Υψηλό τίποτα

Υψηλό τίποτα Facebook Twitter
4

Υψηλό τίποτα Facebook Twitter

 

21.6 Παρασκευή

Το συζητάω εδώ και πολύ καιρό με φίλους που αγαπούν το φαγητό και που τους αρέσει να τρώνε έξω. Εγώ τουλάχιστον αισθάνομαι πως αυτά που σερβίρονται στα ελληνικά εστιατόρια δεν είναι αυτά που θα έπρεπε να είναι. Υπάρχει κάτι ψεύτικο στη σύνθεση των περισσότερων πιάτων που μας σερβίρουν οι αγαπημένοι σεφ στα εστιατόριά τους. Κάτι σου λείπει πάντα. Στη νιρβάνα δεν φτάνεις σχεδόν ποτέ. Και μετά πας σε ένα απλό ταβερνείο, σε μια γιαγιά που διατηρεί ένα καφενείο στην άκρη ενός χωριού, και σου σερβίρει ένα απλό ελληνικό φαγητό και σε διαλύει, σου κόβει τα γόνατα. Γιατί; Ποιος ξέρει; Ίσως είναι το γεγονός ότι σου θυμίζει κάτι από τα παιδικά σου χρόνια. Σου χτυπάει το νεύρο μιας ανάμνησης, μιας καταγωγής. Ίσως γιατί δεν υπάρχει καμία νεύρωση στην προετοιμασία αυτού του πιάτου. Ίσως πάλι και τίποτε απ' όλα αυτά, αλλά μόνο το γεγονός ότι τόσο «αστικό» και «κοσμοπολίτικο» πνεύμα, συνδυασμένο με το πού τρως, δεν το ήξερες, δεν το έχεις συνηθίσει.

Αλήθεια τώρα. Πόσοι από εσάς ήσασταν εξοικειωμένοι με τις έννοιες «καλό εστιατόριο», «υψηλή μαγειρική» από τότε που είχατε γεννηθεί; Ελάχιστοι. Είναι ξενόφερτες. Σε ένα σχετικά νέο κράτος, που στα εστιατόρια, στη γαστρονομία, όπως και σε τόσα άλλα πράγματα, δεν έχει παράδοση. Πάντως, και ενώ γίνεται πολύ καλή και σημαντική προσπάθεια από σεφ που έχουν ταλέντο και ενθουσιασμό και εστιατόρες που θέλουν να επενδύσουν, το κοινό δεν τρελαίνεται με όλα αυτά. Γουστάρει, πάει μια, δυο φορές και μετά γυρνάει σε αυτό που ξέρει. Ας μη γελιόμαστε. Πόσα καλά εστιατόρια με παράδοση στην υψηλή μαγειρική (φτηνή και ακριβή) έχουν παραμείνει ανοιχτά για περισσότερο από τρία-τέσσερα χρόνια; Ελάχιστα. Μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Γιατί συμβαίνει αυτό; Εγώ νομίζω πως δεν έχουμε την ικανότητα να αγαπήσουμε αυτού του είδους το φαγητό. Το συνδέουμε μόνο με μια κοσμικότητα η οποία, μόλις μεταφέρεται αλλού, μεταφέρονται και τα γούστα μας. Και ας συμβαίνει όλο αυτό που περιγράφω στην Αθήνα. Its ok. Να πηγαίνεις όμως σε ελληνικό νησί και να διαπιστώνεις την ίδια σύγχυση, αυτό με ξεπερνά. Και το βλέπεις πια παντού. Πας να φας στο νησάκι (και δεν μιλάω για μεγάλο, υπερκοσμικό νησί, μιλάω για μεσαίου μεγέθους, που γεμίζει είκοσι μέρες τον χρόνο), κάθεσαι στην αυλίτσα να φας, διαβάζεις τον κατάλογο και σου πέφτουν τα σαγόνια. Όση ώρα προσπαθούσα να αποδομήσω τις γαστρονομικές συνθέσεις του σεφ για να δω αν θα μείνω νηστικός ή όχι τελικά, στο πίσω μέρος του μυαλού μου σκεφτόμουν πως όλο κι εδώ γύρω, σε κάποιο στενό, θα υπάρχει ένα ταψί με σπιτικό φαΐ που θα ξεπερνά όλα τα πιάτα αυτού του καταλόγου.

