ΤΟ ΠΟΙΟΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΕΒΡΑΙΟΙ –ένα συχνά φορτισμένο ερώτημα– σπανίως αποτελούσε αίνιγμα για τους εχθρούς τους. Ο Στάλιν τους είχε αποκαλέσει «κοσμοπολίτες χωρίς ρίζες» που συνωμοτούσαν με τους «Αμερικανούς ιμπεριαλιστές» για να υπονομεύσουν τη Σοβιετική Ένωση. Στην πυρετώδη φαντασία του Χίτλερ ήταν βακτήρια που μόλυναν την υγιή «αρία» φυλή. Έχουν κατηγορηθεί επίσης ως παντοδύναμοι συνωμότες, ως «αρχιμπολσεβίκοι» αλλά και ως «αρχικαπιταλιστές». Σήμερα, όλο και περισσότερο, ο όρος «Εβραίος» συγχέεται με τον όρο «σιωνιστής», ο οποίος, ως σύμβολο περιφρόνησης, μπορεί να σημαίνει οτιδήποτε από «αποικιοκράτης» έως «φασίστας» και «ρατσιστής». Η παλαιότερη έννοια του σιωνισμού –η ίδρυση ενός εβραϊκού κράτους για την προστασία των Εβραίων από τις διώξεις– έχει σε μεγάλο βαθμό ξεχαστεί.
Φυσικά, η αντίθεση στον σιωνισμό δεν ισοδυναμεί με αντισημιτισμό. Και οι δεξιοί πολιτικοί που κατηγορούν τους φιλοπαλαιστίνιους φοιτητές για αντισημιτισμό δεν είναι καθόλου αξιόπιστοι κριτές. Η κυβέρνηση Τραμπ, που παρουσιάζεται ως υπερασπιστής των Εβραίων, έχει συχνά καλλιεργήσει σχέσεις με αντισημίτες εξτρεμιστές. Ο ίδιος ο Τραμπ έχει δειπνήσει με δηλωμένους αρνητές του Ολοκαυτώματος και κάποτε είπε ότι οι νεοναζί διαδηλωτές που εξεγέρθηκαν ενάντια στην «αντικατάσταση» των (μη Εβραίων) λευκών από Εβραίους περιλάμβαναν «μερικούς πολύ καλούς ανθρώπους». Μια ακροδεξιά κυβέρνηση γεμάτη εθνικιστές που πιστεύουν στο δόγμα «αίμα και χώμα» και ισχυρίζονται ότι είναι οι προστάτες της εβραϊκής μειονότητας θα φαινόταν κάποτε πολύ περίεργη. Υπάρχει μια ανησυχητική όσο και σαφής τάση των λευκών ρατσιστών και των χριστιανών φονταμενταλιστών να υιοθετούν πλέον ακραίες φιλοϊσραηλινές θέσεις, επειδή βλέπουν τη Γάζα ως το κρίσιμο μέτωπο σε μια μάχη πολιτισμών ενάντια στον ισλαμισμό.
Ο όρος «αντισημιτισμός» επινοήθηκε το 1879 από τον Γερμανό ταραχοποιό και προβοκάτορα Βίλχελμ Μαρ κατά την εκστρατεία του για την ανατροπή της εβραϊκής χειραφέτησης. Ο Μαζάουερ βλέπει σε αυτό «ένα είδος αντίδρασης στους επιταχυνόμενους ρυθμούς της σύγχρονης εποχής, που υποσχόταν μια καλύτερη ζωή, μια επιστροφή σε παλαιότερους και πιο οικείους τρόπους ζωής».
Οι δεξιοί πολιτικοί που χαρακτηρίζουν όλους τους επικριτές του Ισραήλ ως αντισημίτες μοιάζουν με αντανάκλαση εκείνων που θεωρούν ότι όλοι οι Εβραίοι είναι σιωνιστές. Μία από τις πολλές αρετές του εξαιρετικού και επίκαιρου νέου βιβλίου του Μαρκ Μαζάουερ «On antisemitism» είναι η προσπάθειά του να αποκαταστήσει το ιστορικό πλαίσιο μιας λέξης που έχει καταστεί ένας «γενόσημος» καταγγελτικός όρος.

Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός απορρίπτει κάθε κριτική για τη βία που ασκεί η χώρα του εναντίον των Παλαιστινίων ως ένα ακόμη δείγμα του sinat Yisrael, του αρχέγονου «μίσους για το Ισραήλ». Ο ρόλος που έχει αναλάβει είναι να προστατεύσει τους Εβραίους από ένα άλλο Ολοκαύτωμα, ακόμα και αν σύσσωμος ο πλανήτης τον καταδικάζει. Ειδικά μάλιστα επειδή σύσσωμος ο πλανήτης τον καταδικάζει, γιατί κάτι τέτοιο ενισχύει την πεποίθησή του ότι όσοι επικρίνουν τις πολιτικές του το κάνουν «απλώς και μόνο επειδή υπάρχουμε».
Ο Μαζάουερ, ένας διαπρεπής και πάντα ενδελεχής στην έρευνά του ιστορικός, διαφωνεί. Ο αντισημιτισμός δεν είναι καθόλου καινούργιο φαινόμενο, παρατηρεί, αλλά η φύση αυτής της εχθρότητας έχει αλλάξει ριζικά με την πάροδο του χρόνου. Στην έρευνά του για τον αντισημιτισμό, ο Μαζάουερ παραλείπει σε μεγάλο βαθμό τις θρησκευτικές προκαταλήψεις των προ-νεωτερικών χριστιανών. Όπως και η Χάνα Άρεντ πριν από αυτόν, αντιμετωπίζει το μίσος προς τους Εβραίους ως μια συνέπεια της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας, η οποία εντάθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν σχηματίστηκαν πολλά έθνη-κράτη. Ήταν η εποχή των πολιτικών κομμάτων, των εφημερίδων, του χρηματοοικονομικού συστήματος και της εξουσίας του νόμου. Σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης, οι χειραφετημένοι Εβραίοι ήταν πλέον πολίτες των μητροπόλεων, με ίσα δικαιώματα, και δεν αποτελούσαν πλέον υποτελή μειονότητα.

Ο όρος «αντισημιτισμός» επινοήθηκε το 1879 από τον Γερμανό ταραχοποιό και προβοκάτορα Βίλχελμ Μαρ κατά την εκστρατεία του για την ανατροπή της εβραϊκής χειραφέτησης. Ο Μαζάουερ βλέπει σε αυτό «ένα είδος αντίδρασης στους επιταχυνόμενους ρυθμούς της σύγχρονης εποχής, που υποσχόταν μια καλύτερη ζωή, μια επιστροφή σε παλαιότερους και πιο οικείους τρόπους ζωής». Στη δεκαετία του 1890 αυτού του είδους η ένταση κορυφώθηκε δραματικά στη Γαλλία με την περίφημη υπόθεση Ντρέιφους, όταν ο Εβραίος λοχαγός Άλφρεντ Ντρέιφους καταδικάστηκε άδικα για προδοσία.
Παρότι ο Ντρέιφους αθωώθηκε τελικά, η σύνδεση των Εβραίων με ένα είδος κοσμοπολίτικου φιλελευθερισμού παρέμεινε. Ο αριστερόστροφος αντισημιτισμός, που παρουσίαζε τους Εβραίους ως άπληστους καπιταλιστές, υπήρχε επίσης, ειδικά στη Γαλλία, αλλά η εχθρότητα προς τους Εβραίους παρέμεινε κυρίως ένα φαινόμενο της δεξιάς, έργο όσων αντιμετώπιζαν μια μικρή μειονότητα ως μόλυνση της καθαρότητας των φυλετικών ή θρησκευτικών κοινοτήτων τους. Μέσα στην ένταση του 19ου αιώνα μεταξύ έθνους και κράτους, εκείνοι που τάχθηκαν με το έθνος περιλάμβαναν πολλούς αντισημίτες. Πριν από το Ολοκαύτωμα, ο αντισημιτισμός μπορούσε να θεωρηθεί ανάμεσα στους συντηρητικούς ως μια αξιοσέβαστη και μετριοπαθής θέση.
