Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1954, στην περιοχή της πλατείας Αμερικής. Ανήκω στις ηλικίες που πέρασαν πολλές ώρες παίζοντας μήλα, κρυφτό και γκαζάκια σε δρόμους και οικόπεδα μιας πόλης που ανοικοδομούνταν ταχύτατα. Εκτός από τo παιχνίδι, διάβαζα πολύ. Με πατέρα συγγραφέα και δημοσιογράφο-κριτικό βιβλίου, είχα στα χέρια μου σε αφθονία όλα τα παιδικά της εποχής. Βυθιζόμουν στον Τρελαντώνη, στον Τομ Σόγιερ, στο Χωρίς οικογένεια και στους Αθλίους. Καθόμουν στη σκιά της πίσω βεράντας του σπιτιού μας, τσιμπώντας βερίκοκα, κεράσια ή σταφύλια, ανάλογα με την εποχή, και διάβαζα. Γύρω στα 10 ορκίστηκα στον εαυτό μου, με τον απόλυτο τρόπο που το κάνουν τα παιδιά, πως θα περάσω τη ζωή μου διαβάζοντας ιστορίες.
• Κι έπειτα το ξέχασα. Με τις πρώτες ερωτικές ανησυχίες έβαλα στην άκρη τα βιβλία, για να τα ξαναβρώ λίγα χρόνια αργότερα. Πέρασα στο Οικονομικό Τμήμα της Νομικής το 1972 και ανήκω στη γενιά του Πολυτεχνείου. Μέσα στη χούντα άρχισα έτσι να διαβάζω βιβλία των εκδόσεων Θεμέλιο: Μαρξ, Λένιν, Ένγκελς, Μπακούνιν. Αλλά κι αυτό δεν ήταν παρά μια φάση. Με την πτώση της χούντας πήρε ο καθένας τον δρόμο του. Κατά τη γνώμη μου, είναι λάθος να μιλάμε για τη γενιά του Πολυτεχνείου όταν αναφερόμαστε στην περίοδο μετά το 1974, αν και αυτό είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση.
• Πώς ξανασυνάντησα τη λογοτεχνία; Στα είκοσι τρία μου είχα μια αναπάντεχη εμπειρία, για την οποία δεν ήμουν καθόλου προετοιμασμένη. Εντελώς ξαφνικά, μια βραδιά –τη θυμάμαι πολύ καλά, σε μια παραθαλάσσια ταβέρνα με μια μεγάλη παρέα συντρόφων από το ΚΚΕ εσωτερικού–, «δι’ ασήμαντον αφορμήν» κάποιος που με ενδιέφερε μου έριξε μια παγωμένη ματιά – γνώρισα την κατάθλιψη. Από τη μια στιγμή στην άλλη όλα μαύρισαν, έχασα τον μπούσουλα, δεν ήξερα πού βρίσκομαι και που πατώ, έχασα την ικανότητα επαφής με τους γύρω μου, σαν να άρχισαν ξαφνικά όλοι να μιλούν μια ξένη γλώσσα.
Κατά τη γνώμη μου, η ελληνική πεζογραφία ανθεί. Βγαίνουν κάθε χρόνο αρκετά καλά μυθιστορήματα και διηγηματογραφικές συλλογές. Ο πολλαπλασιασμός των τίτλων των μυθιστορημάτων που σημειώθηκε στη Μεταπολίτευση δεν σήμανε βέβαια την απογείωση της ελληνικής πεζογραφίας. Διατήρησε όμως το ίδιο καλό επίπεδο που είχε τις προηγούμενες δεκαετίες, μετά τον πόλεμο.
