Ο ΡΟΜΠΕΡΤ ΛΟΥΙΣ ΣΤΙΒΕΝΣΟΝ δεν προοριζόταν να γίνει συγγραφέας. Υποτίθεται ότι θα ακολουθούσε τα βήματα του πατέρα του ως μηχανικός, η επιχείρηση του οποίου στο Εδιμβούργο είχε φέρει ευημερία στην οικογένεια. Όμως ο μικρός δεν είχε τις μαθηματικές ικανότητες, ούτε το ενδιαφέρον, για να γίνει μηχανικός. Ταλαιπωρημένος από χρόνια πνευμονικά προβλήματα που του προκαλούσαν φρικτές αιμορραγίες, θεωρούσε τη σχολική εκπαίδευση «οργανωμένη πλήξη». Είχε όμως πολύ ζωηρό μυαλό και άκουγε με λαχτάρα τα σκωτσέζικα παραμύθια που του διάβαζαν. Ποτέ, σ' όλη του τη ζωή, δεν αισθάνθηκε τη χαρά που φέρνει η καλή σωματική υγεία, είχε γράψει όμως για τα παιδικά του χρόνια τα εξής: «Η κακή μου υγεία χρονολογείται από τότε που έμενα άγρυπνος στις τρομερές ατέλειωτες νύχτες, ταραγμένος αδιάκοπα από τον πνιχτό εξαντλητικό βήχα και το πρωί παρακαλούσα να κοιμηθώ, μέσα από τα βάθη του τσακισμένου μικρού κορμιού μου».
Ο Στίβενσον αντιμετώπιζε τα επίθετα ως εχθρούς και βασιζόταν στα ρήματα για να δημιουργήσει αυτό που ο Damrosch αποκαλεί «μια ζωηρή επίκληση κίνησης και ήχου».
Τα μάτια του είχαν μεγάλη απόσταση μεταξύ τους, έλαμπαν όμως σε ένα στενό πρόσωπο που τόνιζε τα μακριά μαλλιά του, και σε ένα αδύνατο σώμα που ντύνονταν με βελούδινα σακάκια και φανταχτερά ζωνάρια. Ήταν ένας εκπληκτικός συνομιλητής. Έστριβε διαρκώς τα δικά του τσιγάρα, απολάμβανε τις απολαύσεις του κρεβατιού (αρχικά με σεξεργάτριες και υπηρέτριες) και ήταν ένας μανιώδης επιστολογράφος.

Προτού ξεκινήσει τη συγγραφική του σταδιοδρομία, ο Στίβενσον πέρασε από μια σειρά οδυνηρών αποστασιοποιήσεων από τις προσδοκίες της οικογένειάς του. Μεταξύ αυτών ήταν και η δήλωση ότι ήταν άθεος, προς μεγάλη λύπη των πρεσβυτεριανών γονιών του. «Εκ των υστέρων», παρατηρεί ο Leo Damsroch, συγγραφέας αυτής της νέας βιογραφίας του Στίβενσον που έχει τίτλο “Storyteller” και κυκλοφορεί από την Yale University Press, «θα λέγαμε ότι το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ήταν μια εποχή έντονων πολιτισμικών αλλαγών, κατά την οποία πολλοί νέοι βίωσαν συγκρούσεις όπως ο Λούις». Ο Στίβενσον ήταν 25 ετών και βρισκόταν με φίλους του στη Γαλλία, έχοντας γράψει μερικά δοκίμια και ταξιδιωτικά κείμενα, όταν ερωτεύτηκε. Κοιτάζοντας από ένα παράθυρο, είδε τη Φάνι Όσμπορν και, όπως έγραψε αργότερα, ήταν τόσο έκπληκτος που του φάνηκε «σαν να μην είχε ακούσει, αισθανθεί ή δει ποτέ τίποτα μέχρι εκείνη τη στιγμή». Η Φάνι ήταν 10 χρόνια μεγαλύτερη του. Είχε έναν μικρό γιο, μια έφηβη κόρη και έναν άπιστο σύζυγο στην Καλιφόρνια.

Γνωρίζουμε ότι η Φάνι θα έπαιρνε διαζύγιο για να τον παντρευτεί. Γνωρίζουμε ότι ο Στίβενσον θα γινόταν διάσημος χάρη στα περιπετειώδη μυθιστορήματά του. Ο συγγραφέας αυτής της βιογραφίας μας υπενθυμίζει ότι η Φάνι υπήρξε καθοριστική ως επιμελήτρια, συνεργάτιδα και πρώτη κριτικός του έργου του.
Ήταν 1881, κατά τη διάρκεια των διακοπών του στη Σκωτία, όταν ο Στίβενσον συνέλαβε την ιδέα για το «Νησί των Θησαυρών». Έγραφε με «ενθουσιασμό και εργατικότητα» και διάβαζε τις σελίδες δυνατά το βράδυ δίπλα στο τζάκι στη Φάνι και τον γιο της. Ο Δρ. Τζέκιλ εμφανίστηκε στον Στίβενσον σε ένα όνειρο. Οι χαρακτήρες στην «Απαγωγή» (ή «Οι περιπέτειες του Νταίηβιντ Μπάλφουρ», όπως είχε αποδοθεί ο τίτλος στα ελληνικά) εμφανίζονταν τόσο ζωντανοί καθώς έγραφε, είχε πει ο ίδιος, ώστε η δουλειά του έγινε «στενογραφική». Για τον ίδιον, η δημιουργική εργασία «δεν ήταν μια πράξη», αλλά «μια κατάσταση». Ο Στίβενσον αντιμετώπιζε τα επίθετα ως εχθρούς και βασιζόταν στα ρήματα για να δημιουργήσει αυτό που ο Damrosch αποκαλεί «μια ζωηρή επίκληση κίνησης και ήχου».

Τον Ιούνιο του 1888, ο Στίβενσον ταξίδεψε στα νησιά Σαμόα, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα με τη σύζυγό του το 1890. Οι ιθαγενείς τον ονόμασαν «Τουγιτάλα», δηλαδή «παραμυθά», και τον έκαναν αρχηγό μιας φυλής. Εκεί έζησε και έγραψε επί τέσσερα χρόνια. Στις 3 Δεκεμβρίου 1894, τρεις εβδομάδες έπειτα από την 44η επέτειο των γενεθλίων του, ο Στίβενσον πέθανε ξαφνικά, όχι από την αρρώστια που καταπολέμησε σ' όλη του τη ζωή αλλά από αποπληξία. Είχε αγαπήσει με όλη του την καρδιά το όμορφο νησί και οι ιθαγενείς τον λάτρευαν. Όταν πέθανε, πομπή ιθαγενών συνόδευσε τη σορό του μέχρι την κορυφή ενός λόφου όπου και έγινε η ταφή του, σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία. Στην ταφόπλακα, του χάραξαν τον επιτάφιο που είχε γράψει ο ίδιος ο ίδιος:
«Κάτω απ' τον πλατύ, τον έναστρο ουρανό / σκάψετε μνήμα κι άστε με να ξεκουραστώ. / Χαρούμενα όπως έζησα/ έτσι πεθαίνω με χαρά. / Στο μνήμα να χαράξετε θέλω τα λίγα αυτά λόγια: / Κείτεται εδώ όπου τόσο λαχταρούσε / για να βρει μια μέρα τη θανή. / Και βρήκε σπίτι ο ναύτης, ο ταξιδευτής / Σπίτι ο κυνηγός και των βουνών ο εραστής».
Με στοιχεία από The Wall Street Journal