Να πει κανείς ή να μην πει;

Να πει κανείς ή να μην πει; Facebook Twitter
Είναι γνωστή η αυτοβιογραφική διάσταση του θεατρικού έργου, το οποίο γράφτηκε ενόσω ο συγγραφέας νοσούσε από AIDS. Φωτ.: Καρίνα Λογοθέτη
0

Η μέριμνα για τα ηλεκτροφόρα πεδία του λόγου, τους παλμούς και τα φορτία του στριμώχτηκε στα οικεία, βολικά καλούπια του ρεαλισμού, μετατρέποντας αυτό το κείμενο φαντασμάτων, αυτή την εργασία θανάτου, σε ένα σύνηθες δράμα οικογενειακής επανένωσης.

Τον θέλουν. Τον λαχταρούν. Τους λείπει. Καθημερινά εύχονται να γύριζε κοντά τους... έστω για λίγες ώρες: να τον δουν με τα μάτια τους, να τον αγγίξουν, να μοιραστούν λεπτομέρειες από τη ζωή του, την άγνωστη ζωή του, αφού τίποτα δεν ξέρουν πια για κείνον, ούτε καν τη διεύθυνση του σπιτιού του στο Παρίσι – ή μήπως δεν μένει καν στο Παρίσι;.

Πράγματι εκείνος καταφθάνει. Μετά από αμέτρητα χρόνια απουσίας –αδιαφορίας θα έλεγε κανείς, κρίνοντας από τις ψυχρές, λακωνικές καρτ-ποστάλ που τους έστελνε από κάθε του ταξίδι («Είμαι καλά, επιθυμώ το ίδιο και για σας»)– ο Λουί αποφασίζει να επιστρέψει στο πατρικό του. Έχει κάτι πολύ σημαντικό να τους πει: σε λίγο καιρό θα πεθάνει.

Όλη η χαρά, όλη η αμηχανία, όλος ο εκνευρισμός και η αγωνία της επανένωσης –μητέρας με γιο, αδελφής με αδελφό, αδελφού με αδελφό– γεμίζουν τώρα τη σάλα υποδοχής της μονοκατοικίας όπου μεγάλωσε και την οποία εγκατέλειψε οριστικά και αμετάκλητα, υποκινούμενος «από μια ατελείωτη εσωτερική οδύνη που δεν μπορώ καν να φανταστώ την απαρχή της», όπως θα πει πολύ αργότερα ο αδελφός του, ο Αντουάν.  

Η μέριμνα για τα ηλεκτροφόρα πεδία του λόγου, τους παλμούς και τα φορτία του στριμώχτηκε στα οικεία, βολικά καλούπια του ρεαλισμού, μετατρέποντας αυτό το κείμενο φαντασμάτων, αυτή την εργασία θανάτου, σε ένα σύνηθες, κουραστικό δράμα οικογενειακής επανένωσης, με εντάσεις, έριδες κι εκρήξεις.

Πώς να φέρει εις πέρας αυτόν τον άθλο; Πώς να φανερωθεί ενώπιόν τους; Με ποια μορφή; Πόσα να κρύψει και πόσα ν’ αποκαλύψει; Το μόνο που είχε να κάνει ο άσωτος υιός ήταν να εμφανιστεί στο κατώφλι του βιβλικού σπιτιού του κι αμέσως του συγχωρέθηκαν όλα, χωρίς καν ν’ ανοίξει το στόμα του. Όμως εδώ, τώρα, ετούτος ο υιός, εξίσου άσωτος, γνωρίζει πολύ καλά πως θα χρειαστεί να πει πολλά, πάρα πολλά, σίγουρα περισσότερα απ’ όσα δύναται, προκειμένου να καθησυχάσει τα παράπονά τους, να μαλακώσει την πικρία τους, να δικαιώσει τις προσδοκίες τους, να επουλώσει τις πληγές της εγκατάλειψης, να εξασφαλίσει ένα αίσιο τέλος, μια ύστατη στιγμή επαφής και αμοιβαίας συγχώρεσης.

