Να πει κανείς ή να μην πει;

Να πει κανείς ή να μην πει; Facebook Twitter
Είναι γνωστή η αυτοβιογραφική διάσταση του θεατρικού έργου, το οποίο γράφτηκε ενόσω ο συγγραφέας νοσούσε από AIDS. Φωτ.: Καρίνα Λογοθέτη
0

Η μέριμνα για τα ηλεκτροφόρα πεδία του λόγου, τους παλμούς και τα φορτία του στριμώχτηκε στα οικεία, βολικά καλούπια του ρεαλισμού, μετατρέποντας αυτό το κείμενο φαντασμάτων, αυτή την εργασία θανάτου, σε ένα σύνηθες δράμα οικογενειακής επανένωσης.

Τον θέλουν. Τον λαχταρούν. Τους λείπει. Καθημερινά εύχονται να γύριζε κοντά τους... έστω για λίγες ώρες: να τον δουν με τα μάτια τους, να τον αγγίξουν, να μοιραστούν λεπτομέρειες από τη ζωή του, την άγνωστη ζωή του, αφού τίποτα δεν ξέρουν πια για κείνον, ούτε καν τη διεύθυνση του σπιτιού του στο Παρίσι – ή μήπως δεν μένει καν στο Παρίσι;.

Πράγματι εκείνος καταφθάνει. Μετά από αμέτρητα χρόνια απουσίας –αδιαφορίας θα έλεγε κανείς, κρίνοντας από τις ψυχρές, λακωνικές καρτ-ποστάλ που τους έστελνε από κάθε του ταξίδι («Είμαι καλά, επιθυμώ το ίδιο και για σας»)– ο Λουί αποφασίζει να επιστρέψει στο πατρικό του. Έχει κάτι πολύ σημαντικό να τους πει: σε λίγο καιρό θα πεθάνει.

Όλη η χαρά, όλη η αμηχανία, όλος ο εκνευρισμός και η αγωνία της επανένωσης –μητέρας με γιο, αδελφής με αδελφό, αδελφού με αδελφό– γεμίζουν τώρα τη σάλα υποδοχής της μονοκατοικίας όπου μεγάλωσε και την οποία εγκατέλειψε οριστικά και αμετάκλητα, υποκινούμενος «από μια ατελείωτη εσωτερική οδύνη που δεν μπορώ καν να φανταστώ την απαρχή της», όπως θα πει πολύ αργότερα ο αδελφός του, ο Αντουάν.  

Η μέριμνα για τα ηλεκτροφόρα πεδία του λόγου, τους παλμούς και τα φορτία του στριμώχτηκε στα οικεία, βολικά καλούπια του ρεαλισμού, μετατρέποντας αυτό το κείμενο φαντασμάτων, αυτή την εργασία θανάτου, σε ένα σύνηθες, κουραστικό δράμα οικογενειακής επανένωσης, με εντάσεις, έριδες κι εκρήξεις.

Πώς να φέρει εις πέρας αυτόν τον άθλο; Πώς να φανερωθεί ενώπιόν τους; Με ποια μορφή; Πόσα να κρύψει και πόσα ν’ αποκαλύψει; Το μόνο που είχε να κάνει ο άσωτος υιός ήταν να εμφανιστεί στο κατώφλι του βιβλικού σπιτιού του κι αμέσως του συγχωρέθηκαν όλα, χωρίς καν ν’ ανοίξει το στόμα του. Όμως εδώ, τώρα, ετούτος ο υιός, εξίσου άσωτος, γνωρίζει πολύ καλά πως θα χρειαστεί να πει πολλά, πάρα πολλά, σίγουρα περισσότερα απ’ όσα δύναται, προκειμένου να καθησυχάσει τα παράπονά τους, να μαλακώσει την πικρία τους, να δικαιώσει τις προσδοκίες τους, να επουλώσει τις πληγές της εγκατάλειψης, να εξασφαλίσει ένα αίσιο τέλος, μια ύστατη στιγμή επαφής και αμοιβαίας συγχώρεσης.