Το λυκόφως της αυτοκρατορίας ήταν επίσης μια εποχή έντονης σπέκουλας και συνωμοσιολογίας σχετικά με διεθνείς εβραϊκές σέκτες που χειραγωγούσαν την εξουσία μέσω του χρήματος και διάφορων σκοτεινών δικτύων με σκοπό να κυβερνήσουν τον κόσμο. Tα «Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών», που εκδόθηκαν το 1903, προκάλεσαν αναταραχή σε πολλές χώρες, αν και όχι πάντα με το ίδιο αποτέλεσμα. Μετά την εισβολή τους στη Σιβηρία το 1918, οι Ιάπωνες –οι οποίοι είχαν ενημερωθεί για τα «Πρωτόκολλα» από τον τοπικό πληθυσμό– πείστηκαν τόσο πολύ για την εβραϊκή ανωτερότητα, που αργότερα προστάτευσαν τους Εβραίους στην Ασία από τις ναζιστικές απελάσεις. Έναν τόσο ισχυρό λαό, σκέφτηκαν, καλό θα ήταν να τον έχουν στο πλευρό τους
Αυτό που άλλαξε την ισορροπία μεταξύ ενός οικουμενικού αγώνα κατά του αντισημιτισμού και των υποστηρικτών της δημιουργίας μιας εβραϊκής πατρίδας ήταν το Ολοκαύτωμα. Το Κράτος του Ισραήλ, που ιδρύθηκε το 1948, είχε ως στόχο να απαντήσει σε αιώνες ταπείνωσης και αποκλεισμού που είχαν κορυφωθεί με μαζικές δολοφονίες πρωτοφανούς κλίμακας. Ωστόσο, χρειάστηκε χρόνος μέχρι η πίστη στο Ισραήλ και η μνήμη του Ολοκαυτώματος να γίνουν οι δύο πυλώνες της εβραϊκής ταυτότητας τόσο στο Ισραήλ όσο και στο εξωτερικό. Ο πρώτος πρωθυπουργός του Ισραήλ, Νταβίντ Μπεν Γκουριόν, είδε τη δίκη του Άντολφ Άιχμαν, του «διαχειριστή» του Ολοκαυτώματος, που πραγματοποιήθηκε στην Ιερουσαλήμ το 1961, ως μια ευκαιρία να συνδέσει την τύχη του Ισραήλ με τη μνήμη της γενοκτονίας. Στην εναρκτήρια ομιλία του, ο κατήγορος Γκίντεον Χάουσνερ είπε ότι δεν στεκόταν μόνος: «Μαζί μου είναι έξι εκατομμύρια κατήγοροι». Η Χάνα Άρεντ, που ήταν παρούσα, έγραψε ότι η δίκη είχε ως στόχο να δείξει στους νέους Ισραηλινούς «τι σήμαινε να ζεις ανάμεσα σε μη Εβραίους, να τους πείσει ότι μόνο στο Ισραήλ ένας Εβραίος μπορούσε να είναι ασφαλής και να ζήσει μια αξιοπρεπή ζωή».

