Για πολλά, πολλά χρόνια, περνούσαμε έξω από τη Σπάρτη χωρίς ποτέ να ασχοληθούμε μαζί της. Πάντα κάπου αλλού πηγαίναμε, δεν γυρίσαμε ούτε μία φορά να της ρίξουμε μια ματιά. Δεν θεωρείται εξάλλου τουριστικός προορισμός, εκτός αν μιλάμε για επίσκεψη στον Μυστρά – υποθέτω. Δίκιο δεν έχω; Έτσι νόμιζα κι εγώ. Μέχρι που η μηχανή μάς έμεινε, καθώς επιστρέφαμε από την Ελαφόνησο. Και μείναμε κι εμείς στη Σπάρτη, εκτός προγράμματος.
Πρώτη ημέρα
Η Σπάρτη −το αντίπαλο δέος της Αθήνας, που κατάφερε να νικήσει στον περίφημο Πελοποννησιακό Πόλεμο, ο οποίος σημάδεψε ανεξίτηλα τα μαθητικά μας χρόνια− σταμάτησε να κατοικείται προς το τέλος του 6ου αιώνα μ.Χ., καθώς θεωρήθηκε πως το σημείο στο οποίο βρισκόταν, σε συνδυασμό με την ελλιπή οχύρωση της πόλης, την καθιστούσε ευάλωτη σε επιθέσεις και πολιορκίες.
Η ίδρυση της Μονεμβασιάς και η μετακίνηση του πληθυσμού εκεί αλλά και στη Σικελία, σύμφωνα τουλάχιστον με το «Χρονικό της Μονεμβασίας», οδήγησαν την εμβληματική πόλη της αρχαιότητας στην ερήμωση και τη λησμονιά.
Εκείνος που αποφάσισε να την «αναστήσει» ήταν ο βασιλιάς Όθωνας, ο οποίος, έχοντας αδυναμία στα «περασμένα μεγαλεία», το 1834 αποφάσισε όχι μόνο να κάνει την Αθήνα πρωτεύουσα της Ελλάδας αλλά και να ξαναχτίσει τη Σπάρτη.
Η λακωνική πρωτεύουσα υπήρξε η πρώτη πόλη του νεοσύστατου ελληνικού κράτους που χτίστηκε σύμφωνα με το ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα και χωροθετήθηκε περίπου στο ίδιο σημείο με την αρχαία Σπάρτη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις αρχαιότητες της περιοχής.
Η ανοικοδόμηση της σύγχρονης Σπάρτης έδωσε τη χαριστική βολή στον Μυστρά, ο πληθυσμός του οποίου σταδιακά τον εγκατέλειψε, ενώ την 1η Ιανουαρίου 1857 η Σπάρτη έγινε και επίσημα το διοικητικό κέντρο της περιοχής.
Τα σχέδια της πόλης με τις μεγάλες πλατείες και τους φαρδείς δρόμους φαίνεται ότι τα οφείλουμε στον Βαυαρό Friedrich Stauffert, αν και κάποιοι εξακολουθούν να υποστηρίζουν ότι πρόκειται για έργο του Eduard Schaubert, του αρχιτέκτονα που ανέλαβε και το πολεοδομικό σχέδιο της Αθήνας αλλά και του Πειραιά.
Η ανοικοδόμηση της σύγχρονης Σπάρτης έδωσε τη χαριστική βολή στον Μυστρά, ο πληθυσμός του οποίου σταδιακά τον εγκατέλειψε, ενώ την 1η Ιανουαρίου 1857 η Σπάρτη έγινε και επίσημα το διοικητικό κέντρο της περιοχής.
Το νεοκλασικό παρελθόν της πόλης είναι φανερό σε κάθε βήμα του επισκέπτη, καθώς έχουν επιβιώσει αρκετά ενδιαφέροντα κτίρια, ανάμεσά τους το δημαρχείο, το αρχαιολογικό μουσείο, που διασώζει την ιστορία της αρχαίας Σπάρτης, το παλιό δικαστικό μέγαρο αλλά και ικανός αριθμός ιδιωτικών κατοικιών.



