Κωμωδία μετ’ εμποδίων: Κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα για την παράσταση «Γενικός Γραμματεύς»

Κωμωδία μετ’ εμποδίων: Κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα για την παράσταση «Γενικός Γραμματεύς» Facebook Twitter
Οι ηθοποιοί υπερ-υπογραμμίζουν τα πάντα τεντώνοντας χέρια, κάνοντας νευρικές, άψυχες γκριμάτσες και επιδιδόμενοι σε πάσης φύσεως εκφραστικές γενικολογίες που μεταδίδουν μια απογοητευτική αίσθηση ασάφειας και πλαδαρότητας, έτσι καθώς αδυνατούν να οικοδομήσουν ένα πρωτότυπο στίγμα για κάθε ήρωα. © Karol Jarek
1


Είναι ανατριχιαστικό να διαβάζεις ένα έργο του 1893 και να βλέπεις να αντανακλάται εκεί η Ελλάδα του σήμερα. «Θα κάθουμαι γόνα με γόνα με τους υπουργούς» ονειρεύεται ο Λάμπρος Θυμέλης, κτηματίας από την επαρχία, που παρατάει το βιος και τον τόπο του για να αναλάβει καθήκοντα Γενικού Γραμματέα στην Αθήνα. «Θα γίνω πραγματική Παρισινή!» αναφωνεί ενθουσιασμένη η σύζυγός του, μόλις μαθαίνει τα νέα της μετακόμισης στο κλεινόν άστυ. Η Πηνελόπη βρίσκει πληκτική τη συζήτηση για τα γεννήματα, τις σταφίδες, τα λιβάδια και τα ζώα. Θέλει να ασχολείται μόνο με έπιπλα Luis XIV, vases, miroirs και rideaux, οτιδήποτε καλλωπιστικό γαλλικής προελεύσεως συνοδεύει το εξτραβαγκάν στυλ ζωής, γεμάτο απολαύσεις, εξόδους και χορούς στα λαμπερά σαλόνια κι εστιατόρια των Αθηνών. «Στο διάβολο παλιότοπε/ γεμάτε χωριατιά/ εκεί θα βρω ευγένεια/ τιμή και ανθρωπιά» τραγουδά με μια φωνή το ζεύγος Θυμέλη στην αυγή της νέας καριέρας που ανοίγεται μπροστά τους.


«Εγινήκαμε άνθρωποι, βρε αδελφέ, εδώ στο μεγάλο κόσμο!» καμαρώνει ο Λάμπρος τρία χρόνια μετά την άφιξη της οικογένειάς του στην πρωτεύουσα. «Αμ' ανακατωθήκαμε, βλέπεις, εζυμωθήκαμε με τη μεγάλη τάξη και... εξευγενισθήκαμε...». Η κυρα-Πηνελόπη έγινε μαντάμ Πέπε, η Μαρουσώ η υπηρέτρια έγινε Μαρή και η Αράπω η σκύλα έγινε Ζολή. Στην πορεία κατασπαταλήθηκαν όλες οι οικονομίες του Λάμπρου, πουλήθηκαν τα κτήματα και άρχισαν τα δανεικά κι αγύριστα προκειμένου να συντηρηθεί το «lustre της σάλας» και των συναναστροφών. Ο γιος (ο Θόδωρος που έγινε Τοτός) κλέβει μετοχές από το γραφείο του πατέρα του, η κόρη ετοιμάζεται να κλεφτεί με έναν προικοθήρα, ενώ ο πατέρας τους επιδίδεται σε ασύστολη ρουσφετολογία, κανονίζει τη μετάθεση του Έπαρχου «που δεν περιπιέται καθόλου τα παιδιά τα δικά μας» και την παύση του εισπράχτορα «που έχει το κουράγιο να ζητάη φόρους από τσοι δικοί μου φίλοι», όπως παραπονιούνται διάφοροι βουλευτές του κόμματος που μπαινοβγαίνουν στο σαλόνι του Γενικού Γραμματέα. Όταν ο τελευταίος εμπιστεύεται απόρρητες κρατικές πληροφορίες σε τραπεζίτη που τις χρησιμοποιεί για να πλουτίσει στο Χρηματιστήριο, έρχεται η καταστροφή. Ο Λάμπρος, συγκλονισμένος και μετανοημένος, θα νοσταλγήσει την αγνότητα της ιδιαίτερης πατρίδας του. «Να πού ήτανε το μεγαλείο και η ευγένεια, να πού ήτανε ο αληθινός πολιτισμός...» θα αναφωνήσει συγκινημένος από την ολόψυχη υποστήριξη που σπεύδουν να του εξασφαλίσουν οι παλιοί συντοπίτες του.