Υψηλό τίποτα Facebook Twitter

Και, φυσικά, βγαίνω σωστός, αφού αυτά που παραγγείλαμε ήταν μια σκέτη θλίψη. Κακοφτιαγμένα, κακοεκτελεσμένα, με υλικά που ήρθαν από χίλια μίλια μακριά. Ήθελα να 'ξερα ποιος τους λέει πως οι τουρίστες, Έλληνες και ξένοι, θέλουν στο νησί, κάτω από αυτό το φεγγάρι, να τρώνε πολύπλοκες ανοησίες. Κανείς, φοβάμαι. Θα μου πεις, είναι καταδικασμένοι οι Έλληνες σεφ να φτιάχνουν λαδερά μια ζωή, επειδή αυτό μας αρέσει; Ναι, είναι. Οφείλουν να έχουν συναίσθηση πού ζουν και να μαγειρεύουν για να συνεχίσουν κάτι ελληνικό και όχι κάτι ευρωπαϊκό, ισπανικό, γαλλικό και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Τα έχουμε ξαναπεί. Δημιουργικός είναι αυτός που δεν αντιγράφει. Όχι αυτός που νομίζει πως αν η φέτα γίνει αφρός και το παντζάρι γίνει ζελές είναι συνάδελφος με τους Γάλλους. Όχι. Να αναρωτιέται αν Γάλλοι σεφ έρθουν στο νησί του πού θα φάνε; Σε αυτόν; Ή στης γιαγιάς παρακάτω; Νομίζω στο δεύτερο.

Πάντως, μόλις φύγαμε από το καλό αλλά ανεπαρκές εστιατόριο και περπατήσαμε ως το πιο κοντινό ζαχαροπλαστείο και γλυκαθήκαμε με τα πιο φρέσκα αμυγδαλωτά που ήταν αρωματισμένα με μανταρίνι, ξεχάσαμε όλα όσα φάγαμε πιο πριν και κοιμηθήκαμε το βράδυ με την πιο ωραία γλύκα του κόσμου. Τις επόμενες δυο μέρες είχαν γνώσιν οι φύλακες. Φτιάχτηκαν μπριάμ επικών διαστάσεων σε γάστρες, φαγώθηκαν σαρδέλες ψητές και ωραίες χωριάτικες δίπλα στο κύμα και ένα πολύ καλό φαγκρί που ακόμα θυμόμαστε πόσο ωραία είχε ψηθεί. Γλυκαθήκαμε με ακόμα περισσότερα αμυγδαλωτά και γλυκό βύσσινο και λουκουμάδες με παγωτό καϊμάκι και δύο ρυζόγαλα. Μια φορά την παθαίνεις. Μετά, εσύ θα φταις. Σας φιλώ.

Γεύση
4

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Οι γεύσεις του καλοκαιριού που φυλάξαμε για το χειμώνα

Γεύση / Φρυγανισμένα, λιόκαφτα, παστά, ξιδάτα: Έτσι μένει η γεύση του καλοκαιριού

Η τέχνη της συντήρησης των τροφών πάει χιλιάδες χρόνια πίσω και έχει ακόμα λόγο ύπαρξης γιατί μεταμορφώνει τα υλικά σε κάτι άλλο. Και αυτό το «άλλο» έχει γαστρονομική και συναισθηματική αξία.
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ
Το πρώτο ελληνικό ουίσκι: Όταν μια παρέα φίλων εμφιάλωσε το όνειρό της

Radio Lifo / Aυτό είναι το πρώτο ελληνικό ουίσκι

Μια ομάδα εννέα φίλων, χωρίς καμία επαγγελματική σχέση με την ποτοποιία, κατάφερε με πείσμα και πολλή αγάπη για το ουίσκι να δημιουργήσει το πρώτο ελληνικό single malt whisky. Δύο από αυτούς, ο Γιάννης Χριστοφορίδης και ο Ντίνος Οικονομόπουλος, μιλούν στη Μερόπη Κοκκίνη γι' αυτό το «ταξίδι» από το κριθάρι και το νερό του Ταΰγετου μέχρι τα βαρέλια vinsanto και τις αμέτρητες δυσκολίες.
ΜΕΡΟΠΗ ΚΟΚΚΙΝΗ
«Το 2025 είναι εξαιρετική χρονιά για τον οινολόγο, ο καλλιεργητής όμως κλαίει»