• Κατόρθωσα να ξαναπιάσω το νήμα σιγά σιγά, με πολλούς τρόπους, και η λογοτεχνία στάθηκε ανεπανάληπτος βοηθός, ανοίγοντάς μου ξανά τις πόρτες προς τον κόσμο. Ο Μάνος Σιμωνίδης, ο πρίγκιπας Αντρέι, ο μικρός Πιπ, ο Μαρσέλ, η κυρία Ράμσεϊ, ο Ρατσινιάκ, ο Ζιλιέν Σορέλ, η Μπέτι Σαρπ, η Ίζαμπελ Άρτσερ, ο πρίγκιπας Μίσκιν, ο Αρκάντι Δολγορούκι, δηλαδή οι Ακυβέρνητες Πολιτείες, ο Πόλεμος και Ειρήνη, οι Χαμένες Προσδοκίες, το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, το Στον φάρο, ο Μπαρμπα-Γκοριό, το Κόκκινο και το μαύρο, το Πανηγύρι της ματαιοδοξίας, το Πορτρέτο μιας κυρίας, ο Ηλίθιος, ο Έφηβος, με άλλα λόγια ο Στρατής Τσίρκας, ο Λέων Τολστόι, ο Ντίκενς, ο Μαρσέλ Προυστ, η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Μπαλζάκ, ο Σταντάλ, ο Γουίλιαμ Θάκερεϊ, ο Χένρι Τζέιμς, ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι.
• Ξανάρχισα έτσι να διαβάζω με πάθος, προσπαθώντας ταυτόχρονα να καταλάβω τι ήταν αυτό που με τραβάει, τι είναι αυτό που μας ελκύει στη λογοτεχνία, να κατανοήσω τα κλειδιά της απόλαυσης. Γιατί η κριτική, μαζί με όλα τα άλλα, είναι μια ανεξάντλητη περιέργεια και η περιέργεια αυτή με έσωσε. Πώς το κείμενο παίρνει ζωή; Πώς πρόσωπα που είναι φτιαγμένα από λέξεις καταλήγουν να αποκτήσουν υπόσταση, να μετατραπούν σε ανθρώπους οι οποίοι μας διδάσκουν και συγχρόνως μάς κρατούν συντροφιά; Πώς γίνεται και ένα κείμενο κατορθώνει να αναπλάσει τον κόσμο που μας περιβάλλει και ένα άλλο αποτυγχάνει; Συνεπώς, κριτική είναι ταυτόχρονα κατανόηση, αξιολόγηση και ιεράρχηση της καλλιτεχνικής αξίας των κειμένων.
• Την κριτική δεν τη σπουδάζεις στο πανεπιστήμιο ούτε τη διδάσκεσαι σε κάποια ομάδα εργασίας, τη μαθαίνεις μόνος σου γράφοντας και διαβάζοντας. Ο κριτικός είναι στην πραγματικότητα αυτοδίδακτος, όπως είναι και ο μυθιστοριογράφος. Την κριτική τη μαθαίνεις αναλύοντας τα λογοτεχνικά έργα της εποχής σου, διαβάζοντας φιλολογικές μελέτες και κριτικά δοκίμια, μελετώντας λογοτεχνική θεωρία και ιστορία της λογοτεχνίας. Όλα αυτά μαζί σου είναι απαραίτητα προκειμένου να γίνεις κριτικός, υπό δύο βασικές προϋποθέσεις: η πρώτη είναι να διαβάζεις έργα μεγάλων κλασικών γιατί αυτά είναι που σου δίνουν ένα μέτρο για το πόσο μακριά και πόσο ψηλά μπορεί να φτάσει η λογοτεχνία, τι μπορεί να πετύχει. Η δεύτερη προϋπόθεση είναι να επεξεργάζεσαι τα συναισθήματα και τις συγκινήσεις που σου προξενούν τα έργα γιατί αυτά τα συναισθήματα και οι συγκινήσεις είναι που σε καθοδηγούν για το πώς θα τα κρίνεις, θα τα αξιολογήσεις· πάνω τους στηρίζεσαι, είναι τα εργαλεία με τα οποία τα προσεγγίζεις ώστε να μπορέσεις να καταλήξεις σε συμπεράσματα για την αξία τους. Κάνεις σταθμίσεις, αντιπαραβολές, συγκρίσεις, διαβαθμίσεις εν μέσω ενθουσιασμών, εξάρσεων, παραφορών, ενοχλήσεων, απορρίψεων, επιφυλάξεων, αμφιταλαντεύσεων και ενδοιασμών. Αυτή θεωρώ πως είναι η εργασία της κριτικής.
