Άνχελ δε λα Κάγιε: «Ζούμε στην εποχή του νεολιμπεραλισμού, αλλά θα τον αλλάξουμε» Facebook Twitter
Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Άνχελ δε λα Κάγιε: «Ζούμε στην εποχή του νεολιμπεραλισμού, αλλά θα τον αλλάξουμε»

0

Το καταιγιστικό graphic novel του Ισπανού Άνχελ δε λα Κάγιε (Άγγελος του Δρόμου) μας μεταφέρει στην Pont Neuf του Παρισιού του Κορτάσαρ και μας γεννάει την επιθυμία να ξαναδιαβάσουμε τον «Άνθρωπο στο ψηλό κάστρο» του Φίλιπ Ντικ, να ξαναδούμε το «Με κομμένη την ανάσα του Γκοντάρ» ή να αναρωτηθούμε πού κρύφτηκαν στη βιβλιοθήκη μας τα μανιφέστα του Γκι Ντεμπόρ. Βραβευμένο στη Βαρκελώνη (A’ βραβείο του Salón Internacional del Cómic), το βιβλίο μόλις εκδόθηκε στα ελληνικά και ο δημιουργός του ήρθε στην Αθήνα για να το παρουσιάσει.

Ο Άνχελ δε λα Κάγιε κριτικός, δημιουργός κόμικ, συγγραφέας μονογραφιών για αγαπημένους του κομίστες, όπως ο Ούγκο Πρατ («Το χέρι του θεού»), δημοσίευσε δείγματα δουλειάς του το 1977 στα ισπανικά περιοδικά «Star», «Rambla», «Comix Internacional», «Zona 84», το σουηδικό «Tung Metal», το γαλλικό «Fantastik» και το αμερικανικό «Heavy Μetal». Είναι δημιουργός δύο graphic novels «TINA MODOTTI. Από την τέχνη στην επανάσταση» (εκδ. ΚΨΜ).

Ο χαρακτήρας είναι ένας αδαής που βγαίνει από το καταπιεστικό καθεστώς του Φράνκο και τυφλωμένος από τη λάμψη της Αμερικανίδας μούσας της nouvelle vague, πέφτει κατευθείαν στα βαθιά. Κι όλους αυτούς γύρω του, καλλιτέχνες κυρίως, δεν τους καταλαβαίνει, ασκούν όμως μια περίεργη έλξη πάνω του. Γι’ αυτό θέτει το ερώτημα: «Αλλά… Αλλά εσείς είστε καλλιτέχνες. Στο όνομα τίνος… Γιατί… σκοτώσατε ανθρώπους;».

Κοιτάζει γύρω του, ρουφώντας και την παραμικρή λεπτομέρεια, απολαμβάνοντας κρυφά νοήματα, πασχίζοντας να συνδέσει ιστορία με φρέσκιες πληροφορίες, κάνοντας ερωτήσεις.

«Τι είναι εδώ;»

Δείχνει την πινακίδα στη βόρεια κλιτύ, το σημείο απ’ όπου κατάφεραν ο Μανώλης Γλέζος και ο Απόστολος Σάντας να προσπελάσουν τον βράχο για να κατεβάσουν τη σβάστικα από την Ακρόπολη. Του εξηγώ. «Η Αθήνα αστράφτει στον ήλιο, ανοιχτή πόλη» λέει, ξεκλέβοντας το βλέμμα του από την Ακρόπολη. Μετά, στο μουσείο, μπροστά στις μετόπες, η μία δίπλα στην άλλη, σαν comic strip, γυρνάει προς την πόλη που τις αγκαλιάζει απ’ έξω και μόλις φτάνουμε στο καφέ εντοπίζει έναν φοίνικα και βγάζει τα μολύβια του. Και τότε, ενώ σχεδιάζει σε κείνο το τετράδιο το προορισμένο αποκλειστικά για φοίνικες που συναντάει στο πέρασμά του, λέει:

«Ξέρεις, τα «Χρώματα Πολέμου» είναι ένα βιβλίο που αναγκάστηκα να κάνω».

— Με ποια αφορμή;
Το 2008 με κάλεσαν στο Μπουένος Άιρες για να παρουσιάσω το πρώτο μου graphic novel, το «TINA MODOTTI: Από την τέχνη στην επανάσταση». Εκεί ήρθα σε επαφή με τη σύγχρονη λατινοαμερικάνικη τέχνη, κι αυτό που με συντάραξε, το πιο εμβληματικό έργο, ήταν το σώμα, το σώμα μιας γυναίκας με λευκό μαντίλι, μιας Μητέρας ή Γιαγιάς της Πλατείας του Μαΐου (Asociación Madres de Plaza de Mayo). Αυτές οι ατρόμητες γυναίκες που κράδαιναν επί τριάντα χρόνια κάτω από το προεδρικό μέγαρο, την Κάσα Ροσάδα, το πορτρέτο ενός ντεσαπαρεσίδο, ενός αγνοούμενου γιου, κόρης, αδελφού, εγγονού, με συγκλόνισαν. Ζήτησα να δω ιστοριέτας (κόμικ στα αργεντίνικα) με τους Μοντανέρος, τους αντάρτες της περονικής αριστεράς, και τις Μητέρες των ντεσαπαρεσίδος. Μου είπαν πως δεν υπήρχαν. Πλην του «El Eternauta 2» («Ο κοσμοναύτης του απείρου») του Έκτορ Έστερχελντ (ο οποίος απήχθη και αγνοείται από τις 27 Απριλίου του 1977) και του «El síndrome Guastavino» του Κάρλος Τρίγιο. Το πρώτο εμπίπτει στην κατηγορία επιστημονικής φαντασίας και πολιτικής αλληγορίας και στο δεύτερο ο βασανιστής είναι ένας «psycho killer», λες και βγήκε από τη «Σιωπή των Αμνών», και η ιστορία χάνει όλο της το νόημα, αφού ο δημιουργός δούλευε ήδη για την Ευρώπη.