Καμία από τις κωμικές δράσεις, τα τρεξίματα, τα χοροπηδητά και τα πεσίματα δεν φανερώνει το στοιχείο του πειραματισμού ή της αναζήτησης: κλασικές κωμικές ρουτίνες που υιοθετήθηκαν χωρίς σοβαρή επεξεργασία και σκέψη, ίσως επειδή αυτές τις «χαζομάρες» κάνουν στην κωμωδία...


Η αμφισβήτηση των αξιών του αστικού πολιτισμού, και ειδικότερα, όπως εδώ, του ξενόφερτου, υπήρξε στον πυρήνα της κωμωδίας από την εποχή του Αριστοφάνη. Το πένθος για τη μετάλλαξη του «φυσικού ανθρώπου» που συνθλίβεται από το άχθος των περίτεχνων ενδυμάτων, των γλωσσικών καμωμάτων και των κοινωνικών κανόνων της μεγαλούπολης μπορούσε ανέκαθεν να ξεπεραστεί μέσα από το γάργαρο, ανακουφιστικό και θεραπευτικό γέλιο που εξασφάλιζαν οι κωμωδιογράφοι με τα σατιρικά έργα τους.

Κωμωδία μετ’ εμποδίων: Κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα για την παράσταση «Γενικός Γραμματεύς» Facebook Twitter
Το εμπνευσμένο σκηνικό του Κωνσταντίνου Ζαμάνη επιδίδεται σε τρυφερό φλερτ με τα σύμβολα της ελληνικότητας, σε ποπ, «γαλανόλευκη» επανεκτέλεση με αναμνήσεις από Καραγκιόζη, ενώ ταυτόχρονα υποδέχεται ανοιχτόκαρδα τους ηθοποιούς σε δύο ευδιάκριτα πεδία δράσης. © Karol Jarek


Ήταν εξαρχής σκάρτος ο Λάμπρος ή διαβρώθηκε μπαίνοντας στην πολιτική; Ο συγγραφέας δεν παίρνει θέση επ' αυτού, εφόσον, ούτως ή άλλως, στο κωμειδύλλιο δεν εξετάζεται η ψυχολογία του ήρωα, τα ατομικά γνωρίσματά του, αλλά, αντιθέτως, εκείνα που τον καθιστούν αντιπροσωπευτικό μιας ευρύτερης ομάδας, εκείνα δηλαδή που τον ανάγουν σε «τύπο». Στο πλαίσιο αναζήτησης της νέας πολιτιστικής ταυτότητας των Ελλήνων στα μέσα του 19ου αιώνα, ο Άγγελος Βλάχος καλούσε τους Έλληνες συγγραφείς να γράψουν «εθνικές κωμωδίες» που θα αποτύπωναν εντέχνως «την γελοίαν φάσιν του κοινωνικού βίου» της χώρας, σμιλεύοντας εθνικούς χαρακτήρες που θα αποδεικνύονταν «γνήσια ζυμώματα εθνικής ενεργείας, αληθείς και ιλαροί αντιπρόσωποι του έθνους όπερ τους εγέννησε». «Σταματήστε να μιμείστε τους Γάλλους και τους Ιταλούς», είναι σαν να τους έλεγε, «και αρχίστε να μελετάτε τους ανθρώπους γύρω σας...».