• Δάσκαλοί μου στην κριτική υπήρξαν με το έργο τους ο Τέλλος Άγρας, ο Δημήτριος Καπετανάκης και ο ξεχασμένος κριτικός των Αλεξανδρινών γραμμάτων Δ. Ζαχαριάδης, ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, ο Σπύρος Τσακνιάς, ο Αλέξανδρος Αργυρίου, ο Μανόλης και η Νόρα Αναγνωστάκη, ο Γιώργος Αράγης, ο Νίκος Φωκάς, ο Δ.Ν. Μαρωνίτης, και οι δύο μεγάλοι ποιητές μας με τα γραπτά τους, τα Ανοιχτά χαρτιά και τις Δοκιμές.
• Η ψυχανάλυση με βοήθησε επίσης να σταθώ στα πόδια μου. Κι αυτή είναι μια καταβύθιση στον εαυτό και επεξεργασία συναισθημάτων, μια πολύχρονη διαδικασία προκειμένου να μπορέσει κανείς να απαντήσει σε θεμελιώδη ερωτήματα: τι μεσολάβησε, τι μου συνέβη ξαφνικά, γιατί έχασα την ισορροπία μου, την ικανότητα που είχα να ζω χωρίς αγωνία μέσα στην καθημερινότητα; Και είναι πολύ ενδιαφέρον να αντιλαμβάνεσαι κάποια στιγμή μέσα από αυτήν τη μακρά μαθητεία ότι ψυχανάλυση και λογοτεχνία, η μεγάλη τουλάχιστον λογοτεχνία, και οι δυο τους χρησιμοποιούν κάποιους κοινούς τρόπους, κάποια κοινά εργαλεία όπως είναι η ανοικείωση, η μετατροπή του γνωστού και συνηθισμένου σε ασυνήθιστο, άγνωστο και ανοίκειο, προκειμένου να σε βγάλουν έξω απ’ τις συνήθειές σου και να σε κάνουν να αντικρίσεις τη ζωή και τον κόσμο με μια άλλη, πολύ πιο σύνθετη, διεισδυτική ματιά.
• Δουλεύοντας σε μια εφημερίδα όπως η «Καθημερινή», είχα την τύχη και τη δυνατότητα να κάνω τη μετάβαση από το οικονομικό ρεπορτάζ, για το οποίο, λόγω σπουδών είχα προσληφθεί, και να περάσω στον χώρο της κριτικής βιβλίου, τον οποίο μοιράστηκα για δυο δεκαετίες με τον καλό συνάδελφο, ποιητή και κριτικό Παντελή Μπουκάλα. Η κριτική βιβλίου υπήρξε τομέας με πολύ μακρά παράδοση στις σελίδες της εφημερίδας –Αιμίλιος Χουρμούζιος, Κλέων Παράσχος, Ανδρέας Καραντώνης, Αλέξανδρος Κοτζιάς μεταξύ άλλων– κι έτσι. παρότι οι καιροί άλλαξαν και η κριτική μετά το 1974 έχασε τη σημασία που είχε πριν και μετά τον πόλεμο, διατήρησε τη θέση της στο φύλλο.