Να πει κανείς ή να μην πει; Facebook Twitter
Η υποκριτική ανομοιογένεια αντικατοπτρίζει την έλλειψη συνεκτικού και διαυγούς οράματος. Φωτ.: Καρίνα Λογοθέτη

«Δεν βρίσκω κάτι να πω ή να μην πω, δεν βρίσκω κάτι», λέει ο Λουί στην Κατρίν, τη νύφη του, γυναίκα του αδελφού του, που τη συναντά για πρώτη φορά. Πώς να κερδίσει τον χαμένο χρόνο; Ετούτη εδώ την Κυριακή που φέρνει στον νου όλες τις ξεχασμένες Κυριακές της παιδικής του ηλικίας, όταν εξορμούσαν οικογενειακώς με το «αεροδυναμικό» μαύρο αυτοκίνητο για πικνίκ στις όχθες του ποταμού, ετούτη εδώ την Κυριακή που γνωρίζει ότι θα πεθάνει, ενώ εκείνοι το αγνοούν, ετούτη εδώ την Κυριακή που τον κατακλύζει ο φόβος ότι «μια ημέρα των ημερών δεν θα με αγαπούν πια,/ δεν με αγάπησαν/ και δεν με αγαπούν», ο Λουί νιώθει σαν φάντασμα: αυτός, ο επιτυχημένος συγγραφέας, ο επαγγελματίας διαχειριστής του λόγου, τώρα είτε σιωπά, είτε ξεστομίζει δυο-τρεις λέξεις «πεταμένες σαν ψίχουλα», είτε μονολογεί (εντός του;) ακατάσχετα, χωρίς ποτέ να τους προσφέρει αυτό που διψούν να λάβουν από τα χείλη του. «Πες τους κάτι! Έστω κι αν είναι ψέμα», τον εκλιπαρεί εις μάτην η μητέρα του.    

Όλοι φοβούνται ότι «δεν θα τα πουν καλά ή θα τα πουν πολύ γρήγορα»: η αγωνία της έκφρασης, της πληρότητας και της ορθότητας της διατύπωσης τούς διαπερνά ανελέητα. Να πει κανείς ή να μην πει; Το κατακλυσμιαίο μέγεθος των απωθημένων συναισθημάτων ορθώνει προπετάσματα καπνού, φλύαρες αναπολήσεις, εσωτερικούς μονολόγους, έμμεσες διεκδικήσεις, έντεχνες παρακάμψεις. Σπάνια επιτυγχάνεται μια γνήσια, θαρραλέα εξομολόγηση που θέτει σε κίνδυνο το Εγώ ενώπιον του άλλου, όπως συμβαίνει στην τελική, σπαρακτική απογύμνωση του Αντουάν. Η τραγωδία του ανομολόγητου. «Για μια παράλειψη σαν αυτή θα μετανιώνω για πάντα», ομολογεί ο Λουί αποχωρώντας από κοντά τους, χωρίς να έχει εκμυστηρευθεί το μυστικό του.

Να πει κανείς ή να μην πει; Facebook Twitter
Φωτ.: Καρίνα Λογοθέτη

Η συνομιλία δεν συνεπάγεται επικοινωνία, όπως μας δίδαξε το θέατρο του 20ού αιώνα, ούτε καν αληθινή παρουσία. Το να μιλάμε δεν σημαίνει ότι ακουγόμαστε, ούτε ένας λεκτικός χείμαρρος αρκεί για να γεφυρώσει την απόσταση μεταξύ δύο ανθρώπων. Τα πολυποίκιλα μοτίβα γλωσσικής συνύπαρξης, όλες αυτές οι κρίσιμες χειρονομίες αναγνώρισης και απόρριψης, λυτρωτικές ή καταστρεπτικές, απασχολούν βαθύτατα τον Λαγκάρς εδώ. Είναι η γλώσσα αυτή που οικοδομεί την πραγματικότητα: εδώ όπου φαινομενικά τίποτα δεν συμβαίνει (ή συμβαίνει «Ακριβώς το τέλος του κόσμου»), είναι η γλώσσα αυτή που διαστέλλει τον χρόνο, αφήνει αβοήθητη την επιθυμία, ενορχηστρώνει απανωτούς πνιγμούς και πασχίζει για ανέλπιδες διασώσεις.

Και είναι ακριβώς αυτή η προεξάρχουσα σημασία της γλώσσας που δεν εκτιμήθηκε σωστά από τον σκηνοθέτη της παράστασης. Η μέριμνα για τα ηλεκτροφόρα πεδία του λόγου, τους παλμούς και τα φορτία του στριμώχτηκε στα οικεία, βολικά καλούπια του ρεαλισμού, μετατρέποντας αυτό το κείμενο φαντασμάτων, αυτή την εργασία θανάτου, σε ένα σύνηθες, κουραστικό δράμα οικογενειακής επανένωσης, με εντάσεις, έριδες κι εκρήξεις.

