ME MOTO «Η μνήμη υφαίνει το μέλλον», σαφή αναφορά στις «Υφάντρες», την πρώτη ελληνική ταινία, γυρισμένη το 1905 από τους αδελφούς Μανάκια, αλλά και με πολιτικές παραμέτρους –οραματισμούς για ένα μέλλον απαλλαγμένο από αναίτιες διαιρέσεις μεταξύ των ανθρώπων– που κυριαρχούν στις επιλογές του, το Beyond Borders - Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Καστελλορίζου γιόρτασε φέτος μεταξύ 24 και 31 Αυγούστου τη 10η διοργάνωσή του.
Το φεστιβάλ, που είναι πρωτοβουλία του Ελληνικού Ιδρύματος Ιστορικών Μελετών (ΙΔΙΣΜΕ) και δημιούργημα της Ειρήνης Σαρίογλου, επίκουρης καθηγήτριας του τμήματος Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης, και του κινηματογραφιστή Michel Noll, καλλιτεχνικού συμβούλου και διευθυντή Διεθνούς Ανάπτυξης του φεστιβάλ, για μια ακόμα χρονιά συγκέντρωσε μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες ταινίες τεκμηρίωσης πρόσφατης παραγωγής.
Αν κάποιος δεν ξέρει τίποτα για το Καστελλόριζο, αυτή την ακριτική γωνιά της Ελλάδας, θα πρέπει να ψάξει στον χάρτη για να ανακαλύψει έκπληκτος ότι πρόκειται για μια κουκκίδα ελάχιστα ναυτικά μίλια από την τουρκική ακτογραμμή, απέναντι από την αρχαία Αντίφελλο (το σύγχρονο τουρκικό Kaş), και να προβληματιστεί ακόμα περισσότερο για το πώς ένας τόπος πυκνοκατοικημένος στις αρχές του 20ού αιώνα μεταπολεμικά κατέληξε ερειπιώνας και η ευημερούσα κοινωνία του σκόρπισε στα πέρατα του κόσμου.
Το φεστιβάλ, με μότο «Η μνήμη υφαίνει το μέλλον», για μια ακόμα χρονιά συγκέντρωσε μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες ταινίες τεκμηρίωσης πρόσφατης παραγωγής.
Γιατί το Καστελλόριζο, μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, έγινε ένα πιόνι στη διεθνή γεωπολιτική σκακιέρα, με μεγάλες απώλειες στην οικονομική του αυτονομία, στο ανθρώπινο δυναμικό του και στην κοινωνική του εξέλιξη. Ας κρατήσουμε δύο γεγονότα: τη μεταφορά το 1943 από τους συμμάχους Βρετανούς ολόκληρου του πληθυσμού του στη Γάζα (για να αντικρίσει τρία χρόνια αργότερα τα σπίτια που είχε αφήσει λεηλατημένα και καμένα) και την επίσημη ένωσή του με την Ελλάδα τον Ιανουάριο του 1948.

Το φεστιβάλ διεξάγεται σε τρεις οθόνες, στημένες σε τρία διαφορετικά σημεία δίπλα στη θάλασσα: ένα για το Κυρίως Διαγωνιστικό Τμήμα, ένα για το «μicro» Διαγωνιστικό και ένα για το Πανόραμα.Το πρόγραμμα περιλαμβάνει συζητήσεις, παρουσιάσεις βιβλίων, συναυλίες και, φυσικά, Q&A με τους σκηνοθέτες των ταινιών, ενώ η προσέλευση του κοινού ήταν δωρεάν. Παρακολούθησα όλο το διαγωνιστικό πρόγραμμα, αλλά θα σταθώ σε εκείνες τις ταινίες που μου έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση, είτε αισθητικά είτε θεματικά. Ξεκινώ με ένα ντοκιμαντέρ ισραηλινής και καναδικής παραγωγής που είδα στο Πανόραμα και υπογράφει η Ντανάι Έλον, του οποίου η ιστορία ξεκινάει το 1948 και συνδέεται άμεσα με τα γεγονότα που αυτήν τη στιγμή διαδραματίζονται στην Παλαιστίνη.