• Γεννήθηκα στην οικογένεια δυο συγγραφέων. Ο πατέρας μου Αλέξανδρος Κοτζιάς και ο θείος μου Κώστας Κοτζιάς είχαν δημιουργήσει τη δεκαετία του ’50 τον εκδοτικό οίκο Κόσμος που κυκλοφόρησε μερικές καλές μεταφράσεις κλασικών. Διαπίστωσαν όμως ότι δεν έκαναν για τις επιχειρήσεις κι έτσι εγκατέλειψαν τις εκδόσεις για να αφιερωθούν στη μυθιστοριογραφία και τη μετάφραση. Το γεγονός πως μεγάλωσα μέσα στον κόσμο του βιβλίου έπαιξε ασφαλώς τον ρόλο του στην τελική μου επιλογή. Δεν μπορώ ακόμα να πω γιατί δεν στράφηκα σε αυτόν εξαρχής, γιατί σπούδασα οικονομικά, γιατί έκανα οικονομικές μεταπτυχιακές σπουδές στο Λονδίνο, στο LSE, και συνέχισα δουλεύοντας στο οικονομικό ρεπορτάζ για δέκα χρόνια – τα τέσσερα εξ αυτών ανταποκρίτρια στις Βρυξέλλες της εφημερίδας «Μεσημβρινή». Όλα, βέβαια, σπουδές, ρεπορτάζ, ανταποκρίσεις, σε βοηθούν να γίνεις μια καλή κριτικός. Διότι σε οποιονδήποτε τομέα κι αν δουλεύεις, η δημοσιογραφία σε μαθαίνει να αναζητάς τα ουσιαστικά κάθε θέματος. Δεν υπάρχει άλλωστε περίπτωση να εντρυφήσεις στον «Economist» και να μη διδαχθείς την πυκνότητα και τη σαφήνεια, την υποχρέωση να μη γράφεις ούτε μια λέξη παραπάνω απ’ όσες χρειάζεται, να μη φλυαρείς.
Τι άλλο χρειάζεται για να γίνει κανείς κριτικός; Χρειάζεται πολύ διάβασμα προκειμένου να πλάσεις τα κριτήρια σου και την εντελώς προσωπική σου θεωρία. Ταυτόχρονα, όμως, χρειάζεται να μπορείς να σβήνεις και να ξεχνάς όλα όσα γνωρίζεις έτσι ώστε να είσαι δεκτικός απέναντι στο καινούργιο, διότι καλή λογοτεχνία είναι αυτή που μπορεί να ανανεώνει τα αφηγηματικά εργαλεία της παράδοσης.
• Μάλλον με βοήθησε στη δουλειά μου το ότι προερχόμουν από μια οικογένεια λογοτεχνών, καθώς μου άνοιξε διάφορους δρόμους χωρίς κόπο. Από την άλλη, βέβαια, το βάρος της σύγκρισης δημιουργεί κι αυτό δυσκολίες. Τα πρώτα χρόνια έφταναν στ’ αυτιά μου κακεντρεχείς ψίθυροι, όπως ότι τις κριτικές μου τις έγραφε ο πατέρας μου, ο οποίος βεβαίως με βοήθησε στα πρώτα μου βήματα. Σταθήκαμε μπροστά στη βιβλιοθήκη του και μου υπέδειξε ποιους σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς άξιζε να διαβάσω. Ήταν πάντα πρόθυμος να συνδράμει οποιονδήποτε του ζητούσε βοήθεια στη λογοτεχνία, θεωρώντας επίσης πως είναι πολύ σημαντική κατάκτηση «το σκαλί το πρώτο». Ήταν καλός οικογενειάρχης, φρόντιζε πάντα να τα έχουμε όλα, χωρίς ωστόσο να ασχολείται με τα παιδιά του, τον αδελφό μου κι εμένα.
