ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ ΤΟΥ 1932, ο δημοσιογράφος Χρήστος Εμ. Αγγελομάτης, ανταποκριτής στη Θεσσαλονίκη για λογαριασμό της εφημερίδας «Ακρόπολις», επισκέπτεται το «φρενοκομείον ή, όπως λέγεται στην επίσημον γλώσσαν, το ψυχιατρείον της Θεσσαλονίκης». Μόλις βρέθηκε στην είσοδο της αυλής, δίστασε να προχωρήσει.
Τα γέλια που καμπάνιζαν σαν καγχασμοί του Σατανά, τα αποστεωμένα πρόσωπα, τα σκελετωμένα δάχτυλα, τα κουρεμένα κεφάλια, οι άσπρες μπλούζες, τα στριγκά ξεφωνητά, οι άναρθρες κραυγές τού έδωσαν την εντύπωση συγκέντρωσης δαιμόνων και σατανικής συναυλίας. Αποφάσισε, τελικά, να περάσει την πύλη για να δει και να νιώσει την απέραντη φρίκη που φέρνουν ο ύστατος εκμηδενισμός και η εντύπωση του τελειωτικού χαμού.
Πενήντα ανθρώπινα ράκη στοιβάζονται στον απέραντο θάλαμο ή περιφέρονται στην αυλή, σκίζοντας τα ρούχα τους και ξαπλώνοντας στα πεζούλια και στη μέση του διαδρόμου. Σε πολλά κορμιά είναι ανοιχτές ακόμα οι πληγές κάποιας επάρατης ασθένειας, ενώ κανένα από τα βλέμματα δεν τα διαπερνούσε η «λάμψις της συνειδητής υπάρξεως».
Στους θαλάμους των γυναικών
Το συγκρότημα αποτελείται από μερικά παλιά κτίρια και παραπήγματα και από μια καινούργια σχετικά οικοδομή, στην οποία κρατούνται «οι ακίνδυνοι τρελοί και όσοι περιοδικώς καταλαμβάνονται από κρίσεις». Στο πρώτο από τα κτίρια μένουν οι γυναίκες που βασανίζονται από ψυχοπάθεια, καθώς και μερικά παιδάκια «που εκληρονόμησαν την τρέλαν από τα αμαρτήματα των γονέων των».

Πενήντα ανθρώπινα ράκη στοιβάζονται στον απέραντο θάλαμο ή περιφέρονται στην αυλή, σκίζοντας τα ρούχα τους και ξαπλώνοντας στα πεζούλια και στη μέση του διαδρόμου. Σε πολλά κορμιά είναι ανοιχτές ακόμα οι πληγές κάποιας επάρατης ασθένειας, ενώ κανένα από τα βλέμματα, ούτε για μια στιγμή, δεν τα διαπερνούσε η «λάμψις της συνειδητής υπάρξεως».
Σε αυτή την κατάσταση βρέθηκε και ο ρεπόρτερ Χρήστος Εμ. Αγγελομάτης, όταν σαν μέσα σ’ όνειρο έβλεπε τις μαινόμενες γυναίκες που ανήκαν σε κάθε ηλικία και τάξη να περιφέρονται στην αυλή παραμιλώντας και κάπου-κάπου ξαφνικά να ξεσπούν σε φοβερές κραυγές, σε τρομακτικά γέλια, σε χίλιες χειρονομίες.
Τις βλέπει να ξεσκίζουν τις μπλούζες τους, να τις πετούν, να γυμνώνονται ή να ξαπλώνονται σε μια γωνιά, όπως θα ξαπλώνονταν στο κρεβάτι τους, «με όλα τα σημάδια του φύλου των ελεύθερα στο πρώτο βλέμμα και στο χάδι του φωτός». Τα ίδια και στον θάλαμο. Με τη διαφορά ότι εκεί βρίσκονται και μερικές γυναίκες που δεν έχουν την «ακίνδυνη τρέλα που είχαν οι άλλες που περιφέρονται στην αυλή». Γι’ αυτό και το ένα πόδι τους το έχουν δεμένο με μια αλυσίδα στο κρεβάτι, για να μην μπορούν να απομακρυνθούν.