Χρώματα πολέμου Facebook Twitter
Ο χαρακτήρας είναι ένας αδαής που βγαίνει από το καταπιεστικό καθεστώς του Φράνκο και τυφλωμένος από τη λάμψη της Αμερικανίδας μούσας της nouvelle vague, πέφτει κατευθείαν στα βαθιά. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Σας γεννιέται, λοιπόν, η σκέψη «να γράψω γι’ αυτά»;
Όχι ακόμα. Έφυγα από το Μπουένος Άιρες φορτωμένος βιβλία. Από τους τρεις τόμους της «Θέλησης» του Καπαρός και τα κείμενα για τα στρατόπεδα θανάτου στην Αργεντινή της Πιλάρ Καλβέιρο ως την αφήγηση του Χουάν Γκασπαρίνι, που ήταν υπεύθυνος οικονομικών των Μοντονέρος και τώρα εργάζεται στη Γενεύη… και τότε άρχισα να καταλαβαίνω. Πολλούς απ’ αυτούς τους ήξερα (τους είχα γνωρίσει στη Semana Negra, το επιδραστικότερο φεστιβάλ αστυνομικής λογοτεχνίας που ίδρυσε το 1987 ο Πάκο Τάιμπο ΙΙ στη Χιχόν της Ισπανίας). Απλώς δεν ήξερα ότι ήταν αντάρτες που είχαν επιβιώσει, κι αυτό με δυσκόλεψε ακόμα περισσότερο. Γιατί δεν αρκούσε να ξεθάψω την αλήθεια, έπρεπε να είμαι ικανός και να τη διηγηθώ. Αυτό απαιτούσε τεράστια έρευνα που με οδήγησε ξανά πίσω στο Μπουένος Άιρες, στο Μοντεβιδέο, στο Σαντιάγο της Χιλής, στο Μεξικό, για να ακούσω τους πρωταγωνιστές της εποχής να μιλάνε. Τότε έμαθα για τη σύντομη δράση (επί δύο μήνες στα τέλη του 1981) των αυτορεαλιστών στο Παρίσι.

— Μιλάτε για τη Μάργκα, τον Ματίας, τον Ενρίκε και τον Χαβιέρ, τέσσερις από τους ζωγράφους του βιβλίου που εγκατέλειψαν τα πινέλα για τα όπλα και τη Λατινική Αμερική για το Παρίσι, ενώ βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη η Επιχείρηση Κόνδωρ υπό την αιγίδα του Κίσινγκερ;
Αυτοί οι πρώην αντάρτες, οι αυτορεαλιστές, όπως αυτοαποκαλούνταν, χρησιμοποιούσαν το ίδιο τους το πρόσωπο, αυτό που έχασαν κάτω από μια κουκούλα όσο καιρό αγνοούνταν, και τους τοίχους του Παρισιού ως υπόβαθρο αυτοπροσωπογραφίας για να καταγγείλουν τη φρίκη των βασανιστηρίων στις δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής. Και, εκτός ενός που γνώρισα και αντιπάθησα το ’85 στη Βαρκελώνη και μου χάρισε μια ξεθωριασμένη φωτοτυπία του Αντονέν Αρτό που τοιχοκολλούσαν μαζί με τις δικές τους, σαν μανιφέστο, εξοντώθηκαν όλοι. 

Αρχίζουν να μπαίνουν αλλεπάλληλες στρώσεις στην αφήγηση. Ας σταθούμε λίγο στη σύνοψη της πλοκής και ας δώσουμε τον λόγο στον Πάκο Τάιμπο ΙΙ. Στην Πόλη του Μεξικού, άλλωστε, πρωτοκυκλοφόρησε το βιβλίο το 2016, όπου μοιράστηκε σε χίλιους ανθρώπους στη Γιορτή Βιβλίου του Σόκαλο, και το τρομερό δεν είναι ότι ο Άνχελ παραχώρησε τα δικαιώματα για να γίνει αυτό αλλά καρφώθηκε σε μια καρέκλα επί δύο ημέρες και αφιέρωσε το βιβλίο του σε χίλιους ανθρώπους, κάνοντας στον καθένα ξεχωριστά και από μια μικρή ζωγραφιά!