• Ένα πρόβλημα με την κριτική είναι το εξής: πώς γίνεται μια προσωπική έκφραση για την καλλιτεχνική αξία ενός μυθιστορήματος, δηλαδή μια έκφραση προσωπικού γούστου, να έχει ευρύτερο ενδιαφέρον; Από πού αντλούν ο κριτικός και η κριτικός το δικαίωμα να προβάλλουν τις ατομικές τους γνώμες ως απόψεις με καθολικότερη σημασία; Η απάντηση βρίσκεται, πιστεύω, στο γεγονός πως ο κριτικός δεν περιορίζεται στο να βγάζει αυθαίρετα φιρμάνια, λέγοντας τι είναι καλό και τι δεν είναι, αλλά αναπτύσσει και αιτιολογεί τη γνώμη του. Οι αιτιολογίες αυτές, βέβαια, δεν έχουν αντικειμενική ισχύ, πάλι προϊόν προσωπικού γούστου είναι, φανερώνουν όμως το πώς σκέφτεται – δείχνουν την προσωπική του θεωρία για τη λογοτεχνία. Ανοίγει έτσι με τα χρόνια μια συζήτηση, ένας νοητός διάλογος μεταξύ του κριτικού και του αναγνωστικού κοινού, ο οποίος το βοηθάει να αποκτήσει και αυτό μια συνθετότερη αναγνωστική μάτια.
• Συχνά κατηγορούν τους κριτικούς ότι είναι αποτυχημένοι λογοτέχνες ή άνθρωποι που θα ήθελαν να είναι λογοτέχνες. Θέτω το ερώτημα στον εαυτό μου: θα με ενδιέφερε να γράφω μυθιστορήματα; Η απάντηση είναι: «ναι, θα με ενδιέφερε». Όμως δεν μπορείς να γίνεις τραγουδιστής αν δεν έχεις φωνή, δεν μπορείς να γίνεις χορευτής αν δεν έχεις ρυθμό, δεν μπορείς να γίνεις γλύπτης αν δεν έχεις την κατάλληλη σωματική διάπλαση. Ανάμεσα σε πολλά άλλα η λογοτεχνία απαιτεί μια γλώσσα που δεν καταφεύγει στη χρήση των γενικών κατηγοριών της νόησης αλλά απαιτεί την ανάπτυξη της συγκεκριμένης έκφρασης των αισθήσεων. Η δική μου έκφραση τείνει προς το αφηρημένο, είναι λογοκρατούμενη, επομένως ακατάλληλη για την λογοτεχνία. Το κατάλαβα αρκετά νωρίς. Αγαπάω τη λογοτεχνία και αισθάνομαι πως συνδέομαι ουσιαστικά μαζί της με τον τρόπο που μου επιτρέπουν τα μέσα που διαθέτω. No hard feelings.
• Όπως και σε όλους τους άλλους τομείς, στη διάρκεια των δεκαετιών της Μεταπολίτευσης τα πάντα ήρθαν πάνω κάτω στον χώρο του βιβλίου. Μέσα σε είκοσι χρόνια, μεταξύ 1985 και 2005 οι τίτλοι των βιβλίων τετραπλασιάστηκαν, πολλαπλασιάστηκε ο τζίρος της αγοράς βιβλίου, δαπανήθηκαν μεγάλα διαφημιστικά κεφάλαια, προσφέρθηκαν υπολογίσιμα πνευματικά δικαιώματα, υπερδιπλασιάστηκε ο αριθμός των μυθιστορημάτων και των διηγηματογραφικών συλλογών, αποθεώθηκε η γυναικεία λογοτεχνία και η πεζογραφία των νέων, καθιερώθηκαν καινούργιοι θεσμοί βράβευσης.
