Κωμωδία μετ’ εμποδίων: Κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα για την παράσταση «Γενικός Γραμματεύς»

Κωμωδία μετ’ εμποδίων: Κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα για την παράσταση «Γενικός Γραμματεύς» Facebook Twitter
Οι ηθοποιοί υπερ-υπογραμμίζουν τα πάντα τεντώνοντας χέρια, κάνοντας νευρικές, άψυχες γκριμάτσες και επιδιδόμενοι σε πάσης φύσεως εκφραστικές γενικολογίες που μεταδίδουν μια απογοητευτική αίσθηση ασάφειας και πλαδαρότητας, έτσι καθώς αδυνατούν να οικοδομήσουν ένα πρωτότυπο στίγμα για κάθε ήρωα. © Karol Jarek
1


Είναι ανατριχιαστικό να διαβάζεις ένα έργο του 1893 και να βλέπεις να αντανακλάται εκεί η Ελλάδα του σήμερα. «Θα κάθουμαι γόνα με γόνα με τους υπουργούς» ονειρεύεται ο Λάμπρος Θυμέλης, κτηματίας από την επαρχία, που παρατάει το βιος και τον τόπο του για να αναλάβει καθήκοντα Γενικού Γραμματέα στην Αθήνα. «Θα γίνω πραγματική Παρισινή!» αναφωνεί ενθουσιασμένη η σύζυγός του, μόλις μαθαίνει τα νέα της μετακόμισης στο κλεινόν άστυ. Η Πηνελόπη βρίσκει πληκτική τη συζήτηση για τα γεννήματα, τις σταφίδες, τα λιβάδια και τα ζώα. Θέλει να ασχολείται μόνο με έπιπλα Luis XIV, vases, miroirs και rideaux, οτιδήποτε καλλωπιστικό γαλλικής προελεύσεως συνοδεύει το εξτραβαγκάν στυλ ζωής, γεμάτο απολαύσεις, εξόδους και χορούς στα λαμπερά σαλόνια κι εστιατόρια των Αθηνών. «Στο διάβολο παλιότοπε/ γεμάτε χωριατιά/ εκεί θα βρω ευγένεια/ τιμή και ανθρωπιά» τραγουδά με μια φωνή το ζεύγος Θυμέλη στην αυγή της νέας καριέρας που ανοίγεται μπροστά τους.


«Εγινήκαμε άνθρωποι, βρε αδελφέ, εδώ στο μεγάλο κόσμο!» καμαρώνει ο Λάμπρος τρία χρόνια μετά την άφιξη της οικογένειάς του στην πρωτεύουσα. «Αμ' ανακατωθήκαμε, βλέπεις, εζυμωθήκαμε με τη μεγάλη τάξη και... εξευγενισθήκαμε...». Η κυρα-Πηνελόπη έγινε μαντάμ Πέπε, η Μαρουσώ η υπηρέτρια έγινε Μαρή και η Αράπω η σκύλα έγινε Ζολή. Στην πορεία κατασπαταλήθηκαν όλες οι οικονομίες του Λάμπρου, πουλήθηκαν τα κτήματα και άρχισαν τα δανεικά κι αγύριστα προκειμένου να συντηρηθεί το «lustre της σάλας» και των συναναστροφών. Ο γιος (ο Θόδωρος που έγινε Τοτός) κλέβει μετοχές από το γραφείο του πατέρα του, η κόρη ετοιμάζεται να κλεφτεί με έναν προικοθήρα, ενώ ο πατέρας τους επιδίδεται σε ασύστολη ρουσφετολογία, κανονίζει τη μετάθεση του Έπαρχου «που δεν περιπιέται καθόλου τα παιδιά τα δικά μας» και την παύση του εισπράχτορα «που έχει το κουράγιο να ζητάη φόρους από τσοι δικοί μου φίλοι», όπως παραπονιούνται διάφοροι βουλευτές του κόμματος που μπαινοβγαίνουν στο σαλόνι του Γενικού Γραμματέα. Όταν ο τελευταίος εμπιστεύεται απόρρητες κρατικές πληροφορίες σε τραπεζίτη που τις χρησιμοποιεί για να πλουτίσει στο Χρηματιστήριο, έρχεται η καταστροφή. Ο Λάμπρος, συγκλονισμένος και μετανοημένος, θα νοσταλγήσει την αγνότητα της ιδιαίτερης πατρίδας του. «Να πού ήτανε το μεγαλείο και η ευγένεια, να πού ήτανε ο αληθινός πολιτισμός...» θα αναφωνήσει συγκινημένος από την ολόψυχη υποστήριξη που σπεύδουν να του εξασφαλίσουν οι παλιοί συντοπίτες του.