Να πει κανείς ή να μην πει; Facebook Twitter
Η υποκριτική ανομοιογένεια αντικατοπτρίζει την έλλειψη συνεκτικού και διαυγούς οράματος. Φωτ.: Καρίνα Λογοθέτη

«Δεν βρίσκω κάτι να πω ή να μην πω, δεν βρίσκω κάτι», λέει ο Λουί στην Κατρίν, τη νύφη του, γυναίκα του αδελφού του, που τη συναντά για πρώτη φορά. Πώς να κερδίσει τον χαμένο χρόνο; Ετούτη εδώ την Κυριακή που φέρνει στον νου όλες τις ξεχασμένες Κυριακές της παιδικής του ηλικίας, όταν εξορμούσαν οικογενειακώς με το «αεροδυναμικό» μαύρο αυτοκίνητο για πικνίκ στις όχθες του ποταμού, ετούτη εδώ την Κυριακή που γνωρίζει ότι θα πεθάνει, ενώ εκείνοι το αγνοούν, ετούτη εδώ την Κυριακή που τον κατακλύζει ο φόβος ότι «μια ημέρα των ημερών δεν θα με αγαπούν πια,/ δεν με αγάπησαν/ και δεν με αγαπούν», ο Λουί νιώθει σαν φάντασμα: αυτός, ο επιτυχημένος συγγραφέας, ο επαγγελματίας διαχειριστής του λόγου, τώρα είτε σιωπά, είτε ξεστομίζει δυο-τρεις λέξεις «πεταμένες σαν ψίχουλα», είτε μονολογεί (εντός του;) ακατάσχετα, χωρίς ποτέ να τους προσφέρει αυτό που διψούν να λάβουν από τα χείλη του. «Πες τους κάτι! Έστω κι αν είναι ψέμα», τον εκλιπαρεί εις μάτην η μητέρα του.    

Όλοι φοβούνται ότι «δεν θα τα πουν καλά ή θα τα πουν πολύ γρήγορα»: η αγωνία της έκφρασης, της πληρότητας και της ορθότητας της διατύπωσης τούς διαπερνά ανελέητα. Να πει κανείς ή να μην πει; Το κατακλυσμιαίο μέγεθος των απωθημένων συναισθημάτων ορθώνει προπετάσματα καπνού, φλύαρες αναπολήσεις, εσωτερικούς μονολόγους, έμμεσες διεκδικήσεις, έντεχνες παρακάμψεις. Σπάνια επιτυγχάνεται μια γνήσια, θαρραλέα εξομολόγηση που θέτει σε κίνδυνο το Εγώ ενώπιον του άλλου, όπως συμβαίνει στην τελική, σπαρακτική απογύμνωση του Αντουάν. Η τραγωδία του ανομολόγητου. «Για μια παράλειψη σαν αυτή θα μετανιώνω για πάντα», ομολογεί ο Λουί αποχωρώντας από κοντά τους, χωρίς να έχει εκμυστηρευθεί το μυστικό του.

Να πει κανείς ή να μην πει; Facebook Twitter
Φωτ.: Καρίνα Λογοθέτη

Η συνομιλία δεν συνεπάγεται επικοινωνία, όπως μας δίδαξε το θέατρο του 20ού αιώνα, ούτε καν αληθινή παρουσία. Το να μιλάμε δεν σημαίνει ότι ακουγόμαστε, ούτε ένας λεκτικός χείμαρρος αρκεί για να γεφυρώσει την απόσταση μεταξύ δύο ανθρώπων. Τα πολυποίκιλα μοτίβα γλωσσικής συνύπαρξης, όλες αυτές οι κρίσιμες χειρονομίες αναγνώρισης και απόρριψης, λυτρωτικές ή καταστρεπτικές, απασχολούν βαθύτατα τον Λαγκάρς εδώ. Είναι η γλώσσα αυτή που οικοδομεί την πραγματικότητα: εδώ όπου φαινομενικά τίποτα δεν συμβαίνει (ή συμβαίνει «Ακριβώς το τέλος του κόσμου»), είναι η γλώσσα αυτή που διαστέλλει τον χρόνο, αφήνει αβοήθητη την επιθυμία, ενορχηστρώνει απανωτούς πνιγμούς και πασχίζει για ανέλπιδες διασώσεις.

Και είναι ακριβώς αυτή η προεξάρχουσα σημασία της γλώσσας που δεν εκτιμήθηκε σωστά από τον σκηνοθέτη της παράστασης. Η μέριμνα για τα ηλεκτροφόρα πεδία του λόγου, τους παλμούς και τα φορτία του στριμώχτηκε στα οικεία, βολικά καλούπια του ρεαλισμού, μετατρέποντας αυτό το κείμενο φαντασμάτων, αυτή την εργασία θανάτου, σε ένα σύνηθες, κουραστικό δράμα οικογενειακής επανένωσης, με εντάσεις, έριδες κι εκρήξεις.