«Ποιο όμως είναι το ένστικτο που οδηγεί κι αυτές ακόμη τις γυναίκες να εκδηλώνουν η μια στην άλλη, σε ώρες που δεν βασανίζονται βαριά, κάποια στοργική συμπάθεια;» αναρωτιέται ο ίδιος, καθώς τις παρατηρεί να μένουν αγκαλιασμένες πολλά λεπτά της ώρας. Όπως του είπαν οι φύλακες, πολλές φορές, ώρες ολόκληρες, μουρμούριζαν με τη γλυκύτητα που μιλάνε οι εραστές στις ερωμένες τους.
«Λόγια, χιλιάδες ακατάληπτα λόγια και ύστερα να φιλιώνται περιπαθώς».
Και άλλες φορές τις βλέπει να ξεσπούν σε ασυγκράτητα κλάματα, «που δεν το ξεύρει κανείς ποιο υποσυνείδητο εγώ τα έφερνε στα μάτια των».

Μια άλλη κοπέλα κατάξανθη, με δύο καταγάλανα μάτια, που σαν φωτεινά άστρα καρφώθηκαν πάνω του, μένει ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, ατημέλητη, αδιάφορη για κάθε βλέμμα και διαβάζει μεγαλόφωνα ένα περιοδικό. Όταν τη ρωτάει από πού είναι, εκείνη απαντά: «Από το χωριό μου». Και όταν πάλι τη ρωτά πόσων ετών είναι, σηκώνει συλλογισμένη το κεφάλι της και αποκρίνεται: «Μα θα 'χω περάσει τις πέντε χιλιάδες».
Δεν πρόλαβε να συνεχίσει την ακατάληπτη συνομιλία μαζί της, καθώς μια άλλη γυναίκα, που φορά έναν στρατιωτικό μανδύα, έχει κουρεμένα τα μαλλιά της και τα μάτια της αστράφτουν σαν τον αστρίτη, τον πλησιάζει και αρχίζει «να εκδηλώνει έναν επικίνδυνο ερωτισμό, στον οποίο μόνον η εμφάνισις των φυλάκων έθεσε τέρμα».
Άλλωστε, ήταν καιρός να εμφανιστούν οι φύλακες. Ξαφνικά οι άρρωστες καταλαμβάνονται από ομαδική κρίση που την εκδηλώνουν η καθεμιά με τον δικό της τρόπο. Οι δεμένες φωνάζουν και προσπαθούν να πηδήξουν από το κρεβάτι, οι άλλες ουρλιάζουν ή τραγουδούν και όλες μαζί έχουν πάρει όψη τόσο άγρια που σκορπίζουν το δέος στην καρδιά του επισκέπτη. «Ακόμη κι αυτά τα παιδάκια που είχαν πολλές κοντά των, κι αυτά έκαμαν σαν δαιμονισμένα».

Το φοβερότερο όμως ήταν το αντίκρισμα των γυναικών που είχαν πληγές στο κορμί και, καθώς είχαν γυμνωθεί, «τις έξυναν με τα νύχια των με κτηνώδη χαρά. Την ώρα αυτή της κρίσεως τα στόματα είχαν διαστολή, οι σιαγόνες ενόμιζες ότι ήσαν ζώων και τα μάτια να πεταχθούν εζητούσαν από τις κόγχες».
Πριν φύγει από το κτίριο, ο Αγγελομάτης ρωτά τον αρχινοσοκόμο αν οι γυναίκες αυτές τρελάθηκαν από την αρρώστια που δηλητηρίασε το αίμα τους. Η απάντηση του αρχινοσοκόμου είναι αρνητική. Εκείνη που διάβαζε το περιοδικό, του εξηγεί, ήταν δασκάλα και τρελάθηκε γιατί την εγκατέλειψε ο αρραβωνιαστικός της και η άλλη που εκδήλωνε ακατάσχετο ερωτισμό, τρελάθηκε γιατί πέθανε ο άνδρας της.