ΧΡΩΜΑΤΑ ΠΟΛΕΜΟΥ
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΑΓΟΡΑΣΕΤΕ: Άνχελ δε λα Κάγιε, «Χρώματα Πολέμου», Μετάφραση: Κρίτων Ηλιόπουλος, Πρόλογος: Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ, Red n' noir comics, Σελ.: 296

«Τα “Χρώματα Πολέμου” είναι ένας αφηγηματικός άθλος. Ο Άνχελ είναι ένας μπαρόκ αφηγητής. Ο ήρωάς του είναι ένας Ισπανός που βρίσκεται στο Παρίσι για να γράψει μια βιογραφία της καταραμένης πριγκίπισσας του αμερικανικού κινηματογράφου Τζιν Σίμπεργκ. Αλλά οι ιστορίες μπλέκονται στον δρόμο του και φτάνει μια στιγμή που στο βιβλίο συνυπάρχουν επτά διαφορετικά ρεαλιστικά επίπεδα. Και λες, μα καλά, έχει τον ήρωα, έχει τη Σίμπεργκ, τον πράκτορα της CIA και τον αντίστοιχο συνάδελφό του στις γαλλικές μυστικές υπηρεσίες, μπλεγμένες στον βρόμικο πόλεμο της Αλγερίας, και ξαφνικά στήνει δευτερεύοντες χαρακτήρες, έχοντας ήδη είκοσι κεντρικά πρόσωπα! Μα είναι τρελός, πώς θα χειριστεί με ακρίβεια όλα αυτά τα κλειδιά της αφήγησης, επιτρέποντας σε δεκάδες πρόσωπα και ιστορίες να συναντηθούν σε μια κεντρική ιστορία; Κι έτσι αρχίζει η επεισοδιακή συνεύρεση αυτών των αβανγκάρντ καλλιτεχνών, των τσακισμένων ψυχικά και σωματικά από τις δικτατορίες: μιας Χιλιανής ζωγράφου, μέλους του MIR, ενός Ουρουγουανού ζωγράφου, μέλους των ανταρτών Τουπαμάρος, ενός Μεξικανού επιζώντα από τη σφαγή του Τλατελόλκο, κι ενός ζωγράφου, μέλους των ανταρτών Μοντονέρος της Αργεντινής. Κι όλοι αυτοί συναντιούνται στο Παρίσι, ενώ ο αφηγητής, ένας νεαρός Ισπανός, μπαίνει στην ιστορία από μια παρεξήγηση, όταν ένας ταξιτζής τον αφήνει στο λάθος σημείο, παρασύροντας τον αναγνώστη σε τέτοιους δαιδάλους και αστυνομικές ίντριγκες, που μόνο μια μνημειώδης αφήγηση κι ένα μεγάλο βιβλίο μπορεί να του χαρίσει!» 

Πάκο Τάιμπο ΙΙ.

— Αυτός ο Ισπανός είστε εσείς;
(Γελάει) Είναι μάλλον ένα αφηγηματικό πρόσχημα. Ο χαρακτήρας είναι ένας αδαής που βγαίνει από το καταπιεστικό καθεστώς του Φράνκο και τυφλωμένος από τη λάμψη της Αμερικανίδας μούσας της nouvelle vague, πέφτει κατευθείαν στα βαθιά. Κι όλους αυτούς γύρω του, καλλιτέχνες κυρίως, δεν τους καταλαβαίνει, ασκούν όμως μια περίεργη έλξη πάνω του. Γι’ αυτό θέτει το ερώτημα: «Αλλά… Αλλά εσείς είστε καλλιτέχνες. Στο όνομα τίνος… Γιατί… σκοτώσατε ανθρώπους;».  