Βρισκόμαστε σε μια χώρα μοναξιάς, όπου δεν γνωρίζουμε ποιος είναι ήδη νεκρός και ποιος μελλοντικός: αυτός που έχει διαγνωστεί με μια μοιραία ασθένεια ή αυτός που ζει την πλέον τυποποιημένη ζωή, ονειρευόμενος μια αενάως αναβαλλόμενη απόδραση; «Είναι όπως τη νύχτα μέσα στη μέρα, δεν βλέπω τίποτα, ακούω μόνο θορύβους, ακούω, έχω χαθεί και δεν ξαναβρίσκω κανέναν», λέει ο Λουί στο Ιντερμέδιο συνοψίζοντας τη γενικότερη, ονειρική αίσθηση που αναβλύζει από το κείμενο του Λαγκάρς. Εδώ όμως, στην παράσταση, είναι όλα «κανονικά»: οι συνομιλίες, η εκφορά του λόγου, τα αμήχανα ζεύγη, η μετακίνηση από δωμάτιο σε δωμάτιο, πάμε λίγο στο σαλόνι, λίγο στην κουζίνα, άντε και να δημιουργήσουμε την εντύπωση ότι κάτι συμβαίνει, κάτι κινείται, ενώ αυτό που πραγματικά συμβαίνει, αυτό που πραγματικά κινείται παραμένει αδούλευτο, ασχημάτιστο, παραμελημένο.

Να πει κανείς ή να μην πει; Facebook Twitter
Φωτ.: Καρίνα Λογοθέτη

Ούτε αναιρείται ή σπάει πραγματικά το καβούκι του ρεαλισμού, επειδή ενσωματώνουμε στην παράσταση μερικά κινησιολογικά σκέρτσα, εμφατικές επαναλήψεις «σπαστικών» κινήσεων ή (κάτι σαν) τον χορό των ζόμπι, ώστε να δείξουμε την «άλλη» διάσταση. Φοβούμαι ότι η διάσταση αυτή χρειάζεται πολύ περισσότερο κόπο και περίσκεψη για να αναδυθεί. Η υποκριτική ανομοιογένεια αντικατοπτρίζει ακριβώς αυτή την έλλειψη συνεκτικού και διαυγούς οράματος: η μητέρα της Γιώτας Φέστα παραπέμπει σε μια ακατέργαστη εκδοχή της Αμάντα από τον Γυάλινο Κόσμο –συμφιλιωτική, ψευδο-χαρωπή–, ο Λουί (Λουκάς στην παρούσα διασκευή) του Γιώργου Καραμίχου προσπαθεί για κάτι πιο μοντέρνο, πιο αφαιρετικό, πιο casual, που αποδεικνύεται τελικά στεγνό και άκαρπο, ενώ ο Αντουάν (Αντώνης) του Σταύρου Λιλικάκη, στο βίαιο ξέσπασμα του τέλους, μας μεταφέρει ξαφνικά στο Σπιρτόκουτο του Γιάννη Οικονομίδη.

Είναι γνωστή η αυτοβιογραφική διάσταση του θεατρικού έργου, το οποίο γράφτηκε ενόσω ο συγγραφέας νοσούσε από AIDS (πέθανε το 1995, σε ηλικία τριάντα οκτώ ετών). Καίτοι αυτό αυξάνει τη δύναμη του κειμένου, ο ίδιος ο συγγραφέας επέλεξε να μην αναφερθεί ανοιχτά στην ομοφυλοφιλία του κεντρικού ήρωα και άλτερ έγκο του, του Λουί, όχι από δειλία φυσικά αλλά επειδή θεώρησε πως αυτή η «παράλειψη» αυξάνει τον πλούτο των νοημάτων και των αναγνώσεων του έργου.

