Ο Κυριάκος: Η αληθινή ιστορία ενός Έλληνα που σχεδόν καταστράφηκε επειδή αγάπησε μια Τουρκάλα

Ο Κυριάκος: Η αληθινή ιστορία ενός Έλληνα που σχεδόν καταστράφηκε επειδή αγάπησε μια Τουρκάλα Facebook Twitter
9

ΤΟΥ FARUK TUNCAY

Ο Κυριάκος στο τέλος της δεκαετίας του ‘80 ερχόταν μια φορά την εβδομάδα για ένα δίωρο μάθημα. Όταν δεν έπινε διάβαζε Τουρκικά κυρίως για να μαθαίνει φράσεις όπως «δεν μπορώ να σε ξεχάσω», «κατέστρεψα τη ζωή μου», «είμαι δυστυχισμένος» κ.ά. τέτοια. Συνήθως έκλαιγε γοερά ολόκληρη τη δεύτερη ώρα, δείχνοντάς μου ξανά και ξανά εκείνη την ξεθωριασμένη φωτογραφία όπου ποζάριζε καμαρωτός αγκαλιά με την παλιό του έρωτα, την τουρκάλα Εμπρού. Στο τέλος έφευγε με πεσμένους ώμους για το κοντινότερο μπαρ. 


Αν και δε ρωτώ ποτέ τους μαθητές μου για ποιο λόγο μαθαίνουν Τουρκικά και ποιο είναι το επώνυμό ή η καταγωγή τους, ο Κυριάκος, από την πρώτη στιγμή μου τα είπε όλα μόνος του. Με είχε βρει από την αγγελία που τότε εμφανιζόταν κάθε δεκαπέντε μέρες στο ΑΝΤΙ και κάθε Παρασκευή στο Ποντίκι. Τα πρώτα χρόνια της διδακτικής μου πορείας οι περισσότεροι μαθητές με έβρισκαν από αυτά τα δύο έντυπα όπως και από τον Σχολιαστή που τότε κυκλοφορούσε ακόμα. 


Ο Κυριάκος είχε σπουδάσει Νομική στη Γαλλία. Μοναχοπαίδι εύπορης οικογένειας της Μάνης, είχε μεγαλώσει ανάμεσα σε μια ορδή γυναικών που τον φρόντιζαν με αγάπη και αφοσίωση. Έφυγε για το Παρίσι όπου γωνρίστηκε και έκανε παρέα με Έλληνες, κυρίως, και κάποιους Τούρκους φοιτητές. Όλοι τους παιδιά καλών οικογενειών με μεσογειακό ταμπεραμέντο, τακίμιασαν και γρήγορα έγιναν στενοί φίλοι. Ένα από τα κορίτσια των Τούρκων ήταν και η Εμπρού. Ο Κυριάκος, γρήγορα παραχώρησε τη γαρσονιέρα του σ’ έναν συμφοιτητή του που δυσκολευόταν να πληρώνει το νοίκι του, και μετακόμισε στο άνετο ιδιόκτητο σπίτι της Εμπρού που της το είχε αγοράσει ο βιομήχανος πατέρας της. 


