Πώς να φτάσεις σε κατάσταση προσωρινής ευτυχίας στα τσιπουράδικα του Βόλου

Πώς να φτάσεις σε κατάσταση προσωρινής ευτυχίας στα τσιπουράδικα του Βόλου Facebook Twitter
«Προτιμώ τα τσιπουράδικα με τους λιγότερο επεξεργασμένους μεζέδες, μια καραβίδα με χοντρό αλάτι ψημένη στα κάρβουνα, οστρακοειδή που θ' ανοίξω ο ίδιος με το μαχαίρι, μια ακαθάριστη σουπιά ψητή, έναν αχινό». Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
1

«Η μοναχική τσιπουροποσία δεν είναι απαγορευμένη, αλλά θα έπρεπε. Το τσίπουρο -συνοδεία μεζέ στο τσιπουράδικο- είναι κατά βάση μια τελετή μοιράσματος. Οι μεζέδες είναι μελετημένοι ώστε να μπορούν να μοιραστούν σε τουλάχιστον δύο άτομα. Τέσσερα παστά, δύο γυαλιστερές, δύο καραβίδες και πάει λέγοντας.

Κάθε ματιά στο πιάτο κατά την ώρα της μοναχικής κατάποσης θα υπενθυμίζει την έλλειψη του άλλου. Τα επιφωνήματα ευχαρίστησης που επιβάλλεται να αρθρώνονται κατά την κατανάλωση κάθε μπουκιάς, η φωνητική ώθηση των αισθήσεων στην κορύφωση της ηδονής, θα πνιγούν μέσα σου ελλείψει αποδέκτη. Ο μεζές που όταν τον μοιραζόσουνα φάνταζε πολύτιμος και σπάνιος λόγω της μικρής ποσότητάς του, τώρα θα σου φανεί πολύς, υπέρ το δέον χορταστικός και εν τέλει βαρετός.

Προσωπικά δεν έχω ποτέ καταφέρει να πιω μοναχός μου πάνω από δύο τσίπουρα κι αυτό μόνο όταν βρέθηκα δίπλα στο κύμα μια καλοκαιρινή μέρα. Είχα την αίσθηση ότι βρισκόμουν στον Παράδεισο, αλλά ολομόναχος• ούτε Εύα ούτε καν φίδια.

Μέσα στο βιβλίο αναλύονται τα πάντα: Το σωστό μαγαζί με το καλό χύμα τσίπουρο, το πώς καθόμαστε, το μέγεθος της παρέας, το τσούγκρισμα, το μενού, ο χαρακτήρας του σερβιτόρου, η συζήτηση, ο τόπος, η ώρα αλλά και ο ρυθμός της τσιπουροποσίας. Όλοι είναι παράγοντες που καθορίζουν το αποτέλεσμα.

Αν δεν δεις τη χαρά σου να φωτίζει τα μούτρα του άλλου, σου ξεγλιστράει σαν το νερό μέσα απ' τη χούφτα κι ύστερα μένεις να θρηνείς την απώλεια της ζωής σου. Μην πίνεις τσίπουρα μόνος, θα μελαγχολήσεις» σημειώνει τόσο εύστοχα στο βιβλίο του, Τα τσίπουρα στο Βόλο, ο Αλέξανδρος Ψυχούλης-ο εικαστικός και καθηγητής Τέχνης και Τεχνολογίας του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας- ο οποίος χρησιμοποιεί εδώ και χρόνια τα κλασσικά Βολιώτικα τσιπουράδικα ως πεδίο παρατήρησης στο πλαίσιο ενός Μεταπτυχιακού προγράμματος που έχει δημιουργήσει.

Ακούγεται παράδοξο; Και όμως. Στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Βόλου εδώ και τέσσερα χρόνια έχει δημιουργηθεί ένα Μεταπτυχιακό πρόγραμμα με τον παρακάτω - λίγο μεγάλο - τίτλο: «Μεταβιομηχανικός - σχεδιασμός, σχεδιαστικές και καλλιτεχνικές πρακτικές για την παραγωγή της καθημερινής ζωής».