Καμία από τις κωμικές δράσεις, τα τρεξίματα, τα χοροπηδητά και τα πεσίματα δεν φανερώνει το στοιχείο του πειραματισμού ή της αναζήτησης: κλασικές κωμικές ρουτίνες που υιοθετήθηκαν χωρίς σοβαρή επεξεργασία και σκέψη, ίσως επειδή αυτές τις «χαζομάρες» κάνουν στην κωμωδία...


Η αμφισβήτηση των αξιών του αστικού πολιτισμού, και ειδικότερα, όπως εδώ, του ξενόφερτου, υπήρξε στον πυρήνα της κωμωδίας από την εποχή του Αριστοφάνη. Το πένθος για τη μετάλλαξη του «φυσικού ανθρώπου» που συνθλίβεται από το άχθος των περίτεχνων ενδυμάτων, των γλωσσικών καμωμάτων και των κοινωνικών κανόνων της μεγαλούπολης μπορούσε ανέκαθεν να ξεπεραστεί μέσα από το γάργαρο, ανακουφιστικό και θεραπευτικό γέλιο που εξασφάλιζαν οι κωμωδιογράφοι με τα σατιρικά έργα τους.

Κωμωδία μετ’ εμποδίων: Κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα για την παράσταση «Γενικός Γραμματεύς» Facebook Twitter
Το εμπνευσμένο σκηνικό του Κωνσταντίνου Ζαμάνη επιδίδεται σε τρυφερό φλερτ με τα σύμβολα της ελληνικότητας, σε ποπ, «γαλανόλευκη» επανεκτέλεση με αναμνήσεις από Καραγκιόζη, ενώ ταυτόχρονα υποδέχεται ανοιχτόκαρδα τους ηθοποιούς σε δύο ευδιάκριτα πεδία δράσης. © Karol Jarek


Ήταν εξαρχής σκάρτος ο Λάμπρος ή διαβρώθηκε μπαίνοντας στην πολιτική; Ο συγγραφέας δεν παίρνει θέση επ' αυτού, εφόσον, ούτως ή άλλως, στο κωμειδύλλιο δεν εξετάζεται η ψυχολογία του ήρωα, τα ατομικά γνωρίσματά του, αλλά, αντιθέτως, εκείνα που τον καθιστούν αντιπροσωπευτικό μιας ευρύτερης ομάδας, εκείνα δηλαδή που τον ανάγουν σε «τύπο». Στο πλαίσιο αναζήτησης της νέας πολιτιστικής ταυτότητας των Ελλήνων στα μέσα του 19ου αιώνα, ο Άγγελος Βλάχος καλούσε τους Έλληνες συγγραφείς να γράψουν «εθνικές κωμωδίες» που θα αποτύπωναν εντέχνως «την γελοίαν φάσιν του κοινωνικού βίου» της χώρας, σμιλεύοντας εθνικούς χαρακτήρες που θα αποδεικνύονταν «γνήσια ζυμώματα εθνικής ενεργείας, αληθείς και ιλαροί αντιπρόσωποι του έθνους όπερ τους εγέννησε». «Σταματήστε να μιμείστε τους Γάλλους και τους Ιταλούς», είναι σαν να τους έλεγε, «και αρχίστε να μελετάτε τους ανθρώπους γύρω σας...».