Μοναχοκόρη κι εκείνη όπως κι αυτός, το πρώτο καλοκαίρι που πήγαν μαζί διακοπές στην Πόλη τον παρουσίασε κιόλας στην οικογένειά της. Πέρασαν αξέχαστα σ’ εκείνο το πρώτο ταξίδι• βόλτες στον Βόσπορο και στην Προποντίδα, γνωριμία με ανθρώπους, τόπους, μνημεία, έγιναν για τον Κυριάκο οι δρόμοι, η κουζίνα και η καθημερινότητα της Πόλης πράγματα οικεία. Πριν επιστρέψει στο Παρίσι πέρασε λίγο από τη Μάνη να δει τους δικούς του. Και του έγινε συνήθεια πια η διαδρομή Παρίσι, Πόλη, Μάνη και πίσω στο Παρίσι σε κάθε γιορτές και διακοπές. Στην Κωνσταντινούπολη τον Κυριάκο φιλοξενούσε η κοπέλα στο διαμέρισμά της που ήταν στην ίδια πολυκατοικία με αυτό της οικογένειάς της. Ο πατέρας και η μητέρα της τον συμπάθησαν πολύ και χαίρονταν που η κόρη τους αγαπούσε έναν αντάξιό της σύντροφο. Εξαιρετικοί φοιτητές, και με το που πήραν το πτυχίο τους, με άριστα και οι δύο, ο Κυριάκος έκανε πρόταση γάμου στην Εμπρού, ζητώντας, για τυπικούς λόγους, να μιλήσει και με την πατέρα της. Όταν ο άλλος άκουσε τη φράση «Ζητώ το χέρι της κόρης σας!» έσκασε από τα γέλια. «Εδώ την έχεις πάρει ολόκληρη και τώρα ζητάς το χέρι της; Αν κάπου το έχασες, να ψάξω να στο βρω!» του λέει. Ξαφνικά όμως σοβάρεψε και στο δείπνο -οι τέσσερίς τους, γονείς και τα δυο παιδιά- στο τραπέζι της βεράντας που μπροστά της απλωνόταν ολόκληρη η Πόλη και ο Βόσπορος ο πατέρας της μίλησε για το μέλλον. «Είμαι εξήντα χρονών. Δέκα χρόνια σκοπεύω να δουλέψω ακόμα. Σας προτείνω λοιπόν να μην ξεκινήσετε αμέσως τη δουλειά. Δόξα τω Θεώ, λεφτά έχουμε. Πηγαίνετε να δείτε λίγο τον κόσμο, ζήστε τα νιάτα σας, ταξιδέψτε, κι ελάτε μετά να δούμε τι θα γίνει. Αν προτιμάτε ν’ αναλάβετε το εργοστάσιο, θα σας το μεταβιβάσω. Αν έχετε σκοπό να εργαστείτε σε άλλον τομέα μπορούμε να πουλήσουμε τις μετοχές και να ξεκινήσετε ό,τι θέλετε, όπου θέλετε, εδώ, στην Ελλάδα ή κάπου αλλού. Αν πάλι προτιμάτε κάτι άλλο, είμαστε έτοιμοι να σας ακούσουμε. Εγώ κι η μητέρα σας αυτά προτείνουμε.» 


Την άλλη κιόλας μέρα ο Κυριάκος μπήκε στο αεροπλάνο για Αθήνα. Η κοπέλα δεν είχε πατήσει πόδι στη Μάνη, δεν ήξερε τίποτα για την οικογένεια του αγαπημένου της. Πολλές φορές βρέθηκαν σε ελληνικά νησιά τα καλοκαίρια αλλά ούτε ο Κυριάκος άνοιξε κουβέντα για τη Μάνη, ούτε η Εμπρού λησμόνησε την αστική της αγωγή που της επέβαλλε υπακοή στους κανόνες της διακριτικότητας. 


Πριν ακόμα φτάσει στο χωριό το νοικιασμένο αμάξι του Κυριάκου το μανιάτικο γλέντι για την αποφοίτηση του κανακάρη είχε στηθεί. Έφαγαν, ήπιαν, γιόρτασαν με την ψυχή τους και την άλλη μέρα ο Κυριάκος συγκάλεσε οικογενειακό συμβούλιο για να ανακοινώσει στους δικούς του τα ευχάριστα με τον γάμο του. Όλοι, με το που το κατάλαβαν, χάρηκαν περισσότερο απ’ ό,τι με το πτυχίο. 


Έτσι, το άλλο απόγευμα, γιαγιά, θείοι, θείες, ξαδέρφες, μάνα και πατέρας κάθισαν γύρω γύρω στο μεγάλο σαλόνι του σπιτιού και περίμεναν ν’ ανοίξει το στόμα του ο Κυριάκος. Αυτός πάλι, έναν γλωσσοδέτη τον είχε, αφού ναι μεν ήταν σίγουρος πως θα τους πείσει πως η ευτυχία του εξαρτάται από τη συγκεκριμένη κοπέλα, γνώριζε όμως καλά και τις επαρχιώτικες προκαταλήψεις τους. ΄Ωσπου ξαφνικά, «στο κάτω κάτω της γραφής ας πουν ό,τι θέλουν. Την Εμπρού θα την πάρω ο κόσμος να χαλάσει!» σκέφτηκε και παίρνοντας βαθιά ανάσα το ξεκίνησε.