«Το τσιπουράδικο του Βόλου αποτελεί πεδίο παρατήρησης ενός εργαστηρίου, που μελετά το φαινόμενο και εμπνέεται από αυτό με βιωματικό τρόπο. Οι πρώτες εισηγήσεις δεν γίνονται στη σχολή αλλά στο τσιπουράδικο. Αρχιτέκτονες, καλλιτέχνες και φοιτητές από συναφή πεδία μελετούν το τελετουργικό που διαμορφώθηκε μέσα σε μια περίοδο εκατό χρόνων περίπου, ως ένα επιτυχημένο μοντέλο συμποσίου, κοινωνικής συναναστροφής και ψυχολογικής αποσυμπίεσης.

Όταν τα μεσημέρια κουραζόμαστε από τις ακαδημαϊκές μας δραστηριότητες, και στον αέρα της πόλης κυκλοφορεί μυρωδιά από χταποδάκι στα κάρβουνα είναι αδύνατον να μην μεταφέρεις το γραφείο σου, τη δουλειά σου, τη συζήτηση στα κοντινά τσιπουράδικα. Υπάρχει μια συλλογική συνομωσία σ' αυτή την πόλη. Τα πάντα σε οδηγούν εκεί ακριβώς στη μέση μιας παραγωγικής μέρας. Κάποια στιγμή κατάλαβα την σπουδαιότητα και την ιδιαιτερότητα αυτής της συμποσιακής συνθήκης στον Βόλο κι έγινε το ίδιο το τσιπουράδικο το αντικείμενο της έρευνας. Σε κάθε περίπτωση περνάς πολύ καλά όταν ερευνάς πράγματα που αγαπάς και που παίζουν ρόλο στη ζωή σου και στη συμπεριφορά σου.

Πώς να φτάσεις σε κατάσταση προσωρινής ευτυχίας στα τσιπουράδικα του Βόλου Facebook Twitter
Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Το να βρεις την τυπολογία αυτού του τελετουργικού αποτελεί το πρώτο βήμα για να κατανοήσεις τη λειτουργία του και να μπορέσεις να μεταφέρεις τα συμπεράσματα από αυτό το μοντέλο σε οποιοδήποτε άλλο» εξηγεί ο κ. Ψυχούλης ο οποίος πολύ πρόσφατα εξέδωσε κι αυτό το εκπληκτικό εγχειρίδιο το οποίο είναι γραμμένο εν είδη ακαδημαϊκής έρευνας μια και αποτυπώνεται μια τυπολόγηση της τελετουργίας της τσιπουροκατάνυξης- αν και ο ίδιος φυσικά δεν το θεωρεί ακαδημαϊκό σύγγραμμα.

«Το βιβλίο εκτός από τεκμηριωμένες απόψεις βρίθει κι από υποκειμενικές ερμηνείες του φαινομένου. Είναι μάλλον ένα παιγνιώδες και ταυτόχρονα νευρωτικό γραπτό που θέλει να δείχνει σοβαρό ενώ δεν είναι» σπεύδει να ξεκαθαρίσει.

Πως του ήρθε η ιδέα να κάτσει να το γράφει; «Ο λόγος που γράφτηκε είναι γιατί κατάλαβα πως οι επισκέψεις στο τσπουράδικο δεν έχουν πάντα την ίδια κατάληξη. Υπάρχουν μέτριες, καλές και απογειωτικές τσιπουροσυνευρέσεις. Άρχισα λοιπόν να παρατηρώ ποιοι είναι οι παράγοντες που οδηγούν στη μία ή στην άλλη έκβαση, ποιες είναι οι αναγκαίες προϋποθέσεις για να φτάσεις σε μια κατάσταση προσωρινής ευτυχίας και τι πρέπει να αποφεύγεις αν δεν θες να απογοητευτείς από τη διαδικασία. Τα αποτελέσματα αυτής της παρατήρησης έφτιαξαν αυτό το εγχειρίδιο».

