«ΚΟΥΡΑΣΤΗΚΑ ΝΑ ΤΗ ΦΡΟΝΤΙΖΩ, λυτρώθηκε από τα προβλήματά της». Το γεγονός είναι αυτό: 50χρονος γιος σκότωσε με τρεις μαχαιριές την 84χρονη ανοϊκή, κατάκοιτη μητέρα του, της οποίας ήταν ο αποκλειστικός φροντιστής. Κάλεσε την αστυνομία, ενημέρωσε για την πράξη του και σχολίασε ότι η μητέρα του «λυτρώθηκε».
Το θέμα μας σήμερα είναι ο οίκτος. Θέλω να κουβεντιάσουμε για τον οίκτο που οδηγεί σε έναν μεγαλόψυχο φόνο. Για την κατανόησή μας προς τους ανθρώπους που σκοτώνουν επειδή επωμίστηκαν δυσανάλογα βάρη, επειδή θυσιάζουν τη ζωή τους για τη φροντίδα των άλλων. Και θέλω να δούμε αν, όταν λέμε «άνθρωποι», εννοούμε τελικά και άντρες και γυναίκες.
Αυτές τις μέρες διαβάζω ένα βιβλίο με τίτλο «Humanly Possible», της Sarah Bakewell. Το θέμα του είναι η ιστορία του ουμανισμού. Πιο συγκεκριμένα, το θέμα του είναι πώς διάφορες κουλτούρες και φιλοσοφίες, σε παγκόσμιο επίπεδο και συχνά ταυτόχρονα, κατέληγαν στην ιδέα ότι μέτρο του κόσμου πρέπει να είναι ο άνθρωπος και ότι η ανθρώπινη ζωή έχει αξία, όχι επειδή την απέκτησε λόγω τίτλου, χρημάτων ή διάκρισης, αλλά επειδή απλώς τη φέρει. Η ανθρώπινη ζωή έχει αξία επειδή «είναι», χωρίς να χρειάζονται άλλα επιχειρήματα. Έχουμε, προς το παρόν, δομήσει έναν πολιτισμό μέσα στον οποίο η αξία της ανθρώπινης ζωής είναι αδιαπραγμάτευτη. Με βάση αυτό διεκδικούμε ισχυρά συστήματα υγείας, με βάση αυτό είναι θέμα οι γενοκτονίες, με βάση αυτό δεν αφήνουμε τους ηλικιωμένους να πεθάνουν, με βάση αυτό, όταν ένα παιδί έχει κάποια σπάνια νόσο που η διαχείρισή της κοστίζει χιλιάδες ευρώ, λέμε «πρέπει να βρεθούν τα λεφτά», αντί να πούμε «ε, οκ, αυτό του έλαχε, ένα παιδί λιγότερο». Η ιδέα ότι η ζωή έχει αξία δεν είναι αυθόρμητη για την ανθρωπότητα. Είναι ένα κεκτημένο που έχει πάρει αιώνες να ριζώσει. Το βιβλίο εξηγεί έμμεσα πώς φτάσαμε να πιστεύουμε ότι, αν κάποιος έχει γεννηθεί, ζει μια ζωή που έχει αξία και όλοι μαζί πρέπει να τη διαφυλάξουμε.
Ο φόνος, όταν είναι ντυμένος με οίκτο, μοιάζει ρομαντικός, πράξη εξύψωσης, γενναίος εναγκαλισμός του μοιραίου. Ειδικά σε περιπτώσεις που παραείναι μεγάλη η ανάγκη για φροντίδα, ο φόνος μοιάζει με επαναστατική αντίσταση σε μια κοινωνία που αδιαφορεί και ένα κράτος που σφυρίζει ανέμελα.
Μέσα σε έναν πολιτισμό που υπερηφανεύεται για την ικανότητά του να εκτιμά την ανθρώπινη ζωή, πιστεύω ότι πρέπει να είμαστε προσεκτικές όταν προσφέρουμε κατανόηση σε ανθρώπους που με διάφορες αφορμές και επιχειρήματα αποφασίζουν να σκοτώσουν. Το «κουράστηκα να τη φροντίζω και τη λύτρωσα απ’ τα προβλήματά της» είναι απόλυτα ανθρώπινο. Είναι μια εξήγηση που ο μέσος άνθρωπος αποδέχεται. Ο φόνος, όταν είναι ντυμένος με οίκτο, μοιάζει ρομαντικός, πράξη εξύψωσης, γενναίος εναγκαλισμός του μοιραίου. Ειδικά σε περιπτώσεις που παραείναι μεγάλη η ανάγκη για φροντίδα, ο φόνος μοιάζει με επαναστατική αντίσταση σε μια κοινωνία που αδιαφορεί και ένα κράτος που σφυρίζει ανέμελα ενώ οι έχοντες ανάγκη ζουν σε βάρος της οικογένειάς τους. Ο φόνος, σε τέτοιες περιπτώσεις, μεταφράζεται πανεύκολα ως διαμαρτυρία απέναντι σ’ ένα κακό για το οποίο δεν υπάρχει σωτηρία. Αποβάλλει το «κακό», ο φονιάς δεν είναι τέρας αλλά ένας άνθρωπος σε απόγνωση. Και, πιστεύω, οι περισσότερες και οι περισσότεροι από μας βλέπουμε με κάποια συμπάθεια την απόγνωση.