• Ωστόσο, παρά το γεγονός πως πολλές εφημερίδες εγκαινίασαν την ίδια εποχή ένθετα βιβλίου, η κριτική συρρικνώθηκε, χάνοντας το κοινωνικό κύρος που είχε στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, καθώς οι νεότεροι μυθιστοριογράφοι άρχισαν να έρχονταν σε επαφή με το αναγνωστικό κοινό όχι με τη διαμεσολάβηση των κριτικών σημειωμάτων αλλά με τη βοήθεια του δημοσιογραφικού ρεπορτάζ και των αναρίθμητων βιβλιοπαρουσιάσεων. Ήταν, μπορούμε να πούμε, μια αναμενόμενη εξέλιξη σε μια εποχή υποχώρησης των ιεραρχιών και των διακρίσεων. Γιατί ποιος θα το φανταζόταν ποτέ πως το αστυνομικό μυθιστόρημα αλλά και το ρομάντζο θα θεωρούνταν σήμερα εκλεκτά τμήματα της λογοτεχνίας;
• Ένα ερώτημα που συχνά απασχολεί συγγραφείς, φιλολόγους και κριτικούς είναι γιατί το ελληνικό μυθιστόρημα δεν έχει, με μια-δυο εξαιρέσεις, ιδιαίτερη απήχηση στις ξένες χώρες. Φταίει που η γλώσσα μας είναι μικρή; Φταίει πως ποτέ δεν κατορθώσαμε να αποκτήσουμε μια φερέγγυα κρατική πολιτική στήριξης της ελληνικής πεζογραφίας στο εξωτερικό; Ευθύνεται μήπως η ποιότητα του ελληνικού μυθιστορήματος, εξακολουθούμε δηλαδή να είμαστε η χώρα της ποίησης και του διηγήματος; Το ζήτημα είναι σύνθετο και δεν υπάρχουν απλές απαντήσεις.
• Κατά τη γνώμη μου, η ελληνική πεζογραφία ανθεί. Βγαίνουν κάθε χρόνο αρκετά καλά μυθιστορήματα και διηγηματογραφικές συλλογές. Ο πολλαπλασιασμός των τίτλων των μυθιστορημάτων που σημειώθηκε στη Μεταπολίτευση δεν σήμανε βέβαια την απογείωση της ελληνικής πεζογραφίας. Διατήρησε όμως το ίδιο καλό επίπεδο που είχε τις προηγούμενες δεκαετίες, μετά τον πόλεμο. Ωστόσο, ένας από τους λόγους που δυσκολεύεται να κάνει αισθητή την παρουσία της στο εξωτερικό είναι, πιστεύω, ο εξής: καίρια προϋπόθεση για να μπορέσει ένας συγγραφέας του οποίου η γλώσσα είναι μικρή να διεισδύσει στις ξένες αγορές είναι το να έχει το μυθιστόρημά του ελκυστική πλοκή. Ελληνικά μυθιστορήματα με συναρπαστικές περιπέτειες ασφαλώς υπάρχουν. Είναι όμως λίγα, όχι τόσα ώστε να κατορθώσουν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους στις ξένες αγορές ως ενδιαφέρουσα, ελληνικής προέλευσης λογοτεχνία κι έτσι να κινητοποιηθεί η επιθυμία των ξένων για το ελληνικό βιβλίο. Οι καλοί Έλληνες λογοτέχνες είναι από καλοί ως εξαιρετικοί τεχνίτες, όχι όμως θελκτικοί «παραμυθάδες». Το έργο τους δεν στηρίζεται στη γοητευτική πλοκή αλλά σε διάφορα αφηγηματικά τεχνάσματα – στην τεχνική της υποβολής, στο αποσπασματικό μοντάζ, στις αποσιωπήσεις. Επίσης, έχουμε καλούς διηγηματογράφους, αλλά ούτε το διήγημα αποτελεί ευπρόσδεκτο είδος στις διεθνείς αγορές. Τέλος, έχουμε καλούς στυλίστες των οποίων τα πεζά παραπέμπουν στην ποίηση – ακόμα πιο δύσκολο να γίνει αισθητή η πρόζα τους στις ξένες αγορές.
