Το τέλος της (μουσικο)κριτικής;

Το τέλος της (μουσικο)κριτικής; Facebook Twitter
Oι μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες άρχισαν να επενδύουν τεράστια ποσά στην απόκτηση των δικαιωμάτων παλιών τραγουδιών και ολόκληρων καταλόγων του έργου γνωστών καλλιτεχνών.
0


ΤΑ ΜΑΝΤΑΤΑ ΗΤΑΝ ΔΥΣΟΙΩΝΑ
για τις προοπτικές της μουσικοκριτικής (αλλά και της κριτικής γενικότερα) στο σύγχρονο σύμπαν των αλγόριθμων, των πλατφορμών, της αέναης ανακύκλωσης και της αδιάκριτης κατανάλωσης της μουσικής, πολύ πριν σκάσει η είδηση του «τελειώματος» του Pitchfork, του πιο γνωστού μέσου παρουσίασης και κριτικής νέων κυκλοφοριών στο σύμπαν της σύγχρονης μουσικής.

Πολλά γράφτηκαν με αφορμή την είδηση, σχετικά με το εξαιρετικά αβέβαιο μέλλον της μουσικοκριτικής, αλλά μπορεί να ξεχωρίσει κανείς τα πρόσφατα κείμενα δύο εκ των πιο επιφανών μουσικοκριτικών – και συγγραφέων πολλών και σημαντικών βιβλίων– όλων των εποχών. Το πρώτο δημοσιεύτηκε στο «Yale Review», το υπογράφει ο Greil Marcus και έχει τίτλο «Γιατί γράφω» («Why I write»). Εκεί θυμάται μια από τις πρώτες κριτικές του, το 1969 για το άλμπουμ «Let It Bleed» των Rolling Stones

«Έπρεπε να διευρύνω το συν-κείμενο της μουσικής όσο περισσότερο μπορούσα. Έπρεπε να γράψω για τη φωτογραφία, τον κινηματογράφο, τη μυθοπλασία και κάθε μορφή πολιτιστικού λόγου που τροφοδοτούσε το άλμπουμ και ξεχείλιζε από μέσα του. Γράφοντας εκείνο το κομμάτι, πήρα μια ιδέα για το τι είναι και τι θα μπορούσε να είναι η κριτική. Ήταν μια ανάλυση της αντίδρασης σε κάτι που υπήρχε στον κόσμο, στην προκειμένη περίπτωση ένα LP που κόστιζε τότε 3,98 δολάρια. Γιατί αντιδρώ σ’ αυτό τόσο έντονα; Γιατί με κάνει να χαμογελάω και να τρομάζω ταυτόχρονα;… Αν μπορώ να συγκινήσω κάποιον, αν μπορώ να του μεταδώσω έστω και ένα κλάσμα αυτού που ένιωσα, αν μπορώ να πυροδοτήσω την ίδια αίσθηση μυστηρίου, δέους και έκπληξης, τότε δεν χάνω τον χρόνο μου».

Οι οπαδοί του streaming δεν φαίνεται να δίνουν πια μεγάλη σημασία στη νέα μουσική. Και αν οι άνθρωποι δεν ακούνε νέα μουσική, δεν χρειάζονται μουσικοκριτικές. Και τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα.

Θυμάται πολύ έντονα επίσης μια άλλη σκηνή, είκοσι χρόνια αργότερα, όταν μπήκε στο ραδιόφωνο ένα κομμάτι από εκείνο τον δίσκο, το «Gimme Shelter», την ώρα που οδηγούσε σ' έναν αυτοκινητόδρομο με κατεύθυνση το Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ.

«Αναρωτιόμουν τι ήταν αυτό που το κρατούσε στον αέρα επί είκοσι χρόνια, τι ήταν αυτό που το έκανε να μοιάζει απολύτως καινούργιο, να μοιάζει ανήκουστο με την πιο ισχυρή έννοια της λέξης, αποφασίζοντας ότι, όταν θα πήγαινα σπίτι, θα έπρεπε να προσπαθήσω να γράψω κάτι γι' αυτό, όταν ένα αυτοκίνητο έκοψε ξαφνικά μπροστά μου και για να μην το χτυπήσω έπρεπε να αλλάξω λωρίδα χωρίς να κοιτάξω, και καθώς η καρδιά μου επέστρεψε στο στήθος μου όταν συνειδητοποίησα ότι η λωρίδα ήταν ελεύθερη, σκέφτηκα ότι αν έπρεπε να φύγω ξαφνικά από τη ζωή, υπήρχαν και χειρότεροι τρόποι».