«Ξέρετε, στο Παρίσι όλα αυτά χρόνια ήμουν με μια κοπέλα.»
«Το καταλάβαμε, το καταλάβαμε» είπαν όλοι μαζί περιμένοντας με αγωνία τα υπόλοιπα. 
«Η κοπέλα δεν είναι απ΄τα μέρη μας» είπε χαμηλώνοντας ασυναίσθητα τη φωνή του. 
«Μωρέ, καλό κορίτσι να’ναι κι ας είναι κι Αθηναία!» είπε ο πατέρας του με μεγάλη άνεση.
Ψιλοκόμπιασε ο Κυριάκος μα δεν πτοήθηκε.
«Δεν είναι καν Ελληνίδα!»
«Γαλλίδα είναι;» ρώτησε η μάνα.
«Όχι» ήρθε κοφτή η απάντηση του Κυριάκου. Έτσι οι παρεβρισκόμενοι άρχισαν τις προβλέψεις. 
«Τότε είναι Ιταλίδα!» 
«Όχι!»
«Γερμανίδα μήπως;» 
«Ούτε!»


Τέλειωσαν οι ευρωπαϊκές χώρες, πέρασαν κι από τον παγκόσμιο χάρτη, ρωτώντας μήπως η υποψήφια νύφη είναι από την Αμερική, την Αυστραλία ή τον Καναδά, ώσπου κατέληξαν στα Βαλκάνια με λιγότερο ενθουσιασμό πλέον. Ρωτούσαν για Βουλγαρία, Ρουμανία και άλλες γείτονες χώρες κάθε φορά και πιο σκεφτικοί, ώσπου ο Κυριάκος ψιθύρισε πως η αγαπημένη του είναι από την Κωνσταντινούπολη. 


«Έ, καλά, αφού είναι Ρωμιά δικιά μας είναι, μωρέ!» αναπήδησε στην πολυθρόνα του ο πατέρας με πλατύ χαμόγελο. 
Με την τελευταία δύναμη που του είχε απομείνει ο Κυριάκος απάντησε πως δεν είναι Ρωμιά. Τότε η γιαγιά, σαν η καρέκλα να είχε ελατήριο και την πέταξε ψηλά, σηκώθηκε φουριόζα, πήγε στην κάμαρά της, και γύρισε με την καραμπίνα του παππού, κρεμασμένη δίπλα στο κρεβάτι από τότε που ο Κυριάκος θυμόταν τον εαυτό του και τώρα προτεταμένη προς τον εγγονό της. Πλησίασε, την ακούμπησε στο στήθος του και του είπε με κείνο τον κοφτό τρόπο που μιλούσε πάντα: «Αν τολμήσεις να πάρεις Τουρκάλα, δε θα ξαναπατήσεις το πόδι σου στη Μάνη. Θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια! Πάρε τώρα τηλέφωνο την Τουρκάλα και πες της πως τελειώσατε. Αλλιώς σήκω και φύγε από δω!» Ακολούθησαν μερικά δευτερόλεπτα σιωπής, όλοι κρατούσαν την αναπνοή τους μέχρι να δουν τι θα κάνει ο Κυριάκος. Με βήματα βαριά ο δυστυχής πλησίασε το τηλέφωνο και σχημάτισε τον αριθμό της Εμπρού που περίμενε με χαρούμενη αναστάτωση να την πάρει να της πει τα ευχάριστα! Είχε φανταστεί, η καημένη, μια υπέροχη παραδοσιακή οικογένεια της επαρχίας σαν κι αυτές που έβλεπε στον κινηματογράφο με την τόσο διαφορετική νοοτροπία, βέβαια, απ’ αυτήν των αστών γονιών της, έτοιμη όμως να αποδεχτεί στο τέλος τα πάντα βάζοντας πάνω απ’ όλα το καλό του γιου.


Όταν ο Κυριάκος της ανακοίνωσε την απόφαση της οικογένειάς του συμπληρώνοντας αμήχανα πως δεν μπορεί να τους αψηφήσει, σίγουρα θα κάθησε για να μην πέσει από την ταραχή της έδειξε όμως πως της φάνηκε φυσιολογικό. Έκλεισαν το τηλέφωνο φιλικά και αλληλοευχήθηκαν τα καλύτερα για το μέλλον. 