Ο σκηνοθέτης της παρούσας παράστασης, στη δική του διασκευή, έκρινε, αντιθέτως, πως είναι απαραίτητο να προβάλει το θέμα της ομοφυλοφιλίας, και μάλιστα να το κάνει με τον πλέον στερεοτυπικό, απλουστευτικό τρόπο, προσθέτοντας μια σκηνή δικής του επινόησης: «Έχεις κάποια κοπέλα;» ρωτά η μητέρα τον Λουί (Λουκά). «Όχι, ούτε και θα ’χω, γιατί είμαι γκέι», της απαντά. «Δηλαδή ομοφυλόφιλος;» «Ναι, αυτό, παλιόπουστα, πες το όπως θες». «Πέφτω από τα σύννεφα... Από πότε;» «Από ανέκαθεν». «Πάλι καλά, δεν φαίνεσαι γκέι». «Και τι σημαίνει αυτό;» «Ξέρεις τι σημαίνει: να μην έχεις πρόβλημα, να μη σε κοροϊδεύουν, να μη γίνεσαι περίγελος». «Πάντως, εγώ το έχω αποδεχθεί». «Και πώς ζεις; Αυτό ήρθες να μας πεις;» Κάπως έτσι συνεχίζεται ο διάλογος και, κάπως έτσι, η ποιητικότητα του κειμένου εισπράττει το τελειωτικό της χτύπημα.

Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ

Θέατρο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Γιώργος Καραμίχος: Αν δεν εκφράζουμε τα συναισθήματά μας, αρρωσταίνουμε 

Θέατρο / Γιώργος Καραμίχος: «Αν δεν εκφράζουμε τα συναισθήματά μας, αρρωσταίνουμε»

Στο θέατρο υποδύεται έναν συγγραφέα που επιστρέφει στον τόπο του για να δηλώσει ανοιχτά την ταυτότητά του στην οικογένειά του. Θα αλλάξει η ζωή και η πορεία των ανθρώπων που αγαπά;
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Σπύρος Παπαδόπουλος: «Δεν μου αρέσει να φαίνομαι, κι ας κατέληξα να παίζω μπροστά σε κόσμο»

Θέατρο / Σπύρος Παπαδόπουλος: «Δεν μου αρέσει να φαίνομαι, κι ας κατέληξα να παίζω μπροστά σε κόσμο»

Παρά τις προσπάθειές του να το αποφύγει, μια σειρά από συμπτώσεις τον οδήγησε στο θέατρο. Οι «Απαράδεκτοι» δεν συνεχίστηκαν λόγω δικής του απόφασης, το «Στην υγειά μας, ρε παιδιά» σταμάτησε όταν κουράστηκε ψυχολογικά. Ο δημοφιλής κωμικός ηθοποιός είναι ο Αθηναίος της εβδομάδας.
M. HULOT

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο Ούρλιχ Ράσε και το παρασκήνιο της ιστορίας της Ισμήνης

Θέατρο / Η σκηνή του Ούρλιχ Ράσε στριφογύριζε - και πέταξε έξω την Ισμήνη

Στην παράσταση που άνοιξε την Επίδαυρο, ο Γερμανός σκηνοθέτης επέλεξε να ανεβάσει μια Αντιγόνη χωρίς Ισμήνη. Η απομάκρυνση της Κίττυς Παϊταζόγλου φωτίζει τις λεπτές –και άνισες– ισορροπίες εξουσίας στον χώρο του θεάτρου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ο Θάνος Παπακωνσταντίνου μέσα στη γοητεία και στον τρόμο του Δράκουλα

Πρώτες Εικόνες / Dracula: Η υπερπαραγωγή που έρχεται το φθινόπωρο στην Αθήνα

Ο Θάνος Παπακωνσταντίνου μιλά αποκλειστικά στη LiFO για την πιο αναμενόμενη παράσταση της επερχόμενης σεζόν, για τη διαχρονική γοητεία του μύθου που φαντάστηκε ο Μπραμ Στόκερ στα τέλη του 19ου αιώνα, για το απόλυτο και το αιώνιο μιας ιστορίας που, όπως λέει, τον «διαλύει».
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ερωτευμένος με τον Κρέοντα

Θέατρο / Ο Rasche αγάπησε τον Κρέοντα περισσότερο από την Αντιγόνη

«Η εκφορά του λόγου παραδίδεται αμαχητί σε μια άκρατη δραματικότητα, σε ένα υπερπαίξιμο, σε μια βεβιασμένη εμφατικότητα, σε έναν στόμφο παλιακό που θα νόμιζε κανείς πως έχει εξαλειφθεί πλέον. Η σοβαροφάνεια σε όλο το (γοερό) μεγαλείο της». Έτσι ξεκίνησε φέτος η Επίδαυρος.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Πολεμικοί Ανταποκριτές: Ψάχνοντας την αλήθεια μέσα στο ζόφο του πολέμου

Θέατρο / Πολεμικοί Ανταποκριτές: Ψάχνοντας την αλήθεια μέσα στον ζόφο του πολέμου