Rule of Stone
«Rule of Stone» | Trailer
Ένας νόμος που επιβλήθηκε πρώτη φορά το 1948, την περίοδο της Βρετανικής Εντολής, και οριστικοποιήθηκε με την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, απαιτούσε κάθε νέο κτίσμα στην Ιερουσαλήμ να χτίζεται με λαξεμένη πέτρα, διατηρώντας την αρχιτεκτονική παράδοση της ιερής πόλης. Ο νόμος αυτός μετά την προσάρτηση της Ανατολικής Ιερουσαλήμ το 1967 από τους Ισραηλινούς λειτούργησε σταδιακά και μεθοδευμένα ως απόλυτη οικειοποίησή της από την εβραϊκή κοινότητα εις βάρος της παλαιστινιακής, η οποία δεν είχε ίσες δυνατότητες να επεκταθεί. Άλλωστε, η νάκμπα είχε αδειάσει τη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας, καθώς περίπου 300.000 Παλαιστίνιοι είχαν εκτοπιστεί. Η αισθητική της πέτρας προορίζεται να λειτουργήσει ως ιστορική «απόδειξη» της αδιάλειπτης εβραϊκής παρουσίας.
Το ντοκιμαντέρ θέτει το ερώτημα σε ποιον βαθμό οι αρχιτέκτονες και οι πολεοδόμοι ευθύνονται για την παραχάραξη των κοινωνικών δεδομένων της Ιερουσαλήμ, καθώς συνειδητά ή μη υπηρέτησαν τον αήθη κρατικό σχεδιασμό για τη δημογραφική και κοινωνική αλλοίωση της περιοχής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ιστορία ενός ηλικιωμένου Παλαιστίνιου που βλέπουμε στο ντοκιμαντέρ, ο οποίος αναγκάζεται να γκρεμίσει το σπίτι που ο ίδιος έχτισε για την οικογένειά του γιατί δεν έχει συμμορφωθεί με τις αισθητικές επιταγές του νόμου. Αντιθέτως, σπίτια Εβραίων εποίκων χτίζονταν σε μια βραδιά, μιμούμενα μια αρχιτεκτονική αιώνων. Επρόκειτο για μια αισθητικής φύσης αποικιοκρατία. Όπως λέει η Ντανάι Έλον στην αφήγησή της: «Δεν μπορείς να αναγνωρίσεις τη βία πίσω από τόση ομορφιά».
Μεγαλωμένη η ίδια στην Ιερουσαλήμ, θέτει μια σειρά σοβαρών ερωτημάτων στους πρωτεργάτες της ανάπτυξης της πόλης, ανάμεσά τους και σημαντικές μορφές όπως ο αρχιτέκτονας Moshe Safdie, τον οποίο γνωρίζει από παιδί. Αν και ο ίδιος ομολογεί τη συμμετοχή του στα γεγονότα, της λέει: «Επιρρίπτεις μεγαλύτερες ευθύνες στους αρχιτέκτονες απ' όσες τους αναλογούν». Ειλικρινής παραδοχή ή οικειοθελής παράβλεψη; Όπως λέει μια αρχιτέκτονας: «Όταν δεν θέλεις να δεις κάτι, δεν το βλέπεις». Το ντοκιμαντέρ τελειώνει με ένα συνταρακτικό στιγμιότυπο στην Πύλη της Δαμασκού της παλιάς πόλης όπου η αστυνομία απωθεί βίαια Παλαιστίνιους που προσεύχονται για το Ραμαζάνι. Λίγο μετά, στο ίδιο ακριβώς σημείο συγκεντρώνονται δεκάδες νέοι Ισραηλινοί με τη γαλανόλευκη σημαία του Ισραήλ, ζητωκραυγάζοντας όπως μετά από μια νίκη σε ποδοσφαιρικό αγώνα.