Το αίτημα αυτό για τη δημιουργία «μιας ηθογραφικής πινακοθήκης θεατρικών ηρώων» πρόβαλλε τότε πρωτοποριακό: «Είναι δύσκολο για τον σημερινό αναγνώστη να συνειδητοποιήσει την έκταση της επανάστασης που έφερε το κωμειδύλλιο στον τομέα της θεματογραφίας από το 1889 ως το 1896, όταν δηλαδή άνθησε ως είδος» σημειώνει στην εξαιρετική μελέτη του ο Θόδωρος Χατζηπανταζής (Το Κωμειδύλλιο, εκδ. Εστία). «Ο χειρισμός θεμάτων της σύγχρονης καθημερινής ζωής του ελληνικού λαού (...) ήταν μια καλλιτεχνική εμπειρία πρωτόγνωρη για ένα κοινό που είχε μάθει να παρακολουθεί στο θέατρο ιστορικές τραγωδίες, ευρωπαϊκά μυθιστορηματικά δράματα και μεταφρασμένες κωμωδίες που καθρέφτιζαν ξένα και άγνωστα ήθη. Ήταν μια εμπειρία διεγερτική για ένα κοινό που δεν είχε συνηθίσει να συνδέει τον κόσμο της σκηνής με τον γνωστό του κόσμο έξω από την πόρτα του θεάτρου».

Κωμωδία μετ’ εμποδίων: Κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα για την παράσταση «Γενικός Γραμματεύς» Facebook Twitter
© Karol Jarek


Σήμερα λοιπόν, εκατόν είκοσι τέσσερα χρόνια μετά, έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς θα μπορούσαμε να γελάσουμε ξανά, κι ακόμη πιο πικρά, με τον Γενικό Γραμματέα που ζει και βασιλεύει στην πολιτική ζωή του τόπου, σε μια περίοδο κατά την οποία η πολιτιστική ταυτότητα των Ελλήνων μοιάζει ημιλιπόθυμη και αποπροσανατολισμένη. Το εμπνευσμένο σκηνικό του Κωνσταντίνου Ζαμάνη επιδίδεται σε τρυφερό φλερτ με τα σύμβολα της ελληνικότητας, σε ποπ, «γαλανόλευκη» επανεκτέλεση με αναμνήσεις από Καραγκιόζη, ενώ ταυτόχρονα υποδέχεται ανοιχτόκαρδα τους ηθοποιούς σε δύο ευδιάκριτα πεδία δράσης. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον έρχονται να ζωντανέψουν οι ήρωες του Καπετανάκη, προσπαθώντας να συνδέσουν το τότε με το τώρα. Η σκηνοθέτις τούς προσέγγισε με μεγεθυντικό φακό, θέλησε να εντείνει τα κωμικά χαρακτηριστικά τους, όπως ένας γελοιογράφος καταφεύγει στην υπερβολή ή στην παραμόρφωση προκειμένου να φωτίσει έτσι, μέσα από το ξάφνιασμα της λογικής και την ανατροπή της αληθοφάνειας, τα ελαττώματα ή τις ιδιαιτερότητες των «μοντέλων» του.