Χρώματα πολέμου Facebook Twitter
Πολιτική κάνει η Marvel, αυτοί ξέρουν από πολιτικό ακτιβισμό. Γι’ αυτό και κάθε παιδί στην Ισπανία ξέρει τον Πρώτο Εκδικητή, τον Κάπταιν Αμέρικα, όπως και το τελευταίο παιδί στην Αφρική ξέρει τον «Iron Man». Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Μιλάμε για μια ζόρικη τοιχογραφία με αιματηρά στρατιωτικά πραξικοπήματα, ανθρώπους που πίστεψαν ότι ήταν η χώρα και ήταν μονάχα το τοπίο και αγωνίζονταν από την εξορία για τα ανθρώπινα δικαιώματα όσων παρέμεναν στα κολαστήρια της Νότιας Αμερικής. Ποια στιγμή αποφασίσατε να γράψετε το βιβλίο;
Όταν επέστρεψα στο Μπουένος Άιρες, το ζοφερό κέντρο βασανιστηρίων και εξόντωσης της Σχολής Ναυτικού και Μηχανικού, η ESMA, είχε μετατραπεί σε Κέντρο Μνήμης. Αποφασίζω να πάω. Τελευταία στιγμή μπαίνει κι ένας συγγραφέας Αργεντίνος στο ταξί. Δεν τον ξέρω, δεν τον έχω διαβάσει. Φτάνουμε, ρωτούν αν έχω ραντεβού (κλείνεται τρεις μήνες πριν). Αρχίζω τις κλάψες, έχω κάνει 13.000 χιλιόμετρα για να φτάσω εδώ, ώσπου ακούγεται η φωνή του συνοδού μου: «Λέγομαι Μιγκέλ Άνχελ Μολφίνο, η μητέρα μου ήταν εδώ πριν δολοφονηθεί στη Μαδρίτη και η αδελφή μου εδώ εξαφανίστηκε. Κι εκείνο το νούμερο εκεί, το 93, είναι ο ανιψιός μου. Θέλω να επισκεφτώ τον χώρο με τον Ισπανό φίλο μου». Μόλις μπήκαμε, ταράχτηκα. Μου είχαν περιγράψει το μέρος, είχα δει σχεδιαγράμματα. Αυτό που έβλεπα δεν είχε καμία σχέση. Το ήξερα, γιατί στο μεταξύ είχα γνωρίσει και τρεις γυναίκες που είχαν επιβιώσει, όπως η Miriam Lewin, που είναι σήμερα πολύ γνωστή δημοσιογράφος και το βιβλίο της «Iosi, el espía arrepentido» έχει γίνει σειρά στο Netflix. Έκανα να βγάλω τη μηχανή μου. «Απαγορεύεται, δεν είναι θεματικό πάρκο εδώ», μου είπαν. «Έχω όμως μπλοκ και μολύβι. Κι αν δεν με αφήσετε να ζωγραφίσω, θα το κάνω ούτως ή άλλως και θα προσθέσω κι άλλα παράθυρα». Ρώτησαν αν είμαι σχεδιαστής. Και μου είπαν ότι κάτω από τις στρώσεις της μπογιάς ανακάλυψαν έναν τοίχο ζωγραφισμένο από έναν απαχθέντα, αν ήθελα μπορούσα να τον δω. Κι εγώ είπα ναι. Στην ESMA κάθε Τετάρτη και Πέμπτη υποτίθεται ότι σε μετέφεραν σε μια νόμιμη φυλακή. Έτσι έλεγαν. Στην πραγματικότητα, άκουγες το νούμερό σου, σου έκαναν μια ένεση για να σε ναρκώσουν, σ’ έβαζαν σε ένα αεροπλάνο και από κει σε πετούσαν στο Ρίο ντε Λα Πλάτα. Το έκαναν αυτό τουλάχιστον πέντε χιλιάδες φορές. Η ζωγραφιά ήταν στον χώρο όπου έκαναν την ένεση, και σκέφτηκα: «Μαλάκα, είναι ζαβλακωμένος, όχι ηλίθιος, ξέρει τι τον περιμένει, και το τελευταίο πράγμα που κάνει είναι να αφήσει το σημάδι του». Εκείνη τη στιγμή ένιωσα ότι πρέπει να πω την ιστορία του, αλλιώς δεν θα την έλεγε κανείς.

— Η Τίνα Μοντόττι, η ηρωίδα του προηγούμενου βιβλίου σας, αλλά και η Τζιν Σίμπεργκ πέθαναν στο πίσω μέρος ενός αυτοκινήτου. Τι άλλο συνδέει αυτές τις δύο γυναίκες;
Είναι ακριβώς η ίδια ιστορία με διαφορά μισού αιώνα. Την πρώτη την ανακάλυψα στο βιβλίο «Ο Τρότσκι στο Μεξικό». Υπήρχε μια φράση που μου έμεινε: «Τι σχέση μπορεί να είχε το παράξενο ζευγάρι που αποτελούσαν ο πράκτορας της Κομιντέρν Βιτόριο Βιντάλι και η εξωτική τυχοδιώκτρια Τίνα Μοντόττι». Μου άρεσε αυτό το «εξωτική τυχοδιώκτρια», όπως μου άρεσε ακόμα περισσότερο ο έρωτάς της με τον νεαρό Κουβανό εξόριστο Χούλιο Αντόνιο Μέγια, από τους ιδρυτές του Κ.Κ. Κούβας, που είχε πέσει σε δυσμένεια για τις φιλοτροτσκιστικές του θέσεις. Ο Μέγια δολοφονήθηκε στις 10 Ιανουαρίου 1929 στους σκοτεινούς δρόμους της Πόλης του Μεξικού, βαδίζοντας αγκαλιασμένος με την Τίνα, μια γυναίκα που πολέμησε για δίκαιο σκοπό κάτω από λάθος σημαία, τη σημαία του σταλινισμού. Αυτό που τη χαρακτηρίζει όμως είναι η τέχνη της· υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες φωτογράφους του εικοστού αιώνα και για μένα αυτό είναι σημαντικότερο απ’ το ότι ήταν ηρωίδα του ισπανικού εμφύλιου, ή πρωταγωνίστρια του βωβού κινηματογράφου στο Χόλιγουντ, ή μοντέλο για τις τοιχογραφίες του Ντιέγο Ριβέρα. Οι φωτογραφίες που τράβηξε η Τίνα του Μέγια, το πορτρέτο του, είχε εκείνη την εποχή τη θέση που θα καταλάμβανε αργότερα η φωτογραφία του Τσε Γκεβάρα από τον Αμπέρτο Κόρντα. 