Η Άρεντ αποδοκίμαζε τη χρήση της δίκης του Άιχμαν για τους προπαγανδιστικούς σκοπούς του ισραηλινού κράτους, θεωρώντας ότι ο Άιχμαν θα έπρεπε να είχε δικαστεί από διεθνές δικαστήριο, καθώς η συνενοχή του στη γενοκτονία ήταν έγκλημα κατά της ανθρωπότητας και όχι μόνο κατά των Εβραίων. Μια αποφασιστική αλλαγή κλίματος επήλθε το 1967, όταν το Ισραήλ νίκησε θριαμβευτικά τους Άραβες γείτονές του στον Πόλεμο των Έξι Ημερών και κατέλαβε αραβικά εδάφη στη Δυτική Όχθη, τα Υψώματα του Γκολάν, τη Γάζα και την Ιερουσαλήμ. Οι Εβραίοι, ειδικά στις Ηνωμένες Πολιτείες, ένιωσαν μια νέα αλληλεγγύη προς το εβραϊκό κράτος. Μόνο μετά τον πόλεμο του 1967, γράφει ο Μαζάουερ, οι Αμερικανοί Εβραίοι άρχισαν να «αγκαλιάζουν την ιδέα του Ολοκαυτώματος όχι μόνο ως ιστορία αλλά ως προειδοποίηση για το μέλλον και ως αναπόσπαστο μέρος της ταυτότητάς τους». Μόλις οι απειλές κατά του Ισραήλ θεωρήθηκαν ως υπαρξιακές απειλές για τους Εβραίους παντού, η γραμμή μεταξύ αντισημιτισμού και κριτικής του Ισραήλ, ή του ίδιου του σιωνισμού, άρχισε να θολώνει. Όπως σημειώνει ο Μαζάουερ στο βιβλίο του, «η εποχή κατά την οποία ο αντισημιτισμός μπορούσε να συζητηθεί χωρίς αναφορά στο Ισραήλ έφτανε στο τέλος της».
Ορθώς ο Μαζάουερ χαρακτηρίζει «εξωφρενικό» τον ισχυρισμό ότι τα αμερικανικά πανεπιστήμια είναι εστίες θεσμοθετημένου αντισημιτισμού. Το να περιγράφει κανείς τα κατεχόμενα εδάφη ως «καθεστώς απαρτχάιντ» μπορεί να είναι αμφιλεγόμενο, αλλά δεν είναι αντισημιτικό. Το να χαρακτηρίζει κανείς τη μαζική δολοφονία αμάχων στη Γάζα ως γενοκτονία μπορεί να είναι επίσης αμφιλεγόμενο, αλλά ακόμη και Ισραηλινοί πατριώτες που έχουν αηδιάσει με την κυβέρνησή τους έχουν αρχίσει να χρησιμοποιούν τον όρο. Ο Νταβίντ Γκρόσμαν, επιφανής Ισραηλινός συγγραφέας και επικριτής της ισραηλινής πολιτικής, καθώς και χαρακτηριστικός ανθρωπιστής της φιλελεύθερης εβραϊκής παράδοσης, δήλωσε πρόσφατα σε συνέντευξή του ότι είναι πλέον αδύνατο να μην τον χρησιμοποιήσει.
Υπάρχει, ωστόσο, λόγος ανησυχίας όταν κάποιοι επικριτές του Ισραήλ χρησιμοποιούν το Ολοκαύτωμα ως ρητορικό όπλο εναντίον του εβραϊκού κράτους. Ο Μαζάουερ περιγράφει το μίσος προς τους Εβραίους ως ένα φαινόμενο που αφορά κυρίως τη δεξιά, αλλά τα πλακάτ που δείχνουν την Άννα Φρανκ με καφίγια ή τα αστέρια του Δαυίδ που έχουν μεταλλαχτεί σε σβάστικες στέλνουν ένα σαφές μήνυμα: οι Εβραίοι είναι τόσο κακοί όσο οι ναζί. Τέτοιες κινήσεις προϋπήρχαν της τρέχουσας κυβέρνησης Νετανιάχου. Το 2002, ο Πορτογάλος μυθιστοριογράφος Ζοζέ Σαραμάγκου συνέκρινε τη δυστυχία των Παλαιστινίων στη Ραμάλα με αυτή των Εβραίων στο Άουσβιτς. Τέτοιες συγκρίσεις συχνά γίνονται με κάποια υπερβολική άνεση και αυταρέσκεια, σαν να μπορούσε η ενοχή (μας) για ό,τι έπαθαν οι Εβραίοι να απαλυνθεί έστω και λίγο παρομοιάζοντάς τους με τους δολοφόνους τους. Όπως είπε κάποτε ο Γερμανο-εβραίος δημοσιογράφος Χένρικ Μπρόντερ, «οι Γερμανοί δεν θα συγχωρήσουν ποτέ τους Εβραίους για το Άουσβιτς».