Η εκτέλεση της ιδέας αυτής, όμως, δεν επιδεικνύει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Η οπτική και κινησιολογική αποτύπωση των χαρακτήρων αδυνατεί να αιφνιδιάσει και να ερεθίσει τη φαντασία μας: η σμιχτοφρύδα επαρχιώτισσα ή η καμπούρα γεροντοκόρη με το μαλλί αφάνα καμία φρεσκάδα δεν επιφυλάσσουν. Οι ηθοποιοί υπερ-υπογραμμίζουν τα πάντα τεντώνοντας χέρια, κάνοντας νευρικές, άψυχες γκριμάτσες και επιδιδόμενοι σε πάσης φύσεως εκφραστικές γενικολογίες που μεταδίδουν μια απογοητευτική αίσθηση ασάφειας και πλαδαρότητας, έτσι καθώς αδυνατούν να οικοδομήσουν ένα πρωτότυπο στίγμα για κάθε ήρωα. Καμία από τις κωμικές δράσεις, τα τρεξίματα, τα χοροπηδητά και τα πεσίματα δεν φανερώνει το στοιχείο του πειραματισμού ή της αναζήτησης: κλασικές κωμικές ρουτίνες που υιοθετήθηκαν χωρίς σοβαρή επεξεργασία και σκέψη, ίσως επειδή αυτές τις «χαζομάρες» κάνουν στην κωμωδία... Τα τραγούδια δεν καταφέρνουν να αναπληρώσουν το έλλειμμα χαράς, έτσι όπως συντροφεύουν, αμήχανα κι αυτά, το γενικότερο κλίμα. Πρέπει να περιμένουμε το τελευταίο πεντάλεπτο της παράστασης για να αισθανθούμε πως κάτι ενδιαφέρον συμβαίνει επί σκηνής: όταν οι ηθοποιοί εγκαταλείπουν τη βεβιασμένη και άστοχη σωματική φλυαρία τους, κάθονται παραταγμένοι σε καμιά δεκαριά καρέκλες στο βάθος της σκηνής και αφηγούνται λιτά το κείμενο, ενώ παρακολουθούμε όλοι μαζί, εκείνοι κι εμείς, τον πρωταγωνιστή (Λεονάρδο Μπατή) να καταρρέει ενώπιόν μας, πάνω στο άδειο πατάρι. Αυτή η αφοπλιστική απλότητα ξαφνιάζει τόσο ευχάριστα, είναι όμως πλέον αργά να αντιστραφεί η εντύπωση των δύο περίπου ωρών κενών θεατρικού νοήματος.

Info:

Ηλία Καπετανάκη «Ο Γενικός Γραμματεύς»

Σκηνοθεσία: Σοφία Μαραθάκη

Δραματουργική επεξεργασία: Ελένη Τριανταφυλλοπούλου

Μουσική: Χαράλαμπος Γωγιός

Σκηνικό: Κωνσταντίνος Ζαμάνης

Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα

Κίνηση: Βρισηίδα Σολωμού

Σχεδιασμός φωτισμών: Σάκης Μπιρμπίλης

Βοηθός σκηνοθέτη: Σοφία Γεωργιάδου

Ηθοποιοί: Μιχάλης Βαλάσογλου, Λήδα Κουτσοδασκάλου, Ρένα Κυπριώτη, Σοφία Μαραθάκη, Λεονάρδος Μπατής , Κωνσταντίνος Παπαθεοδώρου, Φωτεινή Παπαχριστοπούλου, Γιώργος Σύρμας, Δημήτρης Τσιγκριμάνης, Νικόλας Χανακούλας

ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΣΚΗΝΗ (-1) ΘΕΑΤΡΟ REX - ΣKHNH «ΚΑΤΙΝΑ ΠΑΞΙΝΟY»

Πανεπιστημίου 48, 210 3305074, 210 7234567 (μέσω πιστωτικής κάρτας) και στο www.n-t.gr

Ώρες παραστάσεων

Τετ.-Κυρ. 21:00

Γενική είσοδος: €10

Η κριτική δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO

Θέατρο
1

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Αντώνης Αντύπας (1941-2024): «Το ουσιαστικό θέατρο έχει, για μένα, μια ταπεινότητα»

Απώλειες / Αντώνης Αντύπας (1941-2024): «Το ουσιαστικό θέατρο έχει, για μένα, μια ταπεινότητα»

Ο θεατρικός σκηνοθέτης που πέθανε σήμερα σε ηλικία 83 ετών είχε μιλήσει στη LiFO με αφορμή το έργο του Ευγένιου Ο’Νιλ «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» που σκηνοθέτησε το 2017 για το Εθνικό Θέατρο.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΟΥΛΓΕΡΙΔΗΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Το ημέρωμα της στρίγγλας»: Ήταν ο Σαίξπηρ μισογύνης;

The Review / «Το ημέρωμα της στρίγγλας»: Ήταν ο Σαίξπηρ μισογύνης;

Γιατί εξακολουθεί να κερδίζει το σύγχρονο κοινό η διάσημη κωμωδία του Άγγλου βάρδου κάθε φορά που ανεβαίνει στη σκηνή; Ο Χρήστος Παρίδης και η Βένα Γεωργακοπούλου συζητούν με αφορμή την παράσταση που σκηνοθετεί η Εύα Βλασσοπούλου.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Darkest White»: Ένα σύμπαν που εξερευνά την ανθεκτικότητα και τη δύναμη της γυναίκας 