Στους θαλάμους των ανδρών
Στους θαλάμους των ανδρών οι φύλακες είναι πολύ περισσότεροι, δυνατοί και αποφασιστικοί, καθώς ο «ψυχοπαθής την ώρα της κρίσεώς του αποκτά τέτοια δύναμη που και τοίχο ακόμη ημπορεί να καταρρίψει». Επιπλέον, όταν καμιά δεκαριά μαζί καταλαμβάνονται από κρίση ή θα ενώσουν τις δυνάμεις τους για να σπάσουν τις αλυσίδες τους ή θα προχωρήσουν σε μεταξύ τους συμπλοκή με κίνδυνο να σκοτωθούν.
Ο Αγγελομάτης προχωρά στην αυλή. Η φρίκη στήνει τον θρόνο της στην καρδιά του και ένα περίεργο δέος κατασταλάζει στην ψυχή του. Δεξιά και αριστερά οι άρρωστοι παραμιλούν ή, ξαπλωμένοι στο χώμα, φαίνονται βυθισμένοι στην πιο βαθιά περισυλλογή. Ξαφνικά σηκώνεται ένας, πάει κοντά του και, πριν προλάβουν να τον εμποδίσουν οι φύλακες, σκάει αγριεμένος έναν άγριο καγχασμό στο πρόσωπό του: «Να», φωνάζει, «αφού δεν έχετε να μου δώσετε ένα τσιγάρο!».
Ο ανταποκριτής της «Ακροπόλεως» εξακολουθεί να προχωρά στην αυλή, συνοδευόμενος από άγρια ξεφωνητά, από κλάματα και παραμιλητά. Μερικοί από τους αρρώστους είναι ντυμένοι με ζουρλομανδύα, ενώ άλλοι, ακουμπισμένοι στους τοίχους, γυμνώνουν τις πληγές τους και τις εκθέτουν στον ήλιο. Οι περισσότεροι είναι θύματα της φοβερής αρρώστιας που σαπίζει τον οργανισμό ή της κληρονομικότητας που δεν την υπέθεταν και ξαφνικά εκδηλώθηκε.

Από την αυλή προχωράει προς τους θαλάμους, τα άθλια εκείνα παραπήγματα τα χαρακτηριστικά της εγκληματικής αδιαφορίας για τους δυστυχισμένους που τους τραυμάτισε η μοίρα ή η αρρώστια. Σαραβαλιασμένα κρεβάτια, σάπια πατώματα, μαυρισμένοι τοίχοι και, προπαντός, τόσοι άρρωστοι σε κάθε θάλαμο που απορεί κανείς πώς οι φύλακες κατορθώνουν να τους δαμάζουν, αφού εκεί βρίσκονται και οι πιο επικίνδυνοι ασθενείς.
Με δυσκολία ο Χρήστος Εμ. Αγγελομάτης μπορεί να περιγράψει τι είδε και τι άκουσε εκεί μέσα. Τα ουρλιαχτά τους, τα άγρια βλέμματά τους, τις αποσκελετωμένες μορφές τους, τα συσπασμένα πρόσωπά τους συνθέτουν την ωχρά εικόνα των θαλάμων. Αφόρητη δυσοσμία επικρατεί, ενώ πυκνά σύννεφα από μύγες υψώνονται πάνω από κάθε κρεβάτι και πέφτουν όλες μαζί πάνω στους αρρώστους, δίνοντας την εντύπωση των κορακιών που κατατρώγουν τα πτώματα στον πόλεμο.
