Ο Κυριάκος: Η αληθινή ιστορία ενός Έλληνα που σχεδόν καταστράφηκε επειδή αγάπησε μια Τουρκάλα

Ο Κυριάκος: Η αληθινή ιστορία ενός Έλληνα που σχεδόν καταστράφηκε επειδή αγάπησε μια Τουρκάλα Facebook Twitter
9

ΤΟΥ FARUK TUNCAY

Ο Κυριάκος στο τέλος της δεκαετίας του ‘80 ερχόταν μια φορά την εβδομάδα για ένα δίωρο μάθημα. Όταν δεν έπινε διάβαζε Τουρκικά κυρίως για να μαθαίνει φράσεις όπως «δεν μπορώ να σε ξεχάσω», «κατέστρεψα τη ζωή μου», «είμαι δυστυχισμένος» κ.ά. τέτοια. Συνήθως έκλαιγε γοερά ολόκληρη τη δεύτερη ώρα, δείχνοντάς μου ξανά και ξανά εκείνη την ξεθωριασμένη φωτογραφία όπου ποζάριζε καμαρωτός αγκαλιά με την παλιό του έρωτα, την τουρκάλα Εμπρού. Στο τέλος έφευγε με πεσμένους ώμους για το κοντινότερο μπαρ. 


Αν και δε ρωτώ ποτέ τους μαθητές μου για ποιο λόγο μαθαίνουν Τουρκικά και ποιο είναι το επώνυμό ή η καταγωγή τους, ο Κυριάκος, από την πρώτη στιγμή μου τα είπε όλα μόνος του. Με είχε βρει από την αγγελία που τότε εμφανιζόταν κάθε δεκαπέντε μέρες στο ΑΝΤΙ και κάθε Παρασκευή στο Ποντίκι. Τα πρώτα χρόνια της διδακτικής μου πορείας οι περισσότεροι μαθητές με έβρισκαν από αυτά τα δύο έντυπα όπως και από τον Σχολιαστή που τότε κυκλοφορούσε ακόμα. 


Ο Κυριάκος είχε σπουδάσει Νομική στη Γαλλία. Μοναχοπαίδι εύπορης οικογένειας της Μάνης, είχε μεγαλώσει ανάμεσα σε μια ορδή γυναικών που τον φρόντιζαν με αγάπη και αφοσίωση. Έφυγε για το Παρίσι όπου γωνρίστηκε και έκανε παρέα με Έλληνες, κυρίως, και κάποιους Τούρκους φοιτητές. Όλοι τους παιδιά καλών οικογενειών με μεσογειακό ταμπεραμέντο, τακίμιασαν και γρήγορα έγιναν στενοί φίλοι. Ένα από τα κορίτσια των Τούρκων ήταν και η Εμπρού. Ο Κυριάκος, γρήγορα παραχώρησε τη γαρσονιέρα του σ’ έναν συμφοιτητή του που δυσκολευόταν να πληρώνει το νοίκι του, και μετακόμισε στο άνετο ιδιόκτητο σπίτι της Εμπρού που της το είχε αγοράσει ο βιομήχανος πατέρας της. 