Βρισκόμαστε σε μια χώρα μοναξιάς, όπου δεν γνωρίζουμε ποιος είναι ήδη νεκρός και ποιος μελλοντικός: αυτός που έχει διαγνωστεί με μια μοιραία ασθένεια ή αυτός που ζει την πλέον τυποποιημένη ζωή, ονειρευόμενος μια αενάως αναβαλλόμενη απόδραση; «Είναι όπως τη νύχτα μέσα στη μέρα, δεν βλέπω τίποτα, ακούω μόνο θορύβους, ακούω, έχω χαθεί και δεν ξαναβρίσκω κανέναν», λέει ο Λουί στο Ιντερμέδιο συνοψίζοντας τη γενικότερη, ονειρική αίσθηση που αναβλύζει από το κείμενο του Λαγκάρς. Εδώ όμως, στην παράσταση, είναι όλα «κανονικά»: οι συνομιλίες, η εκφορά του λόγου, τα αμήχανα ζεύγη, η μετακίνηση από δωμάτιο σε δωμάτιο, πάμε λίγο στο σαλόνι, λίγο στην κουζίνα, άντε και να δημιουργήσουμε την εντύπωση ότι κάτι συμβαίνει, κάτι κινείται, ενώ αυτό που πραγματικά συμβαίνει, αυτό που πραγματικά κινείται παραμένει αδούλευτο, ασχημάτιστο, παραμελημένο.

Να πει κανείς ή να μην πει; Facebook Twitter
Φωτ.: Καρίνα Λογοθέτη

Ούτε αναιρείται ή σπάει πραγματικά το καβούκι του ρεαλισμού, επειδή ενσωματώνουμε στην παράσταση μερικά κινησιολογικά σκέρτσα, εμφατικές επαναλήψεις «σπαστικών» κινήσεων ή (κάτι σαν) τον χορό των ζόμπι, ώστε να δείξουμε την «άλλη» διάσταση. Φοβούμαι ότι η διάσταση αυτή χρειάζεται πολύ περισσότερο κόπο και περίσκεψη για να αναδυθεί. Η υποκριτική ανομοιογένεια αντικατοπτρίζει ακριβώς αυτή την έλλειψη συνεκτικού και διαυγούς οράματος: η μητέρα της Γιώτας Φέστα παραπέμπει σε μια ακατέργαστη εκδοχή της Αμάντα από τον Γυάλινο Κόσμο –συμφιλιωτική, ψευδο-χαρωπή–, ο Λουί (Λουκάς στην παρούσα διασκευή) του Γιώργου Καραμίχου προσπαθεί για κάτι πιο μοντέρνο, πιο αφαιρετικό, πιο casual, που αποδεικνύεται τελικά στεγνό και άκαρπο, ενώ ο Αντουάν (Αντώνης) του Σταύρου Λιλικάκη, στο βίαιο ξέσπασμα του τέλους, μας μεταφέρει ξαφνικά στο Σπιρτόκουτο του Γιάννη Οικονομίδη.

Είναι γνωστή η αυτοβιογραφική διάσταση του θεατρικού έργου, το οποίο γράφτηκε ενόσω ο συγγραφέας νοσούσε από AIDS (πέθανε το 1995, σε ηλικία τριάντα οκτώ ετών). Καίτοι αυτό αυξάνει τη δύναμη του κειμένου, ο ίδιος ο συγγραφέας επέλεξε να μην αναφερθεί ανοιχτά στην ομοφυλοφιλία του κεντρικού ήρωα και άλτερ έγκο του, του Λουί, όχι από δειλία φυσικά αλλά επειδή θεώρησε πως αυτή η «παράλειψη» αυξάνει τον πλούτο των νοημάτων και των αναγνώσεων του έργου.

Ο σκηνοθέτης της παρούσας παράστασης, στη δική του διασκευή, έκρινε, αντιθέτως, πως είναι απαραίτητο να προβάλει το θέμα της ομοφυλοφιλίας, και μάλιστα να το κάνει με τον πλέον στερεοτυπικό, απλουστευτικό τρόπο, προσθέτοντας μια σκηνή δικής του επινόησης: «Έχεις κάποια κοπέλα;» ρωτά η μητέρα τον Λουί (Λουκά). «Όχι, ούτε και θα ’χω, γιατί είμαι γκέι», της απαντά. «Δηλαδή ομοφυλόφιλος;» «Ναι, αυτό, παλιόπουστα, πες το όπως θες». «Πέφτω από τα σύννεφα... Από πότε;» «Από ανέκαθεν». «Πάλι καλά, δεν φαίνεσαι γκέι». «Και τι σημαίνει αυτό;» «Ξέρεις τι σημαίνει: να μην έχεις πρόβλημα, να μη σε κοροϊδεύουν, να μη γίνεσαι περίγελος». «Πάντως, εγώ το έχω αποδεχθεί». «Και πώς ζεις; Αυτό ήρθες να μας πεις;» Κάπως έτσι συνεχίζεται ο διάλογος και, κάπως έτσι, η ποιητικότητα του κειμένου εισπράττει το τελειωτικό της χτύπημα.

Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ

Θέατρο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Γιώργος Καραμίχος: Αν δεν εκφράζουμε τα συναισθήματά μας, αρρωσταίνουμε 

Θέατρο / Γιώργος Καραμίχος: «Αν δεν εκφράζουμε τα συναισθήματά μας, αρρωσταίνουμε»

Στο θέατρο υποδύεται έναν συγγραφέα που επιστρέφει στον τόπο του για να δηλώσει ανοιχτά την ταυτότητά του στην οικογένειά του. Θα αλλάξει η ζωή και η πορεία των ανθρώπων που αγαπά;
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Σπύρος Παπαδόπουλος: «Δεν μου αρέσει να φαίνομαι, κι ας κατέληξα να παίζω μπροστά σε κόσμο»

Θέατρο / Σπύρος Παπαδόπουλος: «Δεν μου αρέσει να φαίνομαι, κι ας κατέληξα να παίζω μπροστά σε κόσμο»

Παρά τις προσπάθειές του να το αποφύγει, μια σειρά από συμπτώσεις τον οδήγησε στο θέατρο. Οι «Απαράδεκτοι» δεν συνεχίστηκαν λόγω δικής του απόφασης, το «Στην υγειά μας, ρε παιδιά» σταμάτησε όταν κουράστηκε ψυχολογικά. Ο δημοφιλής κωμικός ηθοποιός είναι ο Αθηναίος της εβδομάδας.
M. HULOT

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Ματαρόα στον ορίζοντα»: Φέρνοντας ένα θρυλικό ταξίδι στη σημερινή του διάσταση

Θέατρο / «Ματαρόα στον ορίζοντα»: Ένα θρυλικό ταξίδι στη σημερινή του διάσταση

Στην πολυεπίπεδη νέα παραγωγή της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ, λόγος, μουσική και σκηνική δράση συνυπάρχουν ισάξια και συνεισφέρουν από κοινού στην αφήγηση των επίδοξων ταξιδιωτών ενός ουτοπικού πλοίου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Το video art στο ελληνικό θέατρο

Θέατρο / Video art στο ελληνικό θέατρο: Έχει αντικαταστήσει τη σκηνογραφία;

Λειτουργεί το βίντεο ανταγωνιστικά με τη σκηνογραφία και τη σκηνική δράση ή αποτελεί προέκταση του εθισμού μας στην οθόνη των κινητών μας; Οι γιγαντοοθόνες είναι θεμιτές στην Επίδαυρο ή καταργούν τον λόγο και τον ηθοποιό; Πώς φτάσαμε από τη video art στα stage LED screens; Τρεις video artists, τρεις σκηνοθέτες και ένας σκηνογράφος καταθέτουν τις εμπειρίες τους.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Κωνσταντίνος Ρήγος

Οι Αθηναίοι / «Έχω αισθανθεί να απειλούμαι τη μέρα, όχι δουλεύοντας τη νύχτα»

Οκτάνα, Επίδαυρος, ΚΘΒΕ, Πέγκυ Ζήνα, Εθνικό, Λυρική, «Brokeback Mountain» και «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Ως χορογράφος και σκηνοθέτης, ο Κωνσταντίνος Ρήγος έχει κάνει τα πάντα. Και παρότι έχει αρκετούς haters, νιώθει ότι αυτοί που τον καταλαβαίνουν είναι πολύ περισσότεροι.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Οσιέλ Γκουνεό: «Είμαι πρώτα χορευτής και μετά μαύρος»

Χορός / «Δεν βλέπω τον εαυτό μου ως έναν μαύρο χορευτή μπαλέτου αλλά ως έναν χορευτή καταρχάς»

Λίγο πριν εμφανιστεί ως Μπαζίλιο στον «Δον Κιχώτη» της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ο κορυφαίος κουβανικής καταγωγής χορευτής Οσιέλ Γκουνεό –έχει λάβει πολλά βραβεία, έχει επίσης εμφανιστεί στο Θέατρο Μπολσόι της Μόσχας, στην Όπερα του Παρισιού, στο Λίνκολν Σέντερ της Νέας Υόρκης και στο Ελίζιουμ του Λονδίνου– μιλά για την προσωπική του πορεία στον χορό και τις εμπειρίες που αποκόμισε, ενώ δηλώνει λάτρης της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Σμαράγδα Καρύδη: «Ήθελα να είμαι η Βουγιουκλάκη και ο Ρέτσος μαζί»