Το αίτημα αυτό για τη δημιουργία «μιας ηθογραφικής πινακοθήκης θεατρικών ηρώων» πρόβαλλε τότε πρωτοποριακό: «Είναι δύσκολο για τον σημερινό αναγνώστη να συνειδητοποιήσει την έκταση της επανάστασης που έφερε το κωμειδύλλιο στον τομέα της θεματογραφίας από το 1889 ως το 1896, όταν δηλαδή άνθησε ως είδος» σημειώνει στην εξαιρετική μελέτη του ο Θόδωρος Χατζηπανταζής (Το Κωμειδύλλιο, εκδ. Εστία). «Ο χειρισμός θεμάτων της σύγχρονης καθημερινής ζωής του ελληνικού λαού (...) ήταν μια καλλιτεχνική εμπειρία πρωτόγνωρη για ένα κοινό που είχε μάθει να παρακολουθεί στο θέατρο ιστορικές τραγωδίες, ευρωπαϊκά μυθιστορηματικά δράματα και μεταφρασμένες κωμωδίες που καθρέφτιζαν ξένα και άγνωστα ήθη. Ήταν μια εμπειρία διεγερτική για ένα κοινό που δεν είχε συνηθίσει να συνδέει τον κόσμο της σκηνής με τον γνωστό του κόσμο έξω από την πόρτα του θεάτρου».

Κωμωδία μετ’ εμποδίων: Κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα για την παράσταση «Γενικός Γραμματεύς» Facebook Twitter
© Karol Jarek


Σήμερα λοιπόν, εκατόν είκοσι τέσσερα χρόνια μετά, έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς θα μπορούσαμε να γελάσουμε ξανά, κι ακόμη πιο πικρά, με τον Γενικό Γραμματέα που ζει και βασιλεύει στην πολιτική ζωή του τόπου, σε μια περίοδο κατά την οποία η πολιτιστική ταυτότητα των Ελλήνων μοιάζει ημιλιπόθυμη και αποπροσανατολισμένη. Το εμπνευσμένο σκηνικό του Κωνσταντίνου Ζαμάνη επιδίδεται σε τρυφερό φλερτ με τα σύμβολα της ελληνικότητας, σε ποπ, «γαλανόλευκη» επανεκτέλεση με αναμνήσεις από Καραγκιόζη, ενώ ταυτόχρονα υποδέχεται ανοιχτόκαρδα τους ηθοποιούς σε δύο ευδιάκριτα πεδία δράσης. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον έρχονται να ζωντανέψουν οι ήρωες του Καπετανάκη, προσπαθώντας να συνδέσουν το τότε με το τώρα. Η σκηνοθέτις τούς προσέγγισε με μεγεθυντικό φακό, θέλησε να εντείνει τα κωμικά χαρακτηριστικά τους, όπως ένας γελοιογράφος καταφεύγει στην υπερβολή ή στην παραμόρφωση προκειμένου να φωτίσει έτσι, μέσα από το ξάφνιασμα της λογικής και την ανατροπή της αληθοφάνειας, τα ελαττώματα ή τις ιδιαιτερότητες των «μοντέλων» του.

Η εκτέλεση της ιδέας αυτής, όμως, δεν επιδεικνύει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Η οπτική και κινησιολογική αποτύπωση των χαρακτήρων αδυνατεί να αιφνιδιάσει και να ερεθίσει τη φαντασία μας: η σμιχτοφρύδα επαρχιώτισσα ή η καμπούρα γεροντοκόρη με το μαλλί αφάνα καμία φρεσκάδα δεν επιφυλάσσουν. Οι ηθοποιοί υπερ-υπογραμμίζουν τα πάντα τεντώνοντας χέρια, κάνοντας νευρικές, άψυχες γκριμάτσες και επιδιδόμενοι σε πάσης φύσεως εκφραστικές γενικολογίες που μεταδίδουν μια απογοητευτική αίσθηση ασάφειας και πλαδαρότητας, έτσι καθώς αδυνατούν να οικοδομήσουν ένα πρωτότυπο στίγμα για κάθε ήρωα. Καμία από τις κωμικές δράσεις, τα τρεξίματα, τα χοροπηδητά και τα πεσίματα δεν φανερώνει το στοιχείο του πειραματισμού ή της αναζήτησης: κλασικές κωμικές ρουτίνες που υιοθετήθηκαν χωρίς σοβαρή επεξεργασία και σκέψη, ίσως επειδή αυτές τις «χαζομάρες» κάνουν στην κωμωδία... Τα τραγούδια δεν καταφέρνουν να αναπληρώσουν το έλλειμμα χαράς, έτσι όπως συντροφεύουν, αμήχανα κι αυτά, το γενικότερο κλίμα. Πρέπει να περιμένουμε το τελευταίο πεντάλεπτο της παράστασης για να αισθανθούμε πως κάτι ενδιαφέρον συμβαίνει επί σκηνής: όταν οι ηθοποιοί εγκαταλείπουν τη βεβιασμένη και άστοχη σωματική φλυαρία τους, κάθονται παραταγμένοι σε καμιά δεκαριά καρέκλες στο βάθος της σκηνής και αφηγούνται λιτά το κείμενο, ενώ παρακολουθούμε όλοι μαζί, εκείνοι κι εμείς, τον πρωταγωνιστή (Λεονάρδο Μπατή) να καταρρέει ενώπιόν μας, πάνω στο άδειο πατάρι. Αυτή η αφοπλιστική απλότητα ξαφνιάζει τόσο ευχάριστα, είναι όμως πλέον αργά να αντιστραφεί η εντύπωση των δύο περίπου ωρών κενών θεατρικού νοήματος.