Μοναχοκόρη κι εκείνη όπως κι αυτός, το πρώτο καλοκαίρι που πήγαν μαζί διακοπές στην Πόλη τον παρουσίασε κιόλας στην οικογένειά της. Πέρασαν αξέχαστα σ’ εκείνο το πρώτο ταξίδι• βόλτες στον Βόσπορο και στην Προποντίδα, γνωριμία με ανθρώπους, τόπους, μνημεία, έγιναν για τον Κυριάκο οι δρόμοι, η κουζίνα και η καθημερινότητα της Πόλης πράγματα οικεία. Πριν επιστρέψει στο Παρίσι πέρασε λίγο από τη Μάνη να δει τους δικούς του. Και του έγινε συνήθεια πια η διαδρομή Παρίσι, Πόλη, Μάνη και πίσω στο Παρίσι σε κάθε γιορτές και διακοπές. Στην Κωνσταντινούπολη τον Κυριάκο φιλοξενούσε η κοπέλα στο διαμέρισμά της που ήταν στην ίδια πολυκατοικία με αυτό της οικογένειάς της. Ο πατέρας και η μητέρα της τον συμπάθησαν πολύ και χαίρονταν που η κόρη τους αγαπούσε έναν αντάξιό της σύντροφο. Εξαιρετικοί φοιτητές, και με το που πήραν το πτυχίο τους, με άριστα και οι δύο, ο Κυριάκος έκανε πρόταση γάμου στην Εμπρού, ζητώντας, για τυπικούς λόγους, να μιλήσει και με την πατέρα της. Όταν ο άλλος άκουσε τη φράση «Ζητώ το χέρι της κόρης σας!» έσκασε από τα γέλια. «Εδώ την έχεις πάρει ολόκληρη και τώρα ζητάς το χέρι της; Αν κάπου το έχασες, να ψάξω να στο βρω!» του λέει. Ξαφνικά όμως σοβάρεψε και στο δείπνο -οι τέσσερίς τους, γονείς και τα δυο παιδιά- στο τραπέζι της βεράντας που μπροστά της απλωνόταν ολόκληρη η Πόλη και ο Βόσπορος ο πατέρας της μίλησε για το μέλλον. «Είμαι εξήντα χρονών. Δέκα χρόνια σκοπεύω να δουλέψω ακόμα. Σας προτείνω λοιπόν να μην ξεκινήσετε αμέσως τη δουλειά. Δόξα τω Θεώ, λεφτά έχουμε. Πηγαίνετε να δείτε λίγο τον κόσμο, ζήστε τα νιάτα σας, ταξιδέψτε, κι ελάτε μετά να δούμε τι θα γίνει. Αν προτιμάτε ν’ αναλάβετε το εργοστάσιο, θα σας το μεταβιβάσω. Αν έχετε σκοπό να εργαστείτε σε άλλον τομέα μπορούμε να πουλήσουμε τις μετοχές και να ξεκινήσετε ό,τι θέλετε, όπου θέλετε, εδώ, στην Ελλάδα ή κάπου αλλού. Αν πάλι προτιμάτε κάτι άλλο, είμαστε έτοιμοι να σας ακούσουμε. Εγώ κι η μητέρα σας αυτά προτείνουμε.» 


Την άλλη κιόλας μέρα ο Κυριάκος μπήκε στο αεροπλάνο για Αθήνα. Η κοπέλα δεν είχε πατήσει πόδι στη Μάνη, δεν ήξερε τίποτα για την οικογένεια του αγαπημένου της. Πολλές φορές βρέθηκαν σε ελληνικά νησιά τα καλοκαίρια αλλά ούτε ο Κυριάκος άνοιξε κουβέντα για τη Μάνη, ούτε η Εμπρού λησμόνησε την αστική της αγωγή που της επέβαλλε υπακοή στους κανόνες της διακριτικότητας. 


Πριν ακόμα φτάσει στο χωριό το νοικιασμένο αμάξι του Κυριάκου το μανιάτικο γλέντι για την αποφοίτηση του κανακάρη είχε στηθεί. Έφαγαν, ήπιαν, γιόρτασαν με την ψυχή τους και την άλλη μέρα ο Κυριάκος συγκάλεσε οικογενειακό συμβούλιο για να ανακοινώσει στους δικούς του τα ευχάριστα με τον γάμο του. Όλοι, με το που το κατάλαβαν, χάρηκαν περισσότερο απ’ ό,τι με το πτυχίο. 


Έτσι, το άλλο απόγευμα, γιαγιά, θείοι, θείες, ξαδέρφες, μάνα και πατέρας κάθισαν γύρω γύρω στο μεγάλο σαλόνι του σπιτιού και περίμεναν ν’ ανοίξει το στόμα του ο Κυριάκος. Αυτός πάλι, έναν γλωσσοδέτη τον είχε, αφού ναι μεν ήταν σίγουρος πως θα τους πείσει πως η ευτυχία του εξαρτάται από τη συγκεκριμένη κοπέλα, γνώριζε όμως καλά και τις επαρχιώτικες προκαταλήψεις τους. ΄Ωσπου ξαφνικά, «στο κάτω κάτω της γραφής ας πουν ό,τι θέλουν. Την Εμπρού θα την πάρω ο κόσμος να χαλάσει!» σκέφτηκε και παίρνοντας βαθιά ανάσα το ξεκίνησε.


