Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, αν και γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, κατάλαβε από πολύ μικρός πως η ζωή στην πόλη δεν του ταίριαζε. Για να καταφέρει όμως να ζήσει με τους όρους του, χρειάστηκε να προσπαθήσει πολύ.
Αν και δούλευε στο κέντρο της Αθήνας, επέλεξε να μείνει σε ένα όμορφο παραλιακό χωριό της Κορινθίας, τον Κάτω Άσσο, απ' όπου ταξίδευε καθημερινά, αρχικά με το ΚΤΕΛ και στη συνέχεια με το τρένο, για να πάει στη δουλειά του. Η μέρα του ξεκινούσε στις 5 το πρωί και ολοκληρωνόταν περίπου στις 10 το βράδυ. Πολλοί θα βιάζονταν να μιλήσουν για μια αβάσταχτη σωματική και ψυχική κακουχία. Όπως μας λέει όμως και ο ίδιος, κάθε συνθήκη έχει δύο όψεις.
Η ταλαιπωρία μέσα στην εβδομάδα τού έδινε τη δυνατότητα να ζει τα Σαββατοκύριακά του όπως αυτός ήθελε, με απεριόριστες δραστηριότητες στη φύση, και να παρέχει ένα ήρεμο και ήσυχο περιβάλλον στην οικογένειά του.
Δεκαπέντε χρόνια μετά, αυτός και η οικογένειά του έχουν προχωρήσει στον δεύτερο σταθμό της ζωής τους. Αυτήν τη φορά στη Ζάκυνθο, με την Αθήνα να μη φαίνεται πια ούτε στον ορίζοντα. Στη συνέχεια μάς περιγράφει την καινούργια του ζωή.
«Η μετάβαση στο χωριό δεν ήταν μια απόφαση εύκολη για μένα. Κάθε συνθήκη στη ζωή έχει δύο όψεις. Ζύγισα τα αρνητικά και τα θετικά της και προχώρησα. Όσο περνούσε ο καιρός, αντιλαμβανόμουν ότι ήθελε τελικά πολλή δύναμη σε κάθε επίπεδο, σωματικό, ψυχικό και πνευματικό».
«Γεννήθηκα στην Αθήνα τον Μάιο του 1978. Φοίτησα μέχρι τα μέσα της πρώτης δημοτικού στην Καλλιθέα. Tον Μάρτιο του 1985 μετακομίσαμε οικογενειακώς στην Κόρινθο, λόγω μετάθεσης του πατέρα μου. Ξαναγύρισα στην Αθήνα το 1998, αρχικά ως φοιτητής της Θεολογικής και την επόμενη χρονιά για σπουδές στη Φιλοσοφική Αθηνών στο τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας.

Το κεφάλαιο "Κάτω Άσσος Κορινθίας" άνοιξε μετά τη γνωριμία με τη μετέπειτα σύζυγό μου, Αντιγόνη, το καλοκαίρι του 2009. Η παραμονή μας σε αυτό το όμορφο παραλιακό χωριό κράτησε δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια, μέχρι τον Αύγουστο του 2024.
Είχα ήδη αρχίσει να δουλεύω από τον Αύγουστο του 2007 στις εκδόσεις Πατάκη. Η δουλειά μου αρχικά ήταν κοντά στα Εξάρχεια και στη συνέχεια λίγα τετράγωνα πιο κάτω από την πλατεία Ομονοίας, επί της Πειραιώς. Όντας ακόμα ανύπαντρος, ήταν συνειδητή η επιλογή μου να μην εγκατασταθώ μόνιμα στην Αθήνα. Μετά τη φοιτητική ζωή ο αστικός τρόπος ζωής δεν είχε κάποιο νόημα για μένα. Προτίμησα, λοιπόν, τα πλεονεκτήματα μιας πιο ήρεμης ζωής, κοντά στη φύση και την ησυχία του χωριού.