Info:

Ηλία Καπετανάκη «Ο Γενικός Γραμματεύς»

Σκηνοθεσία: Σοφία Μαραθάκη

Δραματουργική επεξεργασία: Ελένη Τριανταφυλλοπούλου

Μουσική: Χαράλαμπος Γωγιός

Σκηνικό: Κωνσταντίνος Ζαμάνης

Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα

Κίνηση: Βρισηίδα Σολωμού

Σχεδιασμός φωτισμών: Σάκης Μπιρμπίλης

Βοηθός σκηνοθέτη: Σοφία Γεωργιάδου

Ηθοποιοί: Μιχάλης Βαλάσογλου, Λήδα Κουτσοδασκάλου, Ρένα Κυπριώτη, Σοφία Μαραθάκη, Λεονάρδος Μπατής , Κωνσταντίνος Παπαθεοδώρου, Φωτεινή Παπαχριστοπούλου, Γιώργος Σύρμας, Δημήτρης Τσιγκριμάνης, Νικόλας Χανακούλας

ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΣΚΗΝΗ (-1) ΘΕΑΤΡΟ REX - ΣKHNH «ΚΑΤΙΝΑ ΠΑΞΙΝΟY»

Πανεπιστημίου 48, 210 3305074, 210 7234567 (μέσω πιστωτικής κάρτας) και στο www.n-t.gr

Ώρες παραστάσεων

Τετ.-Κυρ. 21:00

Γενική είσοδος: €10

Η κριτική δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO

Θέατρο
1

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Αντώνης Αντύπας (1941-2024): «Το ουσιαστικό θέατρο έχει, για μένα, μια ταπεινότητα»

Απώλειες / Αντώνης Αντύπας (1941-2024): «Το ουσιαστικό θέατρο έχει, για μένα, μια ταπεινότητα»

Ο θεατρικός σκηνοθέτης που πέθανε σήμερα σε ηλικία 83 ετών είχε μιλήσει στη LiFO με αφορμή το έργο του Ευγένιου Ο’Νιλ «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» που σκηνοθέτησε το 2017 για το Εθνικό Θέατρο.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΟΥΛΓΕΡΙΔΗΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η τραγική ιστορία και η άγρια δολοφονία μιας θαρραλέας περφόρμερ

Θέατρο / Η τραγική ιστορία και η άγρια δολοφονία μιας θαρραλέας περφόρμερ

Όταν η Πίπα Μπάκα ξεκίνησε να κάνει oτοστόπ από την Ιταλία για να φτάσει στην Ιερουσαλήμ δεν φαντάστηκε ότι αυτό το ταξίδι-μήνυμα ειρήνης θα κατέληγε στον βιασμό και τη δολοφονία της. Mια παράσταση που θα δούμε στο Φεστιβάλ Αθηνών αναφέρεται στην ιστορία της.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ο Σίμος Κακάλας ξορκίζει τα χάλια μας με μια κωμωδία γέλιου και αίματος