«Ξέρετε, στο Παρίσι όλα αυτά χρόνια ήμουν με μια κοπέλα.»
«Το καταλάβαμε, το καταλάβαμε» είπαν όλοι μαζί περιμένοντας με αγωνία τα υπόλοιπα. 
«Η κοπέλα δεν είναι απ΄τα μέρη μας» είπε χαμηλώνοντας ασυναίσθητα τη φωνή του. 
«Μωρέ, καλό κορίτσι να’ναι κι ας είναι κι Αθηναία!» είπε ο πατέρας του με μεγάλη άνεση.
Ψιλοκόμπιασε ο Κυριάκος μα δεν πτοήθηκε.
«Δεν είναι καν Ελληνίδα!»
«Γαλλίδα είναι;» ρώτησε η μάνα.
«Όχι» ήρθε κοφτή η απάντηση του Κυριάκου. Έτσι οι παρεβρισκόμενοι άρχισαν τις προβλέψεις. 
«Τότε είναι Ιταλίδα!» 
«Όχι!»
«Γερμανίδα μήπως;» 
«Ούτε!»


Τέλειωσαν οι ευρωπαϊκές χώρες, πέρασαν κι από τον παγκόσμιο χάρτη, ρωτώντας μήπως η υποψήφια νύφη είναι από την Αμερική, την Αυστραλία ή τον Καναδά, ώσπου κατέληξαν στα Βαλκάνια με λιγότερο ενθουσιασμό πλέον. Ρωτούσαν για Βουλγαρία, Ρουμανία και άλλες γείτονες χώρες κάθε φορά και πιο σκεφτικοί, ώσπου ο Κυριάκος ψιθύρισε πως η αγαπημένη του είναι από την Κωνσταντινούπολη. 


«Έ, καλά, αφού είναι Ρωμιά δικιά μας είναι, μωρέ!» αναπήδησε στην πολυθρόνα του ο πατέρας με πλατύ χαμόγελο. 
Με την τελευταία δύναμη που του είχε απομείνει ο Κυριάκος απάντησε πως δεν είναι Ρωμιά. Τότε η γιαγιά, σαν η καρέκλα να είχε ελατήριο και την πέταξε ψηλά, σηκώθηκε φουριόζα, πήγε στην κάμαρά της, και γύρισε με την καραμπίνα του παππού, κρεμασμένη δίπλα στο κρεβάτι από τότε που ο Κυριάκος θυμόταν τον εαυτό του και τώρα προτεταμένη προς τον εγγονό της. Πλησίασε, την ακούμπησε στο στήθος του και του είπε με κείνο τον κοφτό τρόπο που μιλούσε πάντα: «Αν τολμήσεις να πάρεις Τουρκάλα, δε θα ξαναπατήσεις το πόδι σου στη Μάνη. Θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια! Πάρε τώρα τηλέφωνο την Τουρκάλα και πες της πως τελειώσατε. Αλλιώς σήκω και φύγε από δω!» Ακολούθησαν μερικά δευτερόλεπτα σιωπής, όλοι κρατούσαν την αναπνοή τους μέχρι να δουν τι θα κάνει ο Κυριάκος. Με βήματα βαριά ο δυστυχής πλησίασε το τηλέφωνο και σχημάτισε τον αριθμό της Εμπρού που περίμενε με χαρούμενη αναστάτωση να την πάρει να της πει τα ευχάριστα! Είχε φανταστεί, η καημένη, μια υπέροχη παραδοσιακή οικογένεια της επαρχίας σαν κι αυτές που έβλεπε στον κινηματογράφο με την τόσο διαφορετική νοοτροπία, βέβαια, απ’ αυτήν των αστών γονιών της, έτοιμη όμως να αποδεχτεί στο τέλος τα πάντα βάζοντας πάνω απ’ όλα το καλό του γιου.


