ΤΟ «VERTIGO ΤΗΣ ΚΙΜ ΝΟΒΑΚ» του Αλεξάντρ Φιλίπ δεν είναι η τυπική βιογραφίας μιας σταρ της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ που έχουμε συνηθίσει και βαρεθεί αλλά περισσότερο ένα αποτύπωμα, συχνά ιμπρεσιονιστικό, μιας γυναίκας που αποθεώθηκε με τον παραδοσιακό μηχανισμό της εικονολατρίας και δεν ένιωσε ποτέ πως ανήκει πραγματικά στο συγκεκριμένο σύμπαν. «Ποιο είναι αυτό το σύμπαν;» είναι μια καλή ερώτηση που συνεχώς έθετε η Κιμ Νόβακ στον εαυτό της από τότε που ταξίδεψε για πρώτη φορά από το Σικάγο στο Λος Άντζελες για μεροκάματα μοντέλου και στα 21 της χρόνια τής δόθηκε η ευκαιρία να επιβιβαστεί στο συγκρουόμενο βαγόνι των στάρλετ. Δεν ήθελε να χαθεί μέσα σε έναν καθρέφτη από άγνωστα είδωλα, μάλλον εξαιτίας μιας ανίατης, αν και δημιουργικής, ανασφάλειας. Αρνητικός στο επάγγελμα του ηθοποιού και γενικότερα στον κόσμο του σινεμά, ο πατέρας της δεν της πρόσφερε ποτέ την υποστήριξη που χρειαζόταν και ο Χάρι Κον, το αφεντικό της Κολούμπια, ο άνθρωπος που την ανακάλυψε και την προώθησε, την αποκαλούσε «χοντρή Πολωνέζα» – σεξιστικό χαϊδευτικό, για να μην ξεχνάμε πως πρόκειται για τις αρχές της δεκαετίας του ’50.
Αντίθετα από συναδέλφους της, δεν έχει κανένα πρόβλημα να ταυτιστεί με την καλύτερη στιγμή της καριέρας της, χαρούμενη που έφυγε μακριά από κάτι που δεν πίστεψε ποτέ και την έφερνε σε μόνιμη αμηχανία.
Ασθμαίνουσα και κουρασμένη, με τη χαρακτηριστική, ραγισμένη φωνή της να μπασάρει επικίνδυνα σε ηχητικό αρχείο του 2024, η Νόβακ ακούγεται ετοιμόρροπη στο ξεκίνημα του ντοκιμαντέρ που έκανε πρεμιέρα στο 82ο Φεστιβάλ Βενετίας. Ωστόσο, φαίνεται μια χαρά και τα λέει περίφημα, με τον ερωτικό της ψίθυρο σχεδόν ανέπαφο από τον χρόνο στη μεγάλη συνέντευξη που αποτελεί τον κορμό της ταινίας, μια εξομολόγηση από μια ηθοποιό που επέλεξε έναν πορτρετίστα/σκηνοθέτη για να εξηγήσει γιατί έχασε το ενδιαφέρον της μετά τον «Δεσμώτη του Ιλίγγου» και μετακόμισε από την υποκριτική στη ζωγραφική, από τους ανθρώπους στα άλογα και από το πιεστικό Χόλιγουντ στο ειδυλλιακό Όρεγκον.

Δεν υπήρξα ποτέ φαν της Νόβακ, ούτε στα πρώτα της έργα, το «Πικνίκ» του Τζόσουα Λόγκαν και το «Παλ Τζόι» με τον Σινάτρα, που την έφεραν στην κορυφή της δημοφιλίας στις αρχές των ’60s, ούτε στο καλτ «Kiss me stupid» και τα υπόλοιπα και μάλλον ξεχασμένα, με μοναδική εξαίρεση το παραγνωρισμένο μελό, και μεγάλη μου αδυναμία, «Strangers when we meet» του Ρίτσαρντ Κουίν δίπλα στον Κερκ Ντάγκλας. Δεν έχει όμως και τόση σημασία η φιλμογραφία της, όσο άδικο κι αν ακούγεται για μια ηθοποιό που δηλώνει πως ανέκαθεν έδινε όλο της τον εαυτό σε κάθε ρόλο, διάφανα και ριψοκίνδυνα, όταν ο Χίτσκοκ της πρόσφερε τον διπλό (τριπλό, αν αναλογιστούμε το φάντασμα της Καρλότα) της Μάντλιν-Τζούντι στο απόλυτο αριστούργημά του. Η Νόβακ μπορεί να μην έσκισε για τις ικανότητές της στην υποκριτική, αλλά στην ανάλυση της δειλής προσωπικότητας, στην αντανάκλαση της επιθυμίας του Τζίμι Στιούαρτ και στον τρόπο που αντιδρούσε στην ιδέα του βλέμματος πάνω της, σε φαντασιακό, ρεαλιστικό και προσωπικό επίπεδο, ξεπερνά διατριβή ακαδημαϊκού με ειδίκευση στο αόρατο πεδίο της χιτσκοκικής προβληματικής, ακριβώς γιατί ό,τι βλέπουμε στα πλάνα της τα αισθάνθηκε σύγκορμα και σώψυχα, όπως, πολύ συγκινητικά, συμβαίνει στο άνοιγμα του ντοκιμαντέρ, καθώς ψηλαφεί για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες ένα πακέτο με το γκρι ταγέρ που φιλοτέχνησε η Ίντιθ Χεντ για την Τζούντι, και βρίσκει πως η υφή του έχει απαλύνει σε σύγκριση με το σκληρό feel των γυρισμάτων!
Η Νόβακ που είδαμε στη Βενετία, αγέρωχη και αιθέρια, μακριά από τη συγκρατημένη, βαριά περσόνα που έφερε στα χολιγουντιανά της χρόνια, σφραγίζει όχι μόνο μια εποχή ως χρυσή survivor αλλά κρατά ψηλά τη σημαία μιας υπέροχης εμμονής, ενός vertigo που τη διαπέρασε και τη σημάδεψε, σαν τα σπιράλ του «Ιλίγγου» και τα εξαίσια, χτυπητά χρώματα της ταινίας του 1958. Αντίθετα από συναδέλφους της, δεν έχει κανένα πρόβλημα να ταυτιστεί με την καλύτερη στιγμή της καριέρας της, χαρούμενη που έφυγε μακριά από κάτι που δεν πίστεψε ποτέ και την έφερνε σε μόνιμη αμηχανία. Όπως είπε και η ίδια, με το πορτρέτο αυτό δένει την κορδέλα και αποχωρεί πλήρης.