Θέατρο / Ο Σίμος Κακάλας ξορκίζει τα χάλια μας με μια κωμωδία γέλιου και αίματος

Τα «Κακά σκηνικά» είναι «μια κωμική κόλαση» αφιερωμένη στη ζοφερή ελληνική πραγματικότητα, μια απόδραση από τα χάλια της χώρας, του θεάτρου, του παγκόσμιου γεωπολιτικού γίγνεσθαι, ένα ξόρκι στην κατάθλιψη.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Χρήστος Παπαδόπουλος: «Κάθε μορφή τέχνης χρειάζεται το εσωτερικό βάθος»

Θέατρο / Χρήστος Παπαδόπουλος: «Mε αφορά πολύ το "μαζί"»

Το «τρομερό παιδί» από τη Νεμέα που συμπληρώνει φέτος δέκα χρόνια στη χορογραφία ανοίγει το φετινό 31ο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας με τους Dance On Ensemble και το «Mellowing», μια παράσταση για τη χάρη και το σθένος της ωριμότητας.  
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Κάνεις χορό γιατί αυτή είναι η μεγάλη σου ανάγκη

Χορός / «Κάνουμε χορό γιατί αυτή είναι η μεγάλη μας ανάγκη»

Με αφορμή την παράσταση EPILOGUE, ο διευθυντής σπουδών της σχολής της Λυρικής Σκηνής Γιώργος Μάτσκαρης και έξι χορευτές/χορεύτριες μιλούν για το δύσκολο στοίχημα τού να ασχολείται κανείς με τον χορό στην Ελλάδα σήμερα.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μαρία Κωνσταντάρου: «Ερωτεύτηκα αληθινά στα 58»

Οι Αθηναίοι / Μαρία Κωνσταντάρου: «Δεν παίζω πια γιατί δεν υπάρχουν ρόλοι για την ηλικία μου»

Μεγάλωσε χωρίς τη μάνα της, φώναζε «μαμά» μια θεία της, θυμάται ακόμα τις παιδικές της βόλτες στον βασιλικό κήπο. Όταν είπε πως θέλει να γίνει ηθοποιός, ο πατέρας της είπε «θα σε σφάξω». Η αγαπημένη ηθοποιός που έπαιξε σε μερικές από τις σημαντικότερες θεατρικές παραστάσεις αλλά και ταινίες της εποχής της είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ο Γιάννος Περλέγκας ανεβάζει τον «Κατσούρμπο» του Χορτάτση

Θέατρο / Γιάννος Περλέγκας: «Ο Κατσούρμπος μας είναι μια απόπειρα να γίνουμε πιο αθώοι»

Ο Γιάννος Περλέγκας σκηνοθετεί το έργο του Χορτάτση στο πλαίσιο του στο πλαίσιο του Κύκλου Ρίζες του Φεστιβάλ Αθηνών. Τον συναντήσαμε στις πρόβες όπου μας μίλησε για την αξία του Κρητικού συγγραφέα και του έργου του και την ανάγκη για περισσότερη λαϊκότητα στο θέατρο. Κάτι που φιλοδοξεί να μας δώσει με αυτό το ανέβασμα.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Βασίλης Παπαβασιλείου

Απώλειες / Βασίλης Παπαβασιλείου (1949-2025): Ένας σπουδαίος διανοητής του ελληνικού θεάτρου

«Αυτό, λοιπόν, το οφείλω στο θέατρο: τη σωτηρία από την κακομοιριά μου»: Ο σκηνοθέτης, μεταφραστής, ηθοποιός και δάσκαλος Βασίλης Παπαβασιλείου πέθανε σε ηλικία 76 ετών.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
ΕΠΕΞ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΟΤΣΟΠΟΥΛΟΣ

Θέατρο / Δημήτρης Γκοτσόπουλος: «Ήμουν ένα αγρίμι που είχε κατέβει από τα βουνά»

Ο ταλαντούχος ηθοποιός φέτος ερμηνεύει τον Νεοπτόλεμο στον «Φιλοκτήτη» του Σοφοκλή. Πώς κατάφερε από ένα αγροτικό περιβάλλον να πρωταγωνιστήσει σε μεγάλες τηλεοπτικές επιτυχίες και γιατί πέρασε ένα ολόκληρο καλοκαίρι στην Πολύαιγο, διαβάζοντας «Βάκχες»;
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Γιάννης Χουβαρδάς: «Το κοινό που έρχεται να σε δει είναι ο καθρέφτης σου»