Όλα όσα έζησα στην Αθήνα ως φοιτητής και μου άρεσαν δεν μου έλεγαν πια τίποτα. Όταν είσαι νέος, η Αθήνα είναι μια πόλη που σου παρέχει πολλές επιλογές, είναι, θα έλεγα, ένα "παράθυρο ευκαιριών", όπου μπορείς να κάνεις πολλά πράγματα. Όταν όμως η ζωή μπήκε στη ρουτίνα της δουλειάς, τα πράγματα για μένα άλλαξαν άρδην. Η πολυκοσμία, ο θόρυβος, το καυσαέριο, η καθημερινή κίνηση στους δρόμους, η απουσία ελεύθερου χώρου και πρασίνου ήταν παράγοντες αποφασιστικοί ώστε να επιλέξω το χωριό ως μόνιμη κατοικία. Άλλωστε, η δουλειά μου απείχε μία ώρα και κάτι από το χωριό. Αν έμενα σε κάποιο προάστιο στην Αθήνα, θα ήθελα πάνω κάτω την ίδια ώρα για να φτάσω στο γραφείο. Μάλιστα, είχε συμβεί να φτάσω εγώ νωρίτερα στο γραφείο από συναδέλφους που ζούσαν στην Αθήνα!
Η μετάβαση στο χωριό δεν ήταν μια απόφαση εύκολη για μένα. Κάθε συνθήκη στη ζωή έχει δύο όψεις. Ζύγισα τα αρνητικά και τα θετικά και προχώρησα. Όσο περνούσε ο χρόνος αντιλαμβανόμουν ότι ήθελε τελικά πολλή δύναμη σε κάθε επίπεδο, σωματικό, ψυχικό και πνευματικό. Τον πρώτο καιρό, μάλιστα, προβληματίστηκα πολύ αν τελικά πήρα τη σωστή απόφαση, καθώς η μετακίνησή μου από το χωριό στην πόλη γινόταν σε καθημερινή βάση.

Μια τυπική μέρα μου ξεκινούσε στις 5 το πρωί: γρήγορο ντους, πρωινό και αναχώρηση για τη στάση του υπεραστικού ΚΤΕΛ σε διπλανό χωριό. Μετά από κάποια χρόνια επέλεξα το τρένο, συγκεκριμένα τον προαστιακό. Οκτάωρο στη δουλειά και ακολούθως αρχικά μετάβαση στον Κηφισό και έπειτα στον σταθμό Λαρίσης για επιστροφή στο σπίτι, φαγητό, ξεκούραση και ύπνο. Θυμάμαι τα πρώτα χρόνια της δουλειάς να γυρίζω σπίτι όχι νωρίτερα από τις 10 το βράδυ. Ήταν εξοντωτικό. Επέστρεφα ουσιαστικά στο σπίτι μου για να κοιμηθώ και να ξαναφύγω την επόμενη μέρα.
Υπήρχαν όμως και οφέλη. Η δουλειά γραφείου μού έδωσε τη δυνατότητα του ελεύθερου Σαββατοκύριακου, οπότε μπορούσα να κάνω τις δραστηριότητές μου στη φύση κι έτσι να γεμίζω μπαταρίες για την εβδομάδα που ακολουθούσε. Η Κορινθία είναι ένας τόπος προνομιακός από πολλές απόψεις. Σε λίγη ώρα μπορείς να βρίσκεσαι στη θάλασσα για μπάνιο, ενώ την ίδια στιγμή υπάρχει και η επιλογή του βουνού για πεζοπορία, ορειβασία, σκι, και όλα αυτά μόνο μία ώρα μακριά από το κέντρο της Αθήνας. Το 2011 γεννήθηκε η πρώτη μου κόρη, που είχε την ευκαιρία να μεγαλώσει σε ένα ήρεμο και ήσυχο περιβάλλον. Με αφορμή, μάλιστα, μια επίσκεψή μας στην Αθήνα, στη διαδρομή μας προς ένα μουσείο και βλέποντας την Πειραιώς, τη θυμάμαι να μου λέει: "Μπαμπά, δεν θέλω ποτέ να έρθουμε να ζήσουμε εδώ".
Το νέο κεφάλαιο της ζωής μας ακούει στο όνομα Μέσο Γερακάρι Ζακύνθου και ξεκίνησε πριν από περίπου 7 μήνες με τον διορισμό της συζύγου μου στην εκπαίδευση. Χρειάστηκε, λοιπόν, να μετακομίσουμε οικογενειακώς. Εγώ συνέχισα σε καθεστώς τηλεργασίας. Ο τόπος εδώ δεν μας ήταν άγνωστος και αυτό ήταν μια συγκυρία ευνοϊκή για όλους μας. Όλα τα καλοκαίρια μου από μικρό παιδί τα περνούσα εδώ, ενώ αργότερα ερχόμασταν εδώ με τη δική μου οικογένεια για διακοπές.
