Η ιστορία της Romaine Brooks θα ήταν πολύ διαφορετική αν είχε επαναπαυθεί στην πολυτέλεια και την άνετη ζωή που της παρείχε η οικογένειά της. Όμως επέλεξε έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο ζωής. Γεννήθηκε στη Ρώμη το 1874. Οι γονείς της ήταν πλούσιοι Αμερικανοί. Λίγα χρόνια μετά τη γέννησή της ο πατέρας της εγκατέλειψε την οικογένεια. Ο αδελφός της ήταν ψυχικά άρρωστος και είχε προβλήματα διαχείρισης θυμού, ενώ η μητέρα της, η Αμερικανίδα κληρονόμος Ella Goddard, έγραφε δαιμονική ποίηση, μιλούσε σε πνεύματα και λάτρευε τον βίαιο, ασταθή μοναχογιό της. Προς την κόρη της ήταν κακοποιητική, κάτι που σημάδεψε το μικρό κορίτσι, το οποίο δεν βίωσε στοργή ή αποδοχή. Όταν ήταν επτά ετών την έστειλαν να μεγαλώσει με την οικογένεια μιας πλύστρας από τη Νέα Υόρκη, σε άθλια φτώχεια, χωρίς να της στέλνουν χρήματα, ενώ αργότερα, όταν ήταν έφηβη, την έβαλαν σε μοναστήρι και θρησκευτικά οικοτροφεία.
Ο παππούς της, ένας βαρόνος της μεταλλευτικής βιομηχανίας, όταν η Brooks ήταν 19 ετών κανόνισε να μετακομίσει στο Παρίσι και να πάρει τον έλεγχο της ζωής της, αντίθετα με τα σχέδια της μητέρας της, που ήθελε να την κάνει «σύζυγο της καλής κοινωνίας».
Στο Παρίσι τραγουδούσε σε ένα καμπαρέ για λίγο και στη συνέχεια μετακόμισε στη Ρώμη, τη γενέτειρά της. Φοίτησε σε μια σχολή καλών τεχνών, και ήταν το μόνο κορίτσι στην τάξη της. Ήταν σπάνιο εκείνη την περίοδο για μια φοιτήτρια καλών τεχνών να μπορεί να παρακολουθεί μαθήματα με ζωντανά μοντέλα και να μελετά την ανθρώπινη μορφή παράλληλα με τους άντρες φοιτητές. Τα αγόρια την παρενοχλούσαν σεξουαλικά και γελούσαν με τα σχέδιά της, ωστόσο εκεί συνάντησε μια πρωτοποριακή ομάδα καλλιτεχνών, συγγραφέων και διανοουμένων. Μετακόμισε στο Κάπρι, επειδή ήταν πολύ φθηνότερο να ζει εκεί, αλλά παραλίγο να πεθάνει από την πείνα, ενώ είχε υποστεί σωματική κατάρρευση. Για μια γυναίκα, και μάλιστα ανύπαντρη, χωρίς χρήματα, οι προοπτικές για αυτονομία ήταν ελάχιστες. Επιπλέον, για να επιβιώσει ως καλλιτέχνιδα, ήταν απαραίτητο να έχει πολλά χρήματα. Επέστρεψε στο Παρίσι όταν ο αδελφός της πέθανε κι εκείνη κληρονόμησε μια τεράστια περιουσία. Απαλλαγμένη από τη φτώχεια, ξεκίνησε να εργάζεται ως ζωγράφος, ζωγραφίζοντας φίλους και συνεργάτες από τους μελαγχολικούς και λαμπερούς κύκλους της υψηλής κοινωνίας. Απέκτησε μια κόρη το 1897, αλλά την άφησε στη φροντίδα ενός μοναστηριού για να ασχοληθεί με το πάθος της, την τέχνη.
Η ανδρόγυνη εμφάνιση της Brooks αμφισβητούσε τις συμβατικές ιδέες για το πώς πρέπει να φαίνονται και να συμπεριφέρονται οι γυναίκες, και αυτές οι ιδέες απεικονίστηκαν σε πολλά από τα πορτρέτα που ζωγράφισε τη δεκαετία του 1920 – μερικά από αυτά είναι από τα πιο γνωστά έργα της.
Παντρεύτηκε τον φίλο της John Ellingham Brooks, έναν πιανίστα, το 1903. Ήταν ένας λευκός γάμος, αφού και οι δύο ήταν ομοφυλόφιλοι – μάλιστα η Brooks υπήρξε ζευγάρι με την Ida Rubinstein. Χώρισαν έναν χρόνο μετά.
Δεν ήταν μόνο η εμφάνισή της αμφιλεγόμενη· και το ζωγραφικό της στυλ δεν ταίριαζε στην εποχή. Οι αρχές του 20ού αιώνα ήταν η εποχή των πολύχρωμων φοβιστών και του γεωμετρικού κυβισμού. Δεν υπήρχε χώρος για συμβολικούς, γκρίζους και ζοφερούς πίνακες, οι οποίοι επιπλέον ήταν ζωγραφισμένοι από μια γυναίκα. Πέρα από αυτό, το είδος της γυναίκας που απεικόνιζε ήταν δυνατό, ανεξάρτητο και πολύ αρρενωπό – δεν πουλούσε πολύ. Ωστόσο, στο Παρίσι υπήρξε ηγετική φυσιογνωμία μιας καλλιτεχνικής ομάδας αντικουλτούρας που αποτελούνταν από Ευρωπαίους της ανώτερης τάξης και Αμερικανούς ομογενείς, πολλοί από τους οποίους ήταν δημιουργικοί, μποέμ και ομοφυλόφιλοι. Η ανδρόγυνη εμφάνιση της Brooks αμφισβητούσε τις συμβατικές ιδέες για το πώς πρέπει να φαίνονται και να συμπεριφέρονται οι γυναίκες, και αυτές οι ιδέες απεικονίστηκαν σε πολλά από τα πορτρέτα που ζωγράφισε τη δεκαετία του 1920 – μερικά από αυτά είναι από τα πιο γνωστά έργα της.