Θέατρο / Γιάννης Χουβαρδάς: «Το κοινό που έρχεται να σε δει είναι ο καθρέφτης σου»

Ο κορυφαίος Έλληνας σκηνοθέτης διασκευάζει φέτος τις τραγωδίες του Οιδίποδα σε ένα ενιαίο έργο και μιλά στη LiFO, για το πώς η μοίρα είναι μια παρεξηγημένη έννοια, ενώ σχολιάζει το αφήγημα περί «καθαρότητας» της Επιδαύρου, καθώς και τις ακραίες αντιδράσεις που έχει δεχθεί από το κοινό.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
ΓΙΑ 28 ΜΑΙΟΥ Elena Souliotis: Η Ελληνίδα που θα γινόταν η επόμενη Κάλλας 

Θέατρο / Elena Souliotis: Η Ελληνίδα που θα γινόταν η επόμενη Κάλλας 

Σαν σήμερα, το 1943, γεννήθηκε η Ελληνίδα σοπράνο που διέπρεψε για μια ολόκληρη δεκαετία στην Ευρώπη και την Αμερική, αλλά κάηκε εξαιτίας μιας σειράς ιδιαίτερα απαιτητικών ρόλων, τους οποίους ερμήνευσε πολύ νωρίς. Ο κόντρα τενόρος Άρης Χριστοφέλλης, ένας από τους λίγους στην Ελλάδα που γνωρίζουν σε βάθος την πορεία της, περιγράφει την άνοδο και την πτώση της.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Δημήτρης Καπουράνης: «Το αόρατο νήμα που ενώνει τα παιδιά μεταναστών είναι το πένθος»

Θέατρο / Δημήτρης Καπουράνης: «Το αόρατο νήμα που ενώνει τα παιδιά μεταναστών είναι το πένθος»

Από τους Αγίους Σαράντα της Αλβανίας μέχρι τη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, η ζωή του βραβευμένου ηθοποιού, τραγουδιστή και σεναριογράφου είναι μια διαρκής προσπάθεια συμφιλίωσης με την απώλεια. Η παράσταση «Μια άλλη Θήβα» τον καθόρισε, ενώ ο ρόλος του στο «Brokeback Mountain» τού έσβησε κάθε ομοφοβικό κατάλοιπο. Δηλώνει πως αυτό που τον ενοχλεί βαθιά είναι η αδράνεια απέναντι σε όσα συμβαίνουν γύρω μας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Μιχαήλ Μαρμαρινός: Το έπος μάς έμαθε να αναπνέουμε ΟΙ ΥΠΟΛΟΙΠΟΙ ΑΡΚΕΤΟΙ ΤΙΤΛΟΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ

Θέατρο / Μιχαήλ Μαρμαρινός: «Από μια κοινωνία της αιδούς, γίναμε μια κοινωνία της ξεδιαντροπιάς»

Με τη νέα του παράσταση, ο Μιχαήλ Μαρμαρινός επιστρέφει στην Οδύσσεια και στον Όμηρο και διερευνά την έννοια της φιλοξενίας. Αναλογίζεται το «απύθμενο θράσος» της εποχής μας, εξηγεί τη στενή σχέση του έπους με το βίωμα και το θαύμα που χάσαμε και παραμένει σχεδόν σιωπηλός για τη νέα του θέση ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Αθηνών.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
13 λόγοι για να πάμε φέτος στο Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου

Θέατρο / 13 λόγοι για να πάμε φέτος στο Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου

Τέχνη με φαντασία, αστείρευτη δημιουργία, πρωτοποριακές προσεγγίσεις: ένα επετειακό, εορταστικό, πολυσυλλεκτικό πρόγραμμα για τα 70 χρόνια του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου μέσα από 83 επιλογές από το θέατρο, τη μουσική και τον χορό.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Κυνηγώντας τον χαμένο χρόνο σε ένα έργο για την εξουσία

Θέατρο / «Δελφίνοι ή Καζιμίρ και Φιλιντόρ»: Ένα έργο για τη μόνιμη ήττα μας από τον χρόνο