«Όταν η Τζιν Σίμπεργκ βρίσκεται στην οθόνη, δεν μπορείς να κοιτάξεις τίποτε άλλο», έλεγε ο Φρανσουά Τριφό. Αυτή η φράση συνοψίζει, νομίζω, τα πάντα. Σταρ του Χόλιγουντ που από την εφηβεία της συμμετείχε σε δράσεις της NAACP κατά των φυλετικών διακρίσεων, σχετικά με την ισότητα των δυο φύλων ή τα δικαιώματα των ζώων, ακτιβίστρια στο πλευρό των Μαύρων Πανθήρων, συνδεδεμένη για πάντα στο μυαλό των σινεφίλ με την ταινία του Ζαν Λικ Γκοντάρ «Με κομμένη την ανάσα», η Τζιν Σίμπεργκ μου αποκάλυψε στα δεκάξι μου χρόνια κάτι σημαντικό. Η ταινία της, απαγορευμένη στην Ισπανία του Φράνκο για άτομα κάτω των δεκαοκτώ, ήταν πρακτικά απροσπέλαστη για μένα. Την ερωτεύτηκα από μια φωτογραφία ενός περιοδικού που μιλούσε για την ταινία. Κι έτσι κατάλαβα ότι δεν χρειάζεται να έχεις δει όλες τις ταινίες ή να διαβάσεις όλα τα βιβλία για να ξέρεις ποια ταινία ή ποιο βιβλίο θα σε σημαδέψει για πάντα.

— Στο δικό σας βιβλίο, πάντως, τα «Χρώματα Πολέμου», δύο τίτλοι επανέρχονται σταθερά: «Ο άνθρωπος στο ψηλό κάστρο» του Φίλιπ Κ. Ντικ και το «Κουτσό» του Χούλιο Κορτάσαρ…
Ο «Άνθρωπος στο ψηλό κάστρο» είναι το καλύτερο αμερικανικό μυθιστόρημα της δεκαετίας του ’60. Ανάπτυγμα του διηγήματος του Μπόρχες «Tlön, Uqbar, Orbis Tertius», μιλάει για την τέχνη που, καθώς έχει απαγορευτεί, επανεφευρίσκεται στα χέρια δύο πλαστογράφων και ενός διακινητή. Και η ιδέα του απαγορευμένου βιβλίου που περιγράφει ότι τον πόλεμο δεν τον κέρδισε ο άξονας, ότι η Ιστορία δεν είναι έτσι, ότι η ζωή είναι μια απομίμηση, αλλάζει την πραγματικότητα και αποσταθεροποιεί την πολιτική τάξη. Και, διάολε, αν είσαι Ισπανός, είναι ένα απολύτως ρεαλιστικό βιβλίο, όχι μια δυστοπία. Αφού στη χώρα μου τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο τον κέρδισαν οι ναζί και ζούμε υπό την κυριαρχία τους μέχρι κι εγώ δεν ξέρω πότε. Το «Κουτσό» του Κορτάσαρ είναι το κορυφαίο ισπανόφωνο μυθιστόρημα του εικοστού αιώνα. Βιβλίο αναφοράς μιας ολόκληρης γενιάς Λατινοαμερικάνων, όπου ανήκει η Μάργκα και οι άλλοι ήρωες του βιβλίου «Χρώματα Πολέμου». Βιβλίο μοντέρνο που απαιτεί τη σωματική παρουσία του αναγνώστη.

Χρώματα πολέμου Facebook Twitter
Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Τα «Χρώματα Πολέμου» κλείνουν και ανοίγουν με μια περίεργη γιορτή όπου ο ήρωας (και ο αναγνώστης) καταβυθίζεται στο κάστρο του «Δράκουλα» του Στόκερ, «όπου λάμιες διψασμένες για αίμα κάνουν τη βρόμικη δουλειά τους».
Ναι, είναι το σπίτι της ποιήτριας Μαριάνα Καγέχας και του Αμερικανού συζύγου της και πράκτορα της CIA Μίκαελ Τάουνλι στα περίχωρα του Σαντιάγο, που τους είχε παραχωρήσει η DINA (η υπηρεσία πληροφοριών του Πινοτσέτ), της οποίας ήταν πράκτορες. Εκεί διοργάνωναν λογοτεχνικές βραδιές με μεγάλη επιτυχία και πολλούς καλεσμένους, ενώ στα υπόγεια του αχανούς σπιτιού υπήρχε ένα κέντρο βασανιστηρίων όπου διαπράττονταν οι πιο φρικτές κτηνωδίες. Η ιστορία είναι πραγματική. Την έχουν καταγράψει ο Πέδρο Λεμεμπέλ και ο Ρομπέρτο Μπολάνιο στην «Τελευταία νύχτα στη Χιλή». Ο Τάουνλι και η Καγέχας καταδικάστηκαν για τις δολοφονίες πολιτικών αντιπάλων της δικτατορίας, μεταξύ των οποίων και του Ορλάντο Λετελιέ, που ανατίναξαν με βόμβα στις ΗΠΑ, όπου διέφυγε ο Τάουνλι. Η Καγέχας συνέχισε να ζει ανενόχλητη στη βίλα της. Της ζήτησα συνέντευξη, αλλά αρνήθηκε να μου μιλήσει. 