Νωρίς στην καριέρα της υιοθέτησε μια απαλή παλέτα κυρίως με μαύρο, λευκό και διάφορες ανεπαίσθητες αποχρώσεις του γκρι, μερικές φορές με ανταύγειες ώχρας ή κόκκινου, που θυμίζουν έντονα τον James McNeill Whistler, του οποίου τους πίνακες θαύμαζε.
Η πρώτη της έκθεση το 1910, στην περίφημη γκαλερί Durand-Ruel στο Παρίσι την καθιέρωσε ως καλλιτέχνιδα. Έναν από τους πίνακές της, τις «Λευκές Αζαλέες» που απεικονίζει ένα γυμνό άτομο ξαπλωμένο σε καναπέ στο στούντιο της καλλιτέχνιδας, οι σύγχρονοι κριτικοί τον συνέκριναν με το «Γυμνή Μάχα» του Γκόγια και το «Ολυμπία» του Εντουάρ Μανέ. Ένας πίνακας του 1914, η «La France Croisée», μια συμβολική εικόνα της Γαλλίας σε πόλεμο, συγκρίθηκε με το αριστουργηματικό έργο του Ντελακρουά «Η Ελευθερία οδηγεί τον λαό». Εργαζόμενη στο Παρίσι σε μια εποχή που ο Πάμπλο Πικάσο και άλλοι μοντερνιστές καλλιτέχνες αμφισβητούσαν τις παραδοσιακές προσεγγίσεις στην τέχνη, η Brooks διατήρησε την ανεξαρτησία της σε σχέση με τα σύγχρονα καλλιτεχνικά κινήματα.


Η εξερεύνηση του φύλου και της σεξουαλικότητας σε πολλά από τα πορτρέτα της ανανέωσε το ενδιαφέρον για το έργο της τη δεκαετία του 1980, ενώ οι δυνατές εικόνες της εξακολουθούν να συναρπάζουν το κοινό σήμερα. Αν και είναι περισσότερο γνωστή για τα πορτρέτα γυναικών σε λάδι, έκανε επίσης ένα μεγάλο σύνολο σχεδίων από γραφίτη, υιοθετώντας ένα εξαιρετικά προσωπικό στυλ εμπνευσμένο από τις οραματικές μορφές του συμβολισμού, τις ελικοειδείς γραμμές της art nouveau και τις αυτόματες πρακτικές του σουρεαλισμού. Η Brooks άρχισε να εργάζεται με γραφίτη στο Παρίσι το 1930, όταν έμεινε κατάκοιτη λόγω ενός τραυματισμού στο πόδι. Αρχικά, σχεδίαζε να δημοσιεύσει τα σχέδιά της ως εικονογραφήσεις στην αυτοβιογραφία της «No pleasant memories», την οποία όμως δεν εξέδωσε ποτέ. Με φασματικές φιγούρες και φανταστικά, κάπως δυσοίωνα ζώα, αυτά τα έργα μπορούν να θεωρηθούν ως ένα είδος αυτοπροσωπογραφίας που απεικονίζει θλιβερές αναμνήσεις από την ταραγμένη παιδική ηλικία της.
Ως υποτιμημένη πρόδρομος του αυτοματισμού του σουρεαλισμού, η Brooks είχε πειραματιστεί ήδη από τη δεκαετία του 1890 με το ενστικτώδες στυλ των σχεδίων της. Κοιτάζοντας τα μετρημένα, ακαδημαϊκά πορτρέτα της τώρα κανείς δεν θα μπορούσε ποτέ να το υποψιαστεί, αλλά τα σχέδιά της που γνωρίζουμε σήμερα αποκαλύπτουν μια εντελώς διαφορετική διάσταση του έργου της.
Μια απαγορευμένη ερωτική ιστορία

