Γιαγιά-χωριό Facebook Twitter
Φωτ.: Άννα Κόκορη/LΙFO

Οι φιλόξενες και ανοιχτές καρδιές ενός ορεινού χωριού της Ευρυτανίας

0

Κάθε φορά που επισκέπτομαι κάποιο απομονωμένο ορεινό χωριό της Ελλάδας για λίγες μέρες, προσπαθώ να μη συμπεριφέρομαι σαν την εκστασιασμένη πρωτευουσιάνα που έφυγε από τη βαβούρα της πόλης και προσγειώθηκε με έναν καπουτσίνο στο χέρι στον απάτητο παράδεισο με την οργιάζουσα φύση και τους φιλόξενους και γεμάτους σοφία τρεις κατοίκους που κατοικούν εκεί μόνιμα. 

Προσπαθώ να ελέγχω τον ενθουσιασμό μου και να κρατώ τη συγκίνηση για τον εαυτό μου. Όχι απαραίτητα για να αυτολογοκριθώ, αλλά γιατί πάντα με ενοχλούσε η εξωτικοποίηση των ανθρώπων που ζουν με έναν διαφορετικό και πιο παραδοσιακό τρόπο.

Συγκρατούμαι, λοιπόν, να μη βγάζω συνεχώς φωτογραφίες, θέλοντας να αποτυπώσω την έκφραση εκείνων που βιώνουν τη μοναχική ζωή χωρίς εμφανή εσωτερική πίεση, και να μην κρατάω συνεχώς σημειώσεις για κάθε σοφό απόφθεγμα που μοιράζονται για την απώλεια, τη χαρά ή το νόημα της ζωής.

Η αλήθεια είναι όμως ότι δεν τα καταφέρνω πάντα. Έτσι, αυτήν τη φορά, θέλω να μοιραστώ λίγα λόγια για δύο πρόσωπα που γνώρισα και έζησα μαζί τους τρεις μέρες σε ένα ερημωμένο χωριό, ψηλά στα βουνά της Ευρυτανίας

Το χωριό είναι σαν πίνακας του Μονέ, μισοκρυμμένο πίσω από σύννεφα και κυπαρίσσια, ανάμεσα σε απάτητες, δασώδεις βουνοκορφές, με το καθαρότερο οξυγόνο, τον μαγικό καταρράκτη και 4 ή 5 κατοικήσιμα σπίτια – τα υπόλοιπα είναι γκρεμισμένα από την πάροδο του χρόνου. 

Η κ. Αφροδίτη και ο κ. Γρηγόρης, οι «θείοι», όπως τους φωνάζαμε με την παρέα μου, δεν έχουν κάποια συγγένεια μεταξύ τους αλλά γνωρίζονται χρόνια, καθώς είναι μόνιμοι κάτοικοι ενός πανέμορφου ορεινού χωριού – στο οποίο για να φτάσουμε χρειαστήκαμε πολλές ώρες, μπόλικη υπομονή, αρκετές δραμαμίνες και καλό αυτοκίνητο. 

Το χωριό είναι σαν πίνακας του Μονέ, μισοκρυμμένο πίσω από σύννεφα και κυπαρίσσια, ανάμεσα σε απάτητες, δασώδεις βουνοκορφές, με το καθαρότερο οξυγόνο, τον μαγικό καταρράκτη και 4 ή 5 κατοικήσιμα σπίτια – τα υπόλοιπα είναι γκρεμισμένα από την πάροδο του χρόνου. Δίχως ιατρικό κέντρο ή φαρμακείο, λαχαναγορά ή σουπερμάρκετ, καφενείο, σχολείο ή σήμα. Με ένα εκκλησάκι του προφήτη Ηλία στην κορυφή ενός λόφου και μια μικρή πέτρινη πλατεία με ξεχασμένα σημαιάκια από μια παλαιότερη εθνική εορτή, σκεπασμένη από ξερά, κίτρινα, πεσμένα φύλλα. 

Γιαγιά-χωριό Facebook Twitter
Το χωριό είναι σαν πίνακας του Μονέ, μισοκρυμένο πίσω από σύννεφα και κυπαρίσσια, ανάμεσα σε απάτητες, δασώδεις βουνοκορφές... Φωτ.: Άννα Κόκορη/LIFO

Εμείς μέναμε στο οικογενειακό σπίτι ενός φίλου από την παρέα, εξοπλισμένοι με χοντρές κουβέρτες για το κρύο κι ένα αυτοσχέδιο σέικερ για να φτιάχνουμε φραπέ. Στον από κάτω δρόμο βρισκόταν το σπίτι της θείας Αφροδίτης, στον από πάνω του θείου Γρηγόρη.