Ξεκινήστε τη βόλτα σας από το δημοφιλές άγαλμα του Λεωνίδα, έργο του γλύπτη Βάσου Φαληρέα, περπατήστε τη λεωφόρο Κωνσταντίνου Παλαιολόγου με τους χαρακτηριστικούς αιωνόβιους φοίνικες και θαυμάστε όχι μόνο τα νεοκλασικά αλλά και τα πέτρινα κτίρια −Ηπειρώτες και Λαγκαδιανοί μάστορες στα καλύτερά τους− που βρίσκονται κατά μήκος της.
Εδώ θα συναντήσετε και την Κουμαντάρειο Πινακοθήκη, που διαθέτει μια μικρή αλλά ενδιαφέρουσα συλλογή έργων Δυτικοευρωπαίων ζωγράφων και λειτουργεί ως παράρτημα της Εθνικής Πινακοθήκης, πραγματοποιώντας περιοδικές εκθέσεις.
Αφού πιείτε έναν καφέ στην κεντρική πλατεία, όπου δεσπόζει το εντυπωσιακό δημαρχείο, μπορείτε να επισκεφθείτε, εκτός από το Αρχαιολογικό Μουσείο Σπάρτης, το Μουσείο Ελιάς και Ελληνικού Λαδιού, ένα καινούργιο, σύγχρονο μουσείο που παρουσιάζει την ιστορία της καλλιέργειας της ελιάς και της παραγωγής ελαιολάδου στην Ελλάδα.
Έχοντας στο μυαλό μας τη δόξα της αρχαίας Σπάρτης, περιμέναμε ότι στην περιοχή θα υπήρχαν εκτεταμένοι αρχαιολογικοί χώροι, δυστυχώς όμως οι σεισμοί, οι Γότθοι και η καινούργια πόλη λίγα πράγματα άφησαν «όρθια». Η ακρόπολη της αρχαίας Σπάρτης αξίζει μια επίσκεψη, καθώς και ο «τάφος του Λεωνίδα» στις παρυφές της.

Για όσους πάλι αισθάνονται έτοιμοι για ένα «σκαρφαλωματάκι», υπενθυμίζω ότι μόλις πέντε χιλιόμετρα μακριά βρίσκεται ο ξακουστός Μυστράς, η καστροπολιτεία που χτίστηκε το 1249 από τον Γουλιέλμο Β΄ Βιλεαρδουίνο και υπήρξε από τις σημαντικότερες υστεροβυζαντινές πόλεις.
Καλό είναι να μπείτε από τη δεύτερη είσοδο και να ξεκινήσετε από την Πάνω Χώρα, με το κάστρο, τα παλάτια των Παλαιολόγων και την Αγία Σοφία, που είναι τα σπουδαιότερα μνημεία του Μυστρά. Μπορείτε βέβαια να ξεκινήσετε από χαμηλά και να φτάσετε στην Πάνω Χώρα μισοπεθαμένοι, όπως κάτι γνωστοί μου από το χωριό – δεν τους ξέρετε.
Δεύτερη ημέρα

Υπάρχουν περιοχές μαγικές, που τις γνωρίζουν μόνο όσοι κατοικούν τριγύρω. Ξέρω ότι στην εποχή που όλα βρίσκονται με μερικά δευτερόλεπτα πληκτρολόγησης αυτό δεν ακούγεται και πολύ πειστικό, δοκιμάστε ωστόσο να αναζητήσετε το Παλιογέρακο. Ακόμα και χρησιμοποιώντας την επίσημη ονομασία του, λίγα πράγματα μπορεί να βρει κανείς στο διαδίκτυο για τον αρχαιολογικό χώρο Κάστρου Γερακίου, που βρίσκεται τριάντα πέντε χιλιόμετρα μακριά από τη Σπάρτη.
Την περίοδο της Φραγκοκρατίας, το Πριγκιπάτο της Αχαΐας χωρίστηκε σε 12 βαρονίες, ανάμεσά τους και εκείνη του Γερακίου. Ο Γάλλος βαρόνος Guy de Nivelet βρέθηκε στην εξουσία, ενώ −σύμφωνα με το «Χρονικόν του Μορέως»− ο γιος του, Jean de Nivelet, είχε την ιδέα να κατασκευάσουν μια καστροπολιτεία για λογαριασμό τους – ευκολάκι.
Η περιοχή που επιλέχθηκε ήταν δίπλα στον Πάρνωνα, στον ψηλό λόφο του Παλαιόκαστρου, στη βόρεια κορυφή του οποίου θεμελιώθηκε το κάστρο γύρω στα 1210, με την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου εντός του.
Στην πλαγιά από κάτω απλώνεται ο μεσαιωνικός οικισμός που αποτελείται από σαράντα κατοικίες και οκτώ εκκλησίες. Ζωοδόχος Πηγή, Αγία Παρασκευή, Αγία Αικατερίνη και Άγιος Δημήτριος είναι οι ναοί που γνωρίζουμε τα ονόματά τους – σε αρκετούς θα διαπιστώσετε πως σώζεται και η αξιόλογη εικονογράφηση.
Στη βόρεια κορυφή του λόφου βρίσκονται οι «Πέρα Εκκλησίες» (Θεοφάνια, Ταξιάρχες), καθώς και κατοικίες, ενώ οι κορφές συνδέονται μέσω ενός μονοπατιού, στη μέση του οποίου συναντάμε την εκκλησία του Προφήτη Ηλία.