Μέσα στο βιβλίο αναλύονται τα πάντα: Το σωστό μαγαζί με το καλό χύμα τσίπουρο, το πώς καθόμαστε, το μέγεθος της παρέας, το τσούγκρισμα, το μενού, ο χαρακτήρας του σερβιτόρου, η συζήτηση, ο τόπος, η ώρα αλλά και ο ρυθμός της τσιπουροποσίας. Όλοι είναι παράγοντες που καθορίζουν το αποτέλεσμα. «Μικρές λεπτομέρειες αλλάζουν δραματικά την εξέλιξη μιας συνάντησης για τσίπουρα. Αν κάτι δεν λειτουργήσει όπως πρέπει, αυτό που θα ζήσεις θα είναι απλώς μια καλούτσικη κατάσταση και όχι η ποθητή υπερβατική εμπειρία».

Ενδιαφέρον έχει η παρατήρηση αυτών των μικρών λεπτομερειών όπως για παράδειγμα τα μικρά πιάτα και τα μικρά πιρούνια. «Τίποτα μεγάλο δεν ταιριάζει στο τραπέζι του τσίπουρου. Ο μεζές δείχνει πολύτιμος μόνο στο μικρό πιάτο» ή τα μικρά πιρούνια είναι « Για να τσιμπήσεις τον μεζέ, όχι για να φας».

Στο βιβλίο υπάρχουν και ιστορικές πληροφορίες όπως αυτή που δίνεται με αφορμή το ένα και μοναδικό μαχαίρι που υπάρχει συνήθως πάνω στο τραπέζι της τσιπουροκατάνυξης. «Το μαχαίρι είναι πάντα ένα και αποτελεί μια ακούσια υπόμνηση της ιστορίας του τσιπουράδικου. Πρόσφυγες ψαράδες κρατούσαν κάτι από την ψαριά τους για να συνοδεύσουν τα δυό τσιπουράκια που θα έπιναν με τους φίλους τους στα καφενεία της παραλίας. Ο ψαράς που έφερνε τον μεζέ ήταν ο μόνος που χρειαζόταν μαχαίρι για να τον μοιράσει στους συνδαιτημόνες».

Είναι γνωστό άλλωστε ότι το Βολιώτικο τσιπουράδικο είναι παιδί μιας καταστροφής. Της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922 συγκεκριμένα. «Δεν θα είχε αυτήν την ιδιαίτερη γαστρονομική ταυτότητα αν δεν υπήρχε η γαστρονομική κουλτούρα που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στον «συνοικισμό», την περιοχή που αργότερα ονομάστηκε Νέα Ιωνία. Μέχρι τότε οι Βολιώτες έπιναν το Τυρναβίτικο γλυκανισάτο τσίπουρο ξεροσφύρι, ή άντε με καμιά ελιά και λίγο αγγούρι. Οι πρόσφυγες ήταν αυτοί που έβαλαν στο παιχνίδι τα λογής ταπεινά θαλασσινά που οι κάτοικοι του Βόλου περιφρονούσαν ή αγνοούσαν ότι ήταν βρώσιμα. Υπάρχουν μαρτυρίες που λένε πως οι γαρίδες τους φαινόντουσαν σαν κατσαρίδες, φαντάσου πόσο εξωτικά θα ήταν γι αυτούς οι κολιτσιάνοι (είδος θαλάσσιας ανεμώνης), οι πίνες (δίθυρα μαλάκια) ή οι ολιοί (τα συκώτια του χταποδιού).

Πώς να φτάσεις σε κατάσταση προσωρινής ευτυχίας στα τσιπουράδικα του Βόλου Facebook Twitter
Στην πετυχημένη τσιπουροποσία αυτό που νιώθεις μοιάζει πολύ με το συναίσθημα του έρωτα, ενός έρωτα όμως που δεν είναι προσωποποιημένος. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Οι πρόσφυγες ψαράδες έμεναν στην Περιοχή του Αγίου Κωνσταντίνου στο Βόλο, αλλά μετά τη δουλειά και πριν το μεσημεριανό θα επισκέπτονταν τα καφενεία της Νέας Ιωνίας που σέρβιραν τσίπουρο με μεζεδάκι, φέρνοντας μαζί τους και τα μικρόψαρα που δεν είχαν εμπορική αξία για να τα μοιραστούν με τους συμπότες τους.