Θέατρο / «Darkest White»: Ο εμφύλιος από την πλευρά των χαμένων

Το έργο της Δαφίν Αντωνιάδου που θα δούμε στο Φεστιβάλ Αθηνών, εξερευνά μέσω προσωπικών και ιστορικών αναμνήσεων και μέσα από την ανθεκτικότητα και τη δύναμη της γυναικείας παρουσίας, ιστορίες εκτοπισμού και επιβίωσης. 
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Beytna: Μια παράσταση χορού που είναι στην ουσια ένα τραπέζι με φίλους

Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας / Beytna: Μια παράσταση χορού που είναι στην ουσία ένα τραπέζι με φίλους

Ο σπουδαίος λιβανέζος χορευτής και χορογράφος Omar Rajeh, επιστρέφει με την «Beytna», μια ιδιαίτερη περφόρμανς με κοινωνικό όσο και γαστριμαργικό αποτύπωμα, που θα παρουσιαστεί στο πλαίσιο του φετινού 31ου Διεθνούς Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Η νύφη και το «Καληνύχτα, Σταχτοπούτα»

Θέατρο / Η Καρολίνα Μπιάνκι παίρνει το ναρκωτικό του βιασμού επί σκηνής. Τι γίνεται μετά;

Μια παράσταση-περφόρμανς που μέσα από έναν εξαιρετικά πυκνό και γοητευτικό λόγο, ένα κολάζ από εικόνες, αναφορές, εξομολογήσεις, όνειρα και εφιάλτες μάς κάνει κοινωνούς μιας ακραίας εμπειρίας, χωρίς να σοκάρει.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Ακούγεσαι Λυδία, Ακούγεσαι ίσαμε το στάδιο

Επίδαυρος / «Ακούγεσαι, Λυδία, ίσαμε το στάδιο ακούγεσαι»

Κορυφαίο πρόσωπο του αρχαίου δράματος, συνδεδεμένη με εμβληματικές παραστάσεις, ανατρέχει σε δεκαπέντε σταθμούς της καλλιτεχνικής της ζωής στην Επίδαυρο και αφηγείται προσωπικές ιστορίες, επιτυχίες και ματαιώσεις, εξαιρετικές συναντήσεις και συνεργασίες, σε μια πορεία που αγγίζει τις πέντε δεκαετίες.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ο Ούρλιχ Ράσε και το παρασκήνιο της ιστορίας της Ισμήνης

Θέατρο / Η σκηνή του Ούρλιχ Ράσε στριφογύριζε - και πέταξε έξω την Ισμήνη

Στην παράσταση που άνοιξε την Επίδαυρο, ο Γερμανός σκηνοθέτης επέλεξε να ανεβάσει μια Αντιγόνη χωρίς Ισμήνη. Η απομάκρυνση της Κίττυς Παϊταζόγλου φωτίζει τις λεπτές –και άνισες– ισορροπίες εξουσίας στον χώρο του θεάτρου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ο Θάνος Παπακωνσταντίνου μέσα στη γοητεία και στον τρόμο του Δράκουλα

Πρώτες Εικόνες / Dracula: Η υπερπαραγωγή που έρχεται το φθινόπωρο στην Αθήνα

Ο Θάνος Παπακωνσταντίνου μιλά αποκλειστικά στη LiFO για την πιο αναμενόμενη παράσταση της επερχόμενης σεζόν, για τη διαχρονική γοητεία του μύθου που φαντάστηκε ο Μπραμ Στόκερ στα τέλη του 19ου αιώνα, για το απόλυτο και το αιώνιο μιας ιστορίας που, όπως λέει, τον «διαλύει».
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ερωτευμένος με τον Κρέοντα