Στη συζήτηση με τη σκηνοθέτιδα μετά την προβολή συμμετείχε και ο Βάιλ, εθελοντής στο φεστιβάλ, φοιτητής Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ, ο οποίος είπε, μεταξύ άλλων:
«Το ερώτημα δεν είναι τι είδους κράτος θέλουμε αλλά αν ο παλαιστινιακός λαός μπορεί να έχει ίσα δικαιώματα. Αυτό είναι που με ενδιαφέρει, το ότι δεν έχουμε ίσα δικαιώματα. Στη Γάζα συντελείται γενοκτονία και στη Δυτική Όχθη υπάρχουν άνθρωποι που εκδιώκονται από τον τόπο καταγωγής τους. Στο ντοκιμαντέρ της Έλον βλέπουμε ότι αυτό συμβαίνει ήδη πριν από 1967 και συνεχίζεται και μετά. Η λύση των δύο κρατών ήταν πάντα μια ψευδαίσθηση, γιατί, όπως φαίνεται και στην ταινία, ανέκαθεν έκαναν τα πάντα για να την εμποδίσουν. Όχι μόνο με την ορατή πολιτική αλλά και αρχιτεκτονικά. Στην Ιερουσαλήμ έκαναν την πέτρα να μοιάζει με πολιτιστική κληρονομιά και αυτό δεν είναι μόνο αισθητικό ζήτημα αλλά και πολιτικό. Οι Παλαιστίνιοι στην Ιερουσαλήμ δεν μπορούν να κάνουν τίποτα, γιατί ζουν σε μια τρομερή κατάσταση. Πρέπει να περάσουν από σημεία ελέγχου, υπάρχει ένα πραγματικό σύστημα απαρτχάιντ εκεί.
Το ενδιαφέρον των Ισραηλινών ήταν πάντα να δημιουργήσουν περισσότερους χώρους για τους Εβραίους αντί για τους Παλαιστίνιους. Αυτό που συμβαίνει μετά τη γενοκτονία στη Γάζα, όσον αφορά την ακροδεξιά εξτρεμιστική κυβέρνηση –οι περισσότεροι Ισραηλινοί είναι ούτως ή άλλως ακροδεξιοί–, είναι πως γνωρίζουν ότι, αφού οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο έχουν επικεντρωθεί σε αυτό που συμβαίνει στη Γάζα, τώρα μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν στη Δυτική Όχθη. Έτσι, η κατάσταση έχει επιδεινωθεί. Ένας από τους νόμους που ψήφισαν είναι η αναγνώριση της κυριαρχίας στην περιοχή Ε1, δημιουργώντας έτσι ένα χάσμα μεταξύ της βόρειας και της νότιας πλευράς της Δυτικής Όχθης. Αυτό συμβαίνει de facto. Αλλά τώρα η κυριαρχία είναι de jure, ενώ οι ρίζες της είναι μέρος της Μεγάλης Ιερουσαλήμ. Αυτό συνέβη στη Χεβρώνα, που έδιωξαν όλους τους Παλαιστίνιους από τα χωριά της περιοχής και είναι το θέμα της ταινίας “No οther land”, που κέρδισε Όσκαρ».
ΛΟ

Στα ηπειρώτικα «Λο» σημαίνει «Σώπα», σαν να λέμε «σουτ, μη μιλάς». Σε ένα απόσπασμα αρχειακού υλικού στην ομότιτλη ταινία του Θανάση Βασιλείου, το σενάριο της οποίας έγραψε μαζί με τον Χρήστο Χρυσόπουλο, ένας δημοσιογράφος την εποχή της χούντας ρωτάει τους περαστικούς για την πολιτική κατάσταση και οι περισσότεροι σιωπούν, αρνούμενοι να απαντήσουν· λένε «δεν έχω χρόνο, βιάζομαι» ή «δεν ξέρω». Όταν ο παππούς του Βασιλείου, σε ανύποπτη στιγμή, πάει να αποκαλύψει κάτι σχετικά με τον πατέρα του, η γιαγιά τον προλαβαίνει: «λο», σώπα.
