«Υπάρχουν και τέτοιοι άνθρωποι!», αναφωνεί η Έντα, ξεχειλίζοντας δέος και σεβασμό για τον ετοιμοθάνατο πατέρα της που αργοσβήνει στον πάνω όροφο. Ο Γεράσιμος Βαρδαβάς, όπως όλοι οι χαρακτήρες του έργου μοιάζουν να συμφωνούν αδιαπραγμάτευτα, ήταν ο πιο έντιμος πολιτικός που κυβέρνησε την Ελλάδα τα νεότερα χρόνια. Ποτέ δεν είπε ψέματα, ποτέ δεν έκλεψε ή εξαπάτησε. Αγωνίστηκε σθεναρά κι έδωσε τη ζωή του για την υγεία των πολιτών και της δημοκρατίας. Όχι μόνον είχε υψηλές αξίες, όχι μόνον ήξερε πώς να ξεσηκώνει τα ακροατήρια του, που τον αποθέωναν εντός και εκτός συνόρων, αλλά, επιπροσθέτως, ήταν και έμπειρος χτίστης: πέτρα πέτρα ανήγειρε τούτη την αρχοντική μονοκατοικία με τα ίδια του τα χέρια, από το 1975 ως το 1983, μαθαίνουμε. Κι αφού ένωσε όλα τα κόμματα του προοδευτικού χώρου για να αντιμετωπίσει τις μέχρι τότε συντηρητικές κυβερνήσεις, τώρα, παραμονή εκλογών του έτους 2032, πνέει τα λοίσθια. Απομονωμένος στο υπνοδωμάτιό του, κατάκοιτος, ετοιμάζεται για τη μεγάλη έξοδο.
Ποιος θα τον διαδεχθεί; Τι θ’ απογίνει η Σύμπραξη, το νικηφόρο κόμμα που δημιούργησε με τόσο κόπο; Ποιος μπορεί ν’ αντικαταστήσει αυτόν τον μέγα πολιτικό άνδρα που άφησε εποχή με την εμπνευσμένη ομιλία του στον ΟΗΕ πριν από μερικά χρόνια, πείθοντας άπαντες, όπως το διηγείται συγκινημένος ο γαμπρός του, ότι εμείς οι Έλληνες «έχουμε αρχίδια»;
Δύο ήταν τα αγαπημένα τέκνα του Βαρδαβά. Το ένα το βλέπουμε να καταφθάνει αεράτο: είναι, όπως μαθαίνουμε, ο εν ενεργεία πρωθυπουργός της χώρας. «Ο μπαμπάς σε λατρεύει. Ποιον άφησε στη θέση του; Εσένα άφησε», τον καθησυχάζει η Έντα, που του μιλάει με μεγάλη οικειότητα, καθότι τον γνωρίζει παιδιόθεν. Όμως το πεδίο δεν είναι ελεύθερο. Ο Βαγγέλης Πολύζος, σύζυγος της Έντα και νυν υπουργός Εσωτερικών, έχει εισβάλει δυναμικά στην κούρσα της διαδοχής, αξιώνοντας κι εκείνος την προεδρία του κόμματος.
Παίκτες οικείοι, συμπεριφορές αναμενόμενες, λόγος «καθημερινός», πιπεράτες βωμολοχίες, κορόνες μελοδραματικές και ατάκες χιουμοριστικές συνθέτουν το πόνημα του Αντώνη Τσιοτσιόπουλου και του Γιώργου Παλούμπη, που επιχειρούν εδώ ένα μείγμα κοινωνικού ρεαλισμού και κωμωδίας, εμπνευσμένο από την Έντα Γκάμπλερ του Ίψεν.
Φιλοδοξίες, σκευωρίες, συκοφαντίες, μαχαιρώματα: όλα θα έβαιναν ομαλά, αν δεν εμφανιζόταν η Μαρία Λιβανού, μια έντιμη, ευσυνείδητη υπάλληλος από τη ΔΟΥ Αμαρουσίου, η οποία κραδαίνει αδιάσειστα στοιχεία μιας εν εξελίξει απόπειρας αλλοίωσης του επικείμενου εκλογικού αποτελέσματος. Ποιος κρύβεται πίσω από τη σκιώδη εταιρεία που αγόρασε το κακόβουλο ισραηλινό λογισμικό νοθείας των ψήφων; Τα σημάδια δείχνουν προς τα δεξιά, μήπως, όμως, ο ένοχος κατοικεί αριστερά, στα ίδια τα σπλάχνα της Σύμπραξης;
Η Έντα καταλαβαίνει αμέσως την αλήθεια· εκπαιδεύτηκε από τους καλύτερους, άλλωστε, τρυπώνοντας από μικρή στα σαλόνια του πατέρα της: «Έχω ακούσει πράγματα που το μυαλό ενός απλού ανθρώπου αδυνατεί να τα συλλάβει. Ξέρω ακριβώς τι έγινε με τα Ίμια, με τον Οτσαλάν, το ’74 στην Κύπρο. Όλα τα ξέρω. Αλλά αυτό που έχεις στα χέρια σου μάς ξεπερνάει όλους», δηλώνει βλοσυρή στην τίμια εφοριακό που στέκεται τρεμάμενη ενώπιόν της.