Όταν ο Κυριάκος της ανακοίνωσε την απόφαση της οικογένειάς του συμπληρώνοντας αμήχανα πως δεν μπορεί να τους αψηφήσει, σίγουρα θα κάθησε για να μην πέσει από την ταραχή της έδειξε όμως πως της φάνηκε φυσιολογικό. Έκλεισαν το τηλέφωνο φιλικά και αλληλοευχήθηκαν τα καλύτερα για το μέλλον. 

Πλησίασε, ακούμπησε την καραμπίνα στο στήθος του και του είπε με κείνο τον κοφτό τρόπο που μιλούσε πάντα: «Αν τολμήσεις να πάρεις Τουρκάλα, δε θα ξαναπατήσεις το πόδι σου στη Μάνη. Θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια! Πάρε τώρα τηλέφωνο την Τουρκάλα και πες της πως τελειώσατε. Αλλιώς σήκω και φύγε από δω!»


Η Εμπρού μετά από δυο χρόνια παντρεύτηκε κάποιον της σειράς της και έστελνε στον Κυριάκο επί χρόνια στα γενέθλιά του τις ευχές της με τη μοναδική ελληνική φράση που είχε μάθει• «χρόνια πολλά». Ανέλαβε την οικογενειακή επιχείρηση και ασχολήθηκε παράλληλα με την ανατροφή των δυο παιδιών της. 


Παντρεύτηκε και ο Κυριάκος μια κοπέλα από τη Μάνη που επέλεξε η γιαγιά του. Καλό κορίτσι, γέννησε τρία παιδιά και τα μεγάλωνε αγόγγυστα. Εκτός από τις Τετάρτες που ο Κυριάκος ανέβαινε στην Αθήνα μόνο και μόνο για το μάθημα, όλες τις άλλες μέρες της εβδομάδας τις περνούσε πίνοντας. Ξυπνούσε μετά τις 12 το μεσημέρι, έκανε ένα μπάνιο κι έψαχνε τη γιαγιά του. Μόλις την έβρισκε της έδινε ένα μπερντάχι ξύλο και μετά έδερνε τη μάνα του. Η γυναίκα του εργαζόταν την ώρα εκείνη και τα παιδιά τα έκρυβαν μόλις ξυπνούσε ο πατέρας τους. Μόνο δέρνοντας μάνα και γιαγιά ηρεμούσε λίγο ο Κυριάκος και μετά πήγαινε στο καφενείο όπου ξεκινούσε τα τσίπουρα. Το απόγευμα άλλαζε στέκι περνώντας στο μοναδικό καφέ-μπαρ του χωριού ώπου συνέχιζε με ουίσκι ως αργά το βράδυ που τον γυρνούσαν σπίτι σηκωτό ο καφετζής με το γιο του. Ευτυχώς όταν έπινε δε μιλούσε, δε φώναζε, δεν ενοχλούσε. Διάβαζε μόνο. Δεν ξέρω με τι μυαλό, μα διάβαζε• Τουρκικά κυρίως, έχοντας το αναγνωστικό και το τετράδιο στο ένα χέρι και στο άλλο το ποτήρι. Επίσης ξεφύλλιζε ξανά και ξανά κάτι παλιά βιβλία της νομικής που είχε φέρει από το Παρίσι και όλες τις παλιές εργασίες που είχαν κάνει μαζί με την Εμπρού τις τρυφερές ώρες διαβάσματος στο διαμέρισμά της. 