Το να είσαι αμφιφυλόφιλη γυναίκα στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν δύσκολο. Τις κοίταζαν περιφρονητικά και τις συζητούσαν πίσω από την πλάτη τους. Αλλά εκείνες, παρά τα κοινωνικά εμπόδια, συνέχισαν να εργάζονται και να αγαπούν. Η Brooks γνώρισε την Ida Rubinstein το 1911 όταν έπαιξε τον Άγιο Σεβαστιανό στο «Μαρτύριο του Αγίου Σεβαστιανού» του Gabriele d’Annunzio – ο αρχιεπίσκοπος του Παρισιού την αφόρισε επειδή ενσάρκωσε τον ρόλο ενός καθολικού αγίου, ούσα Εβραία. Ο D’Annunzio έτρεφε μια εμμονική, αλλά ανεκπλήρωτη έλξη για τη Rubinstein, ενώ η εκείνη ερωτεύτηκε βαθιά την Brooks – έτσι δημιουργήθηκε ένα ερωτικό τρίγωνο. Η Rubinstein ήταν τόσο αφοσιωμένη στην Brooks που ήθελε να αγοράσει ένα αγρόκτημα στην εξοχή όπου θα μπορούσαν να ζήσουν μαζί ανενόχλητες, όμως την Brooks δεν την ενδιέφερε καθόλου να κρυφτεί από τον κόσμο. Η Rubinstein καταγόταν από μία από τις πλουσιότερες εβραϊκές οικογένειες της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και από παιδί είχε κλίση στο θέατρο. Καθώς άρχισε να ταξιδεύει και να γνωρίζει κόσμο, οι ιδέες της θεωρήθηκαν πολύ απελευθερωμένες και ακατάλληλες για την κοινωνική της θέση.

Λόγω της τεχνικής της στον μοντέρνο χορό, η οποία θεωρήθηκε σκανδαλώδης, και του ρόλου της σε μια ιδιωτική παράσταση της «Σαλώμης» του Όσκαρ Ουάιλντ το 1908 στο Λονδίνο, όπου γδύθηκε για τον Χορό των Επτά Πέπλων, την έκλεισαν σε ψυχιατρική κλινική. Από εκεί δραπέτευσε κι έφυγε για το Παρίσι, όπου άρχισε να συνεργάζεται με τα Ρωσικά Μπαλέτα, πρωταγωνιστώντας στις παραστάσεις τους «Κλεοπάτρα» το 1909 και «Σεχραζάτ» το 1910. Τροφοδότησε την ομάδα με την ανυπέρβλητη ομορφιά και χάρη της, εμπνέοντας πολλούς καλλιτέχνες και προσελκύοντας μεγάλο κοινό στις παραστάσεις. Παρ’ όλα αυτά, χρειαζόταν περισσότερη ελευθερία, έτσι το 1911 έφυγε και ίδρυσε τη δική της ομάδα. Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο φρόντιζε τραυματισμένους στρατιώτες και ταξίδευε σε όλη τη Γαλλία, απαγγέλλοντας ποίηση. Ο Κοκτώ την περιέγραφε ως «το έντονο άρωμα κάποιας εξωτικής ουσίας – αιθέριας, απόκοσμης, θεϊκά ανέφικτης...». Μετά τον πόλεμο παρουσίαζε μπαλέτα μερικών από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της εποχής: χορογραφίες των Νιζίνσκι και Fokine με πρωτότυπα έργα των Ραβέλ («Μπολερό»), Στραβίνσκι «Το πουλί της φωτιάς») και Sauguet.
Η Rubinstein ήταν το αγαπημένο μοντέλο της Brooks, η «εύθραυστη και ανδρόγυνη ομορφιά» της ήταν ιδανική για τους πίνακές της. Με αυτήν δημιούργησε μια σειρά από αλληγορικά γυμνά που ήταν εξαιρετικά αμφιλεγόμενα εκείνη την εποχή. Το ζευγάρι χώρισε γύρω στο 1914. Κάποιοι λένε ότι η Brooks είχε ήδη γνωρίσει τη Νatalie Clifford Barney, μια συγγραφέα αμερικανικής καταγωγής, με την οποία είχε τη μεγαλύτερη και πιο σημαντική σχέση της ζωής της.
Μια ζωγράφος πολύ μπροστά από την εποχή της