Ιδανικό για να εποπτεύει και να ελέγχει όλη τη γύρω περιοχή, ανάμεσα στα κάστρα του Μυστρά και της Μονεμβασίας, με τα οποία επικοινωνούσε με το σύστημα των φρυκτωριών, το κάστρο κατοικούνταν −προφανώς− από τον ηγεμόνα και την οικογένειά του, καθώς και από τους αξιωματούχους της περιοχής.
Στα χέρια των Φράγκων έμεινε μέχρι το 1259, όταν και ηττήθηκαν στη Μάχη της Πελαγονίας. Για σχεδόν διακόσια χρόνια, μέχρι την Άλωση της Πόλης από τον Μωάμεθ τον Πορθητή, το Κάστρο του Γερακίου κατοικήθηκε κυρίως από επιφανείς Βυζαντινούς, για να γίνει στη συνέχεια μήλον της έριδος μεταξύ Ενετών και Τούρκων.
Το Παλιογέρακο θα εγκαταλειφθεί μέσα στον 15ο αιώνα και δεν θα ξανακατοικηθεί ποτέ. Αυτή ακριβώς η λεπτομέρεια είναι που το καθιστά σπάνιο, άμα και πολύτιμο: είναι ένας βυζαντινός οικισμός που δεν έχει υποστεί μεταγενέστερες επεμβάσεις και διατηρεί την αυθεντική του μορφή.
Σήμερα, αφού αναστηλώθηκε μέσω προγράμματος ΕΣΠΑ, είναι ένας πρότυπος αρχαιολογικός χώρος ο οποίος αξίζει πολύ, θέλει χρόνο και έχει μπόλικο περπάτημα –φροντίστε λοιπόν να φοράτε κατάλληλα παπούτσια, αν δεν θέλετε να ολοκληρώσετε την περιήγηση με μαδημένες εσπαντρίγιες, όπως η αφεντιά μου. Η τελευταία αλλά καθόλου αμελητέα πληροφορία είναι ότι η είσοδος είναι ελεύθερη – προς το παρόν.

Αφού ταξιδέψετε στον Μεσαίωνα, είμαι σίγουρη ότι θα είστε ξεθεωμένοι. Η καλύτερη ιδέα είναι να κάνετε αυτό ακριβώς που έκαναν οι κάτοικοι του οικισμού, δηλαδή να μετακινηθείτε δύο χιλιόμετρα και να φτάσετε στο σημερινό Γεράκι.
Πανέμορφο κεφαλοχώρι φημισμένο για τα αριστοτεχνικά του κιλίμια, με αγέρωχα πέτρινα σπίτια υψηλής αισθητικής και σημαντικές βυζαντινές εκκλησίες, το Γεράκι έχει μια πλατεία από αυτές που αναζητά κανείς όταν επισκέπτεται γραφικά ορεινά χωριά, για να χαλαρώσει και να ξεφορτώσει από πάνω του τις έγνοιες της πόλης. Αράξτε σε ένα παραδοσιακό καφενείο και πιείτε μια μπίρα και για μένα.