Από την πρώτη στιγμή που φτάσαμε στο ορεινό χωριό της Ευρυτανίας, οι δύο τους μας υποδέχτηκαν στον τόπο τους με μια θέρμη που εύκολα ξεπέρασε το πιο περιζήτητο πεντάστερο ξενοδοχείο κάποιας μακρινής μεγαλούπολης. Ο αφοπλιστικά φιλόξενος τρόπος τους, το διαρκές φίλεμα με δικά τους πεντανόστιμα πράγματα, η όρεξή τους να καθίσουν μαζί μας για να γνωριστούμε και να μας δείξουν τις ομορφιές του χωριού, η διάθεσή τους να μοιραστούν το κρασί τους, το φρέσκο κρέας και το βρασμένο κατσικίσιο γάλα μάς γονάτισαν. Το ίδιο και η θέλησή τους να ανταλλάξουμε απόψεις πάνω σε αμφιλεγόμενα θέματα τα οποία ακόμα οι πιο «προχώ» στη γενιά μου δεν ανοίγουν εύκολα.

Γιαγιά-χωριό Facebook Twitter
Ο θείος Γρηγόρης. Φωτ.: Άννα Κόκορη/LIFO
Γιαγιά-χωριό Facebook Twitter
H θεία Αφροδίτη. Φωτ.: Άννα Κόκορη/LIFO

Αυτοί οι δύο άνθρωποι, μεγάλοι σε ηλικία, μεγαλωμένοι σε μια μικρή και «κλειστή» κοινωνία, με απουσία διαρκούς ενημέρωσης και διασύνδεσης, που κυνηγάνε οι ίδιοι την τροφή τους και που πίνουν ρίγανη όταν αρρωσταίνουν, επέδειξαν μηδενικό δογματισμό στις απόψεις τους. Αντιθέτως αφουγκάστηκαν και αποδέχθηκαν την αντίθετη άποψη του άλλου με εντυπωσιακό τρόπο και συμμετείχαν σε πολλές γόνιμες συζητήσεις, χωρίς βαρύγδουπο ύφος και έπαρση.

Η θεία Αφροδίτη, μεγαλωμένη στα όρη και στ’ άγρια βουνά, παντρεμένη από τα 18, αφοσιωμένη για χρόνια στο μεγάλωμα των παιδιών της και στην καθημερινή εργασία στα χωράφια, αφού μας σέρβιρε φρέσκο κατσικίσιο γάλα με βουτηγμένο ψωμί, και χειροποίητη χορτόπιτα με πράσα από το χωράφι της, έκατσε και συμμετείχε ενεργά στην πολύωρη κουβέντα που είχαμε πάνω σε θέματα ταμπού. 

Το ίδιο και ο θείος Γρηγόρης, που μας έφερε μαγειρεμένο κρέας που είχε πιάσει μόνος του, κρασί δικό του και μαλακές ντομάτες, και έπειτα έκατσε και συμμετείχε στη συζήτηση που είχαμε για την κλιματική αλλαγή και τον βιγκανισμό. 

Γιαγιά-χωριό Facebook Twitter
Προσπαθώ να ελέγχω τον ενθουσιασμό μου και να κρατώ τη συγκίνηση μονάχα για τον εαυτό μου.

Εμείς εξηγούσαμε τα ζητήματα της γενιάς μας, χωρίς καμία πρόθεση να φέρουμε τον Διαφωτισμό στο χωριό λες και είμαστε οι θεματοφύλακες της προόδου. Και εκείνοι δέχονταν και απαντούσαν, χωρίς τυπική ευγένεια αλλά με αυτήν τη μεγεθυσμένη ενσυναίσθηση και τη σπάνια διεισδυτικότητα της ανθρώπινης ψυχής. 

Και αναρωτήθηκα, πόσο συχνά συναντάμε φαινομενικά «σύγχρονους» ανθρώπους σε μεγάλα και πολυπολιτισμικά αστικά κέντρα, στην ουσία όμως αδιάλλακτους, απορριπτικούς, με μια απογοητευτική ακαμψία και αδυναμία να δεχτούν οτιδήποτε τους είναι «ξένο» και ανοίκειο; 

«Κατά πώς θέλει να ζήσει ο καθένας», μου είπε η θεία Αφροδίτη, την ώρα που μου έδινε ένα κομμάτι πίτα, και κάπου εκεί δεν άντεξα, την έβγαλα φωτογραφία. 