Στη μια πλευρά, λοιπόν, έχουμε τον φονιά που επικαλείται τον οίκτο. Η λύτρωση είναι πράξη συμπόνιας. Απ’ την άλλη πλευρά, έχουμε το κοινωνικό σύνολο που κρίνει. Ένα μέρος του θα νιώσει κατανόηση και συμπόνια. Και όταν συμβαίνει αυτό, όταν η επικοινωνία μεταξύ θύτη και κοινωνίας ολοκληρώνεται με την κατανόηση, κάθε, μα κάθε φορά, διαρρηγνύεται το κοινωνικό συμβόλαιο που λέει ότι «η ανθρώπινη ζωή έχει αξία». Ο οίκτος, αν και ανθρώπινος, είναι αυθαίρετος. Υπονοεί ότι κάποιος έχει δικαίωμα να αξιολογήσει το αν μια ζωή αξίζει να βιωθεί. Ο οίκτος είναι εξουσιαστικό συναίσθημα και αυτός που οικτίρει είναι από πάνω. Γι’ αυτό πιστεύω ότι, αν παρακολουθήσετε τα εγκλήματα που συμβαίνουν από οίκτο, θα δείτε συχνά άνδρες να οικτίρουν και να κόβουν το νήμα της ζωής κάποιας ή κάποιου. Ο οίκτος είναι εξουσιαστικός και όποιος έχει την εξουσία έτσι κι αλλιώς τον νιώθει ευκολότερα.
Ο οίκτος και το πάθος είναι δύο κίνητρα που οι άντρες έχουν μια άνεση να επικαλούνται όταν σκοτώνουν και εμείς, ως κοινωνία, έχουμε μάθει να νεύουμε καταφατικά. Θεωρώ δεδομένο ότι όλες και όλοι ξέρετε μια μάνα ή μια γιαγιά που επί δέκα-είκοσι χρόνια φρόντιζε τη μάνα της, την πεθερά της, μια μακρινή γηραιά συγγενή, τον θείο, τον πατέρα, τον παππού, το ζεύγος υπέργηρων της οικογένειας. Θεωρώ δεδομένο ότι έχετε παρευρεθεί σε κηδείες στις οποίες το σχόλιο ήταν «ε, η γιαγιά ξεκουράστηκε και η μητέρα μου δεν άντεχε άλλο». Θεωρώ δεδομένο ότι ξέρετε μία ή περισσότερες γυναίκες που έκαναν αγόγγυστα μπάνιο, καθάριζαν από κόπρανα και ούρα, τάιζαν ηλικιωμένους που δεν μπορούσαν πια να αυτοεξυπηρετηθούν. Ξέρετε επίσης σίγουρα μητέρες ανάπηρων παιδιών ή παιδιών με αυτισμό που δεν μπορούν και δεν θα μπορέσουν ποτέ να αυτοεξυπηρετηθούν και που η ζωή τους εξαρτάται ολότελα, κάθε μέρα, από τη ζωή της φροντίστριάς τους.
Θα νιώθαμε κατανόηση για μια μητέρα που σκοτώνει το αυτιστικό παιδί της από οίκτο; Δεν θεωρώ δεδομένη την απάντηση, η ερώτηση είναι αληθινή. Θα νιώθαμε οίκτο για μια σύζυγο που πνίγει τον ανοϊκό σύζυγό της, όπως συνέβη, με αντεστραμμένα τα φύλα, στην ταινία «Amour»; Θα νιώθαμε συμπόνια για μια κόρη που μαχαιρώνει τρεις φορές στο κεφάλι τον κατάκοιτο πατέρα της; O τρόπος με τον οποίο διαθέτουμε τη συμπόνια μας φανερώνει τις προτεραιότητές μας. Κάθε συμπόνια και κάθε απαξίωση είναι μια μεταμφιεσμένη αξιολόγηση. Το αν κατανοούμε ή δεν κατανοούμε έναν φόνο δείχνει και το ποιος πιστεύουμε ότι έχει δικαίωμα να ζήσει.
Η ανθρωπότητα θα άλλαζε αν οι φροντίστριες του κόσμου φόνευαν από κούραση. Αν οι γυναίκες έλεγαν «δεν μπορώ άλλο, θα σε ανακουφίσω απ’ τα βάσανά σου», θα είχαμε άλλη κοινωνία, άλλη κοινωνική συνοχή, άλλη οικονομία, ολότελα άλλη διάθεση πόρων. Θα προσφέραμε στις φόνισσες την κατανόησή μας; Η απάντηση δεν είναι δεδομένη σε καμία περίπτωση· όταν ο Παπαδιαμάντης δημιούργησε μια δολοφόνο που σκοτώνει από οίκτο, μας σφράγισε για πάντα, μας ρώτησε κάτι που μας δίχασε.
Αν και το θέμα έχει έμφυλες διαστάσεις, δεν είναι έμφυλο. Είναι βαθιά αξιακό. Αν πιστεύουμε ότι κάποιος μπορεί να αφαιρέσει μια ζωή επειδή η ζωή αυτή απαιτεί πολύ κόπο για να διατηρηθεί, παίρνουμε μια θέση. Το θέμα είναι οι συνέπειες που έχει αυτή η θέση και τι σημαίνει αν συμφωνήσουν πολλοί άνθρωποι μαζί μας. Όταν ο φόνος είναι η τελευταία λύση που βλέπουμε στη δυσανάλογη επιβάρυνση της ζωής ενός ανθρώπου, έχουμε συμφωνήσει με ένα ιδιαίτερο είδος, ας πούμε, καταχρηστικά, αυτοδικίας και έχουμε αποδεχτεί πλήρως μέσα μας την ιδέα ότι είμαστε μόνοι, χωρίς βοήθεια και ότι θα επιβιώσει ο ισχυρότερος. Αν πιστεύουμε κάτι τέτοιο, έχει καλώς. Δεν θα πρέπει ωστόσο να απορήσουμε όταν η πίστη αυτή γίνει καθολική και αποφασίσουν να λυτρώσουν κάποιον αυτοί και αυτές που ως τώρα υπέμεναν αδιαμαρτύρητα.