Σε μια περίοδο που ο πόλεμος αποτελεί βασικό συστατικό της καθημερινότητάς μας, μια παράσταση εξετάζει όσα μεσολαβούν μεταξύ γεγονότος και πληροφορίας και πώς διαμορφώνουν την τελική καταγραφή και την ιστορική μνήμη.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Η τραγική ιστορία και η άγρια δολοφονία μιας θαρραλέας περφόρμερ

Θέατρο / Η τραγική ιστορία και η άγρια δολοφονία μιας θαρραλέας περφόρμερ

Όταν η Πίπα Μπάκα ξεκίνησε να κάνει oτοστόπ από την Ιταλία για να φτάσει στην Ιερουσαλήμ δεν φαντάστηκε ότι αυτό το ταξίδι-μήνυμα ειρήνης θα κατέληγε στον βιασμό και τη δολοφονία της. Mια παράσταση που θα δούμε στο Φεστιβάλ Αθηνών αναφέρεται στην ιστορία της.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ο Σίμος Κακάλας ξορκίζει τα χάλια μας με μια κωμωδία γέλιου και αίματος

Θέατρο / Ο Σίμος Κακάλας ξορκίζει τα χάλια μας με μια κωμωδία γέλιου και αίματος

Τα «Κακά σκηνικά» είναι «μια κωμική κόλαση» αφιερωμένη στη ζοφερή ελληνική πραγματικότητα, μια απόδραση από τα χάλια της χώρας, του θεάτρου, του παγκόσμιου γεωπολιτικού γίγνεσθαι, ένα ξόρκι στην κατάθλιψη.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Χρήστος Παπαδόπουλος: «Κάθε μορφή τέχνης χρειάζεται το εσωτερικό βάθος»

Θέατρο / Χρήστος Παπαδόπουλος: «Mε αφορά πολύ το "μαζί"»

Το «τρομερό παιδί» από τη Νεμέα που συμπληρώνει φέτος δέκα χρόνια στη χορογραφία ανοίγει το φετινό 31ο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας με τους Dance On Ensemble και το «Mellowing», μια παράσταση για τη χάρη και το σθένος της ωριμότητας.  
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Κάνεις χορό γιατί αυτή είναι η μεγάλη σου ανάγκη

Χορός / «Κάνουμε χορό γιατί αυτή είναι η μεγάλη μας ανάγκη»

Με αφορμή την παράσταση EPILOGUE, ο διευθυντής σπουδών της σχολής της Λυρικής Σκηνής Γιώργος Μάτσκαρης και έξι χορευτές/χορεύτριες μιλούν για το δύσκολο στοίχημα τού να ασχολείται κανείς με τον χορό στην Ελλάδα σήμερα.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μαρία Κωνσταντάρου: «Ερωτεύτηκα αληθινά στα 58»

Οι Αθηναίοι / Μαρία Κωνσταντάρου: «Δεν παίζω πια γιατί δεν υπάρχουν ρόλοι για την ηλικία μου»

Μεγάλωσε χωρίς τη μάνα της, φώναζε «μαμά» μια θεία της, θυμάται ακόμα τις παιδικές της βόλτες στον βασιλικό κήπο. Όταν είπε πως θέλει να γίνει ηθοποιός, ο πατέρας της είπε «θα σε σφάξω». Η αγαπημένη ηθοποιός που έπαιξε σε μερικές από τις σημαντικότερες θεατρικές παραστάσεις αλλά και ταινίες της εποχής της είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ο Γιάννος Περλέγκας ανεβάζει τον «Κατσούρμπο» του Χορτάτση

Θέατρο / Γιάννος Περλέγκας: «Ο Κατσούρμπος μας είναι μια απόπειρα να γίνουμε πιο αθώοι»

Ο Γιάννος Περλέγκας σκηνοθετεί το έργο του Χορτάτση στο πλαίσιο του στο πλαίσιο του Κύκλου Ρίζες του Φεστιβάλ Αθηνών. Τον συναντήσαμε στις πρόβες όπου μας μίλησε για την αξία του Κρητικού συγγραφέα και του έργου του και την ανάγκη για περισσότερη λαϊκότητα στο θέατρο. Κάτι που φιλοδοξεί να μας δώσει με αυτό το ανέβασμα.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Βασίλης Παπαβασιλείου

Απώλειες / Βασίλης Παπαβασιλείου (1949-2025): Ένας σπουδαίος διανοητής του ελληνικού θεάτρου