Από τα χαμηλά λαϊκά στρώματα η συνήθεια διαδόθηκε σ' όλους τους εργαζόμενους, τα μαγαζιά πολλαπλασιάστηκαν για να φτάσουμε στο σήμερα που μπορείς να μετρήσεις πάνω από 300 τσιπουράδικα σε μια πόλη 120.000 κατοίκων» επισημαίνει ο κ. Ψυχούλης σχετικά με την ιστορία του Βολιώτικου τσιπουράδικου.

«Τα καλά τσιπουράδικα του Βόλου δεν είναι πολλά» λέει ο κ. Ψυχούλης όταν του ζητώ να μου περιγράψει ένα από τα αγαπημένα του. «Ανάμεσα στα λίγα καλά λοιπόν υπάρχουν διακριτές διαφορές στο χαρακτήρα των μεζέδων. Προτιμώ αυτά με τους λιγότερο επεξεργασμένους μεζέδες, μια καραβίδα με χοντρό αλάτι ψημένη στα κάρβουνα, οστρακοειδή που θ' ανοίξω ο ίδιος με το μαχαίρι, μια ακαθάριστη σουπιά ψητή, έναν αχινό.

Τελικά καταλήγω να πηγαίνω σε δυο τρία και να μην τα βαριέμαι. Εκεί που ο σερβιτόρος σε ξέρει, θα σε νοιαστεί όπως ο αρχαίος συμποσιάρχης, θα φροντίσει να σου βγάλει κάτι σπέσιαλ που θα σου πέσει το σαγόνι και ταυτόχρονα θα χορατεύει με μέτρο».

Και τελικά, ποιο είναι το ζητούμενο σε μια τσιπουροκατάνυξη; «Ο ρυθμικός και ψυχικός συντονισμός των συμποτών» θα πει ο κ. Ψυχούλης «η χαρά του να μπορείς να πεις και να μοιραστείς τα πάντα και τίποτα να μην παρεξηγηθεί. Στην πετυχημένη τσιπουροποσία αυτό που νιώθεις μοιάζει πολύ με το συναίσθημα του έρωτα, ενός έρωτα όμως που δεν είναι προσωποποιημένος».

Οι ζωηρές περιγραφές του πάντως μέσα στο βιβλίο ταξιδεύουν τον αναγνώστη στο ιδανικό τσιπουράδικο του Βόλου, πλάι στο κύμα γιατί μόνον εκεί, όπως σημειώνει και στο βιβλίο, μπορεί κανείς να ζήσει αυτή την μοναδική εμπειρία.

«Ήταν στα πρώτα χρόνια της φοιτητικής μου ζωή. Μια μεγάλη καλοκαιρινή παρέα στο Νότιο Πήλιο. Αρχίζαμε τα τσίπουρα από το μεσημέρι σε μια ταβέρνα μπροστά στο κύμα, κάτω από έναν αιωνόβιο πλάτανο. Το τσίμπημα των μεζέδων και η πόση γίνονταν με αργούς ρυθμούς, μπόλικες ανάλαφρες συζητήσεις και σύντομα διαλείμματα για μια δροσιστική βουτιά. Αυτό κρατούσε όλη τη μέρα ενώ συχνά συνεχιζόταν και τη νύχτα ή τις πρώτες πρωινές ώρες μέσα σε μια ευδαιμονική ατμόσφαιρα που πλημμύριζε από νεανική ευεξία. Ποτέ δεν υπήρξε δυσάρεστο επακόλουθο ούτε καν η υποψία ενός χανγκόβερ. Το αποδώσαμε στην ποιότητα του τσίπουρου και νιώθοντας τον Σεπτέμβρη να έρχεται και την επιστροφή μας στην Αθήνα να πλησιάζει, ζητήσαμε από τον ταβερνιάρη δύο μεγάλες μπουκάλες τσίπουρο για να το πάρουμε μαζί μας.