Ο Θωμάς Μοσχόπουλος σκηνοθετεί και γράφει ένα έργο-παιχνίδι, εξετάζοντας τις σχέσεις εξουσίας, τον δημιουργικό αντίλογο και τη μάταιη προσπάθεια να ασκήσουμε έλεγχο στη ζωή.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
ΕΠΕΞ ΧΛΟΗ ΟΜΠΟΛΕΝΣΚΙ: Σκηνογράφος-ενδυματολόγος του θεάτρου και της όπερας

Οι Αθηναίοι / Χλόη Ομπολένσκι: «Τι είναι ένα θεατρικό έργο; Οι δυνατότητες που δίνει στους ηθοποιούς»

Ξεκίνησε την καριέρα της ως βοηθός της Λίλα ντε Νόμπιλι, υπήρξε φίλη του Γιάννη Τσαρούχη, συνεργάστηκε με τον Κάρολο Κουν και τον Λευτέρη Βογιατζή, δούλεψε με τον Φράνκο Τζεφιρέλι και, για περισσότερο από 20 χρόνια, με τον Πίτερ Μπρουκ. Η διεθνούς φήμης σκηνογράφος και ενδυματολόγος Χλόη Ομπολένσκι υπογράφει τα σκηνικά και τα κοστούμια στην «Τουραντότ» του Πουτσίνι και αφηγείται τη ζωή της στη LiFO.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ

σχόλια

1 σχόλια
Από το κείμενο γίνεται σαφές ότι η κριτικός της “Lifo” αγνοεί τη θεατρική φόρμα, η οποία με έξυπνο και καλοδουλεμένο τρόπο μπορεί να σχολιάσει, να επανανοηματοδοτήσει τη δραματουργία ή ακόμη και να την απογειώσει. Με την επιτυχημένη εφαρμογή και απόδοση της φόρμας, το ίδιο το θέατρο μπορεί να αποκαλυφθεί στο θεατή. Αυτό ακριβώς συνέβη με την εν λόγω παράσταση. Η χρήση της λειτούργησε εξαιρετικά επιτυχημένα σε ένα κείμενο χωρίς ιδιαίτερο βάθος και νόημα –παρόλα αυτά η κριτική σας αναπαράγει και επικεντρώνεται στο λόγο του κειμένου–, ώστε η σκηνοθέτης κατάφερε όχι μόνο να το αναδείξει αλλά και να το «εκμοντερνίσει» αναπαραστατικά. Ούτως ή άλλως, στη χώρα που ζούμε, το κείμενο δεν είχε κάτι παραπάνω να πει, πέρα από αυτό που βιώνουμε όλοι καθημερινά.Όσον αφορά στα τραγούδια του έργου, κάποιοι μπορεί να τα βρουν κουραστικά και αρκετά, ενώ κάποιοι άλλο αστεία ή ακόμη και ενδιαφέροντα. Έτσι κι αλλιώς, η χρήση του μουσικού κουτιού αποτελεί μια εξαιρετικά πρωτότυπη ιδέα. Η παράσταση όμως στο σύνολό της μπορεί να χαρακτηριστεί μόνο ως καλοδουλεμένη στη λεπτομέρεια και απολύτως χορογραφημένη. Οι περισσότεροι δε ηθοποιοί ξεχωρίζουν όχι μόνο για το προσωπικό τους ταλέντο αλλά και την άψογη εφαρμογή της θεατρικής φόρμας επί σκηνής, ώστε το έργο να αποκτά ένα ακόμη ενδιαφέρον. Άλλωστε, τόσο «πλαδαροί» είναι οι «ελληνικοί τρόποι» από την επαρχία ως τα γραφεία των βουλευτών μας στην Πρωτεύουσα και από τον 19ο αιώνα μέχρι και τον 21ο. Η δουλειά αυτή βεβαίως συνδυάζεται άψογα εικαστικά. Το κλείσιμο του έργου με την φωτισμένη, τραγική φιγούρα του Γενικού Γραμματέα στο κέντρο της σκηνής και την ξαφνική αποδόμηση των υπολοίπων χαρακτήρων –που είμαστε όλοι εμείς– και την «αποκάλυψή» τους (αποκάλυψη του ίδιου του θεάτρου στο θεατή) δίνει άλλη διάσταση στην παράσταση. Σας ευχαριστώ πολύ.