Οι Αθηναίοι / Σμαράγδα Καρύδη: «Ήθελα να είμαι η Βουγιουκλάκη και ο Ρέτσος μαζί»

Ηθοποιός, σκηνοθέτις, ακατάτακτη και αγαπημένη του κοινού, η Σμαράγδα Καρύδη θυμάται πως ανέκαθεν ήθελε το σύμπαν, χωρίς να περιορίζεται. Στον απολογισμό της μέχρι τώρα πορείας της, ως η Αθηναία της εβδομάδας, καταλήγει πως, ούτως ή άλλως, «στο τέλος ανήκεις εκεί που μπορείς να φτάσεις», ενώ δηλώνει πως πάντα θα επιλέγει συνειδητά να συντάσσεται με τη χαρά.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Το ανάπηρο σώμα που αντιστέκεται

Θέατρο / Το ανάπηρο σώμα που αντιστέκεται

Πώς διαβάζουμε σήμερα τον «Γυάλινο Κόσμο» του Τενεσί Oυίλιαμς; Στην παράσταση του Θεάτρου Τέχνης ο Antonio Latella προσφέρει μια «άλλη» Λόρα που ορθώνει το ανάστημά της ενάντια στο κυρίαρχο αφήγημα περί επαγγελματικής ανέλιξης, πλουτισμού και γαμήλιας ευτυχίας.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Παραστάσεις για κάθε γούστο που θα συγκινήσουν, θα διασκεδάσουν και θα προβληματίσουν

Θέατρο / Πού οφείλεται τόση δίψα για το θέατρο;

Το θέατρο εξακολουθεί να προκαλεί debates και ζωηρές συζητήσεις, παρά τις κρίσεις και τις οικονομικές περικοπές που έχει υποστεί, και φέτος ανεβαίνουν στην Αθήνα παραστάσεις για κάθε γούστο που θα συγκινήσουν, θα διασκεδάσουν και θα προβληματίσουν.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ανδρέας Κωνσταντίνου

Θέατρο / Ανδρέας Κωνσταντίνου: «Δεν μ' ενδιαφέρει τι υποστηρίζεις στο facebook, αλλά το πώς μιλάς σε έναν σερβιτόρο»

Ο ηθοποιός που έχει υποδυθεί τους πιο ετερόκλητους ήρωες και θα πρωταγωνιστήσει στην τηλεοπτική μεταφορά της «Μεγάλης Χίμαιρας» αισθάνεται ότι επιλέγει την τηλεόραση για να ικανοποιήσει την επιθυμία του για κάτι πιο «χειροποίητο» στο θέατρο.
ΜΑΤΟΥΛΑ ΚΟΥΣΤΕΝΗ
Ο Στρίντμπεργκ και η «Ορέστεια» προσγειώνονται στον κόσμο της Λένας Κιτσοπούλου

Θέατρο / Η Μαντώ, ο Αισχύλος και ο Στρίντμπεργκ προσγειώνονται στον κόσμο της Κιτσοπούλου

Στην πρόβα του νέου της έργου όλοι αναποδογυρίζουν, συντρίβονται, μοντάρονται, αλλάζουν μορφές και λένε λόγια άλλων και τραγούδια της καψούρας. Ποιος θα επικρατήσει στο τέλος;
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
«Η εποχή μας δεν ανέχεται το λάθος»

Οι Αθηναίοι / «Η εποχή μας δεν ανέχεται το λάθος»

Η ηθοποιός Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου θυμάται τα χρόνια του Θεάτρου Τέχνης, το πείραμα και τις επιτυχίες του Χυτηρίου, περιγράφει τι σημαίνει γι' αυτή το θεατρικό σανίδι και συλλογίζεται πάνω στο πέρασμα του χρόνου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Θωμάς Μοσχόπουλος

Θέατρο / «Άρχισα να βρίσκω αληθινή χαρά σε πράγματα για τα οποία πριν γκρίνιαζα»

Έπειτα από μια δύσκολη περίοδο, ο Θωμάς Μοσχόπουλος ανεβάζει τον δικό του «Γκοντό». Έχει επιλέξει μόνο νέους ηθοποιούς για το έργο, θέλει να διερευνήσει την επίδρασή του στους εφήβους, πραγματοποιώντας ανοιχτές πρόβες. Στο μεταξύ, κάνει μια πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα με την Αργυρώ Μποζώνη.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