— Απ’ όλες αυτές τις κουβέντες με τους επιζήσαντες τι σας εντυπωσίασε περισσότερο;
Τρία πράγματα. Γιατί γίνονται βασανιστήρια; Τα δύο πρώτα χρόνια της δικτατορίας στην Αργεντινή, μεταξύ ’76 και ’78, ο Κίσινγκερ τους είχε δασκαλέψει να ξεμπερδεύουν το ταχύτερο δυνατό με τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Ένας από τους επιζήσαντες της ESMA, ο Χουάν Γκασπαρίνι, μου είπε ότι υπήρχε μια ατέλειωτη ουρά ανθρώπων που περίμεναν να περάσουν από την πικάνα (το μηχάνημα βασανιστηρίων με ηλεκτροσόκ), κι αν αργούσες να κελαηδήσεις, σε καθάριζαν και περνούσαν στον επόμενο. Το 1977 ουσιαστικά είχαν ξεπαστρέψει τους πάντες, καταφέρνοντας να σκορπίσουν τον τρόμο για τα επόμενα σαράντα τόσα χρόνια. Γι’ αυτό γίνονται τα βασανιστήρια. Το δεύτερο ήταν η φύση των βασανιστών. Αστυνομικοί, ναυτικοί, δημόσιοι υπάλληλοι, νέοι και σφριγηλοί, βιάζουν ένα-δυο μήνες ‒ πώς συνεχίζουν, τέρατα είναι; Ανακάλυψα ότι οι βασανιστές έπαιρναν τα υπάρχοντα των απαχθέντων και τα πουλούσαν, στη συνέχεια τα σπίτια τους, και μετά άρχισαν τις απαγωγές ατόμων απλώς της ανώτερης τάξης… ώσπου βρήκαν τοίχο. Τρίτον, γιατί κάποιοι επέζησαν; Προφανώς και ξεχώριζαν. Ο Γκασπαρίνι, ας πούμε, ήταν ιδιοφυΐα στα οικονομικά, κάποιος άλλος καλλιτέχνης, άσος στην πλαστογράφηση εγγράφων, και κάποιες γυναίκες σεξουαλικές σκλάβες. Μία εξ αυτών μου ομολόγησε ότι τη μοναδική φορά που φοβήθηκε ήταν όταν ο βιαστής της την κοίταξε και της είπε: «Σε μισώ γιατί δεν μπορώ να κοιτάξω τη γυναίκα μου». 

— Σε όλο σας το έργο τέχνη και ακτιβισμός είναι αλληλένδετα, στα «Χρώματα Πολέμου» όμως αυτό είναι πιο έντονο.
Υπήρξα ανέκαθεν πολιτικός ακτιβιστής. Και η δημιουργία του Φεστιβάλ Κόμικς το 1979 στο Αβιλές πολιτικός ακτιβισμός ήταν. Ωστόσο, αν θέλετε να διαβάσετε πολιτικό κόμικ, θα σας πρότεινα κάποιον τίτλο της Marvel, το «Nam», για παράδειγμα, που αφηγείται τον πόλεμο του Βιετνάμ με κριτικό τρόπο, όπως λένε. Όπως κάνουν και στον κινηματογράφο, όταν γυρίζουν το «Rambo», το «Platoon» και το «Αποκάλυψη τώρα» στο ίδιο στούντιο. Έχουμε πάντα μια μοναδική, μονόπλευρη εκδοχή του νικητή και του ηττημένου. Ποιος από μας διάβασε ποτέ ένα κόμικ βιετναμέζικο γι’ αυτόν τον πόλεμο; Ας μη γελιόμαστε, τα βιβλία μου είναι ιστορικά και κοινωνικά. Πολιτική κάνει η Marvel, αυτοί ξέρουν από πολιτικό ακτιβισμό. Γι’ αυτό και κάθε παιδί στην Ισπανία ξέρει τον Πρώτο Εκδικητή, τον Κάπταιν Αμέρικα, όπως και το τελευταίο παιδί στην Αφρική ξέρει τον «Iron Man». 