«Αυτό, λοιπόν, το οφείλω στο θέατρο: τη σωτηρία από την κακομοιριά μου»: Ο σκηνοθέτης, μεταφραστής, ηθοποιός και δάσκαλος Βασίλης Παπαβασιλείου πέθανε σε ηλικία 76 ετών.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
ΕΠΕΞ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΟΤΣΟΠΟΥΛΟΣ

Θέατρο / Δημήτρης Γκοτσόπουλος: «Ήμουν ένα αγρίμι που είχε κατέβει από τα βουνά»

Ο ταλαντούχος ηθοποιός φέτος ερμηνεύει τον Νεοπτόλεμο στον «Φιλοκτήτη» του Σοφοκλή. Πώς κατάφερε από ένα αγροτικό περιβάλλον να πρωταγωνιστήσει σε μεγάλες τηλεοπτικές επιτυχίες και γιατί πέρασε ένα ολόκληρο καλοκαίρι στην Πολύαιγο, διαβάζοντας «Βάκχες»;
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Γιάννης Χουβαρδάς: «Το κοινό που έρχεται να σε δει είναι ο καθρέφτης σου»

Θέατρο / Γιάννης Χουβαρδάς: «Το κοινό που έρχεται να σε δει είναι ο καθρέφτης σου»

Ο κορυφαίος Έλληνας σκηνοθέτης διασκευάζει φέτος τις τραγωδίες του Οιδίποδα σε ένα ενιαίο έργο και μιλά στη LiFO, για το πώς η μοίρα είναι μια παρεξηγημένη έννοια, ενώ σχολιάζει το αφήγημα περί «καθαρότητας» της Επιδαύρου, καθώς και τις ακραίες αντιδράσεις που έχει δεχθεί από το κοινό.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
ΓΙΑ 28 ΜΑΙΟΥ Elena Souliotis: Η Ελληνίδα που θα γινόταν η επόμενη Κάλλας 

Θέατρο / Elena Souliotis: Η Ελληνίδα που θα γινόταν η επόμενη Κάλλας 

Σαν σήμερα, το 1943, γεννήθηκε η Ελληνίδα σοπράνο που διέπρεψε για μια ολόκληρη δεκαετία στην Ευρώπη και την Αμερική, αλλά κάηκε εξαιτίας μιας σειράς ιδιαίτερα απαιτητικών ρόλων, τους οποίους ερμήνευσε πολύ νωρίς. Ο κόντρα τενόρος Άρης Χριστοφέλλης, ένας από τους λίγους στην Ελλάδα που γνωρίζουν σε βάθος την πορεία της, περιγράφει την άνοδο και την πτώση της.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Δημήτρης Καπουράνης: «Το αόρατο νήμα που ενώνει τα παιδιά μεταναστών είναι το πένθος»

Θέατρο / Δημήτρης Καπουράνης: «Το αόρατο νήμα που ενώνει τα παιδιά μεταναστών είναι το πένθος»

Από τους Αγίους Σαράντα της Αλβανίας μέχρι τη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, η ζωή του βραβευμένου ηθοποιού, τραγουδιστή και σεναριογράφου είναι μια διαρκής προσπάθεια συμφιλίωσης με την απώλεια. Η παράσταση «Μια άλλη Θήβα» τον καθόρισε, ενώ ο ρόλος του στο «Brokeback Mountain» τού έσβησε κάθε ομοφοβικό κατάλοιπο. Δηλώνει πως αυτό που τον ενοχλεί βαθιά είναι η αδράνεια απέναντι σε όσα συμβαίνουν γύρω μας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Μιχαήλ Μαρμαρινός: Το έπος μάς έμαθε να αναπνέουμε ΟΙ ΥΠΟΛΟΙΠΟΙ ΑΡΚΕΤΟΙ ΤΙΤΛΟΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ

Θέατρο / Μιχαήλ Μαρμαρινός: «Από μια κοινωνία της αιδούς, γίναμε μια κοινωνία της ξεδιαντροπιάς»

Με τη νέα του παράσταση, ο Μιχαήλ Μαρμαρινός επιστρέφει στην Οδύσσεια και στον Όμηρο και διερευνά την έννοια της φιλοξενίας. Αναλογίζεται το «απύθμενο θράσος» της εποχής μας, εξηγεί τη στενή σχέση του έπους με το βίωμα και το θαύμα που χάσαμε και παραμένει σχεδόν σιωπηλός για τη νέα του θέση ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Αθηνών.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