Η πενηντάλεπτη ταινία δεν είναι καθαρό ντοκιμαντέρ αλλά μέσα από μια ευρηματική ιδέα λειτουργεί ως προσωπικό ημερολόγιο με σημειώσεις και στοχασμούς αλλά και ως σύντομη αναδρομή στην Επταετία των συνταγματαρχών. Ο σκηνοθέτης σήμερα ζει και εργάζεται στη Γαλλία. Έναν χρόνο μετά τον θάνατο της μητέρας του τον βλέπουμε να επιστρέφει στο σπίτι όπου μεγάλωσε, ένα μικρό διαμέρισμα στον τέταρτο όροφο μιας πολυκατοικίας στο Γαλάτσι, ώστε να το αδειάσει και να αποφασίσει αν θα το κρατήσει ή αν θα αποποιηθεί την κληρονομιά λόγω χρεών.
Αρχίζει να ανοίγει συρτάρια και να τακτοποιεί βιβλία, ανακαλύπτοντας πράγματα που δεν ήθελε να μάθει. Εκεί βρίσκει και το βιβλίο της Οριάνα Φαλάτσι «Ένας άντρας», για τον Αλέκο Παναγούλη. Η μητέρα του, σε μια σημείωσή της, υποδεικνύει στον γιο της ότι μια μέρα πρέπει να το διαβάσει.
Ο Παναγούλης, η Ελλάδα της χούντας, οι άδειοι τοίχοι, τα ένοχα μυστικά της οικογένειας, η απουσία του πατέρα, καθώς εκείνος ξαναπαντρεύτηκε και έκανε άλλη οικογένεια, οι αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας, ο θάνατος της μάνας οδηγούν τον μεσήλικα πια άντρα σε βαθιά ενδοσκόπηση.
Θυμάται, ή προσπαθεί να θυμηθεί, ανασύροντας μνήμες από μια εποχή γλυκιά και ταυτόχρονα σκληρή. Ο πατέρας στο τηλέφωνο ακούγεται αμήχανος, υποκριτικός, σχεδόν ψυχρός, δεν τον συνδέει τίποτα με τον ξενιτεμένο του γιο. Η αμφίβολη σχέση του με τη χούντα γίνεται εμμονή για τον σκηνοθέτη. Ασπρόμαυρες εικόνες του πρόσφατου παρελθόντος μιας σκοτεινής Αθήνας την εποχή της δικτατορίας συχνά επανέρχονται και γίνονται η αφήγηση μιας Ελλάδας φοβισμένων ανθρώπων και γελοίων ανδρεικέλων, που συμπληρώνεται με τις περίφημες γιορτές του αρχαίου κλέους στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Όπως λέει ένας πρώην στρατονόμος στη δίκη της ΕΑΤ-ΕΣΑ, «υπηρέτησα μια ομάδα παρανοϊκών καθαρμάτων», ενώ η κατάθεση του Παναγούλη για τους βασανισμούς του αποκαλύπτει το μέγεθος του αίσχους.
Η σημερινή Αθήνα, οι στρατιές μικροαστικών πολυκατοικιών, η ανθρωπογεωγραφία της ανώνυμης πόλης, οι άχαροι ακάλυπτοι στα πίσω μπαλκόνια, οι εγκαταλειμμένες είσοδοι που κινηματογραφεί ο σκηνοθέτης με κινητό τηλέφωνο αποτελούν την προσωπική κληρονομιά του Βασιλείου, που την παίρνει μαζί του φεύγοντας, χωρίς να ξέρει αν πρέπει να πει ότι φεύγει ή ότι επιστρέφει στη χώρα όπου πλέον ζει μόνιμα. Σε μια τελευταία συνάντηση με τον πατέρα του, εκείνος του παρέχει το αναγκαίο έγγραφο για να πάρει ιθαγένεια στη Γαλλία. Η βιολογική πιστοποίηση είναι το μόνο που τους συνδέει. Η ταινία απέσπασε το Χρυσό Στεφάνι της Μεγίστης και το βραβείο «Οδυσσέας» του υπουργείου Εξωτερικών.