Σύντομα θα το πάρει απόφαση: ναι, η Έντα θα διεκδικήσει η ίδια την προεδρία του κόμματος, αρκετά έμεινε στο περιθώριο, ήρθε επιτέλους η ώρα κάποιος να δώσει τέλος στην παρακμή του πολιτικού χώρου, ν’ ανασύρει τον πολιτικό λόγο από τον βούρκο του ψεύδους, να πατάξει τη διαπλοκή – και ποιος περισσότερο προικισμένος για έναν τέτοιο σκοπό από τη θυγατέρα του πλέον αδιάφθορου ηγέτη, του αείμνηστου Βαρδαβά;
Η τολμηρή Έντα πληροί όλες τις προϋποθέσεις, γνωρίζει όλα τα μυστικά, δεν φοβάται κανέναν, κι επιπλέον διαθέτει ακμαία κοινωνική συνείδηση, ανησυχεί για τους Ρομά, υπερασπίζεται τον διαχωρισμό κράτους - Εκκλησίας, συνασπίζει τον γυναικείο πληθυσμό· ναι, τίποτα δεν μπορεί να τη σταματήσει, θα βγει επιτέλους μπροστά, θα παραμερίσει τον διαπλεκόμενο σύζυγό της, θα λάμψει αυτόνομη, θα αναλάβει τη συνέχιση της πατρικής κληρονομιάς, θα φέρει την κάθαρση. «Πάμε να τελειώσουμε με ό,τι μάς έχει κάνει κακό. Να ξυπνήσουμε με κάτι καινούργιο. Πάμε να υπογράψουμε ένα καινούργιο συμβόλαιο με την ομορφιά που τόσο έχουμε ανάγκη», ανακοινώνει στην ομήγυρη που ακούει έκπληκτη τα σχέδιά της. Όσο για τη «βόμβα» που κουβαλά στην τσάντα της η εφοριακός, η Έντα συνιστά υπομονή. «Όχι τώρα, Μαρία», την αποθαρρύνει, «όχι πριν από τις εκλογές, γιατί θα γίνει της πουτανογαμιόλας».
Ο πρωθυπουργός σνιφάρει κοκαΐνη, ο υπουργός μαγειρεύει τις ψήφους, η νεαρή δημοσιογράφος κοιμάται με τους ισχυρούς και τους «βγάζει» στο YouΤube, ο σύμβουλος επικοινωνίας με το εντυπωσιακό βιογραφικό (σ’ αυτόν οφείλεται η νίκη της Μελόνι, μαθαίνουμε) προστατεύει με γλιστερή μαεστρία το απρόσεκτο αφεντικό του, ενώ ο μόνος ρομαντικός αριστερός της παρέας, ο Μίμης/Μήτσος/Δημήτρης, αρνείται να εμπλακεί πολιτικά και περιφέρεται κλαψουρίζοντας με το χτυπημένο πόδι του, σφάγιο στον βωμό του έρωτα που έτρεφε κάποτε για την Έντα, όταν έφαγε τη σφαίρα που εκείνη προόριζε για τον κρόταφό της.
«Έχουνε γαμήσει τη δημοκρατία και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα;», διαμαρτύρεται με ραγισμένη φωνή η ευσυνείδητη εφοριακός που τρέμει ότι θα της συμβεί κάποιο «ατύχημα», αν μιλήσει. «Ποια δημοκρατία, κ. Λιβάνη, πλάκα μάς κάνετε; Εδώ μας έχουν γαμήσει οικουμενικώς!», την αποστομώνει ο σύμβουλος και μετρ των ελιγμών, που βλέπει το πλοίο να βουλιάζει. «Τα ίδια σκατά είστε όλοι», επιμένει η Έντα απαυδισμένη, ενόσω πέφτει κι εκείνη θύμα εκβιασμού από τον πρωθυπουργό, που απειλεί να βγάλει στη φόρα το ιστορικό της διαταραγμένης ψυχικής της υγείας, εκτοπίζοντάς την έτσι από την αφηνιασμένη κούρσα της προεδρίας.
Παίκτες οικείοι, συμπεριφορές αναμενόμενες, λόγος «καθημερινός», πιπεράτες βωμολοχίες, κορόνες μελοδραματικές και ατάκες χιουμοριστικές συνθέτουν τον καμβά της Έντα, του τελευταίου πονήματος του Αντώνη Τσιοτσιόπουλου και του Γιώργου Παλούμπη, που επιχειρούν εδώ ένα μείγμα κοινωνικού ρεαλισμού και κωμωδίας, εμπνευσμένο από την Έντα Γκάμπλερ του Ίψεν.