Προσπαθούσε να γεμίσει το τεράστιο κενό που είχε αφήσει μέσα του η Εμπρού, χαϊδεύοντας καθημερινά τα αντικείμενα της περασμένης ευτυχίας τους. Η σχέση του ειδικά με την τουρκική γλώσσα ήταν πραγματικά ερωτική. Χάιδευε τις λέξεις, γευόταν τους φθόγγους σαν να ήταν φαγώσιμοι, στην εκφορά των φθόγγων άκουγε τη φωνή εκείνης. Το μυαλό του βέβαια δεν συγκρατούσε τίποτα. Διάβαζε και ξαναδιάβαζε, αποστήθιζε με μανία μα ύστερα από λίγο οι λέξεις, οι φράσεις, τα γραμματικά φαινόμενα γλιστρούσαν απ’ το μυαλό του και χάνονταν. Εκτός από έναν αθεράπευτο πόνο δεν του είχε απομείνει τίποτα. Όσο κι αν προσπάθησα να μοιραστώ αυτόν τον πόνο δεν τα κατάφερα. 


Μια μέρα δεν ήρθε στο κανονισμένο μάθημά μας κι από τότε δεν άκουσα τίποτα γι’ αυτόν ώσπου -θα ’χαν περάσει πέντε χρόνια- πήρα μια κάρτα από την πιο μακρινή πόλη της Τουρκίας. 


«Δεν μπορούσα να ζήσω άλλο σ’ αυτή την ατμόσφαιρα, δάσκαλε κι αποφάσισα ν’ αντιγράψω το παράδειγμά σου. Απαρνήθηκα έθνος, ταυτότητα, οικογένεια, πατρίδα για να γλυτώσω από τον πόνο που με τρέλαινε. Δεν πίνω πια. Ήρθα εδώ, στο Καρς, γιατί μιλούσες πάντα τρυφερά για την γενέτειρά σου. Μιλάω πια καλά τα Τουρκικά και ζω με μια χαριτωμένη κοπέλα που εργάζεται στην ρεσεψιόν του μεγαλύτερου ξενοδεοχείου της πόλης. Εγώ δουλεύω σ’ έναν ξυλουργό και κάθε μέρα γίνομαι καλύτερος στην τέχνη αυτή που πάντα μου άρεσε, θυμάσαι. Τα δίδακτρα που σου χρωστούσα τα έδωσα σ’ έναν πρόσφυγα που μόλις είχε έρθει απ’ το Ιράκ και κυκλοφορούσε μ’ ένα ελαφρύ σακάκι χειμωνιάτικα. Φαντάζομαι πως κι εσύ το ίδιο θα έκανες. 
Σ’ ευχαριστώ για όλα και πρώτα απ’ όλα για την υπομονή σου.»


Στη θέση της υπογραφής, το όνομα Habip (Χαμπίμπ) που στα αραβικά σημαίνει «αγαπημένος».

Το αγαπημένο τραγούδι του:

 

Ο Faruk Tuncay είναι από την Τουρκία και ήρθε στην Ελλάδα το 1982 ως πολιτικός πρόσφυγας. Ίδρυσε στην Αθήνα το Κέντρο Ανατολικών Γλωσσών και Πολιτισμού όπου διδάσκει τουρκικά. Αρθρογραφεί επί χρόνια σε ελληνικά και τουρκικά έντυπα.

Η μαρτυρία αυτή γράφτηκε αρχικά στο fb του και αναδημοσιεύεται με την άδειά του.

 

Βιβλίο
9

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

100 βιβλία που ξεχωρίσαμε για αυτό το καλοκαίρι

Βιβλίο / 100 βιβλία να διαβάσεις κάτω από ένα αρμυρίκι ή στην πόλη με το κλιματιστικό στο φούλ

Κλασική λογοτεχνία, σύγχρονοι συγγραφείς, δοκίμια, ιστορία, αυτοβελτίωση, βιβλία για το «μικρό» να μην είναι όλη την ώρα στο iPad. Kάτι για όλους για να περάσει όμορφα, ήσυχα και ποιοτικά το καλοκαίρι.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΜΑΡΙΑ ΔΡΟΥΚΟΠΟΥΛΟΥ
Κι όμως, πέρασε μισός αιώνας από την αυγή των Talking Heads