Θέατρο / Ο Rasche αγάπησε τον Κρέοντα περισσότερο από την Αντιγόνη

«Η εκφορά του λόγου παραδίδεται αμαχητί σε μια άκρατη δραματικότητα, σε ένα υπερπαίξιμο, σε μια βεβιασμένη εμφατικότητα, σε έναν στόμφο παλιακό που θα νόμιζε κανείς πως έχει εξαλειφθεί πλέον. Η σοβαροφάνεια σε όλο το (γοερό) μεγαλείο της». Έτσι ξεκίνησε φέτος η Επίδαυρος.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Πολεμικοί Ανταποκριτές: Ψάχνοντας την αλήθεια μέσα στο ζόφο του πολέμου

Θέατρο / Πολεμικοί Ανταποκριτές: Ψάχνοντας την αλήθεια μέσα στον ζόφο του πολέμου

Σε μια περίοδο που ο πόλεμος αποτελεί βασικό συστατικό της καθημερινότητάς μας, μια παράσταση εξετάζει όσα μεσολαβούν μεταξύ γεγονότος και πληροφορίας και πώς διαμορφώνουν την τελική καταγραφή και την ιστορική μνήμη.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Η τραγική ιστορία και η άγρια δολοφονία μιας θαρραλέας περφόρμερ

Θέατρο / Η τραγική ιστορία και η άγρια δολοφονία μιας θαρραλέας περφόρμερ

Όταν η Πίπα Μπάκα ξεκίνησε να κάνει oτοστόπ από την Ιταλία για να φτάσει στην Ιερουσαλήμ δεν φαντάστηκε ότι αυτό το ταξίδι-μήνυμα ειρήνης θα κατέληγε στον βιασμό και τη δολοφονία της. Mια παράσταση που θα δούμε στο Φεστιβάλ Αθηνών αναφέρεται στην ιστορία της.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ο Σίμος Κακάλας ξορκίζει τα χάλια μας με μια κωμωδία γέλιου και αίματος

Θέατρο / Ο Σίμος Κακάλας ξορκίζει τα χάλια μας με μια κωμωδία γέλιου και αίματος

Τα «Κακά σκηνικά» είναι «μια κωμική κόλαση» αφιερωμένη στη ζοφερή ελληνική πραγματικότητα, μια απόδραση από τα χάλια της χώρας, του θεάτρου, του παγκόσμιου γεωπολιτικού γίγνεσθαι, ένα ξόρκι στην κατάθλιψη.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Χρήστος Παπαδόπουλος: «Κάθε μορφή τέχνης χρειάζεται το εσωτερικό βάθος»

Θέατρο / Χρήστος Παπαδόπουλος: «Mε αφορά πολύ το "μαζί"»

Το «τρομερό παιδί» από τη Νεμέα που συμπληρώνει φέτος δέκα χρόνια στη χορογραφία ανοίγει το φετινό 31ο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας με τους Dance On Ensemble και το «Mellowing», μια παράσταση για τη χάρη και το σθένος της ωριμότητας.  
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Κάνεις χορό γιατί αυτή είναι η μεγάλη σου ανάγκη

Χορός / «Κάνουμε χορό γιατί αυτή είναι η μεγάλη μας ανάγκη»

Με αφορμή την παράσταση EPILOGUE, ο διευθυντής σπουδών της σχολής της Λυρικής Σκηνής Γιώργος Μάτσκαρης και έξι χορευτές/χορεύτριες μιλούν για το δύσκολο στοίχημα τού να ασχολείται κανείς με τον χορό στην Ελλάδα σήμερα.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μαρία Κωνσταντάρου: «Ερωτεύτηκα αληθινά στα 58»

Οι Αθηναίοι / Μαρία Κωνσταντάρου: «Δεν παίζω πια γιατί δεν υπάρχουν ρόλοι για την ηλικία μου»

Μεγάλωσε χωρίς τη μάνα της, φώναζε «μαμά» μια θεία της, θυμάται ακόμα τις παιδικές της βόλτες στον βασιλικό κήπο. Όταν είπε πως θέλει να γίνει ηθοποιός, ο πατέρας της είπε «θα σε σφάξω». Η αγαπημένη ηθοποιός που έπαιξε σε μερικές από τις σημαντικότερες θεατρικές παραστάσεις αλλά και ταινίες της εποχής της είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ο Γιάννος Περλέγκας ανεβάζει τον «Κατσούρμπο» του Χορτάτση