Η Brooks, μια εξαιρετική γυναίκα και καλλιτέχνιδα, αρνήθηκε να υποταχθεί στους κανόνες της θηλυκότητας και του φύλου που ίσχυαν αιώνες. Είχε μια μοναδική καλλιτεχνική φωνή που αμφισβήτησε τις συμβάσεις σχετικά με το πώς πρέπει να φαίνονται και να συμπεριφέρονται οι γυναίκες. Οι επαναστατικές της ιδέες αντικατοπτρίζονται σε πολλά από τα πορτρέτα που ζωγράφισε τη δεκαετία του 1920 και υπογραμμίζουν τη σαγηνευτική νεωτερικότητα των πιο γνωστών έργων της.
Από πολλές απόψεις, η Brooks φαίνεται να ταιριάζει με την εικόνα των «Roaring Twenties», μια εποχή που οι νέες γυναίκες άρχισαν να γίνονται πιο ανεξάρτητες και οι Αμερικανοί έφταναν στην Ευρώπη την εποχή της ποτοαπαγόρευσης. Η απομάκρυνσή της από τους κανόνες της εποχής ερχόταν σε αντίθεση με τα πρότυπα που εξακολουθούσαν να τηρούν οι περισσότερες γυναίκες της τάξης της. Η ενδυμασία ή η συνολική εμφάνιση των γυναικών της Brooks δεν θα φαινόταν αξιοσημείωτη, αν δεν διέφερε από τα τότε αποδεκτά πρότυπα γυναικείας ενδυμασίας και συμπεριφοράς.

H κλίση της στη μονοχρωματική ζωγραφική πορτρέτων την τοποθετεί έξω από τις τάσεις της σύγχρονης τέχνης της εποχής της. Η γυναικεία μορφή αποτέλεσε το θέμα της· την απέσπασε από το ανδρικό καλλιτεχνικό βλέμμα του παρελθόντος και την επανέφερε στη μοναδικά προοδευτική οπτική της.
Οι πρωταγωνίστριες στα πορτρέτα της Brooks είναι οι γυναίκες του κύκλου στον οποίο κινούνταν, που δεν βασίζονταν στους άνδρες ούτε για τα προς το ζην ούτε για την αγάπη. Στην πραγματικότητα, οι γυναίκες της δεκαετίας του 1920 ανταποκρίνονταν στην έννοια των flappers, που αρνoύνταν να συμπεριφερθούν με τον τρόπο που επέβαλλαν οι άλλοι ως γυναικείο. Η ανδρόγυνη εμφάνιση και η προτίμηση στην ανδρική ενδυμασία που μοιράζονταν η Brooks, οι φίλες της και οι ερωμένες της στην πραγματικότητα απηχούν ακριβώς αυτή την εικόνα γυναικών που συχνά φορούσαν ανδρικά παλτά, καπέλα με πλατύ γείσο και έσπαγαν τις συμβάσεις των φύλων, και φυσικά απείχαν πολύ από το πιο εμβληματικό «γυναικείο» στυλ flapper που διαδόθηκε από την Coco Chanel και τη Zelda Fitzgerald στις αρχές της δεκαετίας του ’20.

Η τέχνη της Brooks μας δίνει τη συναρπαστική ευκαιρία να επιστρέψουμε στον κόσμο και στην τέχνη των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα από μια νέα οπτική και να τον εκτιμήσουμε μέσα από ένα νέο, πολυδιάστατο πρίσμα. Η εμβληματική αυτοπροσωπογραφία της, ένα αριστούργημα σε «γκριζάιγ» (ζωγραφική σε γκρι τόνους), αναδεικνύει τη βαθιά της ικανότητα να μεταφέρει τη διάθεση και την προσωπικότητα στο χρώμα, αποκαλύπτοντας την έντονα αντιφατική της φύση: την ακραία αυτοπεποίθηση σε συνδυασμό με τον φόβο της ευαλωτότητας. Κατάκοιτη από ένα ατύχημα για πολλά χρόνια, στα 85 της παραδέχτηκε: «Η νεκρή μητέρα μου μπαίνει ανάμεσα σ’ εμένα και τη ζωή». Πέθανε σε ηλικία 96 ετών.
Πηγές: Cassandra Langer: «Romaine Brooks A life», Smithsonian Institute (SAAM), Τhe Αshley Gibson Barnett Museum of Art.