Πλησίασε, ακούμπησε την καραμπίνα στο στήθος του και του είπε με κείνο τον κοφτό τρόπο που μιλούσε πάντα: «Αν τολμήσεις να πάρεις Τουρκάλα, δε θα ξαναπατήσεις το πόδι σου στη Μάνη. Θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια! Πάρε τώρα τηλέφωνο την Τουρκάλα και πες της πως τελειώσατε. Αλλιώς σήκω και φύγε από δω!»


Η Εμπρού μετά από δυο χρόνια παντρεύτηκε κάποιον της σειράς της και έστελνε στον Κυριάκο επί χρόνια στα γενέθλιά του τις ευχές της με τη μοναδική ελληνική φράση που είχε μάθει• «χρόνια πολλά». Ανέλαβε την οικογενειακή επιχείρηση και ασχολήθηκε παράλληλα με την ανατροφή των δυο παιδιών της. 


Παντρεύτηκε και ο Κυριάκος μια κοπέλα από τη Μάνη που επέλεξε η γιαγιά του. Καλό κορίτσι, γέννησε τρία παιδιά και τα μεγάλωνε αγόγγυστα. Εκτός από τις Τετάρτες που ο Κυριάκος ανέβαινε στην Αθήνα μόνο και μόνο για το μάθημα, όλες τις άλλες μέρες της εβδομάδας τις περνούσε πίνοντας. Ξυπνούσε μετά τις 12 το μεσημέρι, έκανε ένα μπάνιο κι έψαχνε τη γιαγιά του. Μόλις την έβρισκε της έδινε ένα μπερντάχι ξύλο και μετά έδερνε τη μάνα του. Η γυναίκα του εργαζόταν την ώρα εκείνη και τα παιδιά τα έκρυβαν μόλις ξυπνούσε ο πατέρας τους. Μόνο δέρνοντας μάνα και γιαγιά ηρεμούσε λίγο ο Κυριάκος και μετά πήγαινε στο καφενείο όπου ξεκινούσε τα τσίπουρα. Το απόγευμα άλλαζε στέκι περνώντας στο μοναδικό καφέ-μπαρ του χωριού ώπου συνέχιζε με ουίσκι ως αργά το βράδυ που τον γυρνούσαν σπίτι σηκωτό ο καφετζής με το γιο του. Ευτυχώς όταν έπινε δε μιλούσε, δε φώναζε, δεν ενοχλούσε. Διάβαζε μόνο. Δεν ξέρω με τι μυαλό, μα διάβαζε• Τουρκικά κυρίως, έχοντας το αναγνωστικό και το τετράδιο στο ένα χέρι και στο άλλο το ποτήρι. Επίσης ξεφύλλιζε ξανά και ξανά κάτι παλιά βιβλία της νομικής που είχε φέρει από το Παρίσι και όλες τις παλιές εργασίες που είχαν κάνει μαζί με την Εμπρού τις τρυφερές ώρες διαβάσματος στο διαμέρισμά της. 


Προσπαθούσε να γεμίσει το τεράστιο κενό που είχε αφήσει μέσα του η Εμπρού, χαϊδεύοντας καθημερινά τα αντικείμενα της περασμένης ευτυχίας τους. Η σχέση του ειδικά με την τουρκική γλώσσα ήταν πραγματικά ερωτική. Χάιδευε τις λέξεις, γευόταν τους φθόγγους σαν να ήταν φαγώσιμοι, στην εκφορά των φθόγγων άκουγε τη φωνή εκείνης. Το μυαλό του βέβαια δεν συγκρατούσε τίποτα. Διάβαζε και ξαναδιάβαζε, αποστήθιζε με μανία μα ύστερα από λίγο οι λέξεις, οι φράσεις, τα γραμματικά φαινόμενα γλιστρούσαν απ’ το μυαλό του και χάνονταν. Εκτός από έναν αθεράπευτο πόνο δεν του είχε απομείνει τίποτα. Όσο κι αν προσπάθησα να μοιραστώ αυτόν τον πόνο δεν τα κατάφερα. 


Μια μέρα δεν ήρθε στο κανονισμένο μάθημά μας κι από τότε δεν άκουσα τίποτα γι’ αυτόν ώσπου -θα ’χαν περάσει πέντε χρόνια- πήρα μια κάρτα από την πιο μακρινή πόλη της Τουρκίας. 