Γιαγιά-χωριό Facebook Twitter
Φωτ.: Άννα Κόκορη/LIFO
Γιαγιά-χωριό Facebook Twitter
Φωτ.: Άννα Κόκορη/LIFO

Όπως δεν κρατήθηκα και όταν ανεβαίναμε το βουνό για τον προφήτη Ηλία, και ο θείος Γρηγόρης σταμάτησε και μας έδειξε την πέτρα στην άκρη του γκρεμού που κάθεται τα βράδια μόνος του και ατενίζει από ψηλά τα φώτα του απέναντι χωριού. «Δεν σε πιάνει άγχος, θείε, που είσαι μόνος εδώ;» τον ρώτησα. «Τι να φοβηθώ; Μην πάθω κάτι; Όχι» απάντησε. «Τη μοναξιά φοβάμαι λίγο, αλλά έχω μάθει να την αντέχω».

Και εκεί είναι που η θεία Αφροδίτη και ο θείος Γρηγόρης αναπόφευκτα κάπως εξωτικοποιήθηκαν στο μυαλό μου. Δεν μπορούσα να αποφύγω τη σύγκριση της δικής μου ζωής με τη δική τους. Το υψηλό επίπεδο αυτονομίας που κατέχουν, τη διαχείριση του συναισθήματος και της σκέψης με τρόπους που εμείς δεν μπορούμε. Την άπλετη και χρήσιμη γνώση τους για τη ζωή, το ανοιχτό μυαλό και την ορθάνοιχτη καρδιά τους.

Πώς λοιπόν να μη συγκινηθώ, να μην ενθουσιαστώ; Πώς να μη με συνεπάρει το γεγονός ότι ζουν χιόνια και ζέστες σε ένα απομονωμένο, δυσπρόσιτο μέρος της Ελλάδας, ξυπνώντας τα χαράματα για να ζεστάνουν έναν ελληνικό και έπειτα να φροντίσουν τη γη τους και τα ζώα τους;

Πώς να μη γράψω για αυτούς τους δύο ανθρώπους που ενώ μοιάζουν να ζουν στον αυτόματο και την απομόνωση εδώ και χρόνια, έχουν αναπτύξει συνειδητότατα μια ασυνήθιστη επίγνωση της ανθρώπινης ύπαρξης. Όχι μέσα από σεμινάρια αυτογνωσίας και ατελείωτες ώρες ψυχανάλυσης, αλλά μέσα από μια φυσική επαγρύπνηση,  μια μόνιμη παρατήρηση και ίσως μια σύνδεση με τα πιο «μικρά» πράγματα της ζωής – ένα πουλί στο δέντρο, μια γάτα που λιάζεται στον ήλιο ή μια παύση πάνω σε μια πέτρα αντίκρυ στο απόλυτο σκοτάδι. 

Γιαγιά-χωριό Facebook Twitter
Φωτ.: Άννα Κόκορη/LIFO



 

Ταξίδια
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Πώς η ανάβαση στο Έβερεστ κατέληξε από ηρωικό κατόρθωμα σε μαζική μπίζνα

Ταξίδια / Πώς η ανάβαση στο Έβερεστ κατέληξε από ηρωικό κατόρθωμα σε μαζική μπίζνα

Η συντριπτική πλειονότητα των αναβατών είναι πελάτες που πληρώνουν εξαψήφια ποσά και μεταξύ αυτών που ανέβηκαν πρόσφατα στην «κορυφή του κόσμου» ήταν κάποιοι τυφλοί, δύο 13χρονοι, αρκετοί εβδομηντάρηδες, ακόμη και άτομα που είχαν υποστεί διπλό ακρωτηριασμό.
THE LIFO TEAM
«Το χωριό μου, ο Δεσύλλας Μεσσηνίας, είναι ένας μικρός κρυφός παράδεισος»

Γειτονιές της Ελλάδας / «Το χωριό μου, ο Δεσύλλας Μεσσηνίας, είναι ένας μικρός κρυφός παράδεισος»

Ο Μάριος Γκρόγκος μιλά για τον τόπο του με την ανεμπόδιστη θέα στον μεσσηνιακό κάμπο, για ένα μέρος που πια έχει όλα κι όλα δύο μαγαζιά – έχει όμως και μια ομάδα κατοίκων που στήνει φεστιβάλ και εκθέσεις φωτογραφίας και ανανεώνει εθελοντικά την όψη του χωριού.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Αβινιόν/Αρλ

Ταξίδια / Ένα road trip στην Αβινιόν των επτά Παπών και στην Αρλ του Βαν Γκογκ

Γοτθική αρχιτεκτονική, μια «δεύτερη Ρώμη», πολλά δωρεάν μουσεία, φοιτητές να πίνουν μπύρες σε ζωντανές πλατείες και φιλότεχνοι που αναζητούν την αύρα που ενέπνευσε τον Ολλανδό ζωγράφο, αλλά και τον Πικάσο και τον Γκογκέν. Δυο πόλεις που σε κάνουν να ξεχνάς με το ιστορικό τους κέντρο όλα τα βάσανα του ταξιδιού.
ΚΟΡΙΝΑ ΦΑΡΜΑΚΟΡΗ
Όλα από την αρχή στο Σκαμνέλι, σε ένα Ζαγοροχώρι 25 κατοίκων