Νιώθει τη συνείδηση της ματαιότητος των εγκοσμίων, τη φρίκη να κατασταλάζει στο είναι του και τα μηλίγγια του να σφυροκοπούνται από αόρατα χέρια. Ζητά να φύγει. Δυο άρρωστοι μαίνονται στα κρεβάτια τους, κάποιος του πετάει το πάπλωμά του, ένας άλλος με το ένα πόδι κάτω –και τόσο μακριά όσο τον άφηνε η αλυσίδα με την οποία ήταν δεμένος– ουρλιάζει δαιμονικά. Ο αρχινοσοκόμος που τον ακολουθεί μειδιά πικρά.
«Κι όμως, αυτές οι σκηνές δεν είναι τίποτε. Διαδραματίζονται άλλες, αληθινά φοβερές», του λέει.
Διασχίζοντας την αυλή, περνάει κάτω από τα παράθυρα του θαλάμου των γυναικών. Η δασκάλα εξακολουθεί να διαβάζει και μια άλλη, σκαρφαλωμένη στις γρίλιες, τραγουδά. Προχωράει στο τελευταίο κτίριο, αυτό που είναι νεότερο. Ένας μικρός κήπος απλώνεται μέχρι εκεί και τον καλλιεργούν οι άρρωστοι που καταλαμβάνονται από περιοδικές, ακίνδυνες κρίσεις. Ο ήλιος, ο αέρας, ο ελεύθερος ορίζοντας ησυχάζουν την καρδιά του για λίγα λεπτά.
Το τελευταίο κτίριο του ασύλου απέχει μόλις πεντακόσια μέτρα. Μόλις φτάνει εκεί, κυκλώνεται από ομίλους ανθρώπων, από τους οποίους άλλοι έχουν σαφή συνείδηση της κατάστασής τους, άλλοι τη διαισθάνονται και άλλοι φέρουν τη σφραγίδα της αγωνίας στα πρόσωπα. Οι περισσότεροι ζητούν τσιγάρα και όλοι μαζί διατυπώνουν κάποιο παράπονο, γιατί τον νομίζουν για γιατρό. Την αγριότητα των προηγούμενων σκηνών διαδέχεται η απέραντη θλίψη. Ξαφνικά ακούγονται άγριες φωνές.
«Τι είναι;» ρωτά ο Αγγελομάτης.
«Τίποτε», απαντά ο αρχινοσοκόμος. «Είναι κάποιος άρρωστος που τον έχουμε απομονωμένο».
Ζητά να τον δει. Σ’ ένα μικροσκοπικό κελί, ένας άντρας δεμένος από το πόδι, όρθιος στο κρεβάτι, ουρλιάζει: «Δεν θα με φωτογραφίσετε!». Κάθε φορά που λέει τις λέξεις αυτές, σπεύδει να τυλιχθεί στο πάπλωμά του. Έπειτα πάλι ξεσπά σ’ ένα τρομακτικό γέλιο. Συνεχίζει κατόπιν τις φωνές μέχρι που ξεγυμνώνεται τελείως, παρά τις απειλές των φυλάκων.

«Πώς υποφέρετε όλα αυτά τα καθημερινά δράματα;» ρωτά ο ρεπόρτερ τον αρχινοσοκόμο.
«Υποφέρουμε», του απαντά, «ίσως γιατί μας δίνεται η ευκαιρία να μελετήσουμε τη ζωή, όσο δεν θα τη μελετήσουμε έξω. Αυτός που βλέπετε ήταν καλός νοικοκύρης, καταστράφηκε όμως και τρελάθηκε για τη γυναίκα του. Τη συνέλαβε να τον απατά και τη συγχώρησε. Τη συνέλαβε όμως και δεύτερη φορά και τρελάθηκε».
«Κι αυτή;»
«Ε, αυτή εξακολουθεί τη ζωή της».
Εκεί ο Αγγελομάτης τερματίζει την επίσκεψή του. Απομακρύνεται αργά, κι ενώ στ’ αυτιά του ηχούν ακόμη τα ουρλιαχτά των αρρώστων, κάνει μια βαθιά εισπνοή και υψώνει μια προσευχή στην υγεία.