Βιβλίο / Κι όμως, πέρασε μισός αιώνας από την αυγή των Talking Heads

Τέτοιες μέρες πριν από πενήντα χρόνια, το γκρουπ έκανε το ντεμπούτο του στην σκηνή του θρυλικού κλαμπ CBGB στη Νέα Υόρκη, κι ένα νέο βιβλίο ακολουθεί την πορεία τους από τις πρώτες τους ημέρες μέχρι το είδος εκείνο της επιτυχίας που συνήθως έρχεται με τα δικά της προβλήματα
THE LIFO TEAM
Η βιογραφία του Μίλαν Κούντερα κυκλοφόρησε μόλις στα ελληνικά

Βιβλίο / Η βιογραφία του Μίλαν Κούντερα κυκλοφόρησε μόλις στα ελληνικά

Η Γαλλίδα κριτικός λογοτεχνίας της «Monde», Φλοράνς Νουαβίλ, στο «Μίλαν Κούντερα: Γράψιμο... Τι ιδέα κι αυτή!», αποκαλύπτει καίριες στιγμές και συγγραφικές αλήθειες του καλού της φίλου, αναιρώντας όλες τις κατηγορίες που συνδέονταν με το όνομά του.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Πάουλο Σκoτ

Βιβλίο / Πάουλο Σκoτ: «Στη Βραζιλία ο ρατσισμός είναι παντού, στη λογοτεχνία, στους στίχους της σάμπα»

Πότε ρεαλιστικό, πότε στρατευμένο, πότε αστυνομικής υφής, πότε μια τρελή και ξεκαρδιστική σάτιρα. Οι «Φαινότυποι» του Πάουλο Σκοτ είναι ένα αξιοσημείωτο βιβλίο. Μιλήσαμε με τον Βραζιλιάνο συγγραφέα για τη λογοτεχνία, την κατάσταση στη Βραζιλία και την αξία των λογοτεχνικών βραβείων.
ΒΕΝΑ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Κώστας Σπαθαράκης, εκδότης.

Κώστας Σπαθαράκης / Κώστας Σπαθαράκης: «Δεν έχουμε αφηγήσεις για τις ερωτικές μας σχέσεις, για τα νιάτα μας»

Για τον άνθρωπο πίσω από τις εκδόσεις αντίποδες, το μεγαλύτερο όφελος ήταν ότι, ενώ του άρεσε να είναι χωμένος μέσα στα βιβλία – μια μοναχική και ίσως ναρκισσιστική συνήθεια –, στην πορεία έμαθε να τη μετατρέπει σε εργαλείο κοινωνικότητας και επαφής με τους γύρω του.
M. HULOT
Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες: Ζούμε το τέλος του ανθρωπισμού

Βιβλίο / Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες: «Ζούμε το τέλος του ανθρωπισμού»

Ο πολυβραβευμένος Κολομβιανός συγγραφέας μιλά στη LiFO για τη βία που στοιχειώνει τη χώρα του, τη δύναμη της λογοτεχνίας να ανασύρει όσα κρύβει η Ιστορία, αλλά και για την αρχαιοελληνική φιλοσοφία ως σταθερή επιρροή του.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
H Gen Z όχι μόνο διαβάζει αλλά συγχρόνως αλλάζει και την ίδια την έννοια της ανάγνωσης

Βιβλίο / Η Gen Z δεν διαβάζει απλώς· επαναπροσδιορίζει την ανάγνωση

Οι εκπρόσωποι αυτής της γενιάς λατρεύουν την απόδραση, παίρνουν την λεγόμενη fan fiction τόσο σοβαρά όσο και τη λίστα Booker, αναβιώνουν κλασικά βιβλία από την Τζέιν Όστεν έως τον Ντοστογιέφσκι και μοιράζονται ιστορίες στις δικές τους κοινότητες.
THE LIFO TEAM
Γιατί ο Πέρσιβαλ Έβερετ πήρε το Πούλιτζερ με το «James»

Βιβλίο / Γιατί ο Πέρσιβαλ Έβερετ πήρε το Πούλιτζερ με το «James»

