80s-’90s, μεγαλώνεις πολύ με το πρότυπο της ντροπής και του πώς πρέπει να φαίνεσαι σε μια κοινωνία όπου υπάρχει πολύ έντονο white washing και το cultural washing. Τώρα, τα τελευταία χρόνια, προσπαθώ όσο γίνεται να το αποδομήσω και να μπορέσω να το κατακτήσω ως ταυτότητά μου περισσότερο. Εγώ μια ζωή έπρεπε να προσαρμόζομαι, να μην την παρουσιάζω ποτέ. Τώρα πια προσπαθώ να διεκδικώ τον χώρο μου.
Το voguing για μένα είναι μια μορφή τέχνης και έκφρασης. Δεν είναι ένας χορός, αλλά ένα political statement. Από τη στιγμή που θα πιάσω το χέρι μου και θα το χαϊδέψω και θα σου το δείξω στο πλαίσιο μιας performance, αυτό τι δηλώνει; «Κοίτα το δέρμα μου, κοίτα πόσο ωραίο είναι» ‒ αλλά εσύ δεν καταλαβαίνεις ότι κάνω αυτή την κίνηση. «Κοίτα τον λαιμό μου, δεν έχω το μήλο του Αδάμ». Όλα αυτά τα έκαναν πρώτα τρανς γυναίκες. Ήταν η προβολή της ανασφάλειάς τους. Έχω κατακτήσει το σώμα μου και δεν επιτρέπω σε κανέναν άλλον να το ορίσει. Το ορίζω εγώ. Από τη στιγμή που σου δείχνω αυτά, χρειάζεται να σου πω κάτι άλλο με λόγια; Είναι μια φαντασία. Και για μένα, μέχρι τα 15, όλο αυτό ήταν μια φαντασία και θα συνεχίσει να είναι, δεν σταματάει ποτέ αυτό. Δηλαδή το ότι κάθομαι τώρα εδώ και φοράω αυτή την κοντή φούστα κατά τη γνώμη μου είναι μια πολιτική πράξη. Απλώς, ξέρεις, πολλές φορές σκέφτομαι «ωραία τα κάνω όλα αυτά, αλλά τα κάνω για μένα;».
Έχω κάνει και το coming out μου ως τρανς, πρώτα κοινωνικά, για δύο χρόνια, και μετά ξεκίνησα τη διαδικασία της φυλομετάβασης. Αλλά γιατί το έκανα αυτό; Γιατί, όπως είπες, περνάω από άλλους. Ενώ, άμα δεν υπήρχε η συνθήκη των άλλων, δεν θα χρειαζόταν να περιμένω να προσδιοριστώ κοινωνικά. Αλλά αυτό είναι και το πιο safe, αυτό που μπορεί να με κάνει κι εμένα να νιώθω άνετα, για να συνεχίσω να υπάρχω. Στην Ελλάδα, ας πούμε, άμα πεις σήμερα ότι είσαι γυναίκα, πρέπει να μοιάζεις και να συμπεριφέρεσαι σαν γυναίκα. Δηλαδή η γυναίκα ορίζεται ως αυτό που καταλαβαίνει ο άλλος. Εμένα ξέρεις τι με εκνευρίζει; Δεν γίνεται να φεύγω από εδώ, να παίρνω το τρένο και να βλέπω την αφίσα του Μάρκου Σεφερλή όπου είναι ντυμένος cross κι αυτό να περνάει, ενώ εμένα με δείχνουν...

Πρέπει να ξεκινήσουμε να βλέπουμε τα τρανς κορίτσια και σε άλλους ρόλους ‒ ανυπομονώ να δω τρανς επιστήμονες. Τις ορμόνες μου τις παίρνω από τρανς επιστήμονες. Δηλαδή, εγώ αν αύριο θέλω να γίνω διδακτόρισσα στο Πολυτεχνείο, γιατί να μην μπορώ; Γιατί να μην μπορώ να δώσω στην κρατική σχολή επειδή είμαι τρανς; Εγώ, που κυνηγάω και το όνειρο της χορεύτριας, ξέρω ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να μη με επιλέξουν γιατί πάντα θα μπει στη μέση το τρανς. Σίγουρα, μπορεί να υπάρχει κάποια εξαίρεση. Μπορεί να είμαι λάθος, αλλά να σου πω κάτι; Δεν έχει φτάσει κάτι στα αυτιά μου, ούτε και στους υπόλοιπους, φαντάζομαι. Οπότε, όταν μου μιλάς για τέχνη και μου λες ότι πήγες στο Μέγαρο Μουσικής και είδες την τάδε παράσταση, δεν με αφορά από τη στιγμή που δεν είμαι included.
Η gay κοινότητα, επίσης, πρέπει να καταλάβει ότι διεκδικούμε χώρο παράλληλα κι εμείς, τα τρανς άτομα. Εγώ τώρα φοράω το φουστάκι μου κι εσύ μετά θα μπορέσεις να βάλεις το κροπ που δεν σε άφηνε να βάλεις η μαμά σου γιατί ντρεπόταν για το τι θα πει η γειτονιά. Μπορεί να ακούγεται χαζό, αλλά εμένα αυτήν τη στιγμή με κάνει να νιώθω όμορφα αυτό το παπούτσι, το λουστρίνι. Έχω βαρεθεί όλη μου τη ζωή να φοράω αυτά τα γαμημένα αθλητικά επειδή φοράω 44,5 και πλέον έχω την ευκαιρία να φοράω αυτά τα λουστρίνια. Ναι, καταλαβαίνω ότι κι αυτό μπορεί να το βάλουμε σε κουτάκι, αλλά εγώ δεν το βλέπω έτσι. Κι αυτό για μένα είναι μια προσωπική κατάκτηση. Δηλαδή, ξέρεις, εγώ με αυτά τα παπουτσάκια θέλω να γράψω ιστορία. Θα της δώσω και τίτλο. Τι τίτλο; Εεε... «Η Περπατημένη».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.