The German People

Χανάου, Γερμανία, 9 Φεβρουαρίου 2020. Ένας παρανοϊκός ναζιστής σκοτώνει εννέα νέους ανθρώπους, οκτώ άντρες και μία γυναίκα, δεύτερης γενιάς μετανάστες από την Τουρκία, το Κουρδιστάν, το Αφγανιστάν, τη Βοσνία, τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία. Αφήνει άλλα πέντε άτομα τραυματισμένα κι αμέσως μετά επιστρέφει σπίτι του, σκοτώνει τη μητέρα του και αυτοκτονεί.
Για τα επόμενα τέσσερα χρόνια οι οικογένειες των θυμάτων προσπαθούν να συμπληρώσουν το παζλ του φρικτού γεγονότος: το πλημμελές σύστημα ασφάλειας των χώρων διασκέδασης –σε έναν τέτοιο ο δράστης εκτέλεσε τα θύματά του–, η ύποπτη καθυστέρηση της αστυνομίας να αναλάβει δράση, ο ξύλινος λόγος των πολιτικών, η υποκριτική στάση του δήμου απέναντι στους συγγενείς αλλά και στη μνήμη των θυμάτων.
Ο σκηνοθέτης Marcin Wierzchowski παρακολούθησε όλα αυτά τα χρόνια τις προσπάθειές τους για δικαίωση και αξιοπρεπή μνημόνευση των νεκρών, που υπήρξαν έντιμοι πολίτες με όνειρα και δίψα για ζωή. Το αποτέλεσμα είναι ένα συνταρακτικό ντοκιμαντέρ 133 λεπτών σε άσπρο-μαύρο (όπως μας ομολόγησε στο Q&A που ακολούθησε την προβολή, επηρεάστηκε από το «Ida» του Πάβελ Παβλικόφσκι) που εξαντλεί κάθε πιθανή και απίθανη πτυχή του τρομερού συμβάντος.
Η αφήγηση επικεντρώνεται στον πατέρα και στη μητέρα του Ρομά Vili Viorel Păun από τη Ρουμανία, στον αδελφό του Sedat Gürbüz από την Τουρκία, όπως και στον μάλλον ευκατάστατο πατέρα του βοσνιακής καταγωγής Hamza Kurtović, ο οποίος θεσμοθετεί βραβείο στη μνήμη του γιου του. Η ζωή όλων αλλάζει, τα όνειρα και οι στόχοι τους έχουν καταρρεύσει, τα χρόνια περνάνε, οι φίλοι συνεχίζουν τον αγώνα επιβίωσης σε μια χώρα ακραίων συμπεριφορών, οι αναμνήσεις θαμπώνουν, οι δημοτικές αρχές δεν βλέπουν τον λόγο να τιμήσουν τα θύματα στην κεντρική πλατεία της Χανάου. Ωστόσο, η καταγραφή των αγώνων όσων έμειναν πίσω σώζεται χάρη σε αυτό το μοναδικό ντοκουμέντο. Στο Καστελλόριζο έλαβε το βραβείο #ThisisEU.
The Lost Season

Η πρώτη σκηνή αφορά την «αγοραπωλησία» της έφηβης Κοσάρ. Είμαστε στα ιρανο-αφγανικά σύνορα, στην επαρχία Σιστάν και Μπαλουχιστάν, στη λίμνη Χαμούν, η οποία ολοένα στεγνώνει, δεν μπορεί πια να θρέψει τους ανθρώπους, η περιοχή σταδιακά ερημώνει. Οι νέοι την εγκαταλείπουν, η ζωή γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Η Κοσάρ αποδέχεται την απόφαση του πατέρα της να την παντρέψει με τον Μοχάμεντ, με τον όρο να σπουδάσει. Η οικογένειά του δεν έχει αντίρρηση, αλλά κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να το αποτρέψει. Σύντομα έρχεται η εγκυμοσύνη και το παιδί, οι καθημερινές υποχρεώσεις του νοικοκυριού, που περιλαμβάνει τη φροντίδα όλων, όχι μόνο του συζύγου της. Δεν μένει ποτέ χρόνος για μελέτη, που την ηρεμεί.