• Είναι πολλά τα μυθιστορήματα των συγγραφέων της Μεταπολίτευσης που αγαπώ. Δεν γίνεται βέβαια να τα απαριθμήσω όλα, δεν θα διστάσω όμως να αναφέρω μερικά. Οι Βραδιές μπαλέτου του Αλέξη Πανσέληνου, το Εις τον πάτο της εικόνας της Μάρως Δούκα, ο Άχρηστος Δημήτρης του Γιώργου Συμπάρδη, η Ιστορία του Γιώργη Γιατρομανωλάκη, το Και με το φως του λύκου επανέρχονται της Ζυράννας Ζατέλη, το Ζιγκ ζαγκ στις νεραντζιές της Έρσης Σωτηροπούλου, το Μυθιστόρημα του Ξενοφώντα του Τάκη Θεοδωρόπουλου, τα Σπασμένα ελληνικά του Θανάση Χειμωνά, η Ιδιαίτερα της Ελιάνας Χουρμουζιάδου, το Τι είδε η γυναίκα του Λωτ της Ιωάννας Μπουραζοπούλου, το Απόψε δεν έχουμε φίλους της Σοφίας Νικολαΐδου, η Δεξιά τσέπη του ράσου του Γιάννη Μακριδάκη, ολόκληρος ο Δημήτρης Νόλλας και ο Θανάσης Βαλτινός. Και από τους διηγηματογράφους ή τους στυλίστες των μικρών πεζών θα αναφέρω τον Γιώργο Σκαμπαρδώνη, τον Τάσο Καλούτσα, τον Αργύρη Χιόνη, τον Κώστα Παπαγεωργίου, τον Κώστα Μαυρουδή, τον Αριστείδη Αντωνά.
• Τι άλλο χρειάζεται για να γίνει κανείς κριτικός; Χρειάζεται πολύ διάβασμα προκειμένου να πλάσεις τα κριτήρια σου και την εντελώς προσωπική σου θεωρία. Ταυτόχρονα, όμως, χρειάζεται να μπορείς να σβήνεις και να ξεχνάς όλα όσα γνωρίζεις έτσι ώστε να είσαι δεκτικός απέναντι στο καινούργιο, διότι καλή λογοτεχνία είναι αυτή που μπορεί να ανανεώνει τα αφηγηματικά εργαλεία της παράδοσης. Ο κριτικός χρειάζεται, λοιπόν, να μπορεί να αποκτά τη δίψα και την αθωότητα που είχε όταν διάβαζε σαν ήταν παιδί. Κι ακόμα, χρειάζεται να έχει τέτοια εσωτερική συγκρότηση ώστε να μην παρασύρεται ούτε απ’ τις πιέσεις των ενδιαφερομένων –αυτό έτσι κι αλλιώς– ούτε από τις δικές του ψυχικές μεταπτώσεις ή εξωτερικούς παράγοντες, όπως οι πιέσεις των βιοτικών αναγκών. Ο κριτικός χρειάζεται να είναι ενθουσιώδης και μαζί στοχαστικός.
• Με τι ασχολούμαι αυτή την εποχή; Για έναν επαγγελματία αναγνώστη συνταξιοδότηση δεν σημαίνει παύση. Μετά τις δυο μελέτες μου, Ιδέες και αισθητική – Μεσοπολεμικοί και μεταπολεμικοί πεζογράφοι 1930-1974 και Ελληνική πεζογραφία 1974-2010 – Το μέτρο και τα σταθμά, θα κυκλοφορήσει σε λίγο καιρό ένα δοκίμιο για το πώς γράφεται η λογοτεχνία, και από τις εκδόσεις Κίχλη ένας τόμος με επιλογή από τα κριτικά σημειώματα της περιόδου 1984-2024. Και, υγεία να έχουμε, κάνουμε πολλά ταξίδια με τον άντρα μου Γιάννη Δρόσο, με τον οποίο κλείνουμε φέτος πενήντα χρόνια μαζί. Επισκεπτόμαστε τον γιο μας Αλέξανδρο στο Βερολίνο και προγραμματίζουμε μακρινές εκδρομές, αφήνοντας τις πιο κοντινές της Ευρώπης για το απώτερο μέλλον και τα βαθιά γηρατειά μας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.