Άνχελ δε λα Κάγιε: «Ζούμε στην εποχή του νεολιμπεραλισμού, αλλά θα τον αλλάξουμε» Facebook Twitter
Η φιλοσοφία της Μαύρης Εβδομάδας, της SN, που διανύει τον τριακοστό πέμπτο χρόνο της, της μόνης λογοτεχνικής (και όχι μόνο) εβδομάδας που κρατάει δέκα μέρες και συγκεντρώνει πάνω από εκατόν πενήντα συγγραφείς απ’ όλο τον πλανήτη, είναι ότι η κουλτούρα, ο πολιτισμός δεν είναι αγαθό, είναι δικαίωμα. Γι’ αυτό και διατίθεται ελεύθερα. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Διευθύνετε από το 2012 τη Σεμάνα Νέγρα της Χιχόν. Φέτος ξεκινάει στις 8 Ιουλίου με μια διάλεξη του Γερμανού φιλόσοφου Stefan Gandler για την επίδραση της Σχολής της Φρανκφούρτης στην Ιβηρική Χερσόνησο και στη Λατινική Αμερική. Και ενώ ένα εκατ. κόσμος θα συνωστίζεται καθημερινά στους δρόμους για να δει εκθέσεις φωτογραφίας, να γνωρίσει συγγραφείς, να φάει και να πιει, να πάει στο λούνα παρκ και στη ροκ συναυλία με ελεύθερη είσοδο και να κλείσει τη βραδιά του με ένα ρεσιτάλ ποίησης στη μία τη νύχτα, μου λέτε ότι αυτό δεν είναι πολιτικός ακτιβισμός;
Η φιλοσοφία της Μαύρης Εβδομάδας, της SN, που διανύει τον τριακοστό πέμπτο χρόνο της, της μόνης λογοτεχνικής (και όχι μόνο) εβδομάδας που κρατάει δέκα μέρες και συγκεντρώνει πάνω από εκατόν πενήντα συγγραφείς απ’ όλο τον πλανήτη, είναι ότι η κουλτούρα, ο πολιτισμός δεν είναι αγαθό, είναι δικαίωμα. Γι’ αυτό και διατίθεται ελεύθερα.

— Αυτό, λοιπόν, τι σημαίνει;
Ότι ισχύουν όλα όσα είπαμε προηγουμένως. Ζούμε στην εποχή του νεολιμπεραλισμού. Αυτός ο κόσμος έτσι είναι. Αλλά θα τον αλλάξουμε.

— Το πιστεύετε αυτό;
Προφανώς και το πιστεύω. Το λέει άλλωστε και ο τίτλος του βιβλίου μου, για το οποίο τόση ώρα μιλάμε. Τι σημαίνει «pinturas de guerra;» 

— Ο Iνδιάνος που βάφει μαύρο το σώμα του πριν πολεμήσει; Η γυναίκα που βάφεται πριν βγει να κατακτήσει τον έρωτα της ζωή της;
Με μια λέξη;

— Ετοιμοπόλεμος;
Ναι!

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου μιλούν για την αγαπημένη εκπομπή των booklovers

Οθόνες / «Βιβλιοβούλιο»: Μια διόλου σοβαροφανής τηλεοπτική εκπομπή για το βιβλίο

Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου ήταν κάποτε «ανταγωνιστές». Και πια κάνουν μαζί την αγαπημένη εκπομπή των βιβλιόφιλων, τη μοναδική που υπάρχει για το βιβλίο στην ελληνική τηλεόραση, που επικεντρώνεται στη σύγχρονη εκδοτική παραγωγή και έχει καταφέρει να είναι ευχάριστη και ενημερωτική.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Θανάσης Καστανιώτης: «Αν έκανα ένα δείπνο για συγγραφείς, δίπλα στον Χέμινγουεϊ θα έβαζα τη Ζυράννα Ζατέλη»

The Book Lovers / Θανάσης Καστανιώτης: «Αν έκανα ένα δείπνο για συγγραφείς, δίπλα στον Χέμινγουεϊ θα έβαζα τη Ζυράννα Ζατέλη»

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με τον εκδότη Θανάση Καστανιώτη για την μεγάλη διαδρομή των εκδόσεών του και τη δική του, προσωπική και ιδιοσυγκρασιακή σχέση με τα βιβλία και την ανάγνωση.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Τελικά, είναι ο Τομ Ρίπλεϊ γκέι; 

Βιβλίο / Τελικά, είναι γκέι ο Τομ Ρίπλεϊ;

Το ερώτημα έχει τη σημασία του. Η δολοφονία του Ντίκι Γκρίνλιφ από τον Ρίπλεϊ, η πιο συγκλονιστική από τις πολλές δολοφονίες που διαπράττει σε βάθος χρόνου ο χαρακτήρας, είναι και η πιο περίπλοκη επειδή είναι συνυφασμένη με τη σεξουαλικότητά του.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Ο Δον Κιχώτης» του Θερβάντες: Ο θρίαμβος της λογοτεχνίας και της ανιδιοτελούς φιλίας

Σαν Σήμερα / «Ο Δον Κιχώτης» του Θερβάντες: Ο θρίαμβος της λογοτεχνίας και της ανιδιοτελούς φιλίας