Γειτονιές της Ελλάδας / Όλα από την αρχή στο Σκαμνέλι, ένα Ζαγοροχώρι 25 κατοίκων

Ο Φίλιππος Φραγκούλης άφησε πίσω του μια πολυετή καριέρα στις τράπεζες προκειμένου να επιστρέψει στις ρίζες του, στην Τύμφη. Αντικατέστησε τα meetings με τα πυκνά δάση που αποτελούν πλέον το φόντο της νέας του πορείας στη ζωή, έχοντας όμως να αντιμετωπίσει πια τις δυσκολίες ενός ορεινού τόπου.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Πώς είναι η καθημερινότητα ενός τριαντάρη στο ψηλότερο χωριό των Βαλκανίων;

Γειτονιές της Ελλάδας / Πώς είναι η καθημερινότητα ενός τριαντάρη στο ψηλότερο χωριό των Βαλκανίων;

Ο Άρης Αβέλλας περιγράφει τη ζωή του στη Σαμαρίνα, σε ένα μέρος που τραβάει την προσοχή ξένων αλπινιστών, σε έναν τόπο όπου όταν λιώνουν τα χιόνια μπορεί κανείς να βολτάρει σε καταρράκτες, να θαυμάσει άγρια ζώα, να δροσιστεί σε βάθρες.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Η καθημερινή ρουτίνα ενός πλοίου της γραμμής τον χειμώνα

Ταξίδια / Η καθημερινή ρουτίνα ενός πλοίου της γραμμής τον χειμώνα

Πήραμε το πλοίο της γραμμής για να κάνουμε το δρομολόγιο που κάνουν οι ναυτικοί μετ’ επιστροφής, χωρίς να κατέβουμε σε κάποιο λιμάνι. Η διαδρομή μας ήταν Πειραιάς – Κύθνος – Σέριφος – Σίφνος – Κίμωλος – Μήλος και πίσω, ενώ άλλες μέρες προστίθενται κάποιοι ακόμα προορισμοί, με τερματικό λιμάνι εκείνο της Σαντορίνης. Στις περίπου 17 ώρες προσπαθήσαμε να δούμε και να καταγράψουμε τη ζωή τον χειμώνα μέσα σε ένα από τα πολλά πλοία που ταξιδεύουν αδιάκοπα στις ελληνικές θάλασσες.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΕΛΑΣΑΚΗΣ
Adrère Amellal: Μια μέρα στο ξενοδοχείο που φωτίζεται με κεριά στην όαση της Σίβα

Ταξίδια / Adrère Amellal: Μια μέρα στο ξενοδοχείο που φωτίζεται με κεριά στην όαση της Σίβα

Σε έναν αλλόκοτο υπερμεγέθη όγκο που ορθώνεται στην έρημο θυμίζοντας σεληνιακό τοπίο λειτουργεί ένα οικολογικό και απόλυτα μίνιμαλ αισθητικής ξενοδοχείο χωρίς ίντερνετ, ούτε τηλέφωνο, ούτε καν ερ-κοντίσιον.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Ο τόπος μου, ο Κάμπος της Χίου

Γειτονιές της Ελλάδας / H ζωή μου στον Κάμπο της Χίου, εκεί που οι λαλάδες κοκκινίζουν τη γη

Η Μάρω Χατζελένη περιγράφει την καθημερινότητά της στον τόπο που μεγάλωσε και επέστρεψε, σε ένα μέρος όπου αρχοντικά, περιβόλια και στέρνες με πηγάδια συνυπάρχουν μαγικά.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Ο τόπος μου, η Καλοσκοπή

Γειτονιές της Ελλάδας / Mπορεί να ξαναζωντανέψει ένα χωριό είκοσι ατόμων στο βουνό της Γκιώνας;

Μια ομάδα κατοίκων φιλοδοξεί να αναζωογονήσει ένα ορεινό χωριό με άπλετο πράσινο, με άφθονα τρεχούμενα νερά και πηγές, την Καλοσκοπή Φωκίδας που βρίσκεται μόλις δυόμιση ώρες μακριά από την Αθήνα. Και δείχνει να τα καταφέρνει!
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Ο τόπος μου, οι Λειψοί

Γειτονιές της Ελλάδας / Η ζωή μου στους ακριτικούς Λειψούς, εκεί που σταματά ο χρόνος

Ο Κωνσταντίνος Μπουράκης μας μιλά για τη ζωή στο νησί που κερδίζει την υπογεννητικότητα και αποτελεί έναν από τους πιο ποιοτικούς οικολογικούς προορισμούς της Ελλάδας.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