«Δεν μπορούσα να ζήσω άλλο σ’ αυτή την ατμόσφαιρα, δάσκαλε κι αποφάσισα ν’ αντιγράψω το παράδειγμά σου. Απαρνήθηκα έθνος, ταυτότητα, οικογένεια, πατρίδα για να γλυτώσω από τον πόνο που με τρέλαινε. Δεν πίνω πια. Ήρθα εδώ, στο Καρς, γιατί μιλούσες πάντα τρυφερά για την γενέτειρά σου. Μιλάω πια καλά τα Τουρκικά και ζω με μια χαριτωμένη κοπέλα που εργάζεται στην ρεσεψιόν του μεγαλύτερου ξενοδεοχείου της πόλης. Εγώ δουλεύω σ’ έναν ξυλουργό και κάθε μέρα γίνομαι καλύτερος στην τέχνη αυτή που πάντα μου άρεσε, θυμάσαι. Τα δίδακτρα που σου χρωστούσα τα έδωσα σ’ έναν πρόσφυγα που μόλις είχε έρθει απ’ το Ιράκ και κυκλοφορούσε μ’ ένα ελαφρύ σακάκι χειμωνιάτικα. Φαντάζομαι πως κι εσύ το ίδιο θα έκανες. 
Σ’ ευχαριστώ για όλα και πρώτα απ’ όλα για την υπομονή σου.»


Στη θέση της υπογραφής, το όνομα Habip (Χαμπίμπ) που στα αραβικά σημαίνει «αγαπημένος».

Το αγαπημένο τραγούδι του:

 

Ο Faruk Tuncay είναι από την Τουρκία και ήρθε στην Ελλάδα το 1982 ως πολιτικός πρόσφυγας. Ίδρυσε στην Αθήνα το Κέντρο Ανατολικών Γλωσσών και Πολιτισμού όπου διδάσκει τουρκικά. Αρθρογραφεί επί χρόνια σε ελληνικά και τουρκικά έντυπα.

Η μαρτυρία αυτή γράφτηκε αρχικά στο fb του και αναδημοσιεύεται με την άδειά του.

 

Βιβλίο
9

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Πολ Όστερ (1947-2024): Ο Mr. Vertigo των ονειρικών μας κόσμων

Απώλειες / Πολ Όστερ (1947-2024): Ο Mr. Vertigo των ονειρικών μας κόσμων

Η ζωή και το έργο του σπουδαίου Αμερικανού συγγραφέα που στις σελίδες του κατάφερε να συνδυάσει τη μαγεία των Γνωστικών με την περιπέτεια της περιπλάνησης και τη νουάρ ατμόσφαιρα με τα πιο ανήκουστα αυτοβιογραφικά περιστατικά.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Πέτρος Μάρκαρης: «Η Αθήνα της μιας διαδρομής»

Το πίσω ράφι / «Η Αθήνα της μιας διαδρομής»: Η περιήγηση του Πέτρου Μάρκαρη στις γειτονιές από τις οποίες περνά ο Ηλεκτρικός

Η διαδρομή Πειραιάς - Κηφισιά δεν είναι απλώς ο συντομότερος δρόμος για ν’ ανακαλύψει κανείς την Αθήνα, αλλά κι ο προσφορότερος για να διεισδύσει στην κοινωνική της διαστρωμάτωση.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Μαρία Κομνηνού: «Ο Κάφκα και ο Μελβίλ με συνδέουν με τη μητέρα μου»

The Book Lovers / Μαρία Κομνηνού: «Ο Κάφκα και ο Μελβίλ με συνδέουν με τη μητέρα μου»

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητά με την πρόεδρο του ΔΣ της Ταινιοθήκης της Ελλάδας και ομότιμη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αθηνών για τις «διαδρομές» που κάνει από τα βιβλία στο σινεμά και από το σινεμά στα βιβλία.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Ο Καβάφης στην Αθήνα

Σαν Σήμερα / Η ιδιαίτερη, «περίπλοκη και κάπως αμφιλεγόμενη» σχέση του Καβάφη με την Αθήνα