Η ιστορία ενός αλλοπαρμένου αγρότη που υπερασπίζεται υψηλά ιδανικά είναι το πιο γνωστό έργο του σπουδαιότερου Ισπανού συγγραφέα, που πέθανε σαν σήμερα το 1616.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Ο Γουσταύος Κλάους στη χώρα του κρασιού: Μια γοητευτική βιογραφία του Βαυαρού εμπόρου

Βιβλίο / Γουσταύος Κλάους: Το γοητευτικό στόρι του ανθρώπου που έβαλε την Ελλάδα στον παγκόσμιο οινικό χάρτη

Το βιβλίο «Γκούτλαντ, ο Γουσταύος Κλάους και η χώρα του κρασιού» του Νίκου Μπακουνάκη είναι μια θαυμάσια μυθιστορηματική αφήγηση της ιστορίας του Βαυαρού εμπόρου που ήρθε στην Πάτρα στα μέσα του 19ου αιώνα και δημιούργησε την Οινοποιία Αχαΐα.
M. HULOT
Η (μεγάλη) επιστροφή στην Ιαπωνική λογοτεχνία

Βιβλίο / Η (μεγάλη) επιστροφή στην ιαπωνική λογοτεχνία

Πληθαίνουν οι κυκλοφορίες των ιαπωνικών έργων στα ελληνικά, με μεγάλο μέρος της πρόσφατης σχετικής βιβλιοπαραγωγής, π.χ. των εκδόσεων Άγρα, να καλύπτεται από ξεχωριστούς τίτλους μιας γραφής που διακρίνεται για την απλότητα, τη φαντασία και την εμμονική πίστη στην ομορφιά.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Βιβλίο / Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Παρόλο που οι κριτικοί και οι βιβλιοπώλες κατατάσσουν τα βιβλία της στην αστυνομική λογοτεχνία, η συγγραφέας που τα τελευταία χρόνια έχουν λατρέψει οι Έλληνες αναγνώστες, μια σπουδαία φωνή της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας και του φεμινισμού, μοιάζει να ασφυκτιά σε τέτοια στενά πλαίσια.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΛΟΣ
Κωστής Γκιμοσούλης: «Δυο μήνες στην αποθήκη»

Το πίσω ράφι / «Δυο μήνες στην αποθήκη»: Οι ατέλειωτες νύχτες στο νοσοκομείο που άλλαξαν έναν συγγραφέα

Ο Κωστής Γκιμοσούλης έφυγε πρόωρα από τη ζωή. Με τους όρους της ιατρικής, ο εκπρόσωπος της «γενιάς του '80» είχε χτυπηθεί από μηνιγγίτιδα. Με τους δικούς του όρους, όμως, εκείνο που τον καθήλωσε και πήγε να τον τρελάνει ήταν ο διχασμός του ανάμεσα σε δύο αγάπες.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Έτσι μας πέταξαν μέσα στην Ιστορία

Βιβλίο / Το φιλόδοξο λογοτεχνικό ντεμπούτο του Κώστα Καλτσά είναι μια οικογενειακή σάγκα με απρόβλεπτες διαδρομές

«Νικήτρια Σκόνη»: Μια αξιοδιάβαστη αφήγηση της μεγάλης Ιστορίας του 20ού και του 21ου αιώνα στην Ελλάδα, από τα Δεκεμβριανά του 1944 έως το 2015.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Βιβλίο / Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Ένας από τους τελευταίους κοσμοπολίτες καλλιτέχνες και συγγραφείς αυτοβιογραφείται στο αριστουργηματικό, σύμφωνα με κριτικούς και συγγραφείς όπως ο Τζον Μπάνβιλ, βιβλίο του «Τα περσινά χιόνια», θέτοντας ερωτήματα για τον παλιό, σχεδόν μυθικό κόσμο της Ευρώπης που έχει χαθεί για πάντα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
CARRIE

Βιβλίο / H Carrie στα 50: Το φοβερό λογοτεχνικό ντεμπούτο του Στίβεν Κινγκ που παραλίγο να καταλήξει στα σκουπίδια

Πάνω από 60 μυθιστορήματα που έχουν πουλήσει περισσότερα από 350 εκατομμύρια αντίτυπα μετράει σήμερα ο «βασιλιάς του τρόμου», όλα όμως ξεκίνησαν πριν από μισό αιώνα με την πρώτη περίοδο μιας ντροπαλής και περιθωριοποιημένης μαθήτριας γυμνασίου.
THE LIFO TEAM
Οι «Αρχάριοι» του Ρέιμοντ Κάρβερ, ήρωες τσακισμένοι από το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου

Το πίσω ράφι / Οι «Αρχάριοι» του Ρέιμοντ Κάρβερ, ήρωες τσακισμένοι από το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου

Γεννημένος στο Όρεγκον τα χρόνια που ακολούθησαν την οικονομική κρίση του '29, γιος μιας σερβιτόρας κι ενός εργάτη σε εργοστάσιο ξυλείας, ο κορυφαίος εκπρόσωπος του «βρόμικου ρεαλισμού» βίωσε στο πετσί του την αθλιότητα, τις δυσκολίες και την αποξένωση που αποτύπωσε στο έργο του.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