Πώς να φτάσεις σε κατάσταση προσωρινής ευτυχίας στα τσιπουράδικα του Βόλου Facebook Twitter
«Από τα χαμηλά λαϊκά στρώματα η συνήθεια διαδόθηκε σ' όλους τους εργαζόμενους, τα μαγαζιά πολλαπλασιάστηκαν για να φτάσουμε στο σήμερα που μπορείς να μετρήσεις πάνω από 300 τσιπουράδικα σε μια πόλη 120.000 κατοίκων» επισημαίνει ο κ. Ψυχούλης σχετικά με την ιστορία του Βολιώτικου τσιπουράδικου. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Την πρώτη νύχτα που φτάσαμε στην Αθήνα είχαμε ραντεβού στο σπίτι μου για να συνεχίσουμε αυτό που κάναμε όλο το καλοκαίρι, ελπίζοντας πως έτσι θα υπήρχε μια πιο ομαλή μετάβαση στις χειμερινές υποχρεώσεις. Οι μεζέδες δεν αξίωναν βραβείο. Σαλάμι αέρας, μερικές κονσέρβες σαρδέλας, ένα Ζwan. Μόνο το τσίπουρο θα ήταν ακριβώς το ίδιο που πίναμε στο Πήλιο.

Παραδόξως, όμως, στην ΑΘήνα το τσίπουρο αυτό δεν είχε την ίδια γεύση. 0 αέρας της Ιπποκράτους που έμπαινε από τ' ανοιχτά παράθυρα δεν είχε καμία σχέση με το ιωδιούχο μελτέμι που γέμιζε τα πνευμόνια μας στο Νότιο Πήλιο. Οι γευστικοί κάλυκες έμοιαζαν να μη συνεργάζονται για το ποθητό αποτέλεσμα.

Μετά το τέταρτο ποτήρι ξερνούσαμε ομαδικά και δεν καταλαβαίναμε πώς ήταν δυνατόν να μας βλάψει κάτι που μας είχε προσφέρει τόση ευτυχία τους προηγούμενους μήνες.

Οι Γάλλοι χρησιμοποιούν τη λέξη terroίr -μια έννοια χωρικού τύπου—για να ορίσουν την ιδιαίτερη γεύση που έχει ένα προϊόν που παράγεται σε έναν συγκεκριμένο τόπο. Φυσικά, η βολιώτικη συνθήκη τσιπουροποσίας δεν είναι ένα φαγώσιμο προϊόν αλλά μια ολόκληρη γαστρονομική τελετουργία που έχει εξελιχθεί σ' αυτό το συγκεκριμένο λιμάνι. Αυτό και μόνο δίνει μια άλλη έκταση στο γεγονός, καθώς και τη σφραγίδα της αυθεντικότητας, μια σφραγίδα καθόλου αμελητέα αν σκεφτείς τις αποτυχημένες προσπάθειες να αναπαραχθεί αποσπασματικά η τελετουργία σε απομονωμένα μαγαζιά τύπου «βολιώτικο τσιπουράδικο» ανά την Ελλάδα.

Η υγρασία της ατμόσφαιρας, οι μυρωδιές των ψημένων κεφαλόποδων που αιωρούνται πάνω από την πόλη, η αύρα της θάλασσας που καταφέρνει να τρυπώσει ακόμα και στα απομακρυσμένα από την παραλία στενά και, προπαντός, η επίγνωση πως την ίδια ώρα ο μισός πληθυσμός του Βόλου επιδίδεται σε παρόμοιες δράσεις στα διάσπαρτα στην πόλη μαγαζιά, δημιουργώντας την αίσθηση μιας συλλογικής πολιτισμικής ταυτότητα ,είναι παράγοντες που καθιστούν αδύνατη τη γεωγραφική μεταφορά αυτής της συνήθειας».