Δύο ολόκληρες ώρες περιμένουμε υπομονετικά στις θέσεις μας για να διαπιστώσουμε πού οδηγεί αυτή η σάτιρα της σύγχρονης κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας. Δεν είναι απλώς ότι οι συγγραφείς παρουσιάζουν –με φόρμα και διαλόγους πεζούς, τηλεοπτικούς, πιασάρικους– αυτά που ήδη γνωρίζουμε (πολιτικοί, δημοσιογράφοι και μυστικοσύμβουλοι σφιχταγκαλιασμένοι στην ίδια αυλή). Είναι ότι το αποτέλεσμα λειτουργεί ενάντια στη δεδηλωμένη του πρόθεση: ενώ η Έντα εκκινεί, υποτίθεται, με κριτική διάθεση απέναντι στα κακώς κείμενα, επί της ουσίας τα αναμασά, τα λιαίνει και τα καθιστά χαριτωμένα, βυθίζοντάς μας εκ νέου σε μια χλιαρή σούπα ασάφειας που μουλιάζει και απονευρώνει κάθε γόνιμη σκέψη.
Το σκηνικό «ζωντάνεμα» του στημένου παιχνιδιού στο οποίο άπαντες επιδίδονται δεν συνιστά τίποτε περισσότερο από αναγωγή σε θεατρικούς όρους της αντι-πολιτικής σύγχρονης νοοτροπίας τού «όλοι τα ίδια είναι»: επανάληψη δίχως διαφορά, στάση απαξιωτική, σερβιρισμένη με σος ελαφρότητας και χαβαλέ (αφού δεν μπορούμε ν’ αλλάξουμε τίποτα, ας κάνουμε τουλάχιστον λίγη πλάκα). Μια πρόσκαιρη εκτόνωση που λειτουργεί ανακουφιστικά παγιδεύει στην αυτοεπιβεβαίωση, κανονικοποιεί τη θολούρα, φράζει τις αρτηρίες και μας επιστρέφει στη ζωή δίχως εφόδια αναστοχασμού, δίχως κανένα ερέθισμα επανεξέτασης των εδραιωμένων πεποιθήσεων και της περιχαρακωμένης αμεριμνησίας μας.
Ακόμη χειρότερα, το κείμενο προδίδει άθελα του έναν βαθύ συντηρητισμό, υποκύπτει σε μια ύπουλη νοσταλγία, τάσσεται απερίφραστα υπέρ ενός ένδοξου παρελθόντος, αναπολεί τους μεσσίες που είχαν κάποτε «αρχίδια» και τώρα τους διαδέχθηκαν οι φλώροι με πιτζάμες που ανησυχούν για τους κουτσομπόληδες της Βαλαωρίτου. Ακόμη κι η ασυμβίβαστη Έντα το σαβανωμένο σώμα του πατέρα της θα σύρει στη σκηνή στο τέλος της παράστασης (πόσο κακόγουστη σκηνή!), αναζητώντας το χαμένο νόημα των πραγμάτων στο πτώμα (και στο φάντασμα) του απαράμιλλου Πατριάρχη, μοναδικού φάρου φωτός που έλαμψε ποτέ σε αυτόν τον τόπο.
Ατέρμονη φλυαρία, αντισημιτικά αστεία, οι πωρωμένοι προνομιούχοι και οι ηθικοί, πλην φοβισμένοι, υπάλληλοι, απανωτές ενέσεις βεβιασμένου σασπένς: τώρα βγήκε από την κατάθλιψη η Έντα, τώρα ξανακύλησε, τώρα θα μιλήσει η εφοριακός, τώρα θα τη φιμώσουν, τώρα αποσύρεται ο Πολύζος, τώρα ξαναπήρε τα πάνω του, κάπου μέσα σ’ όλα αυτά και ο Ίψεν, μια ισχνή απόπειρα σύνδεσης μ’ ένα κλασικό κείμενο, που, σε αντίθεση με την παρούσα διασκευή του, έφερε κάποτε τους θεατές αντιμέτωπους με κάτι πραγματικά τρομακτικό και ανεξέλεγκτο στα έγκατα της ανθρώπινης ψυχής.
Και είναι αυτό ακριβώς το τρομακτικό και ανεξέλεγκτο, που ενώ το υποψιάζεται στην ερμηνεία της η Έλενα Τοπαλίδου, δεν καταφέρνει τελικά να το απελευθερώσει, υποταγμένη στις επιδερμικές συνιστώσες που υπηρετεί. Παραμένει μια μπλαζέ, καπριτσιόζα αστή, περισσότερο σκανταλιάρα παρά πραγματικά επικίνδυνη. Αίσθηση παροπλισμού εισπράττουμε από το σύνολο του θιάσου, εφόσον κανένας δεν πείθει ότι εμπλέκεται σε κάτι παραπάνω από μια ανώδυνη φάρσα, αποστερημένη από οποιοδήποτε ουσιαστικό διακύβευμα – θεατρικό, πολιτικό ή άλλο.
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.