Θέατρο / Γιάννος Περλέγκας: «Ο Κατσούρμπος μας είναι μια απόπειρα να γίνουμε πιο αθώοι»

Ο Γιάννος Περλέγκας σκηνοθετεί το έργο του Χορτάτση στο πλαίσιο του στο πλαίσιο του Κύκλου Ρίζες του Φεστιβάλ Αθηνών. Τον συναντήσαμε στις πρόβες όπου μας μίλησε για την αξία του Κρητικού συγγραφέα και του έργου του και την ανάγκη για περισσότερη λαϊκότητα στο θέατρο. Κάτι που φιλοδοξεί να μας δώσει με αυτό το ανέβασμα.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Βασίλης Παπαβασιλείου

Απώλειες / Βασίλης Παπαβασιλείου (1949-2025): Ένας σπουδαίος διανοητής του ελληνικού θεάτρου

«Αυτό, λοιπόν, το οφείλω στο θέατρο: τη σωτηρία από την κακομοιριά μου»: Ο σκηνοθέτης, μεταφραστής, ηθοποιός και δάσκαλος Βασίλης Παπαβασιλείου πέθανε σε ηλικία 76 ετών.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ

σχόλια

1 σχόλια
Από το κείμενο γίνεται σαφές ότι η κριτικός της “Lifo” αγνοεί τη θεατρική φόρμα, η οποία με έξυπνο και καλοδουλεμένο τρόπο μπορεί να σχολιάσει, να επανανοηματοδοτήσει τη δραματουργία ή ακόμη και να την απογειώσει. Με την επιτυχημένη εφαρμογή και απόδοση της φόρμας, το ίδιο το θέατρο μπορεί να αποκαλυφθεί στο θεατή. Αυτό ακριβώς συνέβη με την εν λόγω παράσταση. Η χρήση της λειτούργησε εξαιρετικά επιτυχημένα σε ένα κείμενο χωρίς ιδιαίτερο βάθος και νόημα –παρόλα αυτά η κριτική σας αναπαράγει και επικεντρώνεται στο λόγο του κειμένου–, ώστε η σκηνοθέτης κατάφερε όχι μόνο να το αναδείξει αλλά και να το «εκμοντερνίσει» αναπαραστατικά. Ούτως ή άλλως, στη χώρα που ζούμε, το κείμενο δεν είχε κάτι παραπάνω να πει, πέρα από αυτό που βιώνουμε όλοι καθημερινά.Όσον αφορά στα τραγούδια του έργου, κάποιοι μπορεί να τα βρουν κουραστικά και αρκετά, ενώ κάποιοι άλλο αστεία ή ακόμη και ενδιαφέροντα. Έτσι κι αλλιώς, η χρήση του μουσικού κουτιού αποτελεί μια εξαιρετικά πρωτότυπη ιδέα. Η παράσταση όμως στο σύνολό της μπορεί να χαρακτηριστεί μόνο ως καλοδουλεμένη στη λεπτομέρεια και απολύτως χορογραφημένη. Οι περισσότεροι δε ηθοποιοί ξεχωρίζουν όχι μόνο για το προσωπικό τους ταλέντο αλλά και την άψογη εφαρμογή της θεατρικής φόρμας επί σκηνής, ώστε το έργο να αποκτά ένα ακόμη ενδιαφέρον. Άλλωστε, τόσο «πλαδαροί» είναι οι «ελληνικοί τρόποι» από την επαρχία ως τα γραφεία των βουλευτών μας στην Πρωτεύουσα και από τον 19ο αιώνα μέχρι και τον 21ο. Η δουλειά αυτή βεβαίως συνδυάζεται άψογα εικαστικά. Το κλείσιμο του έργου με την φωτισμένη, τραγική φιγούρα του Γενικού Γραμματέα στο κέντρο της σκηνής και την ξαφνική αποδόμηση των υπολοίπων χαρακτήρων –που είμαστε όλοι εμείς– και την «αποκάλυψή» τους (αποκάλυψη του ίδιου του θεάτρου στο θεατή) δίνει άλλη διάσταση στην παράσταση. Σας ευχαριστώ πολύ.