Η Κοσάρ συνειδητοποιεί τις λάθος επιλογές του πατέρα της, τις πατριαρχικές εμμονές της θεοκρατικής ιρανικής κοινωνίας, φοβάται ότι δεν θα καταφέρει να εκπληρώσει το όνειρό της. Διαθέτει ωστόσο το πείσμα και θέλει να τα καταφέρει πάση θυσία. Η ταινία του Mehdi Ghanavati, που χρειάστηκε τέσσερα χρόνια για να γυριστεί, αποτελεί ένα κινηματογραφικό κομψοτέχνημα, αισθητικά ονειρικό και παράλληλα έναν φόρο τιμής στις γυναίκες του Ιράν που βρίσκουν το θάρρος και τη δύναμη να αντιστέκονται και να ελπίζουν, να αγωνίζονται αδιάκοπα για θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, ελευθερία και ισότητα. Απέσπασε το Χάλκινο Στεφάνι της Μεγίστης.
The Longer You Bleed
Hot Docs 2025 Trailer: «The longer you bleed»
«Δεν είμαστε ούτε ανθρωπολόγοι ούτε ψυχολόγοι ούτε αναλυτές των ΜΜΕ, αλλά έχουμε παρατηρήσει ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα με τους αλγορίθμους, τα σόσιαλ και τις εικόνες πολέμου και φρίκης», λέει ο Βρετανός δημιουργός Ewan Waddell για την ταινία του, που συνδυάζει διαφορετικά φορμάτ και τεχνικές σε απόλυτο συντονισμό με την εποχή μας, αναδεικνύοντας έναν νέο τρόπο αντιμετώπισης του πολέμου.
Όλα ξεκίνησαν με ένα highlight video του Instagram, όπου ο αλγόριθμος κάνει αναδρομή σε φωτογραφίες και αναρτήσεις, προσθέτοντας από μόνος του ελαφρά τραγούδια που δεν έχουν καμία σχέση με το περιεχόμενο των εικόνων. Το ανακάλυψε η Liubov, η Ουκρανή σύντροφός του και πρόσφυγας στο Βερολίνο. Το αποτέλεσμα είναι τόσο σουρεαλιστικό που δεν ξέρεις αν πρέπει να γελάσεις ή να εξοργιστείς: ακρωτηριασμένα κορμιά και γκρεμισμένα σπίτια με ποπ τραγουδάκια να πασπαλίζουν τη φρίκη. Οι Ουκρανοί φίλοι και φίλες της Liubov που μιλάνε στο «χειροποίητο» ντοκιμαντέρ του αυτοδίδακτου κινηματογραφιστή παρακολουθούν τη διάλυση της πατρίδας τους σε πραγματικό χρόνο μέσα από το Instagram και το Telegram.
Μαρτυρίες νέων ανθρώπων, μνήμες από τα ειρηνικά χρόνια, άγριες περιγραφές από όλα όσα συμβαίνουν στις πόλεις τους και σε αγαπημένα πρόσωπα: οικογένειες που αποπειράθηκαν να ξεφύγουν ξεκληρίστηκαν, νεόκτιστα σπίτια μετατράπηκαν σε αποκαΐδια, ανθρώπινα μέλη σκορπισμένα στους δρόμους, γυναίκες που θρηνούν τα παιδιά τους.