Το κρασί με απλά λόγια / «Το 2025 είναι εξαιρετική χρονιά για τον οινολόγο, ο καλλιεργητής όμως κλαίει»

Πώς κύλησε ο φετινός τρύγος σε διαφορετικές γωνιές του κόσμου; Από τον βορρά ως τον νότο της Ελλάδας, αλλά και σε εμβληματικές περιοχές όπως το Μπορντώ, η Βουργουνδία και η Μεντόζα, οι Έλληνες οινολόγοι καταθέτουν την εμπειρία τους και μιλούν για τις προκλήσεις που φέρνει η κλιματική αλλαγή.
THE LIFO TEAM
Το Χάνι της Ρέρεσης είναι ένα από τα τελευταία της Ελλάδας

Γεύση / Παγόνια, αντίκες και μαγειρευτά σε ένα χάνι που αντέχει στον χρόνο

Το Χάνι της Ρέρεσης, ένα από τα τελευταία της Ελλάδας, παραμένει ανοιχτό για ταξιδιώτες και ντόπιους, με την κυρία Νίτσα να κρατά ζωντανή την παράδοση της φιλοξενίας σε ένα μαγειρείο που θυμίζει λαογραφικό μουσείο.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
47’ στο Hygge με την Anne Meurling

Γεύση / Hygge: Ένας φούρνος που μυρίζει θαλπωρή στην Ιπποκράτους

Με νοσταλγία για τις συνταγές της πατρίδας της, μια Σουηδέζα φτιάχνει ψωμί, γλυκά, αέρινο βούτυρο και άψογη μηλόπιτα, δημιουργώντας ατμόσφαιρα βόρειας Ευρώπης - μόλις δυο βήματα από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας.
M. HULOT
«Μα πώς γεμίζει αυτή η τρύπα;»: Πριν από 40 χρόνια, τα «Δυο Λουξ» ξάφνιασαν τα Χανιά

Θρυλικά Μπαρ / «Μα πώς γεμίζει αυτή η τρύπα;»: Πριν από 40 χρόνια, τα «Δυο Λουξ» ξάφνιασαν τα Χανιά

Ξέρετε πολλές τσαγερί που να έχουν εξελιχθεί σε ολοήμερα στέκια, να έχουν μισθώσει λεωφορεία για να δουν οι θαμώνες τους μια έκθεση σε άλλον νομό ή να βγάζουν μια βάρκα γεμάτη με μελομακάρονα για κέρασμα στον δρόμο; Και όμως, αυτό το μέρος υπάρχει και έχει ξενυχτήσει γενιές στο λιμάνι των Χανίων.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Χταπόδι με σύκα: Μια για πολλούς άγνωστη και σίγουρα απρόσμενη συνταγή

Γεύση / Χταπόδι με σύκα: Μια για πολλούς άγνωστη και σίγουρα απρόσμενη συνταγή

«Όπου υπάρχουν συκιές, λίγο πιο πέρα αρχίζουν τα βότσαλα και μετά η Μεσόγειος και μετά το χταπόδι. Και κάπου, σ’ ένα πανηγυρικό τραπέζι, συναντώνται το χταπόδι και τα σύκα. Μαγειρεμένο το χταπόδι, μαγειρεμένα και τα λιόκαφτα, ξερά σύκα».
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ
Η ιεροτελεστία του πανηγυρικού πιλαφιού του Δεκαπενταύγουστου στο Καρπάθιο

Γεύση / Tα πιλάφια του Δεκαπενταύγουστου: Έτσι τιμούν τη μεγάλη γιορτή σε Κάσο και Κάρπαθο

Ακολουθώντας τελετουργικό χρόνων, στήνουν καζάνια πάνω σε φωτιές και φτιάχνουν πιλάφι, κρέας κοκκινιστό και τηγανητές πατάτες για να τιμήσουν τη μεγαλύτερη γιορτή του καλοκαιριού.
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