Είναι ένα μικρό, ήσυχο χωριό, με όχι πάνω από 200 μόνιμους κατοίκους, στην ανατολική μεριά της Ζακύνθου, με θέα στο νότιο τμήμα της Κεφαλονιάς. Τον χειμώνα οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με τη συγκομιδή ελιάς. Οι ελαιώνες είναι ατελείωτοι σε αυτό το κομμάτι του νησιού. Παλιότερα υπήρχαν και πολλές λεμονιές, όχι όμως πια. Κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, το σκηνικό αλλάζει. Εδώ και πολλά χρόνια οι ντόπιοι δραστηριοποιούνται στον τουριστικό τομέα, σε καταλύματα, βίλες καθώς και καταστήματα εστίασης.
Έχω συνδέσει όλα τα καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων με τον τόπο αυτό. Μόλις έκλειναν τα σχολεία βρισκόμουν εδώ για περίπου δύο μήνες. Κουνέλια και κότες στη λότζα (η αποθήκη στην ντοπιολαλιά), αυγά φρέσκα και ψωμί από τον ξυλόφουρνο που φούρνιζε η γιαγιά· η γιαγιά να πλέκει πουλόβερ, καζάκες ή σεμεδάκια και ο παππούς στο μποστάνι του ή στο περιβόλι για πότισμα· κουβάλημα λεμονιών με τα ζιμπίλια (μεγάλες υφασμάτινες σακούλες) για να πουληθούν στον έμπορο· ψωμί με ντομάτα και ρίγανη για βραδινό μετά από ώρες ατέλειωτου παιχνιδιού· οι καρφόμυγες να μας κυνηγάνε μέσα στα περιβόλια την ώρα που πηγαίναμε ή επιστρέφαμε από το θαλασσινό μπάνιο· στην παραλία όλη μέρα, στα όρια της εξάντλησης, με τα παιδιά του χωριού και τα ξαδέλφια. Αυτές είναι μερικές εικόνες που έχω κρατήσει από τότε.

Θυμάμαι, επίσης, τον Γιώργο Γεωργιάδη, δημοσιογράφο που έχει φύγει πια από τη ζωή, να κάνει τον διαιτητή στο αυτοσχέδιο φιλέ του beach volley στην παραλία μέχρι να δύσει ο ήλιος πίσω από τον Βραχίονα, το βουνό που διατρέχει όλο το νησί σχεδόν απ' άκρη σ' άκρη· την καλαμένια καλύβα του Αντρέα στην παραλία· τα τετράστιχα ενός θείου που τραγουδούσε περνώντας μέσα από την αυλή μας καθ' οδόν για το απογευματινό του μπάνιο· τους ντόπιους συγγενείς και φίλους που μαζεύονταν στον αυλόγυρο τα απογεύματα με τα νέα του χωριού. Εικόνες, ήχοι, μυρωδιές και γεύσεις μιας άλλης εποχή που νοσταλγώ και με συντροφεύουν ακόμα κάθε φορά που στρέφω το βλέμμα μου στον κήπο του σπιτιού ή στην παραλία του χωριού. Εποχές αθώες, ανέμελες χωρίς i-Ρhone, κωδικούς Wi-Fi, Netflix…
Η απόλυτη ησυχία του χειμώνα στο χωριό σού επιτρέπει να ακούς τη φύση και τους ήχους της, τα γεράκια, τους μπούφους, τις κουκουβάγιες, τα κοκόρια που δεν σταματάνε να κακαρίζουν μέρα νύχτα, τα ελάχιστα αμάξια που περνάνε από τον δρόμο μπροστά από το σπίτι μας.
Εκτιμώ, επίσης, το γεγονός ότι εδώ οι χωριανοί δεν σταματάνε να μαζεύουν ελιές, ακόμα και όταν βρέχει. Οι άνθρωποι εδώ έχουν εξοικειωθεί πολύ με το υγρό στοιχείο. Τέλος, συνειδητοποίησα την αλλαγή των εποχών. Ναι, παρά την κλιματική κρίση, εδώ είδα πώς αλλάζουν, σε όλο τους το μεγαλείο.