Οι εικόνες συχνά εμπεριέχουν τον απόλυτο παραλογισμό, όμως δεν λείπει και το χιούμορ: μια γυναίκα βγάζει το καλό της σερβίτσιο του τσαγιού στην κόρη της, ενώ όλοι γύρω τους έχουν σκοτωθεί, κάποιοι που είναι δεμένοι σε δημόσιες κολόνες για παραδειγματισμό επειδή λεηλάτησαν μαγαζιά. Η πολιτικά ορθή δυτική κοινωνία ενοχλείται με τη βία, αλλά παίρνει την απάντηση που της αξίζει: «Ακούω εκρήξεις, δεν δίνω δεκάρα τι πιστεύεις εσύ». Με τον καιρό η αιματοχυσία συνηθίζεται, γίνεται viral, χιλιάδες εικόνες που διαδέχονται η μία την άλλη σε ένα γρήγορο σκρολάρισμα. Το ντοκιμαντέρ κέρδισε το βραβείο FIPRESCI.
Hawar, Our Banished Children
Trailer | «Hawar, Our Banished Children» | Pascale Bourgaux
Με φόντο τη λίμνη Ντουχόκ στο κουρδικό βόρειο Ιράκ, η Άνα παρατηρεί μια παρέα νέων, πιθανόν συνομήλικών της κοριτσιών και αγοριών που γελάνε, πίνουν, φλερτάρουν, χορεύουν. Βλέπει από απόσταση τη ζωή που έχασε. Η ίδια δεν θα μπορέσει ποτέ να χαρεί την ηλικία της, να γελάσει με κορίτσια και να φλερτάρει με αγόρια. Είναι στιγματισμένη ως μία από τις έξι χιλιάδες γυναίκες Γεζίντι που τον Αύγουστο του 2014 απήχθησαν από το ISIS και προσφέρθηκαν ως δώρο στους τζιχαντιστές στην ουσία ως μηχανές αναπαραγωγής μελλοντικών πολιτών του ισλαμικού κράτους που σχεδιαζόταν.
Το πραγματικό της όνομα δεν είναι Άνα, ούτε βλέπουμε ποτέ το πρόσωπό της. Ξέρουμε μόνο ότι γέννησε ένα παιδί-αποτέλεσμα βιασμού, το οποίο μετά την απελευθέρωσή της και, σύμφωνα με τους κώδικες ηθικής της φυλής της (μια θρησκευτική κουρδική μειονότητα που έχει υποστεί 74 απόπειρες αφανισμού και γενοκτονίας), δεν έπρεπε να το μεγαλώσει η ίδια, γιατί είναι ένα «μπάσταρδο», γόνος εχθρού.
Παραδόθηκε σε ορφανοτροφείο και εκεί θα παρέμενε, αν δεν δέχονταν οι γονείς του βιαστή της, επίσης Κούρδου, να το αναλάβουν. Η Γαλλίδα Pascale Bourgaux και ο Συρο-κούρδος Mohammad Shaikhow, σκηνοθέτες που έκαναν έρευνα για το θέμα, χρειάστηκαν έναν χρόνο για να την πείσουν να συμμετάσχει σε αυτό το φιλμ και οκτώ χρόνια συνολικά για να το ολοκληρώσουν. Η προϋπόθεση για να δεχτεί ήταν να μη μάθει ποτέ κανένας, η οικογένειά της πρωτίστως, ότι θα έβλεπε την κόρη της, Μάρια. Η μοναδική φορά που η Άνα κατάφερε να τη συναντήσει, με τρομερές προφυλάξεις εκ μέρους της παραγωγής, είναι ένας άθλος και καταγράφηκε σε αυτό το σπαρακτικό ντοκιμαντέρ. Έκτοτε δεν την έχει ξαναδεί. Η Άνα αποτελεί μία από τις τρεις χιλιάδες γυναίκες που επέστρεψαν έχοντας ένα μωρό. Οι υπόλοιπες παραμένουν φυλακισμένες ως σκλάβες του σεξ στην Τουρκία, τη Συρία, τη Σαουδική Αραβία και αλλού.