Το εγχειρίδιο Τα Τσίπουρα στον Βόλο, του Αλέξανδρου Ψυχούλη, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νήσος.

 

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 21.7.2019

Γεύση
1

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο καφές πάει με όλα

Γεύση / Ο καφές πάει με όλα

Η Αθήνα έχει να προσφέρει καλύτερο καφέ από ποτέ, όχι μόνο στα μέρη που ασχολούνται αποκλειστικά με αυτόν αλλά και σε αυτά oπου μπορούμε να αγοράσουμε βιβλία και κεραμικά, φυτά και ρούχα, να γνωρίσουμε τις δουλειές Ελλήνων και ξένων artisans, να βρούμε γλυκά και ποπκόρν κατάλληλα για σκύλους και να υιοθετήσουμε μια γάτα.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
47’ λεπτά με τη Μαρίνα Χρονά

Γεύση / Μαρίνα Χρονά: «Με ενδιαφέρει το προσιτό φαγητό, γιατί θέλω να έχω επαφή με τον κόσμο»

Έξω από πιάτσες, δίπλα στο Μουσείο, η νεαρή σεφ άνοιξε μέσα στο καλοκαίρι ένα new age μπιστρό που τα κάνει όλα απλά και κατανοητά, που συζητιέται όχι μόνο γιατί είναι νόστιμο αλλά και γιατί με τις τιμές του μπορεί να γίνει εύκολα στέκι, σαν να είναι η ταβέρνα της γενιάς μας.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Στα Άκρα για πρωινό με κοκορόπιτα, αυγά και χωριάτικα ψωμιά

Γεύση / Στα Άκρα για πρωινό με κοκορόπιτα, αυγά και χωριάτικα ψωμιά

Το πολυσυζητημένο εστιατόριο του Παγκρατίου δεν προσφέρεται μόνο για βραδινές συναντήσεις αλλά μας περιμένει από νωρίς το πρωί, περνάει τις πίτες μας από τα κάρβουνα, φτιάχνει πιάτα με ό,τι καλή πρώτη ύλη δίνουν η εποχή και οι μικροί παραγωγοί, κάνει ένα πρωινό που θα ετοίμαζαν οι γιαγιάδες μας, αν ήξεραν από τεχνικές.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Αυτές είναι οι νέες αγαπημένες μας τυρόπιτες στην Αθήνα

Γεύση / Αυτές είναι οι νέες καλές τυρόπιτες της Αθήνας

Σίγουρα τιμούμε τις πιο ιστορικές του είδους και δύσκολα τις αλλάζουμε, από το Μαμ και το  Άριστον έχουμε φάει τόνους ζύμη κουρού. Όμως υπάρχουν και οι πιο νέοι, που έχουν μπει στο παιχνίδι αυτού του κλασικού πρωινού και μας το προσφέρουν άψογο. Ας ανανεωθούμε λοιπόν.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Σπέτσες

Γεύση / On the Verandah: Σεπτέμβριος στις Σπέτσες με ψάρι και εποχική κουζίνα

Στο ξενοδοχείο-τοπόσημο του νησιού, το Poseidonion Grand Hotel, και στην κομψή βεράντα του με φόντο τον Αργοσαρωνικό Kόλπο, ο Θεολόγος Αμηράς ποντάρει στο φρέσκο ψάρι και σε όσα του δίνει το μποστάνι του. Και αν ψάχνετε έναν καλό λόγο για μια σύντομη απόδραση προς τα εκεί, έρχεται και η Αρμάτα.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Όσα θέλουμε να δοκιμάσουμε φέτος στα νησιά