Σαν σήμερα το 1933 πεθαίνει ο Καβάφης στην Αλεξάνδρεια: Η έντονη και πολυκύμαντη σχέση του με την Αθήνα αναδεικνύεται στην έκθεση του νεοαφιχθέντος Αρχείου Καβάφη στη Φρυνίχου.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Παπαδιαμάντης και η αυτοκτονία στη λογοτεχνία

Βιβλίο / Ο Παπαδιαμάντης και η αυτοκτονία στη λογοτεχνία

Το ημιτελές διήγημα «Ο Αυτοκτόνος», στο οποίο ο συγγραφέας του βάζει τον υπότιτλο «μικρή μελέτη», μας οδηγεί στο τοπίο του Ψυρρή στο τέλος του 19ου αιώνα, κυρίως όμως στο ψυχικό τοπίο ενός απελπισμένου και μελαγχολικού ήρωα.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Ο ιερός και βλάσφημος συγγραφέας Πέδρο Αλμοδόβαρ

Βιβλίο / Ο ιερός και βλάσφημος συγγραφέας Πέδρο Αλμοδόβαρ

Για πρώτη φορά κυκλοφορούν ιστορίες από το αρχείο του Πέδρο Αλμοδόβαρ με τον τίτλο «Το τελευταίο όνειρο», από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 μέχρι σήμερα, συνδέοντας το ιερό με το βέβηλο, το φανταστικό με το πραγματικό και τον κόσμο της καταγωγής του με τη λάμψη της κινηματογραφίας.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου μιλούν για την αγαπημένη εκπομπή των booklovers

Οθόνες / «Βιβλιοβούλιο»: Μια διόλου σοβαροφανής τηλεοπτική εκπομπή για το βιβλίο

Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου ήταν κάποτε «ανταγωνιστές». Και πια κάνουν μαζί την αγαπημένη εκπομπή των βιβλιόφιλων, τη μοναδική που υπάρχει για το βιβλίο στην ελληνική τηλεόραση, που επικεντρώνεται στη σύγχρονη εκδοτική παραγωγή και έχει καταφέρει να είναι ευχάριστη και ενημερωτική.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Θανάσης Καστανιώτης: «Αν έκανα ένα δείπνο για συγγραφείς, δίπλα στον Χέμινγουεϊ θα έβαζα τη Ζυράννα Ζατέλη»

The Book Lovers / Θανάσης Καστανιώτης: «Αν έκανα ένα δείπνο για συγγραφείς, δίπλα στον Χέμινγουεϊ θα έβαζα τη Ζυράννα Ζατέλη»

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με τον εκδότη Θανάση Καστανιώτη για την μεγάλη διαδρομή των εκδόσεών του και τη δική του, προσωπική και ιδιοσυγκρασιακή σχέση με τα βιβλία και την ανάγνωση.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Τελικά, είναι ο Τομ Ρίπλεϊ γκέι; 

Βιβλίο / Τελικά, είναι γκέι ο Τομ Ρίπλεϊ;

Το ερώτημα έχει τη σημασία του. Η δολοφονία του Ντίκι Γκρίνλιφ από τον Ρίπλεϊ, η πιο συγκλονιστική από τις πολλές δολοφονίες που διαπράττει σε βάθος χρόνου ο χαρακτήρας, είναι και η πιο περίπλοκη επειδή είναι συνυφασμένη με τη σεξουαλικότητά του.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ

σχόλια

6 σχόλια
Κάτι δεν πάει καλά με το συγκεκριμένο άρθρο, οι Τούρκοι είναι πολιτισμένοι, γενναιόδωροι. Οι Έλληνες είναι αγροίκοι μέθυσοι, που βγαίνουν με τα δικανα και βαράνε γιαγιάδες και μανάδες. Δεν ξέρω για την αλήθεια του άρθρου, το γράψε και Τούρκος....
Τυχερή η Εμπρού.Αντε, εντάξει οτι δεν αψήφησε την οικογένεια του, αλλα εκεί με το μπερντάκι ξύλο, τα έχασε.Τυχερή η Εμπρού, γλυτωσε απο έναν χέστη, βιαίο και μεθύστακα.
Ωραίο παραμύθι. Ο πατέρας της κοπέλας ήταν διατεθειμένος να δώσει στα παιδιά πλούτη αμύθητα αλλά ο Κυριάκος επέλεξε να μείνει στα κατσάβραχα λόγω της βάβως Σώμαινας.