Το μεγάλο μυστικό του τόπου αυτού είναι ο πολιτισμός του, η Επτανησιακή Σχολή: οι ποιητές (Αντώνιος Μαρτελάος, Διονύσιος Σολωμός, Ανδρέας Κάλβος, Ιωάννης Τσακασιάνος), οι μεγάλοι μουσουργοί και συνθέτες, παλαιότεροι και σύγχρονοι (Παύλος Καρρέρ, Αλέκος Ξένος, Δημήτρης Λάγιος κ.ά.), οι καντάδες, τα θέατρα, οι ζακυνθινές Ομιλίες (παραδοσιακά θεατρικά έργα που παίζονται από άντρες σε υπαίθριες σκηνές), οι πολλές φιλαρμονικές – μάλιστα η αρχαιότερη της Ελλάδας βρίσκεται εδώ, στο Καταστάρι. Μαζί και οι «Τραγουδιστάδες τση Ζάκυθος» που κρατούν ζωντανή όλη αυτή την πλούσια λαϊκή παράδοση σε πείσμα των καιρών, οι μαντολινάτες, η τραγουδιστή ντοπιολαλιά, το χαρακτηριστικό "τσι" που ακούς από τις παλιότερες γενιές. Α, να μην ξεχάσω τα καμπαναριά των εκκλησιών που είναι μνημεία αρχιτεκτονικής!
Αν μπορούσα να αλλάξω κάτι, θα ήταν η επέλαση του υπερτουρισμού. Σε λίγα χρόνια φοβάμαι ότι και σε αυτόν τον μικρό τόπο ο τουρισμός θα αφήσει έντονο το αποτύπωμά του, όπως το έχει κάνει ήδη και σε άλλες περιοχές του νησιού. Το νησί είναι πολύ όμορφο, αλλά δυστυχώς το τοπίο αλλοιώνεται με τον καιρό. Η δόμηση του νησιού δεν έχει πια χαρακτήρα. Η χαρακτηριστική ώχρα του παρελθόντος έχει χαθεί, ενώ βλέπεις να σηκώνονται ακόμα και πολυώροφες κατοικίες που δεν ταιριάζουν στο τοπίο. Θα φρόντιζα, επίσης, για καλύτερους δρόμους και καλύτερη διαχείριση των απορριμμάτων. Οι υποδομές είναι ένα ζήτημα σοβαρό, πρέπει να γίνει πολλή δουλειά στον τομέα αυτό σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης.

Αγαπημένες συνήθειες τον χειμώνα είναι το κολύμπι στη θάλασσα και το καλοκαίρι η ποδηλασία. Εσχάτως και τα μαθήματα μαντολίνου που ξεκίνησα με τον ερχομό μου στη Ζάκυνθο. Στην απόφασή μου αυτή με επηρέασε έντονα ένα CD με έργα για νυκτά έγχορδα του μεγάλου Δημήτρη Λάγιου που άκουσα και με μάγεψε, κρατώντας μου συντροφιά στον δύσκολο, μουντό και βροχερό χειμώνα του νησιού. Ήδη παίζω τα πρώτα κομμάτια και σιγοψιθυρίζω πανευτυχής Διονύσιο Σολωμό: «Δεν ακούεται ούτ’ ένα κύμα / εις την έρμη ακρογιαλιά·/ λες κι η θάλασσα κοιμάται / μες στης γης την αγκαλιά».
Στο χωριό χρειάζεται να είσαι νέος, με αντοχές, καθώς οι δουλειές είναι πολλές: κόψιμο ξύλων για τη σόμπα, ξεχορτάριασμα στους κήπους και στο περιβόλι κ.ά. Κερδίζεις ποιότητα ζωής, αλλά πρέπει να είσαι και έτοιμος να αντιμετωπίσεις καθημερινές προκλήσεις που πριν έβλεπες μόνο στα ντοκιμαντέρ. Χρειάζεται λοιπόν γερό στομάχι, υπομονή και επιμονή για την προσαρμογή.
Είπαμε όμως, τα πάντα στη ζωή έχουν δύο όψεις. Καθετί που επιλέγεις το υπηρετείς με τα υπέρ και τα κατά του και στο τέλος της ημέρας αυτό που μένει συνοψίζεται σε ένα απόσπασμα από τους ψαλμούς του Δαβίδ: «Οι σπείροντες εν δάκρυσιν εν αγαλλιάσει θεριούσι».
Στείλτε τις προτάσεις σας για τη στήλη «Γειτονιές της Ελλάδας» στο [email protected]