Γεύση / Όσα θέλουμε να δοκιμάσουμε φέτος στα νησιά

Είναι πολλές οι νέες και πολύ ενδιαφέρουσες αφίξεις φέτος το καλοκαίρι στα μέρη που θα ταξιδέψουμε, αφού οι μάγειρες από τα πιο hip γαστρονομικά project της Αθήνας δοκιμάζουν τις δυνάμεις τους εκτός πόλης, ενώ άλλοι επιστρέφουν στον τόπο τους για να δουλέψουν με την κορυφαία του πρώτη ύλη και να την αναδείξουν.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Μα γιατί δεν μιλάει κανείς για τα αγγούρια; 

Γεύση / Μα γιατί δεν μιλάει κανείς για τα αγγούρια; 

Αν και είναι απαραίτητο συστατικό για να φτιάξουμε το εθνικό μας ντιπ, τα επισκιάζει διαχρονικά η ντομάτα, ακόμα και η φέτα όταν μπαίνουν μαζί στη σαλάτα ενώ λίγοι είναι οι μάγειρες της Αθήνας που τους έχουν δώσει τη δέουσα προσοχή. Κάποιες ποικιλίες τους όμως θα σας πείσουν ότι κάθε άλλο παρά αδιάφορα είναι, ρίξτε τους μόνο χοντρό αλάτι.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Ostomachion: Μια ταράτσα για Αθηναίους στην Κολοκοτρώνη

Γεύση / Ostomachion: Μια ταράτσα για Αθηναίους στην Κολοκοτρώνη

Το νέο ενδιαφέρον μπαρ της πόλης λειτουργεί ψηλά, είναι χαλαρό και στημένο σαν spritzeria με θέα στο πυκνό αστικό τοπίο του εμπορικού τριγώνου. Αν λοιπόν ανήκετε σε εκείνους που πιστεύουν ότι οι ταράτσες της πόλης απευθύνονται κυρίως στους επισκέπτες της, αυτή θα σας αλλάξει γνώμη.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Καμία δίαιτα, παίζουν καινούργιες διευθύνσεις για φοβερά burgers στην Αθήνα

Γεύση / Καμία δίαιτα, έχουμε μερικά νέα φοβερά burgers στην Αθήνα

Kαι εκεί που νομίζαμε ότι αυτή η πόλη τα έχει δώσει όλα όσον αφορά τα burgers, έχουν εμφανιστεί νέα και διαφορετικά μεταξύ τους concepts που τα προσφέρουν ποιοτικά και ζουμερά. Μάλιστα, για να τα απολαύσουμε χρειάζεται να βολτάρουμε και εκτός κέντρου, μπορεί να ανακαλύψετε λοιπόν μια νέα περιοχή ενώ βάζετε τις διευθύνσεις τους στο Google Maps για να τα βρείτε και να τα δοκιμάσετε.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ

σχόλια

1 σχόλια
Καβούρας and dry bread.ΥΓ Είναι μια μεγάλη κουβέντα ότι χάνεται η έννοια του μεζεδοπωλείου και αντικαθίσταται από την έννοια του φαγάδικου.Το τσιμπητό, το λίγο, το μοιραστό είναι πασσέ.Η μόδα είναι η μεριδάρα που δείχνει αφθονία, οικονομική άνεση και αφήνει περισσότερα κέρδη και στον μαγαζάτορα. Τάπε και η Σπυριδούλα, το τσιπουράδικο δεν είναι οικονομικά βιώσιμο.Το ουζερί έχει γίνει προ πολλού ψαροταβέρνα. Το τσιπουράδικο έχει γίνει φαγάδικο κάθε είδους που απλά έχει και δυο τσίπουρα χύμα (συνήθως άθλια). Και το κρασοπουλιό wine bar. Η ιλιουστρασιόν γενιά του χρηματιστηρίου είναι εδώ και έχει ντυθεί hipster.ΥΓ2 Τι να μοιραστεί μια γενιά που φοβάται να κάνει σεξ;https://www.lifo.gr/articles/health-fitness_articles/236565/doktor-royth-pros-millennials-vreite-xrono-gia-seksΥπάρχει μια δυσκολία με το μοίρασμα επί της ουσίας στις μέρες μας.