Πιο ευθύς ο Ted Gioia, στο κομμάτι με τίτλο «Why Is Music Journalism Collapsing?» («Γιατί καταρρέει η μουσική δημοσιογραφία;») που ανέβασε στο προσωπικό του ιστολόγιο (The Honest Broker) απαριθμεί μερικά από τα δεινά της σύγχρονης μουσικής βιομηχανίας, ή αυτού που έχει απομείνει από αυτή, η οποία «αποφάσισε ότι μπορεί να ζήσει μια χαρά σερβίροντας ξαναζεσταμένη μουσική σε παθητικούς ακροατές»…

Έτσι, οι μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες (και οι επενδυτικοί όμιλοι) άρχισαν να επενδύουν τεράστια ποσά στην απόκτηση των δικαιωμάτων παλιών τραγουδιών και ολόκληρων καταλόγων του έργου γνωστών καλλιτεχνών. Οι οπαδοί του streaming δεν φαίνεται να δίνουν πια μεγάλη σημασία στη νέα μουσική. Και αν οι άνθρωποι δεν ακούνε νέα μουσική, δεν χρειάζονται μουσικοκριτικές. Και τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα. Ακόμη και οι άνθρωποι που έλαβαν αυτές τις αποφάσεις θα την πληρώσουν εν τέλει – επειδή το να ζει κανείς στο παρελθόν δεν αποτελεί ποτέ μια έξυπνη επιχειρηματική στρατηγική.

«Η μόνη ελπίδα αυτού που γράφει για μουσική», καταλήγει ο Gioia, «είναι η απευθείας σύνδεση με τους ακροατές και τους αναγνώστες – αλλά και τους μουσικούς τους ίδιους. Όλα τα άλλα είναι σκέτος θόρυβος».

Daily
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Pitchfork: Πώς η Condé Nast αγόρασε και κατέστρεψε το εμβληματικό μουσικό site μιας ολόκληρης γενιάς

Μουσική / Pitchfork: Πώς η Condé Nast αγόρασε και κατέστρεψε το εμβληματικό μουσικό site μιας ολόκληρης γενιάς

Οι άγριες περικοπές, οι σχεδόν συνεχείς εταιρικές αναδιαρθρώσεις και αποχωρήσεις και κυρίως οι δραματικές αλλαγές στα ψηφιακά μέσα είχαν αρχίσει να διαβρώνουν το Pitchfork από την αρχή της ένταξής του στον εκδοτικό κολοσσό.
THE LIFO TEAM

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ναζί κανείς ή να μη ζει;: Το φάντασμα της Λένι Ρίφενσταλ επιστρέφει ξανά  

Daily / «Ναζί κανείς ή να μη ζει;»: Το φάντασμα της Λένι Ρίφενσταλ επιστρέφει ξανά  

Συμπαθούσα ή συνεργός; Το ντοκιμαντέρ «Riefenstahl» επαναφέρει για μια ακόμη φορά το ερώτημα που ακολουθούσε την «σκηνοθέτρια των Ναζί» μέχρι το τέλος της ζωής της σε ηλικία 101 ετών. 
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Εθνικός πανωλεθρίαμβος

Daily / Εθνικός πανωλεθρίαμβος

Δύο απανωτές πανωλεθρίες – μία από την «σύζυγο» χθες και μία από την «επίσημη αγαπημένη» σήμερα – δύσκολα θα τις αντέξει ο ευάλωτος ψυχισμός του Έλληνα φιλάθλου, όπου τα συμπλέγματα κατωτερότητας βαδίζουν αγκαλιά με τις ψευδαισθήσεις μεγαλείου.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Highest 2 Lowlest: Ο Σπάικ Λι μεταφέρει το πνεύμα του Κουροσάβα στη Νέα Υόρκη του σήμερα

Daily / Highest 2 Lowlest: Ο Σπάικ Λι φέρνει τον Κουροσάβα στη σημερινή Νέα Υόρκη

Η νέα ταινία του «μαέστρου» από το Μπρούκλιν, διαθέσιμη εδώ και λίγες μέρες στο Apple TV+, αποτελεί ένα συναρπαστικό ριμέικ του αστυνομικού θρίλερ «High and Low» του Ιάπωνα σκηνοθέτη, έξι δεκαετίες μετά.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Ο άνθρωπος που έφερε την μαύρη μουσική κουλτούρα στο σαλόνι εκατομμυρίων σπιτιών

Daily / Ο άνθρωπος που έφερε τη μαύρη μουσική κουλτούρα στο σαλόνι εκατομμυρίων σπιτιών

Το ντοκιμαντέρ «Sunday Best: The untold story of Ed Sullivan» αναδεικνύει τη συμβολή του Εντ Σάλιβαν και της δημοφιλέστατης τηλεοπτικής εκπομπής του στην ανάδειξη τεράστιων μορφών της μαύρης μουσικής, από τη Nίνα Σιμόν και τον Τζέιμς Μπράουν μέχρι την Tίνα Τέρνερ και τον Στίβι Γουόντερ.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Για τα πανηγύρια

Daily / Για τα πανηγύρια

Τα πανηγύρια είναι πλέον αναπόσπαστο μέρος του πακέτου της καλοκαιρινής εμπειρίας. Δεν είναι κακό αυτό. Κι ας απορούμε κάποιοι με την «γιγάντωσή» τους, την οποία δεν θα μπορούσαμε να είχαμε προβλέψει με τίποτα λίγες δεκαετίες πριν.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