Ο Πέρσιβαλ Έβερετ έγραψε ένα άκρως επίκαιρο, δεδομένων των τελευταίων ημερών, βιβλίο, που ταυτόχρονα φιλοδοξεί να καταστεί κλασικό, για τον ρατσισμό και τη χαμένη ανθρωπιά, και κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας των ΗΠΑ και το Πούλιτζερ.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Πάμε στη Χονολουλού»: Ένα βιβλίο για τον μποέμ ρεμπέτη, κιθαρίστα και σκιτσογράφο Κώστα Μπέζο, που ξαναγράφει την ιστορία της Ελλάδας πριν από το 1940

Βιβλίο / «Πάμε στη Χονολουλού»: Ένα βιβλίο για τον μποέμ ρεμπέτη Κώστα Μπέζο

Τη δεκαετία του ’30 άνθισε στην Ελλάδα ένα μουσικό είδος «διαφυγής» από τη σκληρή πραγματικότητα, οι χαβάγιες. Ο Κώστας Μπέζος, αινιγματική μορφή μέχρι πρόσφατα και σημαντικός ρεμπέτης και σκιτσογράφος, έγραψε μια ανείπωτη ιστορία, διαφορετική από αυτή που η επίσημη ιστορία έχει καταγράψει για την εποχή του Μεσοπολέμου.  
M. HULOT
Εύα Μπαλταζάρ: «Η αγάπη που σε φυλακίζει δεν είναι αγάπη»

Βιβλίο / Εύα Μπαλταζάρ: «Η αγάπη που σε φυλακίζει δεν είναι αγάπη»

Η Καταλανή συγγραφέας, που έχει εξελιχθεί σε σημείο αναφοράς της σύγχρονης queer λογοτεχνίας, μεταφράζεται παγκοσμίως και τη θαυμάζει ο Αλμοδόβαρ, μιλά στη LiFO για το τι σημαίνει να ζεις ελεύθερα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΠΕΞ Φάνη, ψηλά το κεφάλι!

Βιβλίο / Φάνη, ψηλά το κεφάλι!

Το πρώτο βιβλίο του Φάνη Παπαδημητρίου είναι μια συγκινητική εξομολόγηση για το ατύχημα στα 19 του που τον καθήλωσε σε αμαξίδιο, την πάλη του με τον τζόγο και τον αγώνα που έδωσε να ξαναφτιάξει τη ζωή του «μετά το τσουνάμι που ήρθε και τα σάρωσε όλα».
M. HULOT
«Τι ωραίο πλιάτσικο!»: Όταν η «αργόσχολη» τάξη εργάζεται σκληρά για το Κακό

Το πίσω ράφι  / «Τι ωραίο πλιάτσικο!»: Όταν η «αργόσχολη» τάξη εργάζεται σκληρά για το Κακό

Πιστή στην κλασική μορφή του μυθιστορήματος, αλλά ταυτόχρονα ανατρεπτική και μεταμοντέρνα, η καυστική σάτιρα του Τζόναθαν Κόου για τη βρετανική άρχουσα τάξη των αρχών της δεκαετίας του ’90 διαβάζεται μονορούφι.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ

σχόλια

6 σχόλια
Κάτι δεν πάει καλά με το συγκεκριμένο άρθρο, οι Τούρκοι είναι πολιτισμένοι, γενναιόδωροι. Οι Έλληνες είναι αγροίκοι μέθυσοι, που βγαίνουν με τα δικανα και βαράνε γιαγιάδες και μανάδες. Δεν ξέρω για την αλήθεια του άρθρου, το γράψε και Τούρκος....
Τυχερή η Εμπρού.Αντε, εντάξει οτι δεν αψήφησε την οικογένεια του, αλλα εκεί με το μπερντάκι ξύλο, τα έχασε.Τυχερή η Εμπρού, γλυτωσε απο έναν χέστη, βιαίο και μεθύστακα.
Ωραίο παραμύθι. Ο πατέρας της κοπέλας ήταν διατεθειμένος να δώσει στα παιδιά πλούτη αμύθητα αλλά ο Κυριάκος επέλεξε να μείνει στα κατσάβραχα λόγω της βάβως Σώμαινας.