Όταν ο Σιμόν Πέρες έχασε τις εκλογές του 1996 από τον Νετανιάχου, φέρεται να είχε δηλώσει ότι «οι Ισραηλινοί έχασαν, οι Εβραίοι κέρδισαν». Αυτό που μάλλον εννοούσε ήταν ότι το Ισραήλ είχε χωριστεί σε δύο έθνη, όπως η Γαλλία την εποχή του Ντρέιφους: στους «Ισραηλινούς» ως πολίτες ενός σύγχρονου κράτους και στους «Εβραίους» ως μέλη μιας κοινότητας που βασίζεται στο «αίμα και το χώμα». Ήταν ένας τρόπος να περιγράψει την κατάρρευση της κοσμικής, κεντροαριστερής πολιτικής στο Ισραήλ.
Αυτό που καθίσταται πλέον σαφές είναι ότι οι παραδοσιακοί ρόλοι έχουν αντιστραφεί με αλλόκοτο τρόπο. Το εβραϊκό κράτος έχει αγκαλιάσει τον εθνικισμό, ενώ πολλοί από τους διεθνείς επικριτές του, συμπεριλαμβανομένων αρκετών Εβραίων, ισχυρίζονται ότι αγωνίζονται για τους καταπιεσμένους παντού. Το να αποκαλείς όλους αυτούς τους επικριτές αντισημίτες δεν έχει νόημα. Τι γίνεται όταν αποδίδεται αυτή η ταμπέλα σε προσωπικότητες όπως ο Μαχμούντ Χαλίλ; Ο Χαλίλ, πρώην μεταπτυχιακός φοιτητής του Πανεπιστημίου Κολούμπια (και κάτοχος πράσινης κάρτας), συνελήφθη από πράκτορες του ICE τον Μάρτιο για τον ρόλο του σε φιλοπαλαιστινιακές διαδηλώσεις στο πανεπιστήμιο και φυλακίστηκε για περισσότερο από εκατό ημέρες. Ο Τραμπ έγραψε στο X ότι ήταν ένας «ριζοσπάστης, αλλοδαπός φοιτητής υπέρ της Χαμάς», προειδοποιώντας για περισσότερες συλλήψεις όσων εμπλέκονται σε «φιλοτρομοκρατικές, αντισημιτικές, αντιαμερικανικές δραστηριότητες».
Στην πραγματικότητα, ο Χαλίλ διαπραγματευόταν εκ μέρους της Columbia University Apartheid Divest, μιας ομάδας που θεωρεί τη βία του Ισραήλ εναντίον των Παλαιστινίων ως μέρος ενός παγκόσμιου συστήματος καπιταλιστικής, αποικιοκρατικής και ρατσιστικής καταπίεσης. «Η Παλαιστίνη», κατά την άποψη της ομάδας, «είναι η εμπροσθοφυλακή της συλλογικής μας απελευθέρωσης... Υποστηρίζουμε την ελευθερία και τη δικαιοσύνη για τον παλαιστινιακό λαό και για όλους τους λαούς».
Αυτό μπορεί να ακούγεται σε κάποιους απλοϊκό ή εσφαλμένο, αλλά σίγουρα δεν συνιστά αντισημιτισμό. Ταιριάζει μάλιστα απόλυτα με την αριστερή-φιλελεύθερη, οικουμενική παράδοση της εβραϊκής αντίστασης στον αντισημιτισμό. Ο ίδιος ο Χαλίλ –ένας Παλαιστίνιος γεννημένος στη Συρία και παντρεμένος με Αμερικανίδα– θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένας «κοσμοπολίτης χωρίς ρίζες». Το γεγονός ότι φυλακίστηκε από μια κυβέρνηση γεμάτη ρατσιστές που συγχωρούν τη δολοφονία και την πείνα των αμάχων είναι επιζήμιο για τις Ηνωμένες Πολιτείες, καταστροφικό για τους Παλαιστίνιους, όχι καλό για το Ισραήλ και σίγουρα κακό για τους Εβραίους.
Με